Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διαδρομή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διαδρομή, η, ουσ. [<αρχ. διαδρομή <διατρέχω], η διαδρομή·
- ειδική διαδρομή, (για αγωνιστικά αυτοκίνητα) διαδρομή με ιδιαίτερες δυσκολίες, ιδίως σε χωματόδρομο: «η ειδική διαδρομή του Λιτόχωρου είναι απ’ τις πιο δύσκολες»·
- με τρώνε οι διαδρομές, αφιερώνω υποχρεωτικά πολύ χρόνο για τη μετάβασή μου από ένα σημείο σε ένα άλλο ή για διάφορους λόγους βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση μέσα στην πόλη: «πρέπει να βρω ένα σπίτι πιο κοντά στη δουλειά μου, γιατί με τρώνε οι διαδρομές || έχω αναλάβει τις εξωτερικές δουλειές του γραφείου μας κι όλη τη μέρα με τρώνε οι διαδρομές».