Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δημοσιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δημοσιά, η, ουσ. [<μσν. δημοσία, ἡ <αρχ. επίθ. δημοσία (ενν. ὁδός)], φαρδύς δρόμος, ιδίως αυτοκινητόδρομος που διασχίζει την ύπαιθρο έξω από κατοικημένες περιοχές: «αυτός ο χωματόδρομος σε βγάζει ίσια στη δημοσιά».