Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δροσιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δροσιά, η, ουσ. [<μσν. δροσία <αρχ. δρόσος], η δροσιά. 1, το ελαφρώς ψυχρό αεράκι: «πάρε μαζί σου μια ζακέτα, γιατί το βράδυ βγάζει δροσιά». 2. η φρεσκάδα ιδίως του προσώπου, η καλή όψη ενός ατόμου λόγω της νεαρής ηλικίας του ή λόγω της άριστης κατάστασης της υγείας του: «είχε ένα πρόσωπο όλο δροσιά». 3. στον πλ. οι δροσιές, οι πρώτες φθινοπωρινές ψύχρες: «η γυναίκα μου έβγαλε τα μάλλινα, γιατί άρχισαν οι δροσιές»·
- τη δροσιά του να ’χεις! ευχή σε άτομο που του ζητήσαμε και μας έφερε να πιούμε ένα ποτήρι νερό, ιδίως κρύο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται ένα βαθύ αχ.