Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διαγωγή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διαγωγή, η, ουσ. [<αρχ. διαγωγή <διάγω], η διαγωγή· (για μαθητές, στρατιώτες ή φυλακισμένους) η συμπεριφορά του μαθητή, του στρατιώτη, του φυλακισμένου, στο σχολείο, στο στρατό, στη φυλακή, ο τρόπος ζωής τους στο σχολείο, στο στρατό, στη φυλακή: «ο μαθητής αποφοίτησε με διαγωγή κοσμιοτάτη || λόγω κακής διαγωγής ο γιος του υπηρέτησε πέντε μήνες περισσότερο από τους άλλους της σειρά του || με τέτοια διαγωγή, δε βλέπω πώς θα μπορέσεις να πάρεις χάρη»·
- δείχνω διαγωγή, συμπεριφέρομαι σωστά, ορθά: «όταν είναι μπροστά τα πεθερικά του, πάντα δείχνει διαγωγή || επειδή έδειξε διαγωγή, του χάρισαν τα δυο τελευταία χρόνια της ποινής του». (Λαϊκό τραγούδι: δε σε ρωτώ ποια ήσουνα, μα σε ρωτώ ποια θα ’σαι, δείξε λοιπόν διαγωγή και αν σωστά βαδίσεις, μαζί μου πια θα ζήσεις
- διαγωγή κοσμία, λέγεται για την ανικανότητα που έχει κάποιος να προσαρμοστεί σε μια νέα κατάσταση ή δραστηριότητα ή να αφομοιώσει μια καινούργια γνώση, η πολύ χαμηλή επίδοση σε κάποιο τομέα: «καλός είσαι στ’ άλλα, ρε παιδάκι μου, αλλά να, με τις γυναίκες, διαγωγή κοσμία!». Λανθασμένη η αντίληψη, αφού το επίθετο κόσμιος χαρακτηρίζει άτομο με συμπεριφορά ή εμφάνιση άψογη.