Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διαμάντι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διαμάντι, το, ουσ. [<ιταλ. diamante <όψιμο λατιν. diamas <ελλ. αδάμας], το διαμάντι. 1. (για πράγματα) που έχουν τη διαύγεια, την καθαρότητα του διαμαντιού: «το νερό της πηγής ήταν διαμάντι || το κρασί που πίναμε ήταν διαμάντι». 2α. άνθρωπος πολύτιμος, αγνός, ενάρετος, ακέραιος, ντόμπρος, πολύ καθώς πρέπει: «έχει ένα παιδί που είναι σκέτο διαμάντι». (Λαϊκό τραγούδι: ένα διαμάντι είσαι εσύ στη λάσπη πεταμένο γι’ αυτό κι είσαι θαμπό. Μα εγώ αγάπη μου χρυσή που σε καταλαβαίνω τρελά θα σ’ αγαπώ).β. σε τόνο ειρωνικό ή κοροϊδευτικό σημαίνει εντελώς το αντίθετο: «ήταν μαζεμένα στο καφενείο όλα τα διαμάντια της γειτονιάς (ενν. όλα τα παλιόπαιδα, όλες οι λέρες)». 3. κοπτικό ή χαρακτικό εργαλείο με αιχμηρή διαμαντένια κατάληξη που χρησιμοποιείται συνήθως για το κόψιμο ή τη χάραξη τζαμιών: «οι διαρρήκτες μπήκαν στο διαμέρισμα κόβοντας το τζάμι με διαμάντι».