Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δράκαινα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δράκαινα, η, ουσ. [θηλ. του ουσ. δράκος]. 1. η γυναίκα του δράκου. 2. ψάρι με μικρά αγκαθωτά και δηλητηριώδη πτερύγια, το δρακόνι. 3. γυναίκα σκληρή, αιμοβόρα, επικίνδυνη: «αφού έμπλεξες μ’ αυτή τη δράκαινα, δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα».