δούλος
δούλος,
ο, ουσ. [<αρχ.
δοῦλος (= σκλάβος)], ο δούλος. 1. αυτός που είναι εντελώς υποταγμένος
στη θέληση κάποιου: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη γυναίκα, έχει γίνει δούλος
της». 2. αυτός που είναι κυριευμένος, εξαρτημένος από μια κακιά συνήθεια
ή έξη: «απ’ τη μέρα που πάτησε το πόδι του στο καζίνο, έγινε δούλος της
ρουλέτας || απ’ τη μέρα που άρχισε να κερδίζει χρήματα, έγινε δούλος του
χρήματος κι όλο θέλει να κερδίζει περισσότερα»·
- δούλος
σου! ή δούλος σας! δούλος ταπεινός! ή δούλος σας ταπεινός!
λέγεται σε περίπτωση που περιμένουμε από κάποιον που είναι ή θεωρούμε
ανώτερό μας, να εκδηλώσει την επιθυμία ή την εντολή του, ή δηλώνουμε πως θα
πραγματοποιηθεί αμέσως κάποια εντολή ή επιθυμία του. (Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: ήρθε
πάλι νέον έτος εις την πρώτη του μηνός, ήρθα να σας προσκυνήσω, δούλος είμαι
ταπεινός).Συνών. στις διαταγές σου! ή στις διαταγές
σας! / στις προσταγές σου! ή στις προσταγές σας! / στους ορισμούς σου! ή
στους ορισμούς σας(!)·
- ο
δούλος (η δούλη) του Θεού, ο
ευσεβής χριστιανός. Ακούγεται συνήθως κατά το μυστήριο του γάμου: «στέφεται ο
δούλος του Θεού Βασίλειος την δούλην του Θεού Χρυσούλα…»·
-
όποιος δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης, βλ. λ. αφέντης.
αφέντης
αφέντης,
ο, πλ. αφέντες
κ. αφεντάδες κ. αφέντηδες, οι, θηλ. αφέντρα (βλ. λ.)
κ. αφέντισσα, η, ουσ. [<μσν. ἀφέντης <αρχ. αὐθέντης], ο αφέντης. 1.
άνθρωπος αρχοντικός και γενναιόδωρος: «όλοι τον συμπαθούν στη γειτονιά, γιατί
είναι σωστός αφέντης». (Λαϊκό τραγούδι: και μέσα στην ψαραγορά γιασάν και
στους ψαράδες, που μέσα στα μεράκια τους γλεντούν σαν αφεντάδες). 2.
(παλιότερα) το αφεντικό, ο ιδιοκτήτης: «ποιος είναι ο αφέντης σ’ αυτό το
μαγαζί;». 3α. (παλιότερα) ο πατέρας: «δεν κάνει τίποτα χωρίς να ρωτήσει
τον αφέντη του». β. (παλιότερα) ο σύζυγος: «βγαίνει μόνο με τον αφέντη
της».
-
αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
- δε
γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του, βλ. λ. σκυλί·
- εδώ
χάνει ο σκύλος τον αφέντη του, βλ. λ. σκύλος·
- έχει
ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- η
πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, βλ. λ. δουλειά·
- η
ψείρα τρώει απ’ τον αφέντη της, βλ. λ. ψείρα·
- να
χάνει ο σκύλος τον αφέντη του, βλ. λ. σκύλος·
- ο
αφέντης του σπιτιού, (παλιότερα) ο πατέρας, ο σύζυγος: «σ’ αυτό το κρεβάτι
κοιμάται με τον αφέντη του σπιτιού || αν δεν καθίσει ο αφέντης του σπιτιού στο
τραπέζι, δεν τρώει κανένας»·
- όποιος
δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης, όποιος εργάζεται σκληρά δεν έχει
κανέναν ανάγκη και κοιμάται με τη σιγουριά του αφέντη: «είναι τόσο εργατικός
άνθρωπος που δεν πρέπει να τον φοβάσαι, γιατί, όποιος δουλεύει σαν δούλος,
κοιμάται σαν αφέντης»·
- σαν
σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε, να δουλεύεις πολύ σκληρά στη ζωή σου
και παράλληλα να απολαμβάνεις τα αγαθά των κόπων σου: «στη ζωή δυο πράγματα
είναι απ’ τα χειρότερα, η τεμπελιά κι η τσιγκουνιά γι’ αυτό, σαν σκλάβος
δούλευε και σαν αφέντης τρώγε»·
- πατέρας
αφέντης, βλ. λ. πατέρας.