Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 αποτελέσματα (1 έως 20)
δίπλα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δίπλα, η, ουσ. [<ρ. διπλώνω (υποχωρητ.]. 1. τεχνητή πτυχή σε ρούχο ή σε ύφασμα: «το φόρεμά της είχε όλο δίπλες». Συνών. πιέτα, σούρα, τσάκιση. 2.παραδοσιακό γλύκισμα, που γίνεται με φύλλο διπλωμένο σε ρολό. 3. συνήθως στον πλ. οι δίπλες, τα παχάκια γύρω από το στομάχι: «τον είδα το καλοκαίρι στην παραλία και τον λυπήθηκα με τόσες δίπλες που έχει κάνει»·
- γίνομαι δυο δίπλες, α. υποφέρω από έντονο στομαχόπονο, που αναγκάζομαι να διπλώσω στα δυο: «μ’ έπιασε τέτοιος πόνος στο στομάχι, που έγινα δυο δίπλες». β. δέχομαι δυνατό χτύπημα στο στομάχι που με αναγκάζει να διπλωθώ στα δυο: «έφαγε τέτοια μπουνιά στο στομάχι, που έγινε δυο δίπλες». γ. δείχνω μεγάλη προθυμία, μεγάλη διάθεση να εξυπηρετήσω κάποιον: «έγινε δυο δίπλες το παιδί να μας βρει ξενοδοχείο»·
- τον κάνω δυο δίπλες, α. τον χτυπώ δυνατά με την γροθιά μου στο στομάχι (και πιο σπάνια με το πόδι μου) που τον αναγκάζω να διπλωθεί στα δυο από τον πόνο: «του ’δωσα μια με τ’ αριστερό στο στομάχι και τον έκανα δυο δίπλες». β. τον νικώ, τον κατανικώ: «τον κάνω δυο δίπλες όποια ώρα θέλω».

δίπλα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δίπλα, επίρρ. [από το πλ. ουδ. διπλά, του επιθ. διπλός]. 1. παραπλεύρως, στο πλάι: «μένει δίπλα». 2. σε πλάγια θέση, πλαγιαστά: «βάλ’ το δίπλα». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- βρίσκομαι δίπλα του, βλ. φρ. στέκομαι δίπλα του·
- δίπλα δίπλα, ο ένας πλάι στον άλλον, το ένα πλάι στο άλλο, πλάι πλάι: «στάθηκαν δίπλα δίπλα για να φωτογραφηθούν || έβαλε τις καρέκλες δίπλα δίπλα»·
- είμαι δίπλα του, βλ. φρ. στέκομαι δίπλα του·
- όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο γεμιτζής, βλ. λ. φεγγάρι·
- όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο καπετάνιος, βλ. λ. φεγγάρι·
- παίρνω δίπλα τα βουνά, βλ. λ. βουνό·
- πέφτω δίπλα, (για πλοία) προσαράζω: «το πλοίο έπεσε δίπλα στην προβλήτα»· βλ. και φρ. του πέφτω δίπλα ·
- στέκομαι δίπλα του, τον υποστηρίζω, τον συμπαραστέκομαι: «σ’ όλες του τις δυσκολίες μόνο ο τάδε στάθηκε δίπλα του»·
- την πέφτω (από) δίπλα, βλ. φρ. τον κόβω (από) δίπλα ·
- της πέφτω (από) δίπλα ή της την πέφτω (από) δίπλα, την πλευρίζω με ερωτικό σκοπό, με ερωτικές διαθέσεις: «μόλις δει ωραία γυναίκα στο δρόμο, της την πέφτει από δίπλα». (Λαϊκό τραγούδι: προχτές είδα μια μικρή που ’ταν μέσ’ απ’ του Ψυρή και της πέφτω δίπλα σ’ αγαπώ της είπα
- τον έχω από δίπλα, α. βρίσκομαι κοντά του, ιδίως για να τον συμβουλεύω πώς θα ενεργήσει, είτε γιατί είναι άμυαλος ή παράτολμος είτε γιατί είναι άπειρος: «επειδή δεν εμπιστεύομαι την κρίση του, τον έχω από δίπλα». β. τον έχω κοντά μου για να με συμβουλεύει: «επειδή είμαι άπειρος σ’ αυτή τη δουλειά που ανέλαβα, τον έχω από δίπλα, γιατί γνωρίζει όλα τα μυστικά της». γ. τον παρακολουθώ κατά πόδας: «δεν έκανε το παραμικρό που να μην το αντιληφθώ, γιατί τον είχα από δίπλα». Για λόγους έμφασης, πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάντα ή το συνεχώς·
- τον κόβω (από) δίπλα, ξαπλώνω κάπου απόμερα να κοιμηθώ, κοιμάμαι. Συνήθως έχει την έννοια του ευκαιριακού ύπνου μικρής χρονικής διάρκειας: «όση ώρα μιλούσαν οι άλλοι, βρήκα την ευκαιρία και τον έκοψα από δίπλα στον καναπέ, γιατί ήμουν ξενύχτης». Για να τονιστεί η μικρή χρονική διάρκεια του ύπνου, πολλές φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το λίγο ·
- τον παίρνω (από) δίπλα, τον ξεμοναχιάζω, ιδίως για να του αποσπάσω μυστικό ή για να τον συμβουλέψω κρυφά: «πάρ’ τον κι εσύ λίγο από δίπλα, μπας και μάθουμε πώς θα ενεργήσει || τον πήρα από δίπλα και προσπάθησα να του πω δυο σωστές κουβέντες»· βλ. και φρ. τον κόβω (από) δίπλα ·
- του πέφτω (από) δίπλα ή του την πέφτω από δίπλα, τον πλευρίζω, τον πλησιάζω με σκοπό να του αποσπάσω κάποια υπόσχεση ή κάποιο όφελος ή γενικά για να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου: «κάθε φορά που έχει ανάγκη, του πέφτει δίπλα για να τη βολέψει».

διπλά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διπλά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. διπλός], βλ. λ. διπλές.

βουνό

βουνό, το, ουσ. [<αρχ. ὁ βουνός], το βουνό. 1. καθετί που είναι μεγάλο σε όγκο: «με τη συνεχιζόμενη απεργία των οδοκαθαριστών στα πεζοδρόμια υπήρχαν βουνά σκουπιδιών || έχω βουνό τ’ άπλυτα». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά μου μόνη βουνό οι πόνοι της προσμονής, θέλεις να κλάψεις, θες να φωνάξεις, μα δεν μπορείς). 2. καθετί που θεωρείται πολύ δύσκολο, ανυπέρβλητο, ακατόρθωτο: «ακόμα και την πιο εύκολη υπόθεση τη θεωρεί βουνό || δεν ανέλαβα τη δουλειά, γιατί ήταν βουνό». (Λαϊκό τραγούδι: άντρας δυνατός τούτος ο καημός, πώς να τον νικήσω, πώς; Πέφτω στο πιοτό, πέφτω στον καπνό και το δίλημμα βουνό). (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- απ’ το βουνό κατέβηκες; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που είναι εκτός πραγματικότητας: «απ’ το βουνό κατέβηκες και δεν ξέρεις πως κάθε χρόνο πρέπει να υποβάλλεις τη φορολογική σου δήλωση;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά. Συνών. απ’ τα Γκράβαρα κατέβηκες(;)· βλ. και φρ. κατέβηκε απ’ το βουνό·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. δουλειά·
- βγαίνω στο βουνό, α. γίνομαι ληστής: «στην εποχή του Όθωνα, πολλοί πρώην αγωνιστές της Επανάστασης του 1821αναγκάστηκαν και βγήκαν στο βουνό». β. επαναστατώ, γίνομαι επαναστάτης: «στην κατοχή, πολλά παλικάρια βγήκαν στο βουνό εναντίον των Γερμανών κατακτητών»·
- επαίνα το βουνό κι αγόραζε στον κάμπο, βλ. λ. κάμπος·
- ευχή γονέων πάρε και στα βουνά περπάτα, βλ. λ. ευχή·
- έχω δίκιο βουνό, βλ. λ. δίκιο·
- έχω σίδερο βουνό, βλ. λ. σίδερο·
- έχω τύχη βουνό, βλ. λ. τύχη·
- η πίστη μετακινεί βουνά, βλ. λ. πίστη·
- η τρέλα δεν πάει στα βουνά, βλ. λ. τρέλα·
- και τα βουνά ξεπέφτουνε κι οι κάμποι δυστυχούνε, βλ. λ. κάμπος·
- κατέβηκε απ’ το βουνό, είναι άξεστος, αγροίκος: «πρόσεχέ τον εκεί που θα πάτε, μην κάνει καμιά χοντράδα, γιατί κατέβηκε απ’ το βουνό ο άνθρωπος και δεν ξέρει από καλούς τρόπους». Συνών. κατέβηκε απ’ τα Γκράβαρα· 
- κράτα με να σε κρατώ ν’ ανεβούμε το βουνό, για την πραγματοποίηση κάποιου κοινού σκοπού, είναι απαραίτητη η αλληλοβοήθεια·
- μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή μαθημένα τα βουνά στα χιόνια, οι δυσκολίες της ζωής δεν πτοούν έναν έμπειρο ή πολυβασανισμένο άνθρωπο, γιατί έχει πια συνηθίσει. (Λαϊκό τραγούδι: φύγε κι άσε με στη μαύρη καταφρόνια, φύγε κι άσε με στον πόνο μου ξανά, μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια,μαθημένη κι η καρδιά μου να πονά). Συνών. δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι / την πικρή τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει·
- μαύρ’ είναι η νύχτα στα βουνά! βλ. λ. νύχτα·
- μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει ή μόνο βουνό με το βουνό δε σμίγει, α. ποτέ δεν αποκλείεται δυο άνθρωποι να συναντηθούν: «τώρα σας αφήνω γεια, αλλά μια μέρα θα συναντηθούμε πάλι, γιατί μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει». β. λέγεται θαυμαστικά, όταν τύχει  να συναντηθούν δυο άνθρωποι μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. γ. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που μας αδίκησε, με την έννοια πως θα ’ρθει ο καιρός που θα αποκαταστήσει την αδικία που μας έκανε ή πως θα του ανταποδώσουμε τα ίσα. (Λαϊκό τραγούδι: θα σε βρω πού θα μου πας κι αν έχεις φύγει, το βουνό με το βουνό ποτέ δε σμίγει
- μου φαίνεται βουνό (κάτι) έχω την εντύπωση, πως μου είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσω, να πραγματοποιήσω κάτι, θεωρώ πως είναι ανυπέρβλητο, ακατόρθωτο: «δεν ξέρω γιατί έχω αυτή την εντύπωση, αλλά μου φαίνεται βουνό αυτό που μου βάζεις να κάνω || έχω τέτοια τεμπελιά τον τελευταίο καιρό, που, ό,τι μου αναθέτουν, μου φαίνεται βουνό || δεν την αναλαμβάνω αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται βουνό»·
- να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, ευχή για μακροζωία·
- να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, ευχή σε νεόνυμφους για μακροζωία·
- ο διάβολος στα ψηλά βουνά και τα έργα του στον κάμπο, βλ. λ. διάβολος·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, βλ. λ. Θεός·
- όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ, βλ. λ. Μωάμεθ· 
- παίρνω δίπλα τα βουνά, περιπλανιέμαι, ιδίως ψάχνω επίμονα να βρω κάποιον: «εγώ πήρα δίπλα τα βουνά να τον βρω, κι αυτός ήταν αραγμένος στο σπίτι του»·
- παίρνω τα βουνά, α. κυριεύομαι από απόγνωση, από απελπισία: «χάλασε τόσο πολύ η ζωή μας, που ένας ένας παίρνει τα βουνά || δεν κατάλαβες καλά που θα πάρω τα βουνά, επειδή βγήκε αυτός σκάρτος! || τον πρόδωσαν οι φίλοι του και πήρε τα βουνά ο έρμος». (Τραγούδι: τίποτα, ποτέ και πουθενά, τίποτα, θα πάρω τα βουνά). β. παραφρονώ, τρελαίνομαι, γίνομαι έξαλλος: «είχε τόσες στενοχώριες, που πήρε τα βουνά ο φουκαράς»·
- παίρνω τα βουνά και τα λαγκάδια, βλ. φρ. παίρνω δίπλα τα βουνά·
- παίρνω τα όρη τ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- πιάνω τα βουνά, βλ. φρ. παίρνω τα βουνά. (Λαϊκό τραγούδι: ματσάκια πεντοχίλιαρα θέλει να την κεράσεις, που σου ’ρχεται να τρελαθείς και τα βουνά να πιάσεις
- σαν δεις καράβι στο βουνό, μουνί είν’ η αιτία, βλ. λ. καράβι·
- στα όρη στ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, βλ. φρ. μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν στα βουνά, βλ. λ. ποτάμι·
- τα ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες, οι μεγάλες επιχειρήσεις, τα μεγαλεπήβολα σχέδια, έχουν και πολλούς κινδύνους: «μπορεί να είναι μεγάλος και τρανός στην αγορά, αλλά είναι πάντα συγκεντρωμένος στη δουλειά του, γιατί τα ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες»·
- τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται, βλ. λ. γαϊδούρι·
- το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, βλ. λ. νερό·
- τύχη βουνό, βλ. λ. τύχη.

διπλές

διπλές, οι, ουσ. [πλ. θηλ. του επιθ. διπλός], η ένδειξη δυο, που παρουσιάζουν οι ορατές επιφάνειες των ζαριών, όταν ριχτούν από τον παίχτη, ζαριά που θεωρείται κακή. (Λαϊκό τραγούδι: για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι’ άλλους οι εξάρες). Συνών. δυάρες / κουμπιά (5).

φεγγάρι

φεγγάρι, το, ουσ. [<μσν. φεγγάρι(ν) <φεγγάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. φέγγος], το φεγγάρι. 1. το σεληνόφως: «κάναμε βαρκάδα με φεγγάρι». 2. η Σελήνη: «πρώτοι οι Αμερικάνοι αστροναύτες πάτησαν στο φεγγάρι». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ανάλογα με τα φεγγάρια του, ανάλογα με την ψυχολογική του κατάσταση, ανάλογα με τη διάθεσή του: «πότε είναι χαρούμενος και πότε μουτρωμένος, ανάλογα δηλαδή με τα φεγγάρια του || συμπεριφέρεται ανάλογα με τα φεγγάρια του || δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι ανάλογα με τα φεγγάρια του»·
- γεμάτο φεγγάρι, η πανσέληνος: «τέλη του μηνός θα ’χουμε γεμάτο φεγγάρι»·
- για ένα φεγγάρι, βλ. φρ. ένα φεγγάρι·
- είναι με τα φεγγάρια του, έχει ιδιοτροπίες, παραξενιές, λόξες: «πρέπει να τον βρεις στην κατάλληλη στιγμή, για να του ζητήσεις αυτό που θέλεις, γιατί είναι με τα φεγγάρια του». Συνών. είναι με τις μέρες του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του·
- ένα φεγγάρι, στο παρελθόν και σε ακαθόριστο χρονικό διάστημα, μεγάλο ή μικρό: «απ’ ότι ξέρω, ένα φεγγάρι έμεινε σ’ αυτή τη διεύθυνση, αλλά τώρα δεν ξέρω πού μένει || ένα φεγγάρι γυρνούσε συνέχεια μεθυσμένος, αλλά τώρα συμμαζεύτηκε || ένα φεγγάρι έκανε τον ταξιτζή»·
- έχει τα φεγγάρια του, βλ. φρ. είναι με τα φεγγάρια του·
- έχω κάτι φεγγάρια να…, έχω πολύ καιρό να…: «δεν ξέρω τι κάνει ο τάδε, γιατί έχω κάτι φεγγάρια να τον δω || έχω κάτι φεγγάρια να περάσω απ’ αυτό το μπαράκι»·
- ζει στο φεγγάρι, είναι τελείως εκτός πραγματικότητας, έχει παντελή άγνοια για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «ο φίλος σου ζει στο φεγγάρι, για να μην ξέρει πως κάθε χρόνο πρέπει να υποβάλλει φορολογική δήλωση»·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
- θέλει να του κατεβάσουν το φεγγάρι, έχει υπερβολικές απαιτήσεις, ζητάει παράλογα πράγματα: «είναι εξοντωτικός διαπραγματευτής, γιατί, σε κάθε διαπραγμάτευση που κάνει θέλει να του κατεβάσουν το φεγγάρι»·
- λειψό φεγγάρι, η σελήνη που βρίσκεται στην πρώτη ή την τελευταία φάση της: «μόλις γίνει λειψό το φεγγάρι, έλα πάλι να ξανακουβεντιάσουμε την υπόθεσή σου»·
- ολόγεμο φεγγάρι ή ολόγιομο φεγγάρι, βλ. φρ. γεμάτο φεγγάρι·
- όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο γεμιτζής, βλ. συνηθέστ. όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο καπετάνιος·
- όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο καπετάνιος, όταν τα πράγματα στη ζωή ενός ανθρώπου εξελίσσονται κανονικά, τότε δεν είναι απαραίτητο να επαγρυπνεί διαρκώς. Από το ότι, όταν το φεγγάρι είναι όρθιο, επικρατεί καλός καιρός και ο καπετάνιος μπορεί να κοιμάται ήσυχος·  
- πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο γεμιτζής, βλ. συνηθέστ. πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος·
- πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος, κάθε φορά που αντιμετωπίζει κάποιος δυσκολίες, πρέπει να επαγρυπνεί διαρκώς. Από το ότι, όταν το φεγγάρι είναι πλαγιαστό, επικρατεί άσχημος καιρός, οπότε ο καπετάνιος πρέπει να επαγρυπνεί·
- πρόσωπο φεγγάρι, βλ. λ. πρόσωπο·
- το μπλε φεγγάρι, έτσι λέγεται η δεύτερη πανσέληνος μέσα στον ίδιο μήνα, κάτι που παρουσιάζεται κάθε δυόμισι χρόνια: «στα τέλη Ιουλίου του 2004 είχαμε μπλε φεγγάρι». Από αγγλική έκφραση που σημαίνει πως είναι κάτι σπάνιο. Βέβαια, το χρώμα αυτής της πανσέληνου είναι κανονικά κίτρινο·
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, βλ. λ. Γενάρης.