Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διάλυση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διάλυση, η, ουσ. [<αρχ. διάλυσις <διαλύω], η διάλυση· η εκποίηση καταναλωτικών αγαθών και, κατ’ επέκταση, το ίδιο το μαγαζί που εκποιεί τα προς πώληση είδη: «έκανα βόλτα στα μαγαζιά, μπήκα σε μια διάλυση και κοίτα τι ευκαιρίες αγόρασα!»·
- βαράω διάλυση, α. βρίσκομαι στα πρόθυρα της σωματικής ή ψυχικής κατάρρευσης από υπερβολική κούραση ή στενοχώρια: «αν δεν καθίσω να ξεκουραστώ λίγο, θα βαρέσω διάλυση || βάρεσε διάλυση απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του». β. πέφτω έξω οικονομικά, χρεοκοπώ: «όσα λεφτά έβγαζε απ’ τη δουλειά του, τα ’τρωγε στα μπουζούκια, ώσπου βάρεσε διάλυση». γ. διαλύω φιλικό, ιδίως ερωτικό δεσμό, διαλύω το γάμο μου, χωρίζω: «απ’ τη στιγμή που αντιληφθήκαμε πως δε συμφωνούσαμε, βαρέσαμε διάλυση || κάθε μέρα είχαν γκρίνιες και μαλώματα, γι’ αυτό βάρεσαν διάλυση». δ. (στη γλώσσα του στρατού) σημαίνω το πέρας συγκέντρωσης, ιδίως σε ανοιχτό χώρο: «μετά την πρωινή αναφορά, η σάλπιγγα βάρεσε διάλυση». ε. (γενικά) λέγεται για κάθε οργανωμένο σύνολο που βρίσκεται σε στάδιο αποδιοργάνωσης: «το κράτος βάρεσε διάλυση || η ομάδα βάρεσε διάλυση»·
- χτυπάω διάλυση, βλ. φρ. βαράω διάλυση.