Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διαμονή
διαμονή,
η, ουσ.
[<αρχ. διαμονή], η διαμονή·
- καλή
διαμονή! ευχή σε κάποιον που αναχωρεί για να μείνει σε κάποιον τόπο ή για
να παραθερίσει.
διαμονή,
η, ουσ.
[<αρχ. διαμονή], η διαμονή·
- καλή
διαμονή! ευχή σε κάποιον που αναχωρεί για να μείνει σε κάποιον τόπο ή για
να παραθερίσει.