Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διευθυντής
διευθυντής,
ο, θηλ. διευθύντρια,
η, ουσ. [<μτγν. διευθυντής], ο διευθυντής·
- ο
διευθυντής ορχήστρας, βλ. λ. ορχήστρα.
ορχήστρα
ορχήστρα, η, ουσ. [<αρχ. ὀρχήστρα], η ορχήστρα·
- ο διευθυντής ορχήστρας, αυτός που διευθύνει με επιτυχία
ένα σύνολο: «αν δεν ήταν ο τάδε ο διευθυντής ορχήστρας, δε θα πήγαινε τόσο καλά
το εργοστάσιο || ο προπονητής μας, σαν τέλειος διευθυντής ορχήστρας, οδηγούσε
την ομάδας μας από νίκη σε νίκη».