Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δρομάκι
δρομάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. δρόμος], μικρός σε μήκος και πλάτος δρόμος: «η παλιά πόλη της
Θεσσαλονίκης είναι όλο δρομάκια». (Λαϊκό τραγούδι: σε τούτο το στενό, σε
τούτο το δρομάκι, ξεψύχησε ένας έρωτας κι εγώ πίνω φαρμάκι)·
- τυφλό
δρομάκι, που δεν έχει διέξοδο, που είναι αδιέξοδο: «από κει δεν μπορείς να
ξεφύγεις, γιατί υπάρχει μόνο ένα τυφλό δρομάκι».