Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διαθέτω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διαθέτω, ρ. [από το διέθεσα, αόρ. του αρχ. ρ. διατίθημι], διαθέτω. 1.  ξοδεύω: «όλα του τα λεφτά τα διαθέτει στο ντύσιμο». 2. παραχωρώ: «αν θέλεις να πας στη Χαλκιδική για μπάνια, μπορώ να σου διαθέσω το σπίτι μου για μια βδομάδα». 3. (για εμπορεύματα) έχω και πουλώ: «το κατάστημα διαθέτει όλα τα καλά»·
- τα διαθέτει (ενν. τα λεφτά), είναι πλούσιος: «απ’ τη στιγμή που τα διαθέτει, μπορεί ν’ αγοράζει ό,τι θέλει»·
- τα διαθέτει; (ενν. τα λεφτά), τα έχει; ή, αν τα έχει, τα ξοδεύει(;): «λες ότι θα μας δώσει τα λεφτά που του ζητάμε αλλά ρωτάς αν τα διαθέτει; || λες ότι έχει λεφτά, αλλά τα διαθέτει ή τα βάζει στην τράπεζα;».