Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διάδοχος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διάδοχος, ο, ουσ. [<αρχ. διάδοχος <διαδέχομαι], ο διάδοχος· ο μοναδικός γιος ή ο πρώτος γιος κάποιου  «κατέβηκε με το διάδοχό του στην αγορά, για να του αγοράσει ένα κομπιούτερ»·
- να σου ζήσει ο διάδοχος! ή να χαίρεσαι το διάδοχο! ευχή σε παντρεμένο άντρα, που απόκτησε τον πρώτο του γιο.