Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δηλονότι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δηλονότι, [ <αρχ. δῆλον + ὅτι ], λέξη της καθαρεύουσας, που χρησιμοποιούν και διάφοροι λαϊκοί τύποι θέλοντας να επεξηγήσουν κάποια  ενέργειά τους: «παίδες, εγώ σπάω, δηλονότι πέρασε η ώρα και δε γουστάρω μανούρα απ’ τη γριά μου».