Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διάσταση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διάσταση, η, ουσ. [<αρχ. διάστασις], η διάσταση·
- βρίσκονται σε διάσταση (εν διαστάσει), (για ανδρόγυνα) δεν ζουν πια μαζί, αλλά δεν έχουν πάρει διαζύγιο ή, πιο σπάνια, αν ζουν μαζί, ζουν συμβατικά: «είναι καιρός που βρίσκονται σε διάσταση κι ο καθένας κάνει τη ζωή του || μένουν στο ίδιο σπίτι, αλλά, επειδή βρίσκονται σε διάσταση, κοιμούνται χωριστά»·
- είναι σε διάσταση (εν διαστάσει), (για ανδρόγυνα) βλ. φρ. βρίσκονται σε διάσταση.