Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δράμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δράμα, το, ουσ. [<αρχ. δρᾶμα <δρῶ], το δράμα. 1. κατάσταση ή γεγονός πολύ δυσάρεστο, πολύ θλιβερό, πολύ τραγικό και, κατ’ επέκταση, η μεγάλη δυστυχία, η τραγωδία: «το δράμα των Κυπρίων προσφύγων δε λέει ακόμη να συγκινήσει την κοινή γνώμη || το δράμα των σεισμοπλήκτων μας συγκίνησε όλους βαθύτατα». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). 2. ως επίρρ., πολύ άσχημα, χάλια: «πώς πάνε οι δουλειές σου; -Δράμα || πώς περάσατε στην εκδρομή; -Δράμα»·
- γίνεται δράμα ή γίνεται ένα δράμα, βλ. φρ. παίζεται δράμα·
- είμαι δράμα, βρίσκομαι σε πολύ κακή οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, είμαι δράμα || από τότε που χώρισα με τη γυναίκα μου, είμαι δράμα»· βλ. και φρ. είναι δράμα·
- είναι δράμα, α. λέγεται για κάποιον ή για κάτι που είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ κουραστικός: «είναι δράμα αυτός ο άνθρωπος με την τσιγκουνιά του || η ζωή στις μεγαλουπόλεις είναι δράμα». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σου πω, ρε Μπάτη μου, είσαι μεγάλο δράμα, από μικρός φαινόσουνα πως πήγαινες το γράμμα). β. λέγεται για κατάσταση ή γεγονός πολύ δυσάρεστο, πολύ θλιβερό, πολύ τραγικό και, κατ’ επέκταση, που αποτελεί μεγάλη δυστυχία, μεγάλη τραγωδία: «η ζωή των Κυπρίων στα κατεχόμενα είναι δράμα || η ζωή των ναρκομανών είναι ένα μεγάλο δράμα». γ. λέγεται για κάτι που είναι πολύ χαμηλής ποιότητας, πολύ υποβαθμισμένο: «μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί είναι δράμα || η Παιδεία μας είναι δράμα»·
- είναι δράμα για να… ή είναι ένα δράμα για να…, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος κάνει κάτι με μεγάλη δυσαρέσκεια ή δυσκολία: «είναι δράμα για να διαβάσει αυτό το παιδί || είναι τόσο τεμπέλης, που είναι ένα δράμα για να δουλέψει»· 
- μην το κάνεις (και) δράμα! μη δίνεις δραματικές προεκτάσεις, μη δραματοποιείς μια συγκεκριμένη κατάσταση, χωρίς να υπάρχει τις πιο πολλές φορές τόσο σπουδαίος λόγος: «εντάξει, ρε φιλαράκι μου, τράκαρες με τ’ αυτοκίνητό σου κι έσπασες το πόδι σου, μην το κάνεις και δράμα!»·
- παίζεται δράμα ή παίζεται ένα δράμα, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος κάνει κάτι με μεγάλη δυσαρέσκεια ή δυσκολία: «παίζεται δράμα, κάθε φορά που είναι να το ταΐσω αυτό το παιδί || παίζεται ένα δράμα, σαν του πεις να πάει να βοηθήσει τον αδερφό του στη δουλειά»·
- προσωπικό δράμα, η δυστυχία, η τραγωδία που ζει κάποιος: «μετά το θάνατο της γυναίκας του, που την υπεραγαπούσε, ζει το προσωπικό του δράμα»·
- πρωταγωνιστής του δράματος, βλ. λ. πρωταγωνιστής·     
- Το Θείο Δράμα, τα πάθη του Χριστού: «τη Μεγάλη Βδομάδα όλη η χριστιανοσύνη παρακολούθησε με μεγάλη κατάνυξη Το Θείο Δράμα».   

πρωταγωνιστής

πρωταγωνιστής, ο, θηλ. πρωταγωνίστρια, η, ουσ. [<μτγν. πρωταγωνιστής], ο πρωταγωνιστής· αυτός που παίζει τον κύριο ρόλο, που πρωταγωνιστεί, που πρωτοστατεί σε μια υπόθεση: «ο πρωταγωνιστής των εργατικών κινητοποιήσεων υπήρξε ο τάδε βουλευτής του Κ.Κ.Ε. || ο τάδε υπήρξε πρωταγωνιστής σε όλους τους δημοκρατικούς αγώνες». Αναφορά στον ηθοποιό του θεάτρου ή του κινηματογράφου που πρωταγωνιστεί σε ένα έργο·
- πρωταγωνιστής του δράματος, το κύριο πρόσωπο σε ένα θλιβερό ή τραγικό γεγονός: «μετά το στυγερό έγκλημα, πρωταγωνιστές του δράματος είναι οι γονείς του νεκρού και του δολοφόνου».