Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διώχνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διώχνω, ρ. [<αρχ. διώκω], διώχνω. 1. απομακρύνω από κοντά μου το ερωτικό μου ταίρι, τον ερωτικό μου σύντροφο: «επειδή άρχισε να μου μιλάει για γάμο, την έδιωξα». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες από τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες). 2.απομακρύνω κάποιον από κάπου: «τον έδιωξε απ’ το σπίτι || τον έδιωξε απ’ τη δουλειά του». 3α. δεν μπορώ ή αδιαφορώ να εξυπηρετήσω κάποιον: «επειδή είχε γεμίσει το μαγαζί, όσοι καινούριοι πελάτες έρχονταν, τους έδιωχνα || τον απέλυσα απ’ τη δουλειά μου, γιατί με τον τρόπο του έδιωχνε τους πελάτες απ’ το μαγαζί». β. με τη συμπεριφορά μου κάνω κάποιον ή κάποιους να μη θέλουν να με συναναστραφούν: «είναι ψυχρός άνθρωπος και με τη στάση του σε διώχνει»·
- διώξε το βίντεο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. λ. βίντεο·
- ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα, βλ. λ. άγριος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. λ. πόρτα·
- τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο, βλ. λ. πόρτα·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον έδιωξαν κακήν κακώς, βλ. λ. κακός·
- τον έδιωξε άναυλα ή τον έδιωξε άναυλο, βλ. λ. άναυλα·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- τον έδιωξε με τις κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά.

άγριος

άγριος, -ια, -ιο, επίθ. [<αρχ. ἄγριος], άγριος. 1α. (για πρόσωπα) που έχει σκληρά χαρακτηριστικά, που έχει σκληρή όψη: «το πρόσωπό του ήταν αξύριστο και άγριο». β. που είναι βίαιος, οξύθυμος, σκληρός, προκλητικός, ασυμβίβαστος: «δεν τολμώ να του πω κουβέντα, γιατί είναι πολύ άγριος». γ. που εμπνέει φόβο: «μου ’ριξε μια άγρια ματιά, που μ’ έκανε να παγώσω απ’ το φόβο μου». 2α. που χαρακτηρίζεται από σφοδρότητα, από έντονη επιθετικότητα: «άγριος ξυλοδαρμός || άγριος καβγάς || άγρια συμπλοκή || άγρια λογομαχία». β. που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση και προκαλεί δυσάρεστο συναίσθημα: «άγριος πονοκέφαλος || άγριος βήχας || άγριο κρυολόγημα». 3. (για ζώα) που δεν το έχουν ημερέψει, δαμάσει: «πρόσεχε το σκυλί, γιατί είναι άγριο || είναι πολύ άγριο το άλογο και δεν μπορεί κανένας να το καβαλήσει». Επίρρ. άγρια και αγρίως. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άγρια δίψα, βλ. λ. δίψα·
- άγρια μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- άγρια πείνα, βλ. λ. πείνα·
- άγρια χαράματα, βλ. λ. χάραμα·
- έχει άγρια μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω άγρια δίψα, βλ. λ. δίψα·
- έχω άγρια πείνα ή έχω άγριες πείνες, βλ. λ. πείνα·
- ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα, λέγεται ειρωνικά για άτομο, που εμφανίζεται ξαφνικά στο χώρο μας και προκλητικά ή επίμονα, απαιτεί ή διεκδικεί παράλογα πράγματα, σαν να ήταν από καιρό σε αυτόν ή επεμβαίνει ή θέλει να κυριαρχήσει σε μια υπόθεση ή κατάσταση με την οποία δεν έχει σχέση: «δε θα σου επιτρέψω να πάρεις το παραμικρό αν δεν ρωτήσεις πρώτα, γιατί εδώ, υπάρχει μια σειρά και τάξη και δεν είναι ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα || εγώ τι ρόλο παίζω εδώ και υποδεικνύεις εσύ τους ανθρώπους μου πώς θα δουλέψουν; Δηλαδή, σαν να λέμε, ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα»·
- ήρθε μ’ άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ιστορίες για αγρίους ή ιστορίες με αγρίους, βλ. λ. ιστορία·
- κάνει άγριο μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει άγριο χτύπημα, (για ποτά) βλ. λ. χτύπημα·
- με το άγριο, με βίαια συμπεριφορά, με σκληρότητα: «με το άγριο δεν πετυχαίνει κανείς τίποτα»·
- παίρνω τα όρη τ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- σιγά ρε άγριε! ειρωνική έκφραση σε άτομο που πάνω στο θυμό του απειλεί πως θα δείρει ή θα κάνει κακό σε κάποιον ή και σε μας τους ίδιους: «σιγά ρε, άγριε, άσε και κανέναν να ζήσει!»·
- στα όρη στ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα·
- τον πήρα με το άγριο, τον συμπεριφέρθηκα άσχημα, βίαια, σκληρά: «αφού τον πήρες με το άγριο, έκανε πολύ καλά ο άνθρωπος που τα βρόντηξε όλα κάτω κι έφυγε».

βίντεο

βίντεο, το, άκλ. ουσ. [<λατιν. video (=βλέπω)], το βίντεο·
- διώξε το βίντεο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. φρ. να φύγει το βίντεο·
- δώσε το βίντεο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. φρ. να φύγει το βίντεο·
- να φύγει το βίντεο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βάλε τη βιντεοταινία να παίζει, να προβληθεί η βιντεοταινία: «αμέσως μετά από τη ζωντανή μετάδοση του λόγου του πρωθυπουργού, να φύγει το βίντεο με τα έργα της κυβέρνησης»·
- κινέζικο βίντεο, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «κάθε φορά που πετυχαίνει κινέζικο βίντεο, είναι όλο χαρά»·
- τραβώ βίντεο ή τραβώ σε βίντεο, βιντεοσκοπώ: «τράβηξα βίντεο όλες τις ενδιαφέρουσες στιγμές της εκδρομής μας || τράβηξαν σε βίντεο όλο το μυστήριο του γάμου μου».

κακός

κακός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. κακός], κακός. 1. (για πρόσωπα) που κατέχεται από κακία, ο μοχθηρός, ο επίβουλος, ο ανήθικος: «κακός άνθρωπος». 2. που είναι ανυπάκουος, άτακτος: «είναι πολύ κακό παιδί». 3. που είναι κατώτερος σε αξία ή σε ποιότητα: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι κακός τεχνίτης». 4. (για πράγματα) που είναι ευτελής, ελαττωματικός: «κακή κατασκευή». 5. (για καταστάσεις) που είναι επικίνδυνος, δυσμενής,  δυσάρεστος, ενοχλητικός: «κακή συγκυρία». 6. το αρσ. ως ουσ. ο κακός, ηθοποιός που έχει ειδικότητα να ενσαρκώνει ρόλους κακών ηρώων: «ο Σπύρος Καλογήρου υπήρξε για ένα διάστημα ο κακός του ελληνικού κινηματογράφου». 7α. το θηλ. ως ουσ. η κακιά, ηθοποιός που έχει ειδικότητα να ενσαρκώνει ρόλους κακών ηρωίδων: «η Τασώ Καββαδία υπήρξε η χαρακτηριστική κακιά του θεάτρου και του ελληνικού κινηματογράφου». β. χαρακτηρίζει τον πούστη: «τι λες, μουρή κακιά, τόση ώρα και δεν καταλαβαίνω αυτά τα καλιαρντά σου!». γ. (για ασθένειες) στα παλιότερα χρόνια θεωρούνταν η φυματίωση ή η σύφιλη, ενώ στη σύγχρονη εποχή ο καρκίνος: «έχει την κακιά, έξω από δω, κι αργοπεθαίνει ο φουκαράς!». 8α. το ουδ. ως ουσ. το κακό, ό,τι είναι αντίθετο προς το σωστό, το ηθικό, το θρησκευτικά ή το κοινωνικά παραδεκτό: «το κακό τιμωρείται». β. ζημιά, βλάβη, φθορά: «πρόσεχε μην πάθεις κανένα κακό, γιατί πολύ ξανοίγεσαι στη δουλειά σου». γ. ο θόρυβος, η αναταραχή: «να δεις κακό εσύ στη διαδήλωση, μόλις εμφανίστηκαν τα Μ.Α.Τ.». δ. το δυστύχημα: «πού έγινε το κακό;». ε. το έγκλημα, η δολοφονία: «πάνω στα νεύρα του και καθώς είχε το μαχαίρι στο χέρι, δεν άργησε να γίνει το κακό». (Λαϊκό τραγούδι: ήλιε φονιά πώς άφησες να γίνει το κακό, σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό, κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο). στ. (για ασθένειες) βλ. 7γ. 9. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα κακά (βλ. λ.)· Επίρρ. κακά, α. όχι ευχάριστα, άσχημα: «όλοι πέρασαν κακά σ’ αυτή την εκδρομή». β. κακώς (βλ. λ.). (Ακολουθούν 265 φρ.)·
- αβάσταχτο κακό της πεθεράς η γκρίνια, βλ. λ. πεθερά·
- άγγελος κακών, βλ. λ. άγγελος·
- ακούω κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- αναγκαίο κακό, δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, προκειμένου να πετύχουμε κάποιο σκοπό μας: «για να χτίσω το σπίτι, κρίθηκε αναγκαίο κακό να κόψουν τα περισσότερα δέντρα που υπήρχαν μέσα στο οικόπεδο»·
- αναγκαίο κακό, είναι υποφερτό, από τη στιγμή που δεν μπορούμε να αποφύγουμε κάποια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση προκειμένου να πετύχουμε κάποιο σκοπό μας, τότε αυτή μας είναι πιο υποφερτή: «έπρεπε ν’ αποχωριστώ το γιο μου, γιατί έπρεπε να σπουδάσει στο εξωτερικό, αλλά, βλέπεις, αναγκαίο κακό, είναι υποφερτό»·  
- ανάθεμά το το μουνί πόσα κακά που σέρνει, βλ. λ. μουνί·
- άντε μουρή κακιά! ειρωνικό ή κοροϊδευτικό πείραγμα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Συνοδεύεται από ταυτόχρονη χειρονομία με την παλάμη διπλωμένη προς τα μέσα ή πεταγμένη προς τα έξω, σπάσιμο της μέσης, και είναι όλη αυτή η κίνηση μια προσπάθεια μίμησης των γυναικείων χειρονομιών·
- απ’ το κακό στο χειρότερο, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως γενικά η δουλειά μας, οι υποθέσεις μας ή ζωή μας συνεχώς επιδεινώνεται·
- από κακή μου σύμπτωση, βλ. λ. σύμπτωση·
- άσε με στο κακό μου το χάλι ή άσε με στα κακά μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άφρισε απ’ το κακό του, οργίστηκε πάρα πολύ, έγινε έξω φρενών: «μόλις του ανακοίνωσαν πως δε θα ’παιρνε το πριμ που του είχαν υποσχεθεί, άφρισε απ’ το κακό του»·
- βαδίζω στον κακό δρόμο ή βαδίζω τον κακό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον κακό ή βαδίζω το δρόμο τον κακό, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βγάζω τη χρυσή απ’ το κακό μου, βλ. λ. χρυσή·
- βγήκε σε κακό, (γενικά) λέγεται για ενέργεια ή προσπάθεια που είχε αντίθετο αποτέλεσμα από το αναμενόμενο: «αποθήκευε ο κόσμος τρόφιμα λόγω των αναμενόμενων αυξήσεων, αλλά η ενέργειά τους αυτή βγήκε σε κακό, γιατί τα πιο πολλά τρόφιμα χάλασαν»·  
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βράζω απ’ το κακό μου, είμαι πολύ αγανακτισμένος, πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού: «πώς να μη βράζω απ’ το κακό μου μ’ όλες αυτές τις αδικίες που βλέπω να γίνονται γύρω μου;»·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ. μέρα·
- βρίσκεται σε κακά χάλια ή βρίσκεται σε κακό χάλι, (για αντικείμενα ή μηχανήματα), βλ. λ. χάλι·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βρίσκεται σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σε κακά χάλια ή βρίσκομαι σε κακό χάλι, βλ. λ. χάλι·
- βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- βρίσκομαι στις κακές μου, βλ. φρ. είμαι στις κακές μου·
- για κακή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- για καλό και για κακό, βλ. λ. καλός·
- για το κακό το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- γίνομαι κακός, αναγκάζομαι να συμπεριφερθώ αυστηρά: «μη γίνεσαι κακός για ένα τόσο δα λαθάκι που έκανα!»·
- γίνομαι κακός γιαράς, βλ. λ. γιαράς·
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δεν είναι κακό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς κρίνουμε ή πώς μας φαίνεται κάτι και έχει την έννοια πως είναι ανεκτό, πως είναι κάπως καλό·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις πώς να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δίνω το κακό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- έβγαλα κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έγινε μεγάλο κακό, δημιουργήθηκε μεγάλος θόρυβος, μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία, έγινε άγρια συμπλοκή και υπήρξαν τραυματισμοί, ακόμη και θάνατοι: «μόλις οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, έγινε μεγάλο κακό μέσα στο μαγαζί || έγινε μεγάλο κακό στη διαδήλωση και τ’ ασθενοφόρα πήγαιναν κι έρχονταν»·
- έγινε πολύ κακό για το τίποτα, δημιουργήθηκε μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναταραχή, χωρίς σπουδαίο λόγο: «κανείς δεν ξέρει γιατί αρπάχτηκαν, πάντως όλοι συμφωνούν πως έγινε πολύ κακό για το τίποτα»·
- έγινε πράσινος απ’ το κακό του, βλ. φρ. πρασίνισε απ’ το κακό του·
- είδα κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- είμαι σε κακή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι στις κακές μου, α. βρίσκομαι σε κακή ψυχολογική κατάσταση, έχω τα νεύρα μου: «όταν είμαι στις κακές μου, δε θέλω να μ’ ενοχλεί κανένας». β. βρίσκομαι σε κακή οικονομική κατάσταση: «μη μου ζητάς ούτε ευρώ, γιατί αυτόν το μήνα είμαι στις κακές μου»·
- είμαι στο κακό μου το χάλι ή είμαι στα κακά μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι απ’ τους κακούς ή είναι με τους κακούς, είναι παράνομος, είναι άνθρωπος του υποκόσμου: «αυτόν πρέπει να τον φοβάσαι, γιατί είναι απ’ τους κακούς». Πέρασε σε κοινή χρήση από τα αστυνομικά έργα·
- είναι κακή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι κακή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι κακή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι κακιά αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- είναι κακιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι κακιά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- είναι κακιά φάρα, βλ. λ. φάρα·
- είναι κακιά ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι κακό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- είναι κακός (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι καλός (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- είναι μόνο φιγούρα και κακό ή είναι όλο(ς) φιγούρα και κακό, βλ. λ. φιγούρα·
- είναι ο κακός μου δαίμονας, βλ. λ. δαίμονας·
- είναι όλο(ς) ιδέα και κακό, βλ. λ. ιδέα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είναι σε κακό χάλι ή είναι σε κακά χάλια, (για αντικείμενα ή μηχανήματα), βλ. λ. χάλι·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
 - είχε κακή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε κακό τέλος, βλ. λ. τέλος·
- ενός κακού μύρια έπονται, συνήθως, όταν έρχεται μια συμφορά, ακολουθούν και άλλες πολλές: «πρόσεξε μην χάσεις την ψυχραιμία σου τώρα που έπεσε έξω η δουλειά σου, γιατί ενός κακού μύρια έπονται»·
- έσκασε απ’ το κακό του, ένιωσε υπερβολική κακία, υπερβολική ζήλια: «μόλις έμαθε πως αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έσκασε απ’ το κακό του». (Λαϊκό τραγούδι: δώδεκα και πέντε και πάω να κρεπάρω κι από το κακό μου θα σκάσω,δεν μπορώ, άραγε πού να ’ναι να πάω να την πάρω, δώδεκα και πέντε κι ακόμα καρτερώ
- έφυγε κακήν κακώς, βλ. φρ. τον έδιωξαν κακήν κακώς·
- έχει και τα κακά του, δεν έχει μόνο προτερήματα, αλλά έχει κα ελαττώματα: «μην ενθουσιάζεσαι τόσο πολύ μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει και τα κακά του»·
- έχει και την κακή πλευρά του ή έχει και τις κακές πλευρές του ή έχει και την κακή του πλευρά ή έχει και τις κακές του πλευρές, βλ. λ. πλευρά·
- έχει κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει κακές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει κακή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει κακιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει κακιά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κακιά ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει κακό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει κακό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει κακό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έχει κακούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, βλ. λ. καλός·
- έχει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- έχει την κακιά, πάσχει από καρκίνο: «αν και έχει την κακιά, αντιμετωπίζει με θάρρος την κατάσταση»·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχω κακά προηγούμενα (με κάποιον), βλ. λ. προηγούμενο·
- έχω κακιά πείρα, βλ. λ. πείρα·
- έχω τις κακές μου, βλ. φρ. είμαι στις κακές μου·
- έχει το κακό, βλ. φρ. έχει την κακιά·
- έχω το κακό μου το χάλι ή έχω τα κακά μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η αιτία του κακού, βλ. λ. αιτία·
- η αρχή του κακού, βλ. λ. αρχή·
- η κακιά αρρώστια, βλ. συνηθέστ. η κακιά, λ. κακός·
- η κακιά στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- η κακιά ώρα, βλ. λ. ώρα·
- η κούκλα, η μούχλα, η πανούκλα και το κακό συναπάντημα, βλ. λ. κούκλα·
- η σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα, βλ. λ. σάρα·
- η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος, βλ. λ. φτώχεια·
- ήρθε με κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήταν ένα κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- ήταν η κακιά ώρα, βλ. λ. ώρα·
- θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- θέλω κακά ή θέλω κακά μου ή θέλω τα κακά μου, (στη γλώσσα των νηπίων), βλ. λ. κακά·
- θέλω το κακό του, τον εχθρεύομαι και θέλω να τον βλάψω ή θέλω να του συμβεί κάτι κακό: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε στον διευθυντή μου, δεν το κρύβω πως θέλω το κακό του». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου με σκοτώσανε, δυο μαχαιριές μου δώσανε αυτοί που με ζηλεύανε και το κακό μου θέλανε
- Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει ή Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός περνάει κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
- … και κακό, επιτείνει την έννοια του ουσιαστικού που προηγείται και δηλώνει το πολύ, το υπερβολικό: «γέλια και κακό || φωνές και κακό || αστραπές και κακό || αέρας και κακό»·
- και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, βλ. λ. δεχούμενα·
- κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- κακά μαντάτα ή κακό μαντάτο, βλ. λ. μαντάτο·
- κακά σημάδια ή κακό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- κακά τα ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- κακά ψυχρά κι ανάποδα, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως η δουλειά μας, οι υποθέσεις μας ή η ζωή μας γενικά δεν εξελίσσεται ομαλά·
- κακή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. λ. εξήγηση·
- κακή ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- κακή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- κακή πράξη, βλ. λ. πράξη·
- κακή τη πίστει, βλ. λ. πίστη·
- κακιά λύσσα! ή λύσσα κακιά! βλ. λ. λύσσα·
- κακιά πάστα, βλ. λ. πάστα·
- κακιά πληγή, βλ. λ. πληγή·
- κακιά πουτάνα, βλ. λ. πουτάνα·
- κακιά φάρα, βλ. λ. φάρα·
- κακιά ώρα, βλ. λ. ώρα·
- κακό ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- κακό ζουλάπι, βλ. λ. ζουλάπι·
- κακό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κακό κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κακό να σου ’ρθει! είδος κατάρας·
- κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- κακό παιδί, βλ. λ. παιδί·
- κακό παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- κακό πατσί, βλ. λ. πατσί·
- κακό ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- κακό που μας βρήκε! ή κακό που με βρήκε! έκφραση απελπισίας για αναπάντεχη ατυχία ή δυστυχία που μας έτυχε. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το βρε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κακό που τον βρήκε! έκφραση συμπάθειας σε άτομο που του έτυχε αναπάντεχη ατυχία ή δυστυχία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το βρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το τον καημένο ή τον κακομοίρη ή το μαύρο ή το φουκαρά·
- κακό προηγούμενο, βλ. λ. προηγούμενο·
- κακό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, βλ. λ. σκυλί·
- κακό σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κακό συναπάντημα, βλ. λ. συναπάντημα·
- κακό του κεφαλιού σου! βλ. λ. κεφάλι·
- κακό χερικό, βλ. λ. χερικό·
- κακό χρόνο να ’χεις! βλ. λ. κακόχρονο να ’χεις(!)·
- κακό ψόφο να ’χεις! βλ. λ. κακόψοφο να ’χεις(!)·
- κακός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- κακός μπελάς που με βρήκε! βλ. λ. μπελάς·
- κακός πούστης, βλ. λ. πούστης·
- καλά νιάτα, κακά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει), παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- καλού κακού, βλ. λ. καλός·
- κάνει κακή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνει κακό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- κάνει σαν κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- κάνω κακά ή κάνω κακά  μου ή κάνω τα κακά μου, (στη γλώσσα των νηπίων), βλ. λ. κακά·
- κάνω κακή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω κακές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω κακή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω κακό, α. ενεργώ βλαπτικά, βλάπτω στην υγεία: «το κάπνισμα κάνει κακό». β. (γενικά) ενεργώ βλαπτικά: «είναι παλιάνθρωπος και θα σου κάνει κακό». (Λαϊκό τραγούδι: μάγισσες όπως μ’ έλιωσε θέλω κι αυτή να λιώσει και το κακό που μου ’κανε να τ’ ακριβοπληρώσει
- κατά κακή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- κάνω το κακό, ενεργώ βλαπτικά, βλάπτω: «από μικρό οι γονείς μου ’μαθαν να μην κάνω το κακό σε κανέναν || πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί πάντα θέλει να κάνει το κακό στους άλλους»·
- κιτρίνισε απ’ το κακό του, ένιωσε μεγάλη ζήλια: «μόλις έμαθε πως βγήκα πρώτος στις εξετάσεις, κιτρίνισε απ’ το κακό του»·
- κλάμα και κακό! βλ. λ. κλάμα·
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- λέει κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λούσο και κακό! βλ. λ. λούσο·
- λύσσαξε απ’ το κακό του, θύμωσε πάρα πολύ και έγινε βίαιος: «μόλις έμαθε πως ο διευθυντής του ’κοψε την άδεια, λύσσαξε απ’ το κακό του κι άρχισε να σπάει τις καρέκλες του κυλικείου»·
- μάνιασε απ’ το κακό του, βλ. φρ. λύσσαξε απ’ το κακό του·
- μάντης κακών, βλ. λ. μάντης·
- Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης, βλ. λ. παλουκοκαύτης·
- μαύρισε απ’ το κακό του, βλ. συνηθέστ. μελάνιασε απ’ το κακό του·
- με κακή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- με πιάνει το κακό μου, γίνομαι κακός, εκνευρίζομαι και αντιδρώ άσχημα ή άδικα: «όταν με πιάνει το κακό μου, τους βγάζω την Παναγία»·
- με το κακό, με άγριο τρόπο: «δε συμμορφώνεται το παιδί με το κακό». (Λαϊκό τραγούδι: με το καλό δεν πιάνεσαι, με το κακό σε πήρα, με τα μυαλά που κυβερνάς, πάλι θα μείνεις χήρα
- μελάνιασε απ’ το κακό του, θύμωσε πάρα πολύ, εξοργίστηκε: «μόλις αντιλήφθηκε πως έλειπαν λεφτά απ’ το ταμείο του, μελάνιασε απ’ το κακό του»·
- μένει το κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μη, κακά! βλ. λ. κακά·
- μη, κακό! βλ. συνηθέστ. μη, κακά(!)·
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- μικρό το κακό! βλ. λ. μικρός·
- μου βγήκε σε κακό, λέγεται για ενέργεια ή προσπάθειά μου που είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από το αναμενόμενο: «είχα την εντύπωση πως θα με αντιμετώπιζε πιο φιλικά, αν του ’λεγα ποιος έκανε τη ζημιά, αλλά μου βγήκε σε κακό, γιατί με θεώρησε καρφί»·
- μου ’γινε κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- μου ’γινε κακός μπελάς, βλ. λ. μπελάς·
- μου ’γινε κακός πούστης, βλ. λ. πούστης·
- μου ’ρχονται κακά, ψυχρά κι ανάποδα, αντιμετωπίζω δυσκολίες, προβλήματα στη δουλειά μου, στις υποθέσεις μου, και γενικά στη ζωή μου όλα μου έρχονται εντελώς άσχημα: «μ’ αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις όλα μου ’ρχονται κακά, ψυχρά κι ανάποδα»·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! βλ. λ. μάτι·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! βλ. λ. μάτι·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο δρόμος του κακού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, βλ. λ. Θεός·
- ο θυμός είναι κακός δάσκαλος, βλ. λ. θυμός·
- ο κακός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ο κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει, βλ. λ. γείτονας·
- ο νους του πάει στο κακό ή πάει στο κακό ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του πετάει στο κακό ή πετάει στο κακό ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. λ. νους·
- οι κακές γλώσσες, βλ. λ. γλώσσα·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- όταν έρθει το κακό, καρτέρει να ’ρθει κι άλλο, συνήθως μια ατυχία, είναι η αρχή πολλών άλλων δυσκολιών αφού ενός κακού μύρια έπονται·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, βλ. λ. δρόμος·
- παράγινε το κακό, μια δυσάρεστη, ενοχλητική κατάσταση έχει υπερβεί κάθε όριο: «παράγινε το κακό μ’ αυτή τη μουρμούρα σου». (Λαϊκό τραγούδι: με την γρίνια που ’χει πέσει το κακό έχει παραγίνει, με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να γίνει
- πάω απ’ το κακό στο χειρότερο, η υγεία ή τα οικονομικά μου επιδεινώνονται, γενικά η εξέλιξη των πραγμάτων στη ζωή μου είναι αρνητική και συνεχώς επιδεινώνεται: «ό,τι και να μου λένε οι γιατροί, εγώ βλέπω ότι πάω απ’ το κακό στο χειρότερο || όσες περικοπές κι αν έκανα στα έξοδά μου, συνεχώς πάω απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- περνώ κακά ή την περνώ κακά, δε ζω ευχάριστα, ταλαιπωρούμαι στη ζωή μου: «από τη στιγμή που έμπλεξα μ’ αυτή τη γυναίκα, περνώ κακά || έχω μάθει στη ζωή μου να την περνώ κακά, γι’ αυτό δε μου κάνει πια αίσθηση»·
- πέφτω σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγε από κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- πλάνταξε απ’ το κακό του, αισθάνθηκε έντονη δυσφορία, έντονη στενοχώρια που οφειλόταν στην υπερβολική ζήλια που ένιωσε για κάποιον ή για κάτι: «μόλις έμαθε πως ήταν ερωτευμένη μαζί μου η τάδε, πλάνταξε απ’ το κακό του, γιατί από καιρό τη λιγουρευόταν || όταν έμαθε για τις επιτυχίες που είχα στη δουλειά μου, πλάνταξε απ’ το κακό του»·
- πολύ κακό για το τίποτα, λέγεται για μεγάλη αναταραχή, για μεγάλη αναστάτωση ή φασαρία χωρίς σπουδαίο λόγο: «αρπάχτηκαν στα χέρια, γιατί νόμισε πως ήθελε να του φάει τη σειρά. -Πολύ κακό για το τίποτα»·
- πρασίνισε απ’ το κακό του, ένιωσε μεγάλη κακία, μεγάλη ζήλια, που δεν μπόρεσε να την κρύψει: «μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο, πρασίνισε απ’ το κακό του»·
- σιγοβράζει το κακό, ενεργεί χωρίς να πολυφαίνεται: «επικρατούσε μια συγκρατημένη ανησυχία, γιατί κάπου υποπτεύονταν πως σιγόβραζε το κακό»·
- σκύλιασε απ’ το κακό του, εξοργίστηκε μέχρι μανίας: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κάρφωσε στην αστυνομία, σκύλιασε απ’ το κακό του κι ορκίστηκε να τον εκδικηθεί»·
- τ’ άνθη του κακού, βλ. λ. άνθος·
- τα βρομισμένα λάχανα κακή σαλάτα κάνουν, βλ. λ. λάχανο·
- τα γέλια θα σου βγουν σε κακό ή το γέλιο θα σου βγει σε κακό, βλ. λ. γέλιο·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! βλ. λ. μέρα·
- την κακή σου και την ψυχρή σου! ή την κακή σου, την ψυχρή σου και την ανάποδή σου! ειρωνική απάντηση σε κάποιον ο οποίος στην ερώτησή μας πώς πας ή πώς τα πας ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα μας απαντάει καλά, ενώ εμείς γνωρίζουμε πως κάθε άλλο παρά καλά είναι·
- την κακή σου (την) ώρα! βλ. λ. ώρα·
- την κακή του τη μέρα! βλ. λ. μέρα·
- της κακής κυράς και τα μαλλιά της φταίγουν, βλ. λ. κυρά·
- της κακιάς ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, βλ. λ. ψωλή·
- της κακιάς ώρας, βλ. λ. ώρα·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το κακό είναι που… ή το κακό είναι πως… ή το κακό είναι ότι…, δηλώνει τη δυσαρέσκειά ή τη δυσφορίας μας για κάποια υπόθεση ή κατάσταση: «το κακό είναι που, ενώ μου χρωστάει ένα κάρο λεφτά, έρχεται συνεχώς και μου ζητάει κι άλλα || εμείς είμαστε έτοιμοι για την εκδρομή μας, όμως το κακό είναι ότι δε μας βοηθάει ο καιρός»·
- το κακό μαντάτο έρχεται τρεχάτο, βλ. λ. μαντάτο·
- το κακό δεν (ουκ) ουκ ευλογείται, λέγεται με κάποια χαιρέκακη διάθεση στην περίπτωση που μαθαίνουμε πως κάποιος που μας έβλαψε, έπαθε κι αυτός κάποιο κακό. Συνών. το άδικο δεν (ουκ) ευλογείται·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το ’χω για κακό ή το ’χω σε κακό, το θεωρώ κακό οιωνό: «το ’χω σε κακό να βλέπω το πρωί μαύρη γάτα || το ’χω σε κακό να δίνω δανεικά λεφτά τη στιγμή που χαρτοπαίζω»·
- το μυαλό του πάει στο κακό ή πάει στο κακό το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το πνεύμα του κακού, βλ. λ. πνεύμα·
- το σπέρμα του κακού, βλ. λ. σπέρμα·
- το ’φερε η κακιά η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον βλέπω με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βρήκα σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον βρήκα στις κακές του, α. τον βρήκα σε κακή ψυχολογική κατάσταση, σε στιγμή που είχε τα νεύρα του, που ήταν νευριασμένος: «πήγα να πιω ένα καφεδάκι στο γραφείο του, αλλά, επειδή τον βρήκα στις κακές του έφυγα αμέσως». β. τον βρήκα σε κακή οικονομική κατάσταση: «πήγα να του ζητήσω δανεικά, αλλά, μόλις κατάλαβα πως τον βρήκα στις κακές του δεν του είπα τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: με βρήκες στις κακές μου και μ’ εγκατέλειψες, στις δύσκολες στιγμές μου πόσο μου έλειψες 
- τον έδιωξαν κακήν κακώς, τον έδιωξαν με άσχημο ή με βίαιο τρόπο: «όταν βγήκαν στο φως οι απάτες του, τον έδιωξαν κακήν κακώς απ’ τη δουλειά»·
- τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. τον πήρα με το κακό·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. καλός·
- τον κακό μου τον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τον κακό σου το φλάρο! βλ. λ. φλάρος·
- τον κακό σου τον καιρό! βλ. λ. καιρός·
- τον πέτυχα σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα με το κακό, τον αγρίεψα, του συμπεριφέρθηκα άγρια, απότομα: «αφού τον πήρες με το κακό, καλά έκανε κι έφυγε»·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, βλ. λ. καλός·
- τόσο κακό για το τίποτα! βλ. φρ. πολύ κακό για το τίποτα·
- του κάκου, (από τη γενική του επιθ. κακός με αναβίβαση του τόνου) μάταια, άσκοπα, στα χαμένα: «τόσες συμβουλές πήγαν του κάκου || του κάκου φώναζα να μ’ ακούσει, αλλά ήταν ήδη πολύ μακριά και δε μ’ άκουγε». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς
- τρίτωσε το κακό, λέγεται συνήθως με ανακούφιση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως, αν επαναληφθεί για τρίτη φορά σε σύντομο χρονικό διάστημα κάποια κακή ή δυσάρεστη κατάσταση, τότε  απαλλασσόμαστε, φεύγει, μας προσπερνάει κάθε άλλη δυσάρεστη στιγμή· 
- τρώγεται απ’ το κακό του, φθείρεται ψυχικά από την κακία που νιώθει για κάποιον ή για κάτι: «είναι τόσο κακός άνθρωπος, που, όταν δει κάποιον να προκόβει στη ζωή του, τρώγεται απ’ το κακό του»·
- τσιρίδα και κακό! βλ. λ. τσιρίδα·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- φωνή και κακό! βλ. λ. φωνή·
- χτυπώ το κακό στη ρίζα του, βλ. λ. ρίζα.

κλοτσιά

κλοτσιά κ. κλοτσά, η ουσ. [<μσν. κλοτσέα <κλότσος + κατάλ. -ιά], χτύπημα με το πόδι: «έφαγε μια κλοτσιά στο καλάμι, που στέναξε απ’ τον πόνο». (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- δίνω κλοτσιά ή δίνω κλοτσιές, κλοτσώ (βλ. λ.): «όταν είναι νευριασμένος, δίνει κλοτσιές σαν αγριεμένο άλογο»·
- δώσ’ του κλοτσιά! ή δώσ’ του μια κλοτσιά! έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να διώξει βίαια κάποιον που έχει γίνει ενοχλητικός: «αφού σου δημιουργεί κάθε τόσο προβλήματα, δώσ’ του μια κλοτσιά να ησυχάσει το κεφάλι σου!»·  
- είναι για κλοτσιές, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού παρ’ όλο το πρόβλημα των πνευμόνων του εξακολουθεί να καπνίζει, ε, είναι για κλοτσιές». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έφαγε κλοτσιά, βλ. φρ. έφαγε κλότσο, λ. κλότσος·
- έφαγε κλοτσιές ή έφαγε τις κλοτσιές του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «πήγε να κουνηθεί στον τάδε κι έφαγε τις κλοτσιές του»·
- έφυγε με τις κλοτσιές, εκδιώχτηκε από κάπου βίαια και βάναυσα: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, έφυγε με τις κλοτσιές»·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλει κλοτσιές ή θέλει τις κλοτσιές του, βλ. φρ. είναι για κλοτσιές·
- μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- παίξαμε κλοτσιές, μαλώσαμε ανταλλάσσοντας χτυπήματα με τα πόδια: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος παρεξηγηθήκαμε και παίξαμε κλοτσιές»·
- πέφτουν κλοτσιές, γίνεται άγριος καβγάς: «μόλις μάθαμε πως πέφτουν κλοτσιές στο καφενείο, τρέξαμε όλοι να πάμε να δούμε»·
- πήρε κλοτσιά, βλ. φρ. πήρε κλότσο, λ. κλότσος·
- πλακώνομαι στις κλοτσιές, μαλώνω άγρια με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα με τα πόδια: «μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στις κλοτσιές»·
- τον έδιωξε με τις κλοτσιές, βλ. φρ. έφυγε με τις κλοτσιές·
- τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές, τον εκδίωξε από κάποιο κλειστό χώρο με βίαιο, με βάναυσο τρόπο: «επειδή δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα στους συνέδρους, σηκώθηκε ο τάδε και τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές»·
- τον πέθανα στις κλοτσιές, βλ. φρ. τον τρέλανα στις κλοτσιές·
- τον πλάκωσα στις κλοτσιές, τον ξυλοκόπησα χτυπώντας τον επανειλημμένα με τα πόδια: «δεν άντεχα άλλο τις βλακείες που έλεγε και τον πλάκωσα στις κλοτσιές»·
- τον τάραξα στις κλοτσιές, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα χτυπώντας τον με τα πόδια μου: «μόλις έβρισε τη μάνα μου, σηκώθηκα και τον τάραξα στις κλοτσιές»·
- τον τρέλανα στις κλοτσιές, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα χτυπώντας τον επανειλημμένα με τα πόδια: «τον είχα από καιρό άχτι και μόλις τον συνάντησα τον τρέλανα στις κλοτσιές». (Λαϊκό τραγούδι: την πρώτη σου τη χάρισα, τη δεύτερη, κυρά μου, θα σε τρελάνω στις κλοτσιές και θα ’βρω τον μπελά μου
- του ’δωσα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του κάθισα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του ’κοψα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του ’ριξα μια κλοτσιά, τον χτύπησα με το πόδι μου, τον κλότσησα: «λίγο πριν μας χωρίσουν πρόλαβα και του ’ριξα μια κλοτσιά»·
- του ’ριξα κλοτσιές ή του ’ριξα τις κλοτσιές του, τον χτύπησα πολλές φορές με το πόδι μου, τον κλότσησα πολλές φορές και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «μόλις πήγα να μου κάνει το μάγκα του ’ριξα τις κλοτσιές του κι έκατσε στ’ αβγά του»·
- του ’σκασα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του τράβηξα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- τρώω κλοτσιές ή τρώω τις κλοτσιές μου, δέχομαι κλοτσιές, με δέρνει άγρια κάποιος και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνω με τον τάδε, τρώω τις κλοτσιές μου».

πόρτα

πόρτα, η, ουσ. [<μσν. πόρτα <λατιν. porta], η πόρτα, η θύρα. 1α. (για τάβλι) το καθένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα στο εσωτερικό του ταβλιού πάνω στα οποία κινούνται τα πούλια: «κάθε τάβλι έχει είκοσι τέσσερις πόρτες». β. δυο,  τουλάχιστον, πούλια του ίδιου παίχτη, που τοποθετούνται σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα στο εσωτερικό του ταβλιού: «οι γωνιακές είναι οι πιο καίριες πόρτες». 2. (στη νεοαργκό) το άτομο ή τα άτομα που ελέγχουν φυσιογνωμικά στην είσοδο κέντρου διασκεδάσεως αυτούς που μπαίνουν να διασκεδάσουν και έχουν το δικαίωμα να τους απαγορεύσουν την είσοδο, αν έχουν την ένδειξη ή την υποψία πως υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσουν φασαρία ή άλλα προβλήματα: «πήγαμε στο τάδε κέντρο να διασκεδάσουμε και δε μας άφησε η πόρτα να μπούμε μέσα, γιατί ήμασταν με τα ρούχα της δουλειάς και μας πέρασαν για αληταρία». 3. ως επιφών. πόρτααα!δηλώνει ειρωνεία ή εκνευρισμό από την ενέργεια κάποιου, που, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από ένα χώρο, άφησε ανοιχτή την πόρτα και που, όταν είναι χειμώνας, σημαίνει κλείσε την πόρτα, ενώ, όταν είναι καλοκαίρι και την έκλεισε, σημαίνει άνοιξε την πόρτα. 4.στον πλ. οι πόρτες (βλ. λ.). Υποκορ. πορτίτσα και πορτούλα, η και πορτάκι (βλ. λ.).Μεγεθ. πορτάρα, η. (Ακολουθούν 88 φρ.)·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει, αν δε ζητήσεις βοήθεια από κάποιον πώς θα σου τη δώσει(;): «πώς να σε βοηθήσει, βρε άνθρωπέ μου, αφού δεν ξέρει το πρόβλημά σου κι ύστερα, αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει»·
- ανοίγω πόρτα, α. δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με άτομο που μου είναι χρήσιμο στις κοινωνικές ή στις επαγγελματικές μου επιδιώξεις: «άνοιξε πόρτα μ’ έναν βουλευτή κι από τότε έχει πάρει ένα σωρό κρατικές δουλειές». β. βρίσκω καλή δουλειά, βρίσκω καλή θέση εργασίας: «ήταν τρεις μήνες χωρίς δουλειά, αλλά στο τέλος άνοιξε πόρτα σ’ ένα εργοστάσιο και τη βόλεψε». γ. (για τάβλι) αφήνω ελεύθερη κάποια πόρτα, που την είχα πιασμένη: «με τις εξάρες που έφερα, αναγκάστηκα ν’ ανοίξω δυο πόρτες»·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν ή όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, α. λέγεται στην περίπτωση που η επαγγελματική επιτυχία, η κοινωνική καταξίωση ή αποδοχή κάποιου, είναι βέβαιη, σίγουρη: «τώρα που πήρε το δίπλωμα του γιατρού, όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές γι’ αυτόν». β. λέγεται στην περίπτωση που μπορεί κανείς από παντού να βρει βοήθεια, από παντού να βοηθηθεί: «είναι τόσο καλό παιδί, που μόλις χρειάστηκε βοήθεια, όλες οι πόρτες ανοίξανε γι’ αυτόν». (Τραγούδι: και που ’χει μαύρη πέτσα θυμήθηκαν ξανά, το νέγρο Τζο τον ήρωα, τον λεν αληταρά, τις πόρτες δεν ανοίγουν στο Τζο το φουκαρά
- άνοιξες πόρτα! βλ. φρ. άνοιξες πόρτα για το χειμώνα(!)·
- άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! (ειρωνικά) η γυναίκα με την οποία έχεις κάνει δεσμό είναι αμφίβολης ηθικής και, όταν εσύ θα φεύγεις από το σπίτι της, αυτή θα ανοίγει την πόρτα για να μπει κάποιος άλλος και, κατ’ επέκταση, απέτυχες στο δεσμό σου και γενικά στην εκλογή που έχεις κάνει για κάτι, ή το άτομο το οποίο γνώρισες, είναι εντελώς αναξιόπιστο ή και επικίνδυνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω: «την κυνηγούσα πολύ καιρό, αλλά στο τέλος τα ’φτιαξα μαζί της. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί σ’ όλους μας είναι γνωστό πως αυτή γη γυναίκα είναι μητρομανής! || αγόρασα το τάδε αυτοκίνητο. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί κι εγώ που το είχα έτρεχα συνέχεια στο συνεργείο! || χτες βράδυ γνώρισα τον τάδε. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί ο τύπος είναι λουλούδι!»·
- ανοιχτή πόρτα, (για τάβλι) που δεν είναι πιασμένη με πούλια των δυο παιχτών: «αν πιάσω αυτή την ανοιχτή πόρτα, έχω πολλές πιθανότητες να χτυπήσω τη μάνα του»·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, έκφραση με φιλοσοφική διάθεση, ιδίως από ηλικιωμένο άτομο που δηλώνει πως δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ζωή του: «τι κατάλαβες τόσα χρόνια στη ζωή σου γέροντα; -Απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα». Πρβλ.: δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα (Λαϊκό τραγούδι)·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκε κι απ’ την άλλη βγήκε, πέρασε αστραπιαία από κάποιο χώρο: «δεν πρόλαβα να του πω τίποτα, γιατί απ’ τη μια πόρτα μπήκε, πήρε το χαρτοφύλακά του κι απ’ την άλλη βγήκε»·
- απ’ την πίσω πόρτα, α. με έμμεσο, με πλάγιο τρόπο: «έχει διάφορες γνωριμίες κι όσες δουλειές έχει πάρει, τις πήρε απ’ την πίσω πόρτα || όλοι οι βουλευτές, πλην του κομμουνιστικού κόμματος, ψήφισαν για την καταβολή αποζημιώσεως σε όσους δεν εκλέχτηκαν βουλευτές και τώρα έρχονται απ’ την πίσω πόρτα και κατηγορούν την ίδια τους την απόφαση». Από το ότι παλιότερα τα πιο πολλά σπίτια, ιδίως τα πλουσιόσπιτα, εκτός από την κυρία είσοδο, είχαν και στο πίσω μέρος του σπιτιού ένα πορτάκι για να μπαινοβγαίνουν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί αυτοί που το κατοικούσαν. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το παράθυρό της στέκετ’ ένας στρατιώτης κι απ’ την πίσω πόρτα βγαίνει ναύτης που ’χε αφήσει γένι). β. δηλώνει και ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε πέρασε στο πανεπιστήμιο. -Απ’ την πίσω πόρτα»· βλ. και φρ. η πίσω πόρτα·
- απ’ την πόρτα με πήρες, επενέβης, συνήθως τηλεφωνικά, την ώρα που έβγαινα από το σπίτι, από το γραφείο μου: «τι γίνεται θα ’ρθεις; -Απ’ την πόρτα με πήρες»·     
- από πόρτα σε πόρτα, από το ένα σπίτι στο άλλο: «ζητιανεύει από πόρτα σε πόρτα || διαφήμιζε το προϊόν του από πόρτα σε πόρτα»· βλ. και φρ. πόρτα πόρτα·
- βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες, υποπτεύεται πως θα του συμβούν πολλά κακά πράγματα: «με την παραμικρή ατυχία που του συμβαίνει, βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες»·
- βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ) (κάτι), (για καλό ή για κακό) βλ. φρ. είναι έξω απ’ την πόρτα μου·
- βρίσκω ανοιχτές πόρτες ή βρίσκω πόρτες ανοιχτές, (γενικά) ανταποκρίνονται στη βοήθεια που ζητώ: «το ’χω καμάρι, γιατί, απ’ όπου και να ζητήσω βοήθεια, βρίσκω πόρτες ανοιχτές»· βλ. και φρ. όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές·
- βρίσκω κλειστές πόρτες ή βρίσκω πόρτες κλειστές, (γενικά) δεν ανταποκρίνονται στη βοήθεια που ζητώ: «μετά την κατάχρηση που έκανα, απ’ όπου και να ζητήσω βοήθεια, βρίσκω πόρτες κλειστές»· βλ. και φρ. όλες οι πόρτες είναι κλειστές·
- βρίσκω την πόρτα του ανοιχτή ή βρίσκω τις πόρτες του ανοιχτές, μου προσφέρει τη βοήθειά του και γενικά με υποδέχεται με ευνοϊκή διάθεση: «κάθε φορά που ζήτησα βοήθεια απ’ το φίλο μου, βρήκα την πόρτα του ανοιχτή»·
- βρίσκω την πόρτα του κλειστή ή βρίσκω τις πόρτες του κλειστές, δε μου προσφέρει τη βοήθειά του: «όσες φορές είχε την ανάγκη μου τον βοήθησα, αλλά τώρα που έχω την ανάγκη του, βρίσκω τις πόρτες του κλειστές». (Λαϊκό τραγούδι: τι θέλεις στο κορίτσι μου κι όλο το φέρνεις βόλτα; κι αν ξαναρθείς στο σπίτι μου θα βρεις κλειστή την πόρτα
- γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα; ειρωνική άρνηση σε κάποιον του οποίου, η πρόταση, όχι μόνο δεν είναι ικανοποιητική, αλλά επιπλέον είναι και επιζήμια: «δώσε μου εσύ τώρα τα λεφτά κι εγώ θα προσπαθήσω να σε βάλω συνέταιρο στην επιχείρηση που σ’ ενδιαφέρει. -Γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα;»·
- δε βγαίνει απ’ την πόρτα του (της), του αρέσει ή συνηθίζει να μένει στο σπίτι του: «μόλις σχολάσει απ’ τη δουλειά του, πηγαίνει κατευθείαν στο σπίτι του και δε βγαίνει απ’ την πόρτα του». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι το δικό μου είν’ κορίτσι σπιτικό, απ’ την πόρτα του δε βγαίνει,αν δεν πάω να το δω
- δε χωράει απ’ την πόρτα, βλ. φρ. δεν περνάει απ’ την πόρτα·
- δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, είχε τόσο μεγάλη ανάγκη, που δεν άφησε κανέναν που να μη ζητήσει τη βοήθειά του: «η εγχείρηση που έπρεπε να κάνει η γυναίκα του ήταν πανάκριβη, γι’ αυτό δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, μέχρι να συγκεντρώσει το ποσό που του χρειαζόταν»·
- δεν έχω πόρτα να χτυπήσω, δεν έχω κανέναν να του πω το πρόβλημά μου, να του ζητήσω βοήθεια: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό και δεν έχω πόρτα να χτυπήσω»·
- δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, είναι μεγάλος κερατάς (και ενν. δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, γιατί τον εμποδίζουν τα κέρατα που έχουν φυτρώσει στο μέτωπό του, έμβλημα των απατημένων)· βλ. και φρ. δεν περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα, λ. καμάρα·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα, είναι πάρα πολύ χοντρός: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί δεν περνάει απ’ την πόρτα»·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα μου, δε θέλει ή δε συνηθίζει να με επισκέπτεται: «απ’ τη μέρα που ψυχραθήκαμε, δεν περνάει απ’ την πόρτα μου»·
- δουλεύει την πίσω πόρτα, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα)  δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «είναι κρίμα, δυο μέτρα παλικάρι, να δουλεύει την πίσω πόρτα || είναι πολύ θερμή γυναίκα, αλλά το κυριότερο είναι πως δουλεύει την πίσω πόρτα». Συνών. δουλεύει αμορτισέρ / δουλεύει αναρτήσεις / δουλεύει εξάτμιση (α)·
- δυο πόρτες έχει η ζωή, έκφραση που δηλώνει τη γέννηση και το θάνατο του ανθρώπου. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πόρτες έχει η ζωή,άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα
- είναι έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ.) (κάτι), (για καλό ή για κακό) είναι πάρα πολύ κοντά μου (σου, του κ.λπ.): «ο άνθρωπος που μπορούσε να με βοηθήσει, ήταν έξω απ’ την πόρτα μου κι εγώ καθόμουν με τα χέρια σταυρωμένα || ο κίνδυνος ήταν έξω απ’ την πόρτα του κι αυτός δεν πήρε μυρουδιά»·
- έκλεισα την πόρτα στα παλιά, έπαψα να ενδιαφέρομαι, να με απασχολεί η  προηγούμενη ζωή μου, το παρελθόν μου: «αποφάσισα να νοικοκυρευτώ, γι’ αυτό έκλεισα την πόρτα στα παλιά». (Λαϊκό τραγούδι: γύρισα σελίδα στην καρδιά, έκλεισα την πόρτα στα παλιά,άλλαξα συνήθεια και ζωή, ήμουν αϊτός μέσ’ στο κλουβί
- έφαγα πόρτα, α. (στη νεοαργκό) δε μου επιτράπηκε η είσοδος σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «πήγα ν’ ακούσω το νέο τραγουδιστή και να πιω και κανένα ποτηράκι στο τάδε μαγαζί, αλλά, επειδή δεν ήμουν καλά ντυμένος, έφαγα πόρτα». Η δικαιοδοσία αυτή ανήκει στους μπράβους, στους φουσκωτούς, που ελέγχουν την είσοδο νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεως. β. απέτυχα, απορρίφθηκα, ιδίως από κάποια γυναίκα: «ζήτησα απ’ την τάδε να τα φτιάξουμε κι έφαγα πόρτα». (Τραγούδι: έφαγα πόρτα, μείναν τα χνώτα στο τζάμι. Τα γεγονότα ήρθαν τα πρώτα ποτάμι
- έχασε την πόρτα, αποπροσανατολίστηκε λόγω έντονης ψυχικής ταραχής και δεν ήξερε πώς να κινηθεί, πώς να ενεργήσει: «όταν του ’βαλε τ’ αφεντικό του τις φωνές, έχασε την πόρτα ο δικός σου και φαινόταν σαν χαμένος». Συνών. δεν ήξερε από πού να φύγει·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- η πίσω πόρτα, η κωλοτρυπίδα, ο πρωκτός: «ο έρωτας από την πίσω πόρτα είναι κάτι που ενοχλεί πολλές γυναίκες»· βλ. και φρ. απ’ την πίσω πόρτα και λ. παραπόρτι·
- η τύχη του χτύπησε την πόρτα, βλ. λ. τύχη·
- και βγαίνοντας κλείσε και την πόρτα ή και βγαίνοντας κλείσε την πόρτα, ειρωνική προτροπή σε κάποιον που μας απειλεί πως θα φύγει από το χώρο που βρισκόμαστε, πράγμα βέβαια που μας αφήνει αδιάφορους, ή σε κάποιον που τον διώχνουμε με υποτιμητική διάθεση από το χώρο που βρισκόμαστε·
- κάνω πόρτα, (στο τάβλι) πιάνω αντίπαλο πούλι ή τοποθετώ δυο τουλάχιστον δικά μου πούλια σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα του ταβλιού: «εδώ που σ’ έπιασα έκανα την καλύτερη πόρτα»·
- κλείνω πόρτες, είμαι κλεισοπόρτης (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μάρκα άλφα πρώτης και σπουδαίος κλεισοπόρτης και γυρίζεις μ’ άλλους μόρτες, κάθε μέρα κλείνεις πόρτες
- κλείνω την πόρτα (σε κάποιον), α. μαλώνω με άτομο που ήταν πολύ χρήσιμο ή εξυπηρετικό στις κοινωνικές ή επαγγελματικές μου επιδιώξεις ή γενικά απαξιώνω κάποιον: «έκανες μεγάλο σφάλμα, που έκλεισες την πόρτα που είχες με τον τάδε, γιατί αυτός είναι στα μέσα και στα έξω του υπουργείου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που όλα τα ’χασα τους φίλους μου κιαλάρω. Ποιος μου ’κλεισε την πόρτα του, ποιος μου ’δωσε τσιγάρο!).β. (και για τα δυο φύλα) διακόπτω τις ερωτικές μου σχέσεις με το ταίρι μου: «δεν μπορεί σαν κλείνεις την πόρτα σ’ έναν άνθρωπο που σ’ αγαπάει». (Λαϊκό τραγούδι: την πόρτα μη μου κλείνεις,το σφάλμα μου συγχώρησε και μη με κατακρίνεις).γ. (για τάβλι) τοποθετώ τουλάχιστον δυο δικά μου πούλια σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα του ταβλιού: «θέλω να κλείσω αυτή την πόρτα, για να μην μπορεί να μου χτυπήσει τη μάνα»·
- κλείσανε όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες κλείσανε ή όλες οι πόρτες είναι κλειστές, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορεί κανείς από πουθενά να βρει βοήθεια, από πουθενά να βοηθηθεί: «είναι τόσο ανάποδος άνθρωπος, που γι’ αυτόν όλες οι πόρτες είναι κλειστές». (Λαϊκό τραγούδι: για κάποιο παραστράτημα για μια συκοφαντία, οι φίλοι τον μισήσανε, οι πόρτες όλες κλείσανε, άραγε ποιος να ’ν’ αιτία, αχ, γιατί τόση κακία
- κλειστή πόρτα, (για τάβλι) βλ. λ. πιασμένη πόρτα·
- κουρελού έχετε στην πόρτα σας; βλ. λ. κουρελού·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, λέγεται για αχάριστους ανθρώπους: «δε θα βοηθήσω ξανά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί και στο παρελθόν, που τον βοήθησα, μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα»·
- μεγάλη πόρτα θα περάσεις ή μεγάλη πόρτα θα διαβείς, έκφραση που σύμφωνα με τη χειρομαντεία και τη μαντική του καφέ, σημαίνει πως το άτομο στο οποίο απευθύνεται, θα περάσει μεγάλη δυσκολία (δικαστήριο, φυλακή, χρεοκοπία) ή μεγάλη επιτυχία (προαγωγή, γνωριμία με σημαίνον πρόσωπο): «πρόσεχε τις δουλειές που κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί απ’ ό,τι βλέπω, μεγάλη πόρτα θα περάσεις || για δες χαρές και πανηγύρια, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω εδώ μέσα (δηλ. στο φλιτζάνι του καφέ), μεγάλη πόρτα θα περάσεις»· 
- μια πόρτα μας χωρίζει ή μας χωρίζει μια πόρτα, είμαστε γείτονες και κατοικούμε στον ίδιο όροφο κάποιας πολυκατοικίας όπου οι πόρτες των διαμερισμάτων μας είναι αντικριστές: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μια πόρτα μας χωρίζει»·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάποιος), έρχεται στο σπίτι μου, εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου, ζητάει τη βοήθειά μου: «μόνο όταν έχει ανάγκη έρχεται και μου χτυπάει την πόρτα»·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάτι), λέγεται για κάτι, ιδίως κακό, που είναι πολύ κοντά μου: «μετά τη χρεοκοπία μου, η φτώχεια μου χτυπάει την πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς αμέριμνος γλεντάει την ώρα που ο χάροντας την πόρτα μου χτυπάει
- μπερντέ έχετε στην πόρτα σας; βλ. λ. μπερντές·
- μπήκε απ’ την πίσω πόρτα, κατέλαβε μια θέση εργασίας, ιδίως στο δημόσιο, με αντικανονικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα: «είχε έναν θείο βουλευτή και μπήκε απ’ την πίσω πόρτα στη Δ.Ε.Η.»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, βλ. λ. άνθρωπος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, βλ. φρ. άνοιξαν όλες οι πόρτες·
- όλες οι πόρτες είναι κλειστές, βλ. φρ. κλείσανε όλες οι πόρτες·
- όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, όπου και αν απευθυνθεί, από όπου και αν ζητήσει βοήθεια: «είναι τόσο ρεμάλι, που όποια πόρτα κι αν χτυπήσει του την κλείνουν κατάμουτρα». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος όπου κι αν γυρίσει όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, δεν έχει μάνα να πηγαίνει τα ρούχα του να πλένει
- όταν η φτώχεια μπει απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. λ. φτώχεια·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- παραβιάζει ανοιχτές πόρτες, αναφέρεται σε κάτι θεωρώντας το σπουδαίο, ενώ είναι ήδη από καιρό σε όλους γνωστό: «όποιος ισχυρίζεται πως τα ναρκωτικά οδηγούν τη νεολαία μας στο θάνατο, παραβιάζει ανοιχτές πόρτες»·
- πιασμένη πόρτα, (για τάβλι) το τρίγωνο του ταβλιού που έχει δυο, τουλάχιστον, πούλια: «αν δεν είχε πιασμένη αυτή την πόρτα, με τις εξάρες που έφερα, θα μπορούσα να του πιάσω τη μάνα»·
- πίσω από κλειστές πόρτες, λέγεται για οτιδήποτε γίνεται κρυφά, μυστικά, χωρίς να παίρνει δημοσιότητα και που, για το λόγο αυτό, είναι αμφίβολης νομιμότητας: «η κυβέρνηση μαγειρεύει πίσω από κλειστές πόρτες το νέο εκλογικό νόμο»· βλ. και φρ. πίσω απ’ τις κάμερες, λ. κάμερα·  
- πόρτα πόρτα, σύστημα πωλήσεων από σπίτι σε σπίτι: «εισάγει διάφορες μικροσυσκευές και τις πουλάει πόρτα πόρτα»·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, είναι μάταιο να επιδιώκεις να συνετίσεις κάποιον πεισματάρη ή κάποιον που δεν επιδέχεται συνετισμό: «έπεσαν όλοι οι φίλοι απάνω του να τον πείσουν να διώξει την γκόμενα που είχε και να ξαναγυρίσει στην οικογένειά του, αλλά στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα»·
- τη βρήκες την πόρτα; ειρωνική παρατήρηση σε μέλος της οικογένειας που για κάποιο λόγο επιστρέφει πολύ αργοπορημένο στο σπίτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους·
- της (του) πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, βλ. λ. παπούτσι·
- τιμή πόρτας, βλ. λ. τιμή·
- το κάνει απ’ την πίσω πόρτα, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «δεν το περίμενα τέτοιος παίδαρος να το κάνει απ’ την πίσω πόρτα || δεν πηγαίνει ποτέ με γυναίκα, αν δεν το κάνει κι απ’ την πίσω πόρτα». β. (ιδίως για άντρες) ενεργεί σεξουαλικά ως σοδομιστής: «μόλις τον βλέπουν οι μανάδες, μαζεύουν στο σπίτι τα παιδιά τους, γιατί ο τύπος το κάνει απ’ την πίσω πόρτα». γ. (για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «τα ’μαθες; Ο τάδε το κάνει απ’ την πίσω πόρτα»·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. φρ. τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο·
- τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο, λέγεται για ενοχλητικό άτομο από την παρουσία του οποίου είναι αδύνατο να απαλλαγούμε: «έχω απηυδήσει μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο»·
- τον έπιασες πόρτα! βλ. φρ. τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα(!)·
- τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! (ειρωνικά) ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεσαι όχι μόνο δε θα σε βοηθήσει, αλλά υπάρχει και περίπτωση να σε βλάψει και, κατ’ επέκταση, απότυχες στη γνωριμία σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω: «προχτές γνώρισα τον τάδε και μου υποσχέθηκε πως θα με βοηθήσει. -Μμμ, τι να σου πω, τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! Δεν ξέρεις πως αυτός είναι απατεώνας;»·
- του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα, του αρνήθηκα κάτι ή τον έδιωξα με περιφρονητικό τρόπο: «ενώ με κατηγορεί σ’ όλο τον κόσμο, ήρθε να του δώσω δανεικά κι εγώ του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα!». Από την εικόνα του ατόμου που κλείνει με δύναμη την πόρτα  μπροστά στον επισκέπτη του·
- του βρόντηξα την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα· 
- του βρόντηξε την πόρτα κατάμουτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- του δείχνω την πόρτα, τον διώχνω με σκαιό τρόπο: «πήγε στο γραφείο του διευθυντή του να ζητήσει μερικές μέρες άδεια, αλλά αυτός του ’δειξε την πόρτα». Μερικές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να δείχνει την υποτιθέμενη πόρτα με το δείκτη τεντωμένο·  
- του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα, του αρνήθηκα προσβλητικά κάτι, διέκοψα κάθε επαφή μαζί του: «ήρθε να μου ζητήσει δανεικά, αλλά του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα || μόλις έμαθα το ποιόν του, του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν επιτρέπει σε κάποιον να μπει στο σπίτι του·
- του ’κλεισα την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα·
- του ’κλεισε την πόρτα, δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη του: «πήγε στον τάδε να τον βοηθήσει, αλλά αυτός του ’κλεισε την πόρτα»·
- του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα, αδιαφόρησε με προσβλητικό τρόπο στην παράκλησή του για βοήθεια: «όχι μόνο δεν τον βοήθησε, αλλά του ’κλεισε και την πόρτα κατάμουτρα»·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- χτυπά η πόρτα, κάποιος χτυπάει την πόρτα: «πήγαινε ν’ ανοίξεις, γιατί χτυπά η πόρτα»·
- χτυπάει την πόρτα μου (σου, του κ.λπ) (κάτι) ή μου (σου, του κ.λπ.) χτυπάει την πόρτα (κάτι), (ιδίως για κακό) βρίσκεται πάρα πολύ κοντά μου, είναι έτοιμο να συμβεί: «με τη σπάταλη ζωή που κάνεις, χτυπάει την πόρτα σου η χρεοκοπία || από καιρό του χτυπά την πόρτα η χρεοκοπία με τη ζωή που κάνει, αλλά ούτε που νοιάζεται»·
- χτύπα μου την πόρτα ή χτύπησέ μου την πόρτα, ανάφερέ μου το πρόβλημά σου, ζήτησέ μου βοήθεια: «άλλη φορά, αν έχεις κάποιο πρόβλημα, χτύπησέ μου την πόρτα»·
- χτυπώ λάθος πόρτα, βλ. λ. λάθος·
- χτυπώ ξένες πόρτες ή χτυπώ ξένη πόρτα, ζητώ απεγνωσμένα βοήθεια από άγνωστο άνθρωπο, από άγνωστους ανθρώπους: «έχει τόση μεγάλη ανάγκη, που κατάντησε να χτυπά ξένες πόρτες». (Λαϊκό τραγούδι: αλί σ’ αυτόν που τα ’χασε τα πλούτη που ’χε πρώτα, και καταντήσει να χτυπά φτωχός σε ξένη πόρτα
- χτυπώ όλες τις πόρτες, ζητώ απεγνωσμένα από όλους βοήθεια: «χτύπησε όλες τις πόρτες, μήπως και τον βοηθήσει κανένας, αλλά δε βρήκε ανταπόκριση από πουθενά»·
- χτυπώ την πόρτα (κάποιου), ζητώ βοήθεια από κάποιον: «τώρα που του ’πεσε το λαχείο, κάνει πως δε με γνωρίζει, αλλά θα ’ρθει πάλι καιρός που θα μου χτυπήσει την πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα, μη μου ζητάς να σ’ ανοίξω, δεν μπορώ).

σβέρκος

σβέρκος, ο κ. σβέρκο, το, ουσ. [<αλβαν. zverk], ο αυχένας, ο τράχηλος: «σήκωσε το παιδάκι ψηλά και το φορτώθηκε πάνω στο σβέρκο του». (Ακολουθούν 26 φρ.·
- ας κόψουν το σβέρκο τους, έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας. -Ας κόψουν το σβέρκο τους»·
- δεν πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. φρ. κόψε το σβέρκο σου(!)·
- θα κόψω το σβέρκο μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το σβέρκο μου, για να πετύχει στη ζωή του». Συνών. θα κόψω το κεφάλι μου / θα κόψω το λαιμό μου·
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε βγάλω βίαια, κακήν κακώς, ιδίως από έναν κλειστό χώρο: «αν σε ξαναδώ να ενοχλείς τις άλλες παρέες, θα σε βγάλω σβέρκο κώλο απ’ το μαγαζί»·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. θα σε βγάλω σβέρκο κώλο·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. θα σε βγάλω σβέρκο κώλο·     
- θα σου κόψω το σβέρκο, βλ. φρ. θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου πάρω το σβέρκο, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως δεν αστειεύομαι και πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου κόψω το σβέρκο || αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου κόψω το σβέρκο». Συνών. θα σου πάρω το κεφάλι / θα σου πάρω το λαιμό·
- κόβω το σβέρκο μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι αυτό και στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το σβέρκο μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το σβέρκο μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το κεφάλι μου / κόβω το λαιμό μου·
- κόψε το σβέρκο σου!  α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα πετύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με ενδιαφέρει εμένα πώς θα ξεμπλέξεις, κόψε το σβέρκο σου». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω τα λεφτά για να πληρώσω το χρέος μου; -Κόψε το σβέρκο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)·
- με καβάλησε στο σβέρκο, βλ. φρ. μου κάθισε στο σβέρκο·
- μου κάθισε στο σβέρκο, με καταπιέζει, επιδιώκει να μου επιβάλλει καταπιεστικά τη θέλησή του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου κάθισε στο σβέρκο και θέλει να επεμβαίνει στις δουλειές μου || απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως ήθελε να μου καθίσει στο σβέρκο, της έδωσα τα παπούτσια της στο χέρι»·
- να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «μα πώς θα μπορέσω μέσα σε μια βδομάδα να βρω τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το σβέρκο σου(!)·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- τον αρπάζω απ’ το σβέρκο, α. τον συλλαμβάνω βίαια: «την ώρα που έβγαινε αμέριμνος απ’ το καφενείο, έπεσαν οι αστυνομικοί απάνω του και τον άρπαξαν απ’ το σβέρκο». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου ανήκει ή που μου οφείλει: «μόλις τον συνάντησε, τον άρπαξε απ’ το σβέρκο και του ζητούσε να του επιστρέψει τα λεφτά που του ’χε δανείσει»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, τον βγάζω από ένα κλειστό χώρο βίαια, κακήν κακώς: «όποιος ενοχλεί τις πελάτισσές μου μέσα στο μπαράκι μου, τον βγάζω σβέρκο κώλο, χωρίς δεύτερη κουβέντα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν βγάζει βίαια κάποιον από έναν χώρο, τον αρπάζει με τα χέρια του από το σβέρκο και από τον κώλο και τον σπρώχνει προς την έξοδο·
- τον βουτώ απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον γραπώνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. τον βγάζω σβέρκο κώλο·
- τον έχω στο σβέρκο, είμαι απόλυτα υπεύθυνος για κάποιον: «μου έχουν αναθέσει την προστασία του και τον έχω εδώ κι ένα μήνα στο σβέρκο»· βλ. κ. φρ. μου κάθισε στο σβέρκο ·
- τον μαγκώνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. φρ. τον βγάζω σβέρκο κώλο·
- τον πιάνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
- του παίρνω το σβέρκο, α. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «όποιος μου πάει κόντρα του παίρνω το σβέρκο». β. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω: «σήκωσε το σπαθί του και μ’ ένα δυνατό χτύπημα του πήρε το σβέρκο». Συνών. του παίρνω το κεφάλι (α, β) / του παίρνω το λαιμό·
- ψώνισε από σβέρκο, α. απότυχε στην αγορά που έκανε ή εξαπατήθηκε: «αν αγόρασε αυτό το πράγμα απ’ το τάδε μαγαζί, ψώνισε από σβέρκο, γιατί πάντα φέρνουν εκεί δεύτερη ποιότητα». β. απότυχε στην εκλογή συζύγου: «πριν από μια βδομάδα ο τάδε παντρεύτηκε την τάδε. -Ψώνισε από σβέρκο, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, η γυναίκα αυτή έχει κακό χαρακτήρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα. Από το ότι ο σβέρκος του σφαγίου, επειδή έρχεται σε επαφή με το αλέτρι, σκληραίνει και για το λόγο αυτό, δε θεωρείται καλό κομμάτι για να το φάει κανείς.

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.