Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δόλιος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δόλιος, -ια, -ιο, επίθ. [<αρχ. δόλιος ή κατ’ άλλους δείλαιος <δόλος (= πανούργος). Η σημερινή σημασία μσν.], δόλιος· που είναι ταλαίπωρος, κακόμοιρος, δυστυχής. (Λαϊκό τραγούδι: ήταν ο Δελαπατρίδης γελαστός κι ευγενικός, μα περνιότανε ο δόλιος για τρανός πολιτικός // οι αναμνήσεις γίνανε βόλια, να πέτρωνες καρδιά μου δόλια, να πέτρωνες καρδιά μου δόλια, να μη σε πλήγωναν).