Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
είδηση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

είδηση, η, ουσ. [<αρχ. εἴδησις], η είδηση· στον πλ. οι ειδήσεις, η παρουσίαση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο των πρόσφατων γεγονότων ή συμβάντων ή των επίσημων πολιτικών ή άλλων ανακοινώσεων της ημέρας: «πάντοτε ενδιαφέρεται ν’ ακούει τις ειδήσεις της ημέρας». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- βγάζω είδηση, (ιδίως για δημοσιογράφους) αποσπώ από κάποιο σπουδαίο πρόσωπο κάποια πληροφορία και την ανακοινώνω πρώτος στο κοινό μέσω του τύπου, του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης: «κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που είχε με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, έβγαλε δυο ειδήσεις για τις επικείμενες αλλαγές στην κυβέρνηση»·
- δελτίο ειδήσεων, (για πρόσωπα) βλ. λ. δελτίο·
- (δεν) παίρνω είδηση, α. (δεν) μαθαίνω τίποτε για κάποιον ή για κάτι, δεν ξέρω τίποτα: «κάποτε μ’ έστελνε τακτικά γράμματα, αλλά εδώ και καιρό δεν παίρνω είδηση απ’ τον τάδε || τον τελευταίο καιρό είμαι κλεισμένος στο σπίτι μου και δεν παίρνω είδηση από κανέναν». β. (δεν) αντιλαμβάνομαι, (δεν) καταλαβαίνω: «ευτυχώς που την τελευταία στιγμή πήρα είδηση πως ήθελαν να με βάλουν στο χέρι, και διέλυσα το συνεταιρισμό»·
- έχω (την) είδηση, έχω (την) πληροφορία: «έχω την είδηση από έγκυρη πηγή πως τον άλλο μήνα θα γίνει ανασχηματισμός»·
- θα σε βγάλω στις ειδήσεις, θα σε κάνω ρεζίλι στον κόσμο, θα σε διασύρω: «αν ξαναχτυπήσεις τους γονείς σου, θα σε βγάλω στις ειδήσεις, παλιόπαιδο». Από το ότι στις τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές ειδήσεις της ημέρας παρουσιάζονται ιδιαίτερες ενέργειες ή συμπεριφορές των πολιτών. Συνών. θα σε βγάλω στην τηλεόραση·
- με πήραν είδηση, με αντιλήφθηκαν: «προσπάθησα να μπω στη συναυλία χωρίς εισιτήριο, αλλά με πήραν είδηση και μ’ έδιωξαν». Συνών. με πήραν πρέφα·
- με πήρε είδηση, αντιλήφθηκε τι ήθελε να πω ή να κάνω: «θέλησα να καλύψω το συνάδελφό μου, αλλά με πήρε είδηση ο διευθυντής μου και ξέσπασε απάνω μου». Συνών. με πήρε πρέφα·
- πρακτορείο ειδήσεων, (για πρόσωπα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ καλά πληροφορημένο για όλους και για όλα: «οτιδήποτε θες να μαθαίνεις, να ρωτάς τον τάδε, που είναι πρακτορείο ειδήσεων». Αναφορά στο οργανισμό που συγκεντρώνει ειδήσεις·
- στέλνω είδηση, πληροφορώ κάποιον προφορικά ή γραπτά: «έστειλα είδηση στον τάδε με τον υπάλληλό μου να έρθει να μας συναντήσει το βράδυ στο στέκι μας»·
- τον βλέπω για τις ειδήσεις, έχω την εντύπωση ότι λόγω της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του θα γίνει ρεζίλι στον κόσμο, θα διασυρθεί: «μου φαίνεται πως τα ’παιξε ο τάδε κι αν συνεχίσει να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο, τον βλέπω για τις ειδήσεις». Από το ότι τις αλλοπρόσαλλες ενέργειες ή συμπεριφορές των πολιτών τις παρουσιάζουν οι ειδήσεις. Συνών. τον βλέπω για την τηλεόραση· 
- φέρνω είδηση, φέρνω σε κάποιον ή από κάποιον πληροφορίες προφορικές ή γραπτές για κάποιον ή για κάτι: «σας φέρνω ειδήσεις για το γιο σας || σας φέρνω ειδήσεις απ’ το γιο σας».