δωμάτιο
δωμάτιο,
το, ουσ.
[<αρχ. δωμάτιον, υποκορ. του ουσ. δῶμα], το δωμάτιο· ο χώρος που
χρησιμοποιεί κανείς για τις ερωτικές του συναντήσεις, η γκαρσονιέρα: «την
παρέσυρε στο δωμάτιο κι έβγαλαν τα μάτια τους». Υποκορ. δωματιάκι, το·
- με
ακρίβεια δωματίου, βλ. λ. ακρίβεια·
- πιάνω
δωμάτιο, νοικιάζω, ιδίως γκαρσονιέρα, για τις ερωτικές συναντήσεις μου:
«έπιασα κι εγώ ένα δωμάτιο για να πηγαίνω να την αράζω με την γκόμενα»·
- την
παίρνω στο δωμάτιο, την πηγαίνω στο δωμάτιο που χρησιμοποιώ ως γκαρσονιέρα
και, κατ’ επέκταση, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «όποια γυναίκα και να
βάλει στο μάτι μέσα σε λίγο καιρό την παίρνει στο δωμάτιο»·
- τυφλό
δωμάτιο, που δεν έχει παράθυρο: «στο πίσω μέρος του σπιτιού υπάρχει ένα
τυφλό δωμάτιο, που το χρησιμοποιούμε για αποθήκη».
ακρίβεια
ακρίβεια,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀκρίβεια], η ακρίβεια·
- για
την ακρίβεια, για να είμαι πολύ ακριβής, ακριβέστερα: «έδωσα ένα σωρό λεφτά
γι’ αυτό το χρυσό ρολόι, για την ακρίβεια, οχτακόσιες πενήντα πέντε χιλιάδες»·
- με
ακρίβεια δωματίου, η
ηλεκτρονική προσέγγιση, αποκάλυψη ενός χώρου με πολλή μεγάλη ακρίβεια: «αν δε
σβηνόταν το λογισμικό, θα μπορούσαμε να βρούμε αυτούς που παρακολουθούν τα
τηλέφωνά μας με ακρίβεια δωματίου». Η φρ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου
του 2006, μετά το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων του πρωθυπουργού Κ.
Καραμανλή, διάφορων υπουργών της κυβέρνησης, καθώς και άλλων υψηλών προσώπων
και δημοσιογράφων.