δολοφόνος
δολοφόνος,
ο, η κ.
θηλ. δολοφόνισσα, η, ουσ. [<αρχ. δολοφόνος <δόλος + σπάν. φένω (=
φονεύω)], ο δολοφόνος. 1. οτιδήποτε προκαλεί σε κάποιον ανεπανόρθωτη
βλάβη: «το τσιγάρο είναι δολοφόνος της υγείας || το αλκοόλ είναι δολοφόνος της
υγείας». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έκαψες γειτόνισσα κακούργα δολοφόνισσα).
2. αυτός που από απερισκεψία ή δολιότητα ενεργεί καταστροφικά, ο
καταστροφέας: «έλα δω, ρε δολοφόνε, γιατί ξεπαρθένεψες το κορίτσι || θα σε
στείλω στο δικαστήριο, ρε δολοφόνε, που έκοψες τα δέντρα του πάρκου για να
βλέπεις καλύτερα προς τη θάλασσα!». 3. ο πολύ φάλτσος τραγουδιστής: «δεν
πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί έχει έναν δολοφόνο τραγουδιστή, που μου σπάει τα
νεύρα κάθε φορά που τον ακούω». 4. (στη γλώσσα της φυλακής) ο ευέξαπτος
και βίαιος: «δεν κάνει κανένας αστεία μαζί του, γιατί είναι μεγάλος δολοφόνος».
5. ειρωνική, επιτιμητική ή και χαϊδευτική προσφώνηση σε οικείο άτομο:
«έλα δω, ρε δολοφόνε, τι καμώματα είν’ αυτά! || έλα δω, ρε δολοφόνε, πού
γύριζες όλο το πρωί!»·
-
εταιρεία δολοφόνων, βλ. λ. εταιρεία.
εταιρεία
εταιρεία, η, ουσ. [<αρχ. ἑταιρεία], η εταιρεία·
- εταιρεία δολοφόνων, εγκληματική οργάνωση η οποία
αναλαμβάνει εκτελέσεις κατά παραγγελία: «η αστυνομία εξάρθρωσε μια εταιρεία
δολοφόνων η οποία ήταν υπεύθυνη για τις τρεις τελευταίες δολοφονίες»·
- εταιρείες μανιτάρια, λέγεται για μικρές
επιχειρήσεις οι οποίες παρουσιάζονται ξαφνικά σε έναν επαγγελματικό χώρο και
λόγω του ανταγωνισμού ή των υπέρογκων εξόδων τους ή δεν παρέχουν καλές
υπηρεσίες ή κλείνουν το ίδιο ξαφνικά όπως παρουσιάστηκαν. Σαν τέτοιες εταιρείες
αναφέρονται συνήθως οι αεροπορικές. Η φρ. έγινε γνωστή μετά την πτώση του
αεροπλάνου της κυπριακής αεροπορικής εταιρείας HELIOS στις 15-8-2005 στο Γραμματικό
της Αττικής που στοίχισε τη ζωή σε 121 άτομα, ενώ, δυο μέρες αργότερα,
ανακοινώνεται η πτώση νέου αεροπλάνου στη Βενεζουέλα με 152 θύματα το οποίο
ανήκε σε παρόμοια εταιρεία Κολομβιανών συμφερόντων και δέκα μέρες αργότερα νέα
πτώση αεροπλάνου στο Περού με 45 θύματα.