Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διαιρώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διαιρώ, ρ. [<αρχ. διαιρῶ], διαιρώ·
- διαίρει και βασίλευε, βλ. λ. βασιλεύω.

βασιλεύω

βασιλεύω, ρ. [<αρχ. βασιλεύω <βασιλεύς], βασιλεύω. 1α. κυριαρχώ, επικρατώ απόλυτα: «μέσα στη νύχτα βασίλευε νεκρική σιωπή || μετά τις τελευταίες δολοφονίες τρόμος βασιλεύει πάνω απ’ την πόλη».. β. κυριαρχώ, επικρατώ στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική ή καλλιτεχνική ζωή ενός τόπου: «όσο καιρό βασίλευε, δε μιλούσε σε κανέναν και, τώρα που ξέπεσε, έμεινε χωρίς φίλους». 2. κλείνω τα μάτια μου από εξάντληση ή νύστα: «με τα ξενύχτια που κάνει, μόλις καθίσει κάπου, βασιλεύει αμέσως». 3. κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «λίγο πριν βασιλέψει, τους έδωσε την ευχή του». (Λαϊκό τραγούδι: τάχα, τι να ζήλεψαν στα χλωρά σου μάτια που γιομάν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή; Κι ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή).·
- βασίλεψαν τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- βασίλεψε το άστρο του, βλ. λ. άστρο·
- διαίρει και βασίλευε, να προκαλείς διχόνοια, διχασμό στους άλλους, για να μπορείς να κυριαρχείς, να τους εξουσιάζεις πιο εύκολα: «το διαίρει και βασίλευε είναι μια συνταγή από αρχαιοτάτων χρόνων || ο πρώτος διδάξας του διαίρει και βασίλευε ήταν ο Δαρείος ο Α΄, δόγμα που τελειοποίησε αιώνες αργότερα ο Μακιαβέλι και εφάρμοσε στην πράξη ο Αυστριακός Κλέμενς Μέτερνιχ»·
- ζει και βασιλεύει, βλ. λ. ζω·
- στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, βλ. λ. τυφλός.