Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διάβασμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διάβασμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. διαβάζω + κατάλ. -μα], το διάβασμα. 1. η βοήθεια που προσφέρεται σε μαθητή από κάποιον στα σχολικά του μαθήματα: «παρόλο το διάβασμα που του κάνω, τα κατάφερε να μείνει πάλι στην ίδια τάξη». 2. το δασκάλεμα, η καθοδήγηση: «με τόσο διάβασμα που του ’καναν, ήταν αδύνατο να τα μπερδέψει στην κατάθεσή του». 3. (για ιερείς) η ευχή που διαβάζει ο παπάς σε κάποιον για να έχει τη βοήθεια του Θεού, ή σε ετοιμοθάνατο ή σε νεκρό: «δεν πας να σου κάνουν κανένα διάβασμα, μπας και ξανάρθει το μυαλό σου στη θέση του! || μόλις τελείωσε ο παπάς το διάβασμα στο νεκρό, τον κατέβασαν στον τάφο του »·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, βλ. φρ. πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα·
- πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «σε δυο βδομάδες έχω εξετάσεις, γι’ αυτό έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- στρώνομαι στο διάβασμα, βλ. φρ. πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα.