Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δηλητήριο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δηλητήριο, το, ουσ. [<αρχ. δηλητήριον], το δηλητήριο. 1. οτιδήποτε έχει πικρή γεύση: «μου ’φερε έναν καφέ δηλητήριο || δεν ήξερα τι καρπός ήταν κι όταν τον δάγκασα, ήταν δηλητήριο». (Λαϊκό τραγούδι: δηλητήριο στο στόμα είν’ η κάθε μας μπουκιά, μέχρι που να ’ρθεις παιδί μου απ’ τη μαύρη ξενιτιά). 2. οτιδήποτε προκαλεί μεγάλη θλίψη, στενοχώρια, μίσος, κακία, φόβο ή ψυχική φθορά, ή έχει γενικά βλαπτική επίδραση σε κάποιον: «το δηλητήριο της ζήλιας ήταν η αιτία που είχε κάνει μαρτύριο τη ζωή της γυναίκας του || το δηλητήριο του μίσους σ’ αυτόν τον άνθρωπο κυκλοφορούσε στις φλέβες του || δεν τον άφηνε στιγμή ήσυχο το δηλητήριο της κακίας και προσπαθούσε αδιάκοπα να βρει τρόπο να του κάνει κακό || το δηλητήριο της διχόνοιας υπήρξε πολλές φορές η αιτία μεγάλων εθνικών καταστροφών». (Ακολουθούν 16 φρ.)· 
- γυναίκα δηλητήριο, βλ. λ. γυναίκα·
- έριξε το δηλητήριό του, βλ. φρ. έσταξε το δηλητήριό του·
- έσταξε το δηλητήριό του, μίλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσει λύπη, να πικράνει ή να βλάψει ηθικά κάποιον, μίλησε με μεγάλη κακεντρέχεια, με πολύ μίσος και κακία εναντίον κάποιου: «την κατάλληλη στιγμή έσταξε το δηλητήριό του και με πίκρανε αφάνταστα»·
- έχυσε το δηλητήριό του, βλ. φρ. έσταξε το δηλητήριό του·
- η γλώσσα του είναι δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του χύνει δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- πικρό(ς) σαν δηλητήριο, α. οτιδήποτε έχει πολύ πικρή γεύση: «ο καφές ήταν πικρός σαν δηλητήριο». β. οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη ψυχική πίκρα: «τα λόγια σου ήταν πικρά σαν δηλητήριο και με πίκραναν πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα, όπου γης είναι πατρίδα
- ποτίζω δηλητήριο ή ποτίζω με δηλητήριο (κάποιον), στενοχωρώ αφάνταστα κάποιον: «τον πότισες δηλητήριο τον πατέρα σου με την αποτυχία σου να μπεις στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: η εμπιστοσύνη χάθηκε σ’ αγάπη και φιλία· δηλητήριο κι οι δυο τους με ποτίσανε, την καρδούλα μου στα δύο την ξεσκίσανε
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του χύνει  δηλητήριο, βλ. λ. στόμα.

γλώσσα

γλώσσα, η, ουσ. [<αρχ. γλῶσσα], η γλώσσα. 1. η αυθάδεια, η αθυροστομία, η φλυαρία: «για δες γλώσσα ο πιτσιρικάς, χωρίς καμιά ντροπή!». 2. η γνώση μιας ξένης γλώσσας: «θέλεις να πας στη Γαλλία αλλά δε μου είπες· σκαμπάζεις τίποτα από γλώσσα;». (Εβραίικο τραγούδι: τέσσερις γλώσσες μιλώ, τους πουλάω παραμύθια χίλια δυο και τους γίνομαι τσιμπούρι να τους πάρω το μασούρι). 3. οποιοδήποτε μέσο βοηθάει στη συνεννόηση: «η γλώσσα του κορμιού || η γλώσσα των κωφαλάλων αποτελείται από διάφορες εκφραστικές χειρονομίες, που γίνονται με τα δάχτυλα, με τα χέρια». 4. ειδικό κομμάτι δέρματος που ξεκινάει από το εσωτερικό του παπουτσιού και καλύπτει το κουντεπιέ του ποδιού. 5. είδος ψαριού: «για να νιώσεις τη μεγάλη νοστιμιά της γλώσσας πρέπει να τη φας τηγανητή». Υποκορ. γλωσσίτσα κ. γλωσσούλα, η (βλ. λ.) και γλωσσάκι, το. (Ακολουθούν 150 φρ.)·
- αγοραία γλώσσα, η χυδαία, η πρόστυχη γλώσσα, που χρησιμοποιείται με ευκολία από τους λαϊκούς ανθρώπους, από τους ανθρώπους της πιάτσας: «από μικρός μεγάλωσε στους δρόμους και χρησιμοποιεί τόσο αγοραία γλώσσα, που σε κάνει να κοκκινίζεις όταν τον ακούς να μιλάει»·
- ακονίζω τη γλώσσα μου, προετοιμάζομαι να μιλήσω για πολλή ώρα, ιδίως σε έντονο, σε οξύτατο τόνο: «μέχρι να ’ρθει η σειρά ν’ ανεβώ στο βήμα, ακόνιζα τη γλώσσα μου, γιατί έπρεπε να τους τα πω μια και καλή»·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. φρ. αμάν αυτό το στόμα σου! λ. στόμα·
- αμολάω τη γλώσσα μου, α. λέω απροκάλυπτα αυτά που ξέρω, ιδίως όχι αρεστά για κάποιον: «κοίτα μην αμολήσω τη γλώσσα μου, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας!». β. ομολογώ, προδίδω: «τη στιγμή που είχαμε πιστέψει πως τη γλιτώσαμε, αμόλησε τη γλώσσα του ο τάδε και μας έκαψε»·
- από γλώσσα, παπούτσι, χαρακτηρίζει άτομο που μιλάει σκληρά, επιθετικά, υβριστικά: «είναι καλό παιδί, αλλά από γλώσσα, παπούτσι». Από παρομοίωση της γλώσσας με τη σόλα του παπουτσιού·
- από γλώσσα τι κάνεις; ή από γλώσσα πώς πας; ή από γλώσσα πώς τα πας; μιλάς κάποια ξένη γλώσσα ή τη γλώσσα για την οποία γίνεται λόγος(;): «λέω να σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία, αλλά δε μου είπες, από γλώσσα πώς πας;»·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βαστώ τη γλώσσα μου, δε μιλώ, δεν προδίδω κάποιο μυστικό ή κάτι που ξέρω και που ενοχοποιεί κάποιον: «παρ’ όλα τα λεφτά που του ’δωσε ο τάδε, για να του πει τι είχαμε κουβεντιάσει, βάσταξε τη γλώσσα του και δεν του είπε τίποτα || παρόλο το ξύλο που του ’δωσαν στην Ασφάλεια, βάσταξε τη γλώσσα του και δε μας αποκάλυψε»·
- βγάζω γλώσσα, αυθαδιάζω, αντιμιλώ: «μη βγάζεις γλώσσα σε μένα, γιατί έχεις τα μισά μου χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να κάνεις πια σε μένα την καμπόσα, κάθισε φρόνιμα και μη μου βγάζεις γλώσσα
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. βγάζω γλώσσα μια πιθαμή·
- βγάζω γλώσσα μια πιθαμή, αντιμιλώ, αυθαδιάζω πάρα πολύ: «πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί με το παραμικρό βγάζει γλώσσα μια πιθαμή»·
- βρήκαμε κοινή γλώσσα, υπήρξε αλληλοκατανόηση μεταξύ μας, συμπέσανε οι γνώμες μας, οι απόψεις μας, συνεννοηθήκαμε: «η συζήτηση με τον τάδε υπήρξε ευχάριστη κι εποικοδομητική, γιατί βρήκαμε κοινή γλώσσα»·
- γάνιασε η γλώσσα μου, κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα μιλώντας ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «γάνιασε η γλώσσα μου να σε συμβουλεύω, όμως μυαλό δεν μπόρεσα να σου βάλω». Από το ότι, όταν κάποιος μιλάει πολύ, η γλώσσα του πιάνει ένα λευκό επίχρισμα, που παρομοιάζεται με τη γανάδα·
- για μάζεψε τη γλώσσα σου! απειλητική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προκλητικά ή υβριστικά εναντίον μας ή εναντίον προσώπου που μας ενδιαφέρει, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τη γλώσσα σου, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές!». Το για τονισμένο·
- για συμμάζεψε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. για μάζεψε τη γλώσσα σου! Το για τονισμένο·  
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «η μικρή του η κόρη σε παίρνει το κεφάλι με την πολυλογία της, ενώ η μεγάλη γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στον ισχυρισμό κάποιου πως ο τάδε είναι ολιγόλογος: «ποιος δε μιλάει ο τάδε; Τι να σου πω, γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει!»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, οι αυθάδεις και οι πολυλογάδες, που έχουν την εντύπωση πως λένε σπουδαία πράγματα, είναι συνήθως άμυαλοι: «τι να πεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που στιγμή δεν κλείνει το στόμα του! Γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι»·  
- γλώσσα που την έχει! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- γλώσσα του πεζοδρομίου, βλ. φρ. αγοραία γλώσσα· 
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. φρ. γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι·
- δαγκάνω τη γλώσσα μου, προσπαθώ να συγκρατηθώ για να μη μιλήσω, γιατί θα πω πράγματα κακά ή δυσάρεστα για κάποιον: «όση ώρα αυτός παίνευε τον εαυτό του, ο φίλος του, που τον ξέρει σαν κάλπικη δεκάρα, δάγκανε τη γλώσσα του για να μην τον ξεμπροστιάσει»·
- δάγκασε τη γλώσσα σου! αποτρεπτική έκφραση για να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε κάποιος να συμβεί σε βάρος μας: «έτσι όπως τρέχεις με τ’ αυτοκίνητο, θα σκοτωθούμε. -Δάγκασε τη γλώσσα σου!»·
- δάγκασε τη γλώσσα του, ένιωσε πολύ άσχημα, γιατί, χωρίς να το θέλει, είπε κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, ή αποκάλυψε κάτι που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί: «μόλις κατάλαβε πως αυτόν που κατηγορούσε ήταν δίπλα του, δάγκασε τη γλώσσα του || μόλις του ξέφυγε πάνω στην κουβέντα το μυστικό που του είχε εμπιστευθεί ο τάδε, δάγκασε τη γλώσσα του». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον, όταν δαγκάνει τη γλώσσα του·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. φρ. δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, μιλάει ακατάσχετα, χωρίς να αφήνει κάποιον άλλον να μιλήσει: «όταν αρχίζει και μιλάει, δε λέει να βάλει τη γλώσσα στο στόμα του»·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·  
- δε βαστώ τη γλώσσα μου, α. μιλώ άπρεπα, απερίσκεπτα: «όταν νευριάζω, δε βαστώ τη γλώσσα μου». β. μιλώ άκαιρα: «να ’σαι δίπλα μου να με προσέχεις, όταν μιλώ, γιατί ξεχνιέμαι κάθε τόσο και δε βαστώ τη γλώσσα μου». γ. δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό: «μη μου εμπιστευτείς τίποτα, γιατί δε βαστώ τη γλώσσα μου και μπορεί να το ξεφουρνίσω»·
- δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα! έκφραση μεταμέλειας για κάτι που είπαμε: «πέταξες τη βλακεία σου κι έβαλες τους ανθρώπους να μαλώσουν. -Δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα!»·
- δε σταματά η γλώσσα του, μιλάει ακατάσχετα: «όταν αρχίζει να μιλάει, δεν προλαβαίνει να πει τίποτα κανένας άλλος, γιατί δε σταματά η γλώσσα του»·
- δέθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. μου δέθηκε η γλώσσα·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. φρ. δεν κατάπινα τη γλώσσα μου(!)·
- δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! α. έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πόσο πολύ μετανιώσαμε, που μελετούσαμε κάτι κακό για κάποιον, γιατί τελικά το έπαθε: «εγώ του το ’λεγα πως θα σκοτωθεί, έτσι όπως τρέχει με τ’ αυτοκίνητό του, αλλά δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! Πάει ο άνθρωπος!». β. μετάνιωσα που μίλησα, που πήρα μέρος σε κάποια συζήτηση: «δεν κατάπινα τη γλώσσα μου, που μίλησα και στενοχώρησα τον άνθρωπο!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλύτερα·
- δεν κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. δε βαστώ τη γλώσσα μου·
- δεν πάει η γλώσσα μου να…, δυσκολεύομαι, διστάζω να πω, να εκφράσω κάτι, ιδίως κάτι που είναι κακό συνήθως εναντίον κάποιου ή κάποιων: «δεν πάει η γλώσσα μου να κατηγορήσω τον τάδε, γιατί είναι φίλος μου || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω εναντίον του κόμματός μου, γιατί μέσα σ’ αυτό ανδρώθηκα || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω κατά των πολιτικών μου συντρόφων»·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- έβγαλε μια γλώσσα να! αντιμίλησε προκλητικά, αυθαδίασε πάρα πολύ: «εγώ του ’πα να προσέχει για το καλό του, κι αυτός έβγαλε μια γλώσσα να!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πιο πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού, ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- είναι άσχημη γλώσσα, βλ. φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- είναι κακιά γλώσσα, βλ. φρ. έχει κακιά γλώσσα·
- είναι καλή γλώσσα, βλ. φρ. έχει καλή γλώσσα·
- είναι κοφτερή γλώσσα, βλ. φρ. έχει κοφτερή γλώσσα·
- είναι μια γλώσσα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- έχει άσχημη γλώσσα, α. αντιμιλά προκλητικά, είναι αυθάδης: «μην του πας κόντρα, γιατί έχει άσχημη γλώσσα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «όταν αρχίζει να βρίζει, σε κάνει να κοκκινίζεις, γιατί έχει άσχημη γλώσσα»·
- έχει γανωμένη γλώσσα, μπορεί να πιει κάποιο ρόφημα, όσο ζεστό και αν είναι αυτό: «μόλις του σερβίρουν τον καφέ, τον πίνει μονορούφι, λες κι έχει γανωμένη γλώσσα»·
- έχει γλυκιά γλώσσα, είναι γλυκομίλητος: «είναι πολύ ευγενικό παιδί κι έχει γλυκιά γλώσσα». (Λαϊκό τραγούδι: ααα αχ, αφράτη μου κοκόνα, μέσα πω πω, απ’ τη Δραπετσώνα. Με πέθανε αυτή η γλυκιά σου γλώσσα, τα σκέρτσα σου τα τόσα 
- έχει κακιά γλώσσα, α. είναι κακεντρεχής, φθονερός: «αν θέλεις να μάθεις κάτι για κάποιον, μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί έχει κακιά γλώσσα και θα σου πει τα χειρότερα πράγματα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόστομος: «μην του εναντιώνεσαι, γιατί έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, αν αρχίσει, θα κοκκινίσεις ολόκληρος». γ. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ό,τι κακομελετάει, συμβαίνει, ιδίως στους άλλους: «έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, όταν αρχίσει να σε κακομελετάει, είναι αδύνατο να μη σου τύχει κάποιο κακό»· βλ. και φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- έχει καλή γλώσσα, α. είναι ευγενικός και γλυκομίλητος: «μ’ αρέσει ν’ ακούω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει καλή γλώσσα». β. είναι καλός αγορητής: «ο Ανδρέας Παπανδρέου, είχε πολύ καλή γλώσσα»· βλ. και φρ. έχει στρωτή γλώσσα·
- έχει κοφτερή γλώσσα, λέει πάντα θαρρετά τη γνώμη του, την άποψή του, όσο και αν δε συμφέρει ή όσο και αν στενοχωρεί ή πληγώνει κάποιον: «όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, πηγαίνουμε στον τάδε να μας λύσει τη διαφορά, γιατί έχει κοφτερή γλώσσα και λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη»·
- έχει μακριά γλώσσα, αντιμιλάει προκλητικά, αυθαδιάζει πολύ: «είναι όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά έχει μακριά γλώσσα και χάνει απ’ την ομορφιά της»·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. φρ. έχει μακριά γλώσσα·  
- έχει μια γλώσσα! α. αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης: «μην του κάνεις καμιά παρατήρηση, γιατί έχει μια γλώσσα, Θεός να σε φυλάει!». β. είναι πολύ αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «προς Θεού, μην ανοίξει το στόμα του, γιατί έχει μια γλώσσα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το μα τι γλώσσα! ή με το Θεός να σε φυλάει(!)·
- έχει μια γλώσσα να! αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης. Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έχει μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει στρωτή γλώσσα, α. (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι καλογραμμένο: «είναι ενδιαφέρον βιβλίο κι έχει στρωτή γλώσσα». β. (για συγγραφείς) γράφει καλά, κατανοητά: «διαβάζω ευχάριστα τον τάδε συγγραφέα, γιατί έχει στρωτή γλώσσα»·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσα·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, με την ευγένεια μπορούμε να κατορθώσουμε και τα πιο δύσκολα πράγματα, με την ευγένεια ανοίγουν όλες οι πόρτες: «δεν πρέπει να ’σαι αυταρχικός κι απότομος με τους συνανθρώπους σου, αλλά απλός και γλυκομίλητος αν θέλεις να πετύχεις γιατί, αν θες να ξέρεις, η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα». Συνών. ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα·
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, τα λόγια που λέει κάποιος μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα, να προξενήσουν πολύ μεγάλο κακό, πολύ μεγάλη πίκρα σε κάποιον: «να ’σαι προσεκτικός, όταν μιλάς στους συνανθρώπους σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». (Λαϊκό τραγούδι: στους κάμπους ο Αντύπας τρέχει βάζει φωτιές, καρδιές φλογίζει. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, η γλώσσα κόκαλα τσακίζει)· βλ. και φρ. ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται·
- η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια, μερικές φορές καθώς μιλάει κάποιος, στη ροή του λόγου του ξεχνιέται και λέει την αλήθεια που δεν έπρεπε να ειπωθεί: «έπιασαν τον ψευδομάρτυρα στην κουβέντα κι έτσι όπως τον ρωτούσαν συνεχώς του ξέφυγε κι είπε την αλήθεια, γιατί μερικές φορές η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια»·  
- η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, κουράστηκα υπερβολικά, είτε για να φέρω σε πέρας κάποια χειρονακτική εργασία είτε από έντονο τρέξιμο: «η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, μέχρι να τελειώσω το φράχτη της αυλής || η γλώσσα μου έγινε γραβάτα τρέχοντας τόση ώρα κάτω απ’ τον ήλιο». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κουραστεί υπερβολικά, ιδίως τρέχοντας, η γλώσσα του κρέμεται έξω από το στόμα του, πράγμα που παρομοιάζεται με γραβάτα, που πέφτει πάνω στο στήθος του άντρα·
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι·
- η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, έγινε σκληρή, τραχιά στην αφή της, ιδίως από υπερβολικό κάπνισμα ή υπερβολική οινοποσία: «όλο το βράδυ πίναμε και καπνίζαμε κι η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι». Από παρομοίωση με την τραχιά σόλα του παπουτσιού, ιδίως του τσαρουχιού·
- η γλώσσα μου έγινε φιόγκος, βλ. φρ. η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος·
- η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή φόβο: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μόλις μου μίλησε, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος || μου είχαν πει ψέματα πως είχε πεθάνει ο τάδε και, μόλις τον είδα ξαφνικά μπροστά μου, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος»·
- η γλώσσα της κόβει και ράβει, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ φλύαρη, ζαλίζει τους πάντες με τη φλυαρία της: «αν αρχίσει να μιλάει, σου ’ρχεται ζαλάδα, γιατί η γλώσσα της κόβει και ράβει». Η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες, είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο,, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της μαγκιάς, βλ. λ. μαγκιά·
- η γλώσσα της πάει ροδάνι, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, όχι μόνο είναι φλύαρη αλλά μιλάει και πολύ γρήγορα: «δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί η γλώσσα της πάει ροδάνι». Από τον τροχό της κλωστικής μηχανής, που περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα και η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της πιάτσας, βλ. λ. πιάτσα·
- η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, ο άνθρωπος πολλές φορές εξυψώνεται στα μάτια των άλλων με τον τρόπο που μιλάει: «να μιλάς πάντα γλυκά κι ευγενικά στους άλλους, γιατί η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο»·
- η γλώσσα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του θέλει κόντεμα, πρέπει κάποιος να τον χαλιναγωγήσει, γιατί μιλάει άπρεπα, προκλητικά ή επιθετικά: «ο φίλος σου είναι πολύ αθυρόστομος, γι’ αυτό η γλώσσα του θέλει κόντεμα»·
- η γλώσσα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος ή, όταν αναφέρεται σε κάποιον, μιλάει με τα καλύτερα λόγια: «χαίρεσαι ν’ ακούς αυτόν τον άνθρωπο να μιλάει, γιατί η γλώσσα του στάζει μέλι || κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, η γλώσσα του στάζει μέλι»·
- η γλώσσα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, μιλάει με πολλή κακία, με πολλή κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «είναι τόσο κακός άνθρωπος, που για όλους η γλώσσα του στάζει φαρμάκι»·
- η γλώσσα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του σπάει κόκαλα, είναι αμείλικτος, όσον αφορά τη γνώμη του, τα λεγόμενά του: «δε χαρίζεται σε κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που η γλώσσα του σπάει κόκαλα»·
- η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. φρ. η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, λέγεται σε κείνον που, όταν μιλάει από παραδρομή ή από απροσεξία, του ξεφεύγει αυτό που θέλει να αποκρύψει και που για μας είναι αυτό ακριβώς που αντιπροσωπεύει την αλήθεια·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου κόψω τη γλώσσα, απειλητική παρατήρηση σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά για μένα ή για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «αν ξαναπείς για μένα τέτοιες αηδίες, θα σου κόψω τη γλώσσα»·
- θα σου ψαλιδίσω τη γλώσσα, ηπιότερη έκφραση από την αμέσως παραπάνω·
- θέλει στρώσιμο η γλώσσα ή θέλει στρώσιμο η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. θέλει χτένισμα η γλώσσα·
- θέλει χτένισμα η γλώσσα ή θέλει χτένισμα η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία, προκειμένου να του δοθεί, από γλωσσική άποψη, τελειότερη ή η τελειωτική μορφή του: «τελείωσα ένα διήγημα, αλλά δεν το ’στειλα ακόμη σε κανένα περιοδικό, γιατί θέλει χτένισμα η γλώσσα του»·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κατάπια τη γλώσσα μου, α. δεν μπόρεσα, δεν τόλμησα να εκφράσω τη γνώμη μου ή την αντίθεσή μου: «μόλις μου ’βαλε ο διευθυντής μου τις φωνές, κατάπια τη γλώσσα μου και δεν είπα τίποτα». β. αποστομώθηκα: «όταν ο άλλος απέδειξε με ντοκουμέντα πως έλεγα ψέματα, κατάπια τη γλώσσα μου». γ. δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, ιδίως από έκπληξη ή φόβο: «είχε μια γκομενάρα δίπλα του, που, όταν μου τη σύστησε, κατάπια τη γλώσσα μου || μόλις αγρίεψε ο άλλος και τράβηξε μαχαίρι, κατάπια τη γλώσσα μου»·
- κόλλησε η γλώσσα μου, στέγνωσε το στόμα μου από υπερβολική δίψα ή συνεχή ομιλία και έχω φτάσει σε σημείο να μην μπορώ να μιλήσω άλλο ή μιλώ με μεγάλη δυσκολία: «κόλλησε η γλώσσα μου απ’ τη δίψα || μιλούσα μια ώρα συνεχώς και στο τέλος κόλλησε η γλώσσα μου και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη»·
- κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. βαστώ τη γλώσσα μου·
- κρέμασε η γλώσσα μου, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «οι άλλοι ήταν πολύ μπροστά και κρέμασε η γλώσσα μου μέχρι να τους φτάσω». Από την εικόνα του σκύλου που, ύστερα από εξαντλητικό τρέξιμο, αφήνει τη γλώσσα του να κρέμεται έξω από το στόμα του·
- λέει η γλώσσα της πολλά ή λέει πολλά η γλώσσα της, μιλάει πολύ και, κατ’ επέκταση, είναι κουτσομπόλα: «δεν αφήνει άνθρωπο να σταυρώσει λέξη, γιατί λέει η γλώσσα της πολλά || μην αντιληφθεί η τάδε καμιά αταξία σου, γιατί λέει πολλά η γλώσσα της και θα το μάθουν κι οι πέτρες». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα η γλώσσα σου λέει πολλά,σαν τη γαλιάντρα που κελαηδά. Θα σου φύγω βρε γαλιάντρα και θα μείνεις δίχως άντρα
- λύθηκε η γλώσσα μου ή μου λύθηκε η γλώσσα, α. ύστερα από ένα διάστημα δισταγμού, άρχισα να μιλώ με ευκολία: «μόλις πέρασε λίγη ώρα και μπήκα στο πνεύμα της κουβέντας, λύθηκε η γλώσσα μου». β. ύστερα από ένα διάστημα φόβου, άρχισα να μιλώ με θάρρος: «μόλις είδα τους φίλους μου να ’ρχονται, μου λύθηκε η γλώσσα και του τα ’πα χύμα και τσουβαλάτα». γ. ύστερα από ένα διάστημα σιωπής, άρχισα να μιλώ ασταμάτητα: «μόλις λύθηκε η γλώσσα μου, δεν προλάβαινε κανείς να πάρει σειρά για να μιλήσει»·
- μάζεψε τη γλώσσα σου, απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά σε μας ή και σε πρόσωπο που μας ενδιαφέρει: «αρκετά έκανα υπομονή ν’ ακούω τις βλακείες σου, γι’ αυτό μάζεψε τη γλώσσα σου να μην πλακωθούμε στις μπουνιές». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για τονισμένο·
- μάλλιασε η γλώσσα μου, μιλούσα ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον, αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα: «μάλλιασε η γλώσσα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός το δικό του»·
- με τρώει η γλώσσα μου, είμαι έτοιμος να πω κάτι που δεν πρέπει να ειπωθεί, είμαι έτοιμος να αποκαλύψω κάποιο μυστικό: «από ώρα με τρώει η γλώσσα μου να πω αυτό που κανένας δεν τολμάει να πει || ώρα τώρα με τρώει η γλώσσα μου ν’ αποκαλύψω τι απατεώνας είναι»·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «φέρ’ τε μου κάποιον άλλον να διαπραγματευτώ μαζί του, γιατί μ’ αυτόν μιλάμε άλλη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλες φορές ακολουθεί το μου φαίνεται·
- μιλάμε την ίδια γλώσσα, συμφωνούμε, συνεννοούμαστε: «με τον τάδε δεν έχω ποτέ πρόβλημα, γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα»·
- μιλώ με απλή γλώσσα ή μιλώ σε απλή γλώσσα, μιλώ απλά, κατανοητά: «θέλω να καταλαβαίνεις αμέσως τι σου λέω, γιατί μιλώ με απλή γλώσσα»·
- μιλώ με τη γλώσσα της λογικής, μιλώ λογικά: «όταν μιλά κανείς με τη γλώσσα της λογικής, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας, μιλώ με ειλικρίνεια: «δε θέλω να πάρω το μέρος κανενός, γι’ αυτό θα μιλήσω τη γλώσσα της αλήθειας»·
- μου βγήκε η γλώσσα, κουράστηκα, λαχάνιασα, ιδίως από τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα, μέχρι να σε φτάσω»·
- μου βγήκε η γλώσσα απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα ανάποδα, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή· βλ. και φρ. κρέμασε η γλώσσα μου·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, μέχρι να προφτάσω το λεωφορείο στη στάση». Από την εικόνα του σκύλου, που όταν τρέχει πολύ, βγαίνει από την κούραση η γλώσσα του έξω από το στόμα του·
- μου δέθηκε η γλώσσα, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή από φόβο: «μόλις μου σύστησε τη γυναικάρα που συνόδευε, μου δέθηκε η γλώσσα και δεν μπορούσα να πω τίποτα || την ώρα που πήγα να μιλήσω, με κοίταξε ο άλλος τόσο άγρια, που μου δέθηκε η γλώσσα»·
- μου δένουν τη γλώσσα, με υποχρεώνουν, με εξαναγκάζουν να μη μιλήσω: «μ’ εκβίαζαν πως θα ’βγαζαν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, κι έτσι μου ’δεσαν τη γλώσσα και δεν μπορούσα να πω πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα»·
- μπερδεύεται η γλώσσα μου, δυσκολεύομαι να αρθρώσω τις λέξεις: «δεν μπορώ να πω γρήγορα κανέναν γλωσσοδέτη, γιατί μπερδεύεται η γλώσσα μου»· βλ. και φρ. μπερδεύω τη γλώσσα μου·
- μπερδεύω τη γλώσσα μου, συγχέω τα λόγια μου από ταραχή ή από πρόθεση να αποκρύψω κάτι: «όταν άρχισε να μπερδεύει τη γλώσσα του, κατάλαβα πως κάποιον λάκκο έχει η φάβα». Χάριν αστεϊσμού, η φρ. αυτή εκφέρεται και γλωσσεύω την μπέρδα μου·
- να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας, (συμβουλευτικά) να σκέφτεσαι πολύ, πριν μιλήσεις: «πρέπει να λες μετρημένες κουβέντες εκεί που θα πας και να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας σου»· βλ. και φρ. πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό·
- να μου κοπεί η γλώσσα, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα αποκαλύψει αυτό που θέλει να του εμπιστευτεί ή αυτό που του εμπιστεύτηκε κάποιος: «θέλω να σου πω κάτι, αλλά δε θέλω να το πεις σε κανέναν -Να μου κοπεί η γλώσσα || δε θέλω να πεις σε κανέναν αυτό που σου εμπιστεύτηκα. -Να μου κοπεί η γλώσσα»·
- να μου κόψεις τη γλώσσα, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε τη βεβαιότητα σε κάποιον πως τα πράγματα θα γίνουν ακριβώς έτσι όπως του τα λέμε: «αν δεν έρθει σε λίγο να σου ζητήσει συγγνώμη, να μου κόψεις τη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα.. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα, να σου ’λεγα καμπόσα κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβες τη γλώσσα
- να φας τη γλώσσα σου! βλ. φρ. που να φας τη γλώσσα σου(!)·
- νεκρές γλώσσες, αυτές που δε μιλιούνται από κανέναν: «οι γλώσσες των αρχαίων λαών της Μεσοποταμίας είναι νεκρές γλώσσες»·
- ξεράθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. ξεράθηκε το στόμα μου, λ. στόμα·
- ξύλινη γλώσσα, ομιλία, συνήθως κομματικού περιεχομένου, με μονότονα επαναλαμβανόμενες και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο κομματικές θέσεις, η ανούσια πολιτική συνθηματολογία: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε πάλι σε ξύλινη γλώσσα»·
- οι κακές γλώσσες, (γενικά) οι κουτσομπόλες, οι κουτσομπόληδες, το κουτσομπολιό, που γίνεται με κακεντρέχεια: «οι κακές γλώσσες λένε πως άρχισες πάλι να χαρτοπαίζεις»·
- όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, αυτός που μπορεί και ελέγχει τα νεύρα του, γιατί πάνω στα νεύρα του λέει κανείς σκληρές κουβέντες, γλιτώνει από οδυνηρές περιπέτειες: «όταν τον νευριάσουν, κάνει υπομονή και δε λέει κουβέντα, γιατί όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του»·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ότι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, πολλές φορές τα λόγια που λέμε για κάποιον μπορούν να προκαλέσουν ανυπολόγιστη ψυχική ή ψυχολογική ζημιά: «να προσέχεις πώς μιλάς για τους άλλους, γιατί ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται»· βλ. και φρ. η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει·
- πέφτω στη γλώσσα (κάποιου), με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει κάποιος: «αν πέσεις στη γλώσσα του, θα σε κάνει άνω κάτω»·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, άρχισε να μιλάει ασταμάτητα και χωρίς δισταγμό: «όταν πήρε η γλώσσα του δρόμο, μίλησε για όλους και για όλα, χωρίς φόβο και πάθος»·
- που να φας τη γλώσσα σου! α. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που, τη στιγμή που κάποιος μελετάει κάτι κακό σε βάρος μας, αυτό μας συμβαίνει: «πρόσεχε μη χτυπήσεις το δάχτυλό σου, έτσι όπως καρφώνεις το καρφί στον τοίχο. -Ωχ, που να φας τη γλώσσα σου!». β. αποτρεπτική έκφραση να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε να συμβεί σε βάρος μας: «πρόσεχε μην πέσεις, έτσι όπως ανεβαίνεις στη σκάλα. -Που να φας τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, (συμβουλευτικά) να μη μιλάς, να μην εκφέρεις κάποια γνώμη, αν πρώτα δε σκεφτείς καλά τι πρέπει να πεις: «όταν πρέπει να δώσεις σε κάποιον το λόγο σου, πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, γιατί μπορεί μετέπειτα να βγεις εκτεθειμένος»· βλ. και φρ. να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας·
- πρόσεχε τη γλώσσα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε άτομο να είναι κόσμιο στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε θα είναι μόνο οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». β. απειλητική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας, ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «δε θ’ ανεχτώ άλλες κατηγορίες ούτε για μένα ούτε για το φίλο μου, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- πρόσεχε τη γλώσσα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «αν αποφασίσεις να συνεργαστείς μαζί του, ένα σου λέω, πρόσεχε τη γλώσσα του». Συνών. πρόσεχε το στόμα του·  
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; βλ. λ. γάτα·
- στην άκρη της γλώσσας μου το ’χω, λέγεται στην περίπτωση που πλησιάζουμε να θυμηθούμε κάτι, που στριφογυρίζει στο μυαλό μας αόριστα, αλλά που δεν μπορούμε να θυμηθούμε επακριβώς τι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ μωρέ, ενώ συνήθως παρατηρείται χειρονομία κατά την οποία το χέρι κινείται ανεπαίσθητα προς το στόμα, προς την άκρη της γλώσσας·
- στρώνω τη γλώσσα ή στρώνω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. χτενίζω τη γλώσσα·
- το λέει και κολλάει η γλώσσα του, μιλάει με λαχτάρα, θαυμαστικά για κάποιον ή για κάτι: «αγαπάει πάρα πολύ το γαμπρό του και κάθε φορά που αναφέρεται στ’ όνομά του, το λέει και κολλάει η γλώσσα του || του αρέσει μόνο το τάδε αυτοκίνητο, αφού, το λέει και κολλάει η γλώσσα του»·
- τον παίρνω στη γλώσσα μου, βλ. φρ. τον πιάνω στη γλώσσα μου·
- τον πιάνω στη γλώσσα μου, τον κατηγορώ, τον κακολογώ, τον διαβάλλω: «αυτός μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αλλά, αν τον πιάσω στη γλώσσα μου, δε θα ξέρει πού να κρυφτεί». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ·
- του βγάζω γλώσσα, του αντιμιλώ: «αφού είδες πως ήταν γέρος άνθρωπος, δεν έπρεπε να του βγάλεις γλώσσα»·
- του βγάζω τη γλώσσα, τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ: «όποιον παίρνω στη δουλειά μου, του βγάζω τη γλώσσα || του ’βγαλα τη γλώσσα, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»· β και φρ. του βγάζω τη γλώσσα μου·
- του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, τον εξουθενώνω, τον πεθαίνω στην κούραση: «τον πήρα μαζί μου σε μια μετακόμιση και του ’βγαλα τη γλώσσα ανάποδα»·
- του βγάζω τη γλώσσα απ’ έξω ή του βγάζω τη γλώσσα απ’ όξω ή του βγάζω τη γλώσσα έξω ή του βγάζω τη γλώσσα όξω, τον κατακουράζω, τον καταταλαιπωρώ: «θέλησε να ’ρθει να με βοηθήσει στη δουλειά μου και του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ όξω του φουκαρά! || του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ έξω, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»·
- του βγάζω τη γλώσσα μου, τον κοροϊδεύω, τον περιπαίζω, τον περιγελώ: «κάθισε απέναντί του και του ’βγαζε συνέχεια τη γλώσσα του». (Λαϊκό τραγούδι: τρέχω να το πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά, τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια
- τρέχει η γλώσσα, (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι πολύ καλογραμμένο και διαβάζεται με άνεση, με ευχαρίστηση: «ευχαριστιέσαι να διαβάζεις βιβλίο, όταν τρέχει η γλώσσα» ·
- τρέχει η γλώσσα του, α. είναι πολύ φλύαρος: «έτσι όπως τρέχει η γλώσσα του, δεν αφήνει σε κανέναν να πάρει το λόγο». β. είναι προπέτης: «πάντα έχω τη διάθεση να του προσφέρω, αλλά μου τη δίνει, γιατί τρέχει η γλώσσα του». γ. (για συγγραφείς) είναι καλός συγγραφέας, διαβάζεται ευχάριστα: «έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του τάδε συγγραφέα, γιατί τρέχει η γλώσσα του». Συνών. έχει καλή πένα·
- τροχίζω τη γλώσσα μου, βλ. φρ. ακονίζω τη γλώσσα μου·
- φάε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. δάγκασε τη γλώσσα σου!
- φοβάμαι τη γλώσσα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, φοβάμαι μήπως αρχίσει να αναφέρεται στο όνομά μου, γιατί μπορεί να με κακολογήσει ή να αποκαλύψει κάτι που ξέρει για μένα, πράγμα που δε μου είναι επιθυμητό: «δε θέλω ν’ αρχίσει ν’ αναφέρεται στο πρόσωπό μου, γιατί κάποτε του εμπιστεύθηκα κάτι και φοβάμαι τη γλώσσα του»·
- χτενίζω τη γλώσσα ή χτενίζω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το επεξεργάζομαι από την αρχή, για να διορθώσω τυχόν συντακτικά λάθη ή να του δώσω τελειότερη ή τελειωτική μορφή: «έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα, αλλά δε θα το παραδώσω ακόμη στον εκδότη μου, γιατί θέλω να χτενίσω τη γλώσσα».

γυναίκα

γυναίκα, η, ουσ. [<μσν. γυναῖκα, από το αρχ. γυναῖκα, αιτιατ. του ουσ. γυνή], η γυναίκα. 1. η σύζυγος: «ποιανού γυναίκα είναι αυτή; || πήρε τη γυναίκα του κι έφυγαν διακοπές. (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2α. οικιακή βοηθός, που για συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας ή του μήνα, ανάλογα με τη συμφωνία, αναλαμβάνει κυρίως την καθαριότητα του σπιτιού: «κάθε βδομάδα παίρνει γυναίκα, για να τη βοηθάει στην καθαριότητα του σπιτιού». β. η μπέιμπη σίτερ: «είμαστε προσκαλεσμένοι κάπου το βράδυ και θέλω μια γυναίκα για να κρατήσει το μωρό». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) πολύ δειλός άντρας: «είναι τόσο γυναίκα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις λίγο, τρέμει απ’ το φόβο του». Επί γενεές γενεών η γυναίκα θεωρούνταν από τον άντρα ως υποδεέστερο ον, χωρίς να έχει ούτε καν το δικαίωμα της ψήφου. Χρειάστηκαν σκληροί και μακροχρόνιοι αγώνες από εμπνευσμένες και δυναμικές γυναίκες για να μπορέσει να πάρει η γυναίκα, σε άλλες χώρες στις αρχές του 20ου αιώνα, και σε άλλες στα μέσα του ίδιου αιώνα, θέση ισότιμη με αυτή του άντρα μέσα στην κοινωνία. Όμως, ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας, η γυναίκα εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως ισότιμη του άντρα κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, δυο γυναίκες κι ένας φαντάρος (βλ. λ.)» όπου το άνθρωπος ερμηνεύει τον άντρα. 4. στον πλ. οι γυναίκες, γενικά το θηλυκό γένος, ο γυναικόκοσμος: «ό,τι λεφτά βγάζει, τα τρώει με τις γυναίκες». Υποκορ. γυναικάκι, το και γυναικούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. γυναικάρα, η και γυναίκαρος, ο. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγοραία γυναίκα, η πόρνη: «υπάρχει ένας δρόμος κοντά στο λιμάνι, όπου περιφέρονται αγοραίες γυναίκες»·
- αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα, που ο χρόνος δεν έφθειρε την ομορφιά και τη γοητεία της: «είδα τη μητέρα σου στο δρόμο και τη καταχάρηκα, βρε παιδάκι μου. Αιώνια γυναίκα, μπράβο της!»· βλ. και φρ. η αιώνια γυναίκα·
- αλλάζει γυναίκες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, ό,τι παράξενο ή δύσκολο θελήσει η γυναίκα να αποκτήσει ή να πετύχει στο τέλος το καταφέρνει με οποιοδήποτε τίμημα: «από δω μ’ είχε, από κει μ’ είχε στο τέλος της αγόρασα τη γούνα, γιατί, αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός»·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) συνδέομαι ερωτικά με μια γυναίκα που είναι όπως ακριβώς την ήθελα, όπως την ονειρευόμουν: «μόνο αν βρω τη γυναίκα της ζωής μου, θ’ αποφασίσω να παντρευτώ»·
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γίνομαι γυναίκα, γνωρίζω τον έρωτα, δεν είμαι πια παρθένα: «στην εποχή που ζούμε, οι πιο πολλές γίνονται γυναίκες από την εφηβική τους ηλικία»·
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γόης φιδιών και γυναικών, βλ. λ. γόης·
- γυναίκα αράχνη, γυναίκα που καταστρέφει τον άντρα που την αγαπάει: «κάποτε ήταν πλούσιος κι ωραίος, αλλά έμπλεξε με μια γυναίκα αράχνη και τώρα είναι για να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες». Αναφορά στην αράχνη μαύρη χήρα, βλ. λ. χήρα·
- γυναίκα δηλητήριο, γυναίκα καταστροφική για έναν άντρα: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα δηλητήριο και τίναξε το σπίτι του στον αέρα»·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, ένας καλοσχηματισμένος και σφριγηλός κώλος ολοκληρώνει την ομορφιά της γυναίκας (όπως ο μόλος ολοκληρώνει την ασφάλεια του λιμανιού)·
- γυναίκα ελαφρών ηθών, γυναίκα με χαλαρούς ηθικούς φραγμούς, ιδίως στα ερωτικά ζητήματα, η πόρνη: «δεν το κρύβει πως είναι γυναίκα ελαφρών ηθών»·
- γυναίκα με τα όλα της, έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα μιας γυναίκας (ομορφιά, καλλίγραμμο κορμί, ήθος, καλά αισθήματα) άσχετα είναι πλούσια ή όχι: «παντρεύτηκε μια πλούσια ο κωλόφαρδος, που είναι και γυναίκα με τα όλα της»·
- γυναίκα μιας βραδιάς, λέγεται για γυναίκα που συνηθίζει να ενδίδει πολύ εύκολα την εφήμερο έρωτα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είναι πόρνη: «μην υπολογίζεις πως θα την ξανασυναντήσεις, γιατί είναι γυναίκα μιας βραδιάς κι ύστερα πού σε είδα πού σε ξέρω». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, λέγεται για γυναίκα που με τον τρόπο της δείχνει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό ενδιαφέρον του άντρα: «όρμα της, ρε βλάκα, αφού στο δείχνει καθαρά, γιατί γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, η γυναίκα που δε συμπεριφέρεται κόσμια, που προκαλεί, δε χαίρει καλής φήμης: «αν θες τη γνώμη μου, δεν είναι γνωστική γυναίκα, γιατί γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή»·
- γυναίκα της νύχτας, α. γυναίκα που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, συνήθως στα μπουζούκια: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας και τον σέρνει από μπουζουκτσίδικο σε μπουζουκτσίδικο». β. γυναίκα που εργάζεται τη νύχτα, ιδίως σε μπαρ ή άλλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «είναι γυναίκα της νύχτας, γι’ αυτό, κάθε μέρα ξυπνάει μετά το μεσημέρι». γ. γυναίκα αμφίβολης ηθικής: «άφησε την τάδε, που ήταν κορίτσι από σπίτι, και τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς)· 
- γυναίκα του δρόμου, βλ. φρ. γυναίκα του πεζοδρομίου·
- γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη που ψαρεύει τους πελάτες της στο δρόμο: «πολλές γυναίκες του πεζοδρομίου, πάσχουν από διάφορα αφροδίσια». Η αναφορά στο πεζοδρόμιο, γιατί εκεί περπατάει η πόρνη, όταν κυκλοφορεί στους δρόμους για να ψαρέψει τους πελάτες της·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; λέγεται ειρωνικά για τη γυναίκα ασήμαντου ή παρακατιανού συζύγου, που είναι φανερό πως τον απατά: «λέει πως είναι σωστή και τίμια, αλλά τότε, γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι;»·  
- γυναίκα του υποκόσμου, γυναίκα που σχετίζεται με τον υπόκοσμο, που ζει στον υπόκοσμο: «δεν την κάνει καμιά παρέα μέσα στη γειτονιά, γιατί διαδόθηκε πως είναι γυναίκα του υποκόσμου»·
- γυναίκα χταπόδι, που απλώνει, που ρίχνει ταυτόχρονα τα πλοκάμια της προς διάφορους άντρες: «μπορεί να ’ναι μονογαμικό άτομο μια γυναίκα χταπόδι;»·
- δε γνώρισε γυναίκα, (για άντρες) δεν έχει κάνει ακόμη έρωτα με γυναίκα: «έγινε είκοσι χρονώ παλικάρι κι ακόμη δε γνώρισε γυναίκα»·
- δεν έχει γυναίκα, (για άντρες) είναι ανύπαντρος: «ο μόνος απ’ την παρέα μας που δεν έχει γυναίκα είναι ο τάδε»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, συνήθως η γυναίκα δεν κρατάει το λόγο της·
- έκλεισα σαν γυναίκα ή έχω κλείσει σαν γυναίκα, αγάπησα πολύ, αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά σε έναν άντρα και δε με ενδιαφέρουν πια άλλοι άντρες: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άντρα, έχω κλείσει σαν γυναίκα». Η φρ. αποδίδεται στη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, αναφερόμενη στη σχέση της με τον Αντρέα Παπανδρέου·
- ελαφριά γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει χωρίς λόγο στους άντρες: «δεν κάνω κέφι να πάω μαζί της, γιατί είναι ελαφριά γυναίκα»·
- εύκολη γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει με ευκολία στους άνδρες: «είναι τόσο εύκολη γυναίκα, που την πηδάς, μόλις την κεράσεις έναν καφέ»·
- έχασε τη γυναίκα του, α. (για άντρες) είναι χήρος: «έχασε τη γυναίκα του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα». β. (σπάνια) τον εγκατέλειψε: «τώρα που έχασε τη γυναίκα του χτυπάει το κεφάλι του»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, η μυαλωμένη σύζυγος είναι ανεκτίμητη: «αν θέλεις να παντρευτείς, άσε τις πλούσιες και τις όμορφες και βρες μια μυαλωμένη, γιατί έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό»·
- έχω γυναίκα, (για άντρες) είμαι παντρεμένος: «δε μ’ αρέσει να ξενυχτώ μ’ άλλες γυναίκες, γιατί έχω γυναίκα και παιδιά»·
- η αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα που ασχολείται συνεχώς με τον καλλωπισμό της, πώς να παρουσιάσει δηλαδή από αισθητική άποψη καλύτερο τον εαυτό της και που συνήθως έχει μια μόνιμη τάση για ερωτικές περιπέτειες: «μια ώρα την περιμένω να ετοιμαστεί για να βγούμε να φάμε, και δεν ξέρω ακόμη πόσο θα την περιμένω. -Η αιώνια γυναίκα, φίλε μου». (Λαϊκό τραγούδι: και ο πόλεμος στην Τροία πώς επιάστηκε; Η αιώνια γυναίκα ξελογιάστηκε. Δέκα χρόνια η Ελένη μας λαχτάρησε, ώσπου πήγε ο Οδυσσέας και καθάρισε)· βλ. και φρ. αιώνια γυναίκα·
- … η γυναίκα! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποια γυναίκα που έπαθε κάτι κακό: «καθώς επέστρεφε στο σπίτι της τη στρίμωξε σε μια γωνιά και τη βίασε. -Πω, πω τι έπαθε η γυναίκα!»·  
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, βλ. λ. πληγή·
- κοιμάμαι με γυναίκα, (για άντρες) περνώ μια ερωτική βραδιά με γυναίκα: «κάθε φορά που πηγαίνω σε ξένη πόλη και μένω σε ξενοδοχείο, κοιμάμαι με γυναίκα»·  
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, η γυναίκα από τη φύση της είναι παμπόνηρη και μπορεί να πετυχαίνει ό,τι βάζει στο μυαλό της: «μη νομίζεις πως είσαι πιο έξυπνος απ’ αυτή, γιατί η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι»·
- κοινή γυναίκα, η πόρνη: «είναι μια κοινή γυναίκα και καμιά δεν τη θέλει στην παρέα της»·
- ξαπλώνω με γυναίκα, (για άντρες) βλ. φρ. πηγαίνω με γυναίκα·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δε θα μπορέσει να περιορίσει το ελεύθερο πνεύμα της γυναίκας: «μην καταπιέζεις τη γυναίκα σου, γιατί ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται»·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, στη ζωή πετυχαίνουν αυτοί που είναι αποφασιστικοί και ενεργούν με ταχύτητα, ενώ οι αργοί και αναβλητικοί ζημιώνουν: «σήμερα για να πετύχεις πρέπει να ’σαι σπίρτο και να δρας κεραυνοβόλα, γιατί ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, κατάλαβες ή δεν κατάλαβες»· βλ. και λ. Γρηγόρης·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, βλ. λ. διάβολος·
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, η φρονιμάδα και η σωστή κρίση της γυναίκας αξίζει πολύ περισσότερο από την ομορφιά·
- παίρνω (για) γυναίκα, (για άντρες), παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: την γκομενίτσα τη γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω
- πηγαίνω με γυναίκα, (για άντρες) συνουσιάζομαι: «παρόλο που πλησιάζει τα εβδομήντα του, θέλει κάθε βδομάδα να πηγαίνει με γυναίκα»·
- τελειωμένη γυναίκα, λέγεται για κορίτσι που έχει πρόωρη ανάπτυξη, που έχει σχηματιστεί σωματικά σαν μια γυναίκα: «έχει μια μικρή κόρη, αλλά η αφιλότιμη είναι τελειωμένη γυναίκα»·
- τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις, ο πραγματικός χαρακτήρας της γυναίκας αποκαλύπτεται μετά το γάμο της: «μην κοκορεύεσαι που σου κάνει τώρα όλα τα χατίρια γιατί, τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις»·
- τη γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, γυναίκα, της οποίας ο άντρας κατέχει υψηλή ή ισχυρή θέση, δεν τολμούν να την κακολογήσουν φανερά: «μην πιστεύεις στα παινέματα που της κάνουν όταν είναι μπροστά τους γιατί, τη γυναίκα του βασιλιά, κρυφά τη βρίζουν»· 
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) είμαι ο πρώτος που κάνει έρωτα μαζί της, την ξεπαρθενεύω: «έχω μια γλυκιά ανάμνηση απ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί είμαι αυτός που την έκανε γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω γυναίκα όλο μέλι και αίμα με το ρίγος στο δέρμα και τα φρέσκα μαλλιά κι απέ θα σε κάψω, γιατί είσ’ ένα ψέμα η Ελένη της Τροίας, η πληγή η παλιά
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) την παντρεύομαι: «αν δεν την αγαπούσα, δε θα την έκανα γυναίκα μου»·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, ο άντρας που έχει πείρα στις γυναίκες, διαλέγει μια από αυτές που έχουν ωραίο κώλο: «το πρώτο που βλέπει σε μια γυναίκα είναι αν έχει ωραίο κώλο, γιατί του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται». Πρβλ.: γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) ξελόγιασε τη γυναίκα κάποιου άλλου και σύναψε μαζί της ερωτική σχέση ή την παντρεύτηκε: «χρόνια ήταν φίλοι, αλλά, στο τέλος, του ’φαγε τη γυναίκα και την κοπάνησαν κι οι δυο στο εξωτερικό»·
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

στόμα

στόμα, το, ουσ. [<αρχ. στόμα], το στόμα. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: «σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά, γιατί έχει πέντε στόματα να θρέψει». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). 2. στον πλ. τα στόματα, ο κοινωνικός περίγυρος, που σχολιάζει, που κριτικάρει τις πράξεις κάποιου ή κάποιων: «έχω ακούσει πως μερικά στόματα σε κατακρίνουν για τις παρέες που κάνεις». Υποκορ. στοματάκι, το. Μεγεθ. στοματάρα, η. Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και στόμας, ο. (Ακολουθούν 189 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αθύρωτο στόμα, βλ. συνηθέστ. απύλωτο στόμα·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή που κακολογεί συνεχώς: «αμάν αυτό το στόμα σου! Όταν αρχίζει(ς) να μιλά(ς) δεν αφήνει(ς) άλλον κανέναν να μιλήσει || αμάν αυτό το στόμα σου! Δε θα πει(ς) καλό λόγο για κανέναν!»·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. φρ. στόμα να ’χε, θα μιλούσε·
- άναψε το στόμα μου, α. κάηκα από κάποιο φαγητό, γιατί περιείχε πολλά μπαχαρικά, ή από κάποιο ρόφημα, που ήταν πολύ ζεστό: «μόλις έφαγα την πρώτη κουταλιά, άναψε το στόμα μου απ’ το πιπέρι που είχε το φαγητό». β. μιλούσα ασταμάτητα και για πολλή ώρα: «άναψε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πού να βάλει μυαλό!»·
- ανοίγω το στόμα μου, α. μιλώ: «μην ανοίγεις το στόμα σου, αφού δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάμε». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω).β. προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος άνοιξε το στόμα του και τα ξέρασε όλα»·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! αντιμίλησε προκλητικά: «εγώ του είπα να προσέχει να μην κάνει καμιά ζημιά, κι αυτός άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή!». Πολλές φορές, συνοδεύεται με χειρονομία του ομιλητή να επιδεικνύει την πιθαμή του· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα να(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις μ’ είδε με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άνοιξ’ ένα στόμα να!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες, καθώς εφάπτονται με τις εσωτερικές τους πλευρές και με τους καρπούς σταθερά ενωμένους σε οριζόντια θέση, να ανοίγουν από την πλευρά των δαχτύλων, σαν να θέλει ο ομιλητής να καταδείξει το μέγεθος του ανοίγματος του στόματος· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. συνηθέστ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξαν πολλά στόματα, μίλησαν πολλά άτομα για ένα θέμα το οποίο επιδίωκαν κάποιοι να μείνει στην αφάνεια, να το κουκουλώσουν: «μετά την αποκάλυψη της ανάμειξης του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, άνοιξαν πολλά στόματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μιλούσαν»· 
- άνοιξε το στόμα σου! (προτρεπτικά) μίλα: «άνοιξε, επιτέλους, το στόμα σου, πες κι εσύ κάτι!»·
- απ’ το δικό σου στόμα, από σένα τον ίδιο, από σένα προσωπικά: «αυτό που άκουσα πως λες για μένα, θέλω να τ’ ακούσω κι απ’ το δικό σου στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο, κι απ’ το δικό σου στόμα, θέλω ν’ ακούσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς ακόμα
- απ’ το στόμα μου το πήρες, είπες ακριβώς αυτό που ήμουν έτοιμος να πω: «απ’ τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι καρφί, αν ξανάρθει στην παρέα μας λέω να τον διώξουμε. -Απ’ το στόμα μου το πήρες»·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- από στόμα σε στόμα, με τον προφορικό λόγο, προφορικά: «η μεγάλη είδηση διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα»·
- απύλωτο στόμα, λέγεται για άτομο που συνηθίζει να αυθαδιάζει ή να κατηγορεί συστηματικά τους άλλους, που δηλ. το στόμα του δεν κλείνεται από καμιά θύρα, πύλη: «ένα τέτοιο απύλωτο στόμα, αν είναι δυνατό να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- βάζω κάτι στο στόμα μου ή βάζω στο στόμα μου κάτι, α. τρώω σε μικρή ποσότητα είτε από βιασύνη είτε για να ξεγελάσω την πείνα μου: «κατά τις δώδεκα βάζω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν αντέχω μ’ άδειο στομάχι μέχρι το μεσημέρι». β. πολλές φορές προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βάλε κάτι στο στόμα σου ή βάλε στο στόμα σου κάτι: «βάλε κάτι στο στόμα σου, γιατί θ’ αργήσουμε να φάμε»·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. φρ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, βλ. λ. αφρός·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βουλώνω πολλά στόματα, θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά, γιατί έχει να βουλώσει πολλά στόματα»· βλ. και φρ. ταΐζω πολλά στόματα·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, με διάφορους τρόπους αποτρέπω αρνητικά σχόλια για κάποιον ή για μένα τον ίδιο: «τόσα χρόνια βοηθάω τους πάντες μόνο και μόνο για να βουλώνω τα στόματα του κόσμου απ’ την κακή διαγωγή σου»·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- γαμώ το στόμα σου, υβριστική έκφραση σε άτομο που μιλάει συνέχεια ή σε άτομο που αισχρολογεί, που κακολογεί συνεχώς. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «κλείσ’ το, γαμώ το στόμα σου, γαμώ για να μιλήσει και κανένας άλλος! || γαμώ το στόμα σου γαμώ, δε θα πεις ποτέ καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- γεια στο στόμα σου! βλ. λ. γεια·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, λ. σαγόνι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, α. δεν αρθρώνω, δε λέω λέξη από αμηχανία, ταραχή, κατάπληξη, ντροπή, φόβο ή τρόμο: «κάθε φορά που έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δεν ανοίγω το στόμα μου || μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου || δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι». β. (γενικά) δε μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, δεν ανοίγει το στόμα του». γ. δεν προδίδω: «παρόλο το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια να μαρτυρήσει τους συνενόχους του, δεν άνοιξε το στόμα του». δ. είμαι κατ’ εξοχήν ολιγόλογος: «όταν μιλούν άνθρωποι που ξέρουν πολλά περισσότερα από μένα, εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου»·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα, είμαι νηστικός: «απ’ το πρωί δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και τώρα πεινώ σαν λύκος»·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, μιλούσε συνεχώς, φλυαρούσε αδιάκοπα: «απ’ τη στιγμή που κάθισε στην παρέα μας, δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του»·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. φρ. δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, βλ. φρ. δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μιλούσε συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του»·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, (για τραγουδιστές, τραγουδίστριες) δεν ξέρει να τραγουδά, δεν έχει φωνή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι: «πολλοί επώνυμοι κατηγορούν το fame story ότι βραβεύει τραγουδιστές, που δεν ξέρουν ν’ ανοίξουν το στόμα τους»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε το στόμα μου·
- είναι άσχημο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει άσχημο στόμα·
- είναι βρόμικο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει βρόμικο στόμα·
- είναι κακό στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει κακό στόμα·
- είναι ένα στόμα! βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα(!)·
- είναι με το γέλιο στο στόμα ή έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, βλ. λ. δάχτυλο·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λύκος·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- έχει άσχημο στόμα, α. είναι αισχρολόγος: «δεν μπορεί να πει καλό για κανέναν, γιατί έχει άσχημο στόμα». β. μιλάει σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «πρόσεξε μην τα βάλει μαζί σου, γιατί έχει άσχημο στόμα»·
- έχει βρόμικο στόμα, συνηθίζει να βρίζει: «όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας τον διώχνουμε, γιατί έχει βρόμικο στόμα»·
- έχει γλυκό στόμα, α. είναι ευχάριστος, ευγενικός: «χαίρεσαι να τον ακούς, γιατί έχει γλυκό στόμα». β. (για γυναίκες) είναι ποθητό, ηδονικό: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκό στόμα». (Λαϊκό στόμα: σαν λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό είναι το γλυκό της στόμα το φιδίσιο της το σώμα
- έχει ένα στόμα! α. είναι ιδιαίτερα αισχρολόγος: «δεν μπορείς να κάνεις σοβαρή κουβέντα μαζί του, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. β.μιλάει πολύ σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «μην τον τσιγκλάς, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. γ. είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «μη διανοηθείς να του εμπιστευτείς τίποτα, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. δ.είναι ιδιαίτερα ικανός ρήτορας: «έχει ένα στόμα, που, όση ώρα και να μιλάει, χαίρεσαι να τον ακούς!». ε. (ιδίως για γυναίκες) έχει όμορφο στόμα, σαρκώδη χείλη: «έχει ένα στόμα, που σου ’ρχεται να το δαγκάσεις!»·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, είναι πολύ αθυρόστομος, βρίζει ακατάσχετα: «όταν είναι στα καλά του, το στόμα του στάζει μέλι, όταν όμως νευριάσει, έχει ένα στόμα σαν βόθρο»·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, έχει πολύ μεγάλο στόμα: «όταν κάνει πως γελάει αυτός ο άνθρωπος, σε τρομάζει, γιατί έχει ένα στόμα σαν πηγάδι»· βλ. και φρ. έχει μεγάλο στόμα·
- έχει κακό στόμα, μιλάει πάντοτε με κακία για τους άλλους: «δεν είπε ποτέ καλό για κανέναν, γιατί έχει κακό στόμα»· βλ. και φρ. έχει άσχημο στόμα·
- έχει καλό στόμα, α. μιλάει πάντοτε με καλοσύνη και αγάπη: «δεν άκουσα ποτέ απ’ αυτόν τον άνθρωπο να πει κακό για κάποιον, γιατί έχει καλό στόμα». β. είναι καλός ρήτορας: «μπορώ να τον ακούω με άνεση, γιατί έχει καλό στόμα»·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μεγάλο στόμα, μιλάει πολύ, ιδίως συνηθίζει να αντιμιλάει ή να αναφέρεται θαρρετά στα κακώς κείμενα: «μην του πας κόντρα αυτού του ανθρώπου γιατί έχει μεγάλο στόμα και θα σου σπάσει τα νεύρα || δε θα του βγει σε καλό που έχει μεγάλο στόμα, γιατί έμαθε ο διευθυντής του πως τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τις απολύσεις που έγιναν»·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. φρ. βουλώνω το στόμα μου·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. έχω το στόμα μου κλειστό·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- κλείνω το στόμα μου, παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν γεροντότεροι στην παρέα, κλείνω το στόμα μου και ακούω προσεκτικά τι λένε»· βλ. και φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. φρ. μένω μ’ ανοιχτό στόμα. (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. κόλλησε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, σωπαίνω, δε μιλώ, δεν αποκαλύπτω μυστικό, που μπορεί να βλάψει κάποιον: «μπορούσε με μια λέξη του να μας ρίξει όλους στη φυλακή, όμως, ευτυχώς, κράτησε το στόμα του κλειστό». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό, κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κρέμομαι απ’ το στόμα του, η τύχη μου εξαρτάται από αυτό που θα πει: «το ξέρει πως κρέμομαι απ’ το στόμα του, γι αυτό πιστεύω πως θα σκεφτεί καλά τι θα καταθέσει στη δίκη»· βλ. και φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του, λ. χείλι·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «όταν πιει κάνα δυο ποτηράκια, λέει ό,τι  του ’ρχεται στο στόμα». Συνών. λέει ό,τι θέλει / λέει ό,τι λάχει / λέει ό,τι του καπνίσει / λέει ό,τι του κατέβει / λέει ό,τι να ’ναι / λέει ό,τι του ’ρθει / λέει ό,τι φτάσει·
- μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα ή μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό, από κάτι που μου είπε ή μου έδειξε ή από την εν γένει συμπεριφορά του με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο και δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις μου ’δωσε χωρίς δεύτερο λόγο τα δανεικά που του ζήτησα, μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό»·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ ένα στόμα, δια βοής και ομόφωνα: «οι υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν μ’ ένα στόμα την πρόταση παράδοσης»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μάζεψε το στόμα σου, (απειλητικά) πάψε να μιλάς, ιδίως άσχημα ή προσβλητικά για μένα τον ίδιο ή και για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «μάζεψε το στόμα σου και πάψε να με κατηγορείς, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές»·
- μάλλιασε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- με μισό στόμα, συμφωνία ή υπόσχεση που γίνεται ή που δίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «μου ’δωσε το λόγο του πως θα με βοηθήσει, αλλά μου το ’πε με μισό στόμα»·
- με την κοιλιά στο στόμα, βλ. λ. κοιλιά·
- με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- με την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. μπάρα μπάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. συνηθέστ. με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα·
- μένω μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου ανοιχτό, α. εκπλήσσομαι έντονα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη από απροσδόκητο λόγο ή συμβάν που ακούω ή βλέπω: «έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: ως κι ο Διάβολος ακόμα μένει μ’ ανοιχτό το στόμα και του έρχεται ζαλάδα, στων Ρωμιών την εξυπνάδα).β. αισθάνομαι έντονη απορία ή θαυμασμό για κάτι που ακούω ή βλέπω, και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη: «μόλις του ζήτησα δανεικά και μου τα ’δωσε αμέσως, έμεινα με το στόμα ανοιχτό || έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό, μόλις έμαθα πως πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο»·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. φρ. στο στόμα μου το ’χω·
- μην ανοίξω το στόμα μου! απειλητική έκφραση εναντίον κάποιου πως αν αρχίσω να μιλάω, θα πω πράγματα που δεν του συμφέρουν καθόλου ή και που τον ενοχοποιούν: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί μην ανοίξω το στόμα μου! Δε θα ξέρεις από πού να φύγεις». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα
- μην πέσεις στο στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να βρίζει, να κατηγορεί, να κακολογεί, να διαβάλλει: «πρόσεχε μην πέσεις στο στόμα του, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μιλώ έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγήκε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μπήκα στου λύκου στο στόμα, βλ. λ. λύκος· 
- ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. φρ. γεια στο στόμα σου! λ. γεια·
- να κρέμεσαι απ’ το στόμα του! βλ. συνηθέστ. να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! λ. χείλι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! (απειλητική ή προειδοποιητικά) αν ασχοληθώ με το άτομό σου, θα σε κακολογήσω τόσο πολύ, που σίγουρα θα σου δημιουργήσω πρόβλημα: «μη με πας κόντρα, γιατί, να μη σε πιάσω στο στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μην ανοίξω το στόμα μου(!)·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) να μην αρχίσω να μιλώ, γιατί θα πω πράγματα που δε σε συμφέρουν και που πιθανώς μπορεί και να σε βλάψουν: «μην κάνεις σε μένα που σε ξέρω τον καλό και τον τίμιο, για να μην ανοίξω το στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μη σε πιάσω στο στόμα μου(!)·
- ξεράθηκε το στόμα μου, βλ. φρ. στέγνωσε το στόμα μου·
- ξέφυγα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- όταν μιλάς για (κάποιον ή κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, δηλώνει πως το πρόσωπο ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής μας είναι πολύ σπουδαίο και για το λόγο αυτό είναι άξιο μεγάλου σεβασμού: «όταν μιλάς για τη μάνα μου, να πλένεις πρώτα το στόμα σου || όταν μιλάς για τη δημοκρατία, να πλένεις πρώτα το στόμα σου». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. αναφέρεται και το είδος με το οποίο πρέπει να πλυθεί το στόμα, όπως είναι η χλωρίνη, το κεζάπι, το άκουα φόρτε, το ντουμποφλό και άλλα παρόμοια δραστικά απορρυπαντικά ή καθαριστικά υγρά, και πολύ σπάνια αναφέρεται η οδοντόκρεμα·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. συνηθέστ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες τα χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες το χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, συζητιέμαι, σχολιάζομαι αρνητικά: «πώς να μην πέσεις στα στόματα του κόσμου με τις παλιοπαρέες που γυρνάς!»·
- πέφτω στο στόμα του, με βρίζει, με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει: «κάθε φορά που πέφτω στο στόμα του, έχω φασαρίες με τη γυναίκα μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτά που λέει»·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, τον κακολογώ: «εμένα μην μου παριστάνεις τον τίμιο άνθρωπο, γιατί, αν σε πιάσω στο στόμα μου, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις!»·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- ποιος ακούει το στόμα της! αναφορά σε γυναίκα από την οποία είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε αυστηρές επιπλήξεις ή πως θα υποχρεωθούμε να υπομένουμε την ακατάσχετη γκρίνια της, αν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι: «είναι κάπως αδιάθετη η γυναίκα μου κι αν δεν πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, ποιος ακούει το στόμα της! || αύριο έχουμε την επέτειο του γάμου μας κι αν δεν της αγοράσω ένα δαχτυλίδι που της γυάλισε, ποιος ακούει το στόμα της!». Η αναφορά σε γυναίκα, γιατί πως, αυτή δημιουργεί συνήθως την γρίνια σε ένα σπίτι. Λέγεται και για άντρα·
- πρόσεχε το στόμα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε πρόσεχε το στόμα σου, γιατί θα είναι όλοι με τις οικογένειές τους». β. απειλητική έκφραση σε άτομο που μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε το στόμα σου, γιατί δε θ’ ανεχτώ άλλο τις βλακείες που λες για το φίλο μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε τη γλώσσα σου(!)· 
- πρόσεχε το στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «όχι πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, και το κυριότερο, πρόσεχε το στόμα του». Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα του·
- ράβω το στόμα μου, α. αποφασίζω να πάψω στο εξής να μιλώ: «αφού κανείς δε μ’ ακούει, ράβω κι εγώ το στόμα μου και πέστε ό,τι θέλετε»·
- ράψε το στόμα σου! λέγεται προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή και απειλητικά με την έννοια πάψε να μιλάς, βούλωσ’ το(!): «ράψε το στόμα σου, γιατί δεν ανέχομαι να κατηγορείς το φίλο μου!»·  
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στέγνωσε το στόμα μου, α. δίψασα υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το στόμα μου». β. μιλούσα αδιάκοπα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «στέγνωσε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- στο στόμα μου το ’χω, α. λέγεται στην περίπτωση που ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε ή γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε κάτι, αλλά μας διαφεύγει ακριβώς τη στιγμή που γίνεται η κουβέντα. Συνών. στη γλώσσα μου το ’χω. β. είμαι έτοιμος να πω κάτι, κρατιέμαι για να μην πω κάτι που δε θα είναι αρεστό σε κάποιον ή κάποιους: «εμένα μη μου κάνεις τον τίμιο, γιατί στο στόμα μου το ’χω ν’ αποκαλύψω τη βρομιά σου»·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «αυτό το παιδί στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα ατόμου πως κάποιος είναι ολιγόλογος, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: «ποιος δε μιλάει, ο τάδε; Τι να σου πω, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει»·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, έκφραση που επιτείνει κάποια αρνητική ενέργειά μας: «πώς αντέχει το στομάχι σου με τόσο ποτό; Στόμα να ’χε, θα μιλούσε || το διέλυσες τ’ αυτοκίνητό σου έτσι όπως το τρέχεις μέσα στα χωράφια. Στόμα να ’χε, θα μιλούσε»·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του στόμα του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, το άκουσα να το λέει ο ίδιος: «είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα»·
- τα λέμε στόμα με στόμα, κουβεντιάζουμε εντελώς ιδιωτικά: «έβγαλαν όλους τους άλλους έξω απ’ το δωμάτιο και τα λένε μέσα στόμα με στόμα»·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- ταΐζω πολλά στόματα, α. θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνομαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί ταΐζω πολλά στόματα». β. δωροδοκώ πολλούς ανθρώπους, για να πετύχω το σκοπό μου: «τάισα πολλά στόματα μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να πάρω την άδεια ανέγερσης της πολυκατοικίας δίπλα στην παραλία»·
- της τον (τη, το) δίνω απ’ το στόμα ή της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, της τον δίνω απαραίτητα στο στόμα»·
- το κάνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε παπούτσι, λ. γλώσσα·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα μου είναι φαρμάκι·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, είναι πολύ πικρό, συνήθως από αδιάκοπο κάπνισμα και έντονη κατανάλωση αλκοόλ: «όλη τη νύχτα πίναμε και καπνίζαμε και το πρωί το στόμα μου ήταν φαρμάκι»·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, α. μιλάει ακατάπαυστα: «όταν αρχίζει να μιλάει, το στόμα του βγάζει φωτιές». β. κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του ή τους ενόχους σε μια υπόθεση: «όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, το στόμα του έβγαζε φωτιές για τους εμπνευστές του αντεργατικού νομοσχεδίου»· 
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει πετμέζι·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν πηγάδι·  
- το στόμα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει σερμπέτι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι χαβούζα, είναι πολύ βρομόστομος: «όταν θυμώνει με κάποιον, το στόμα του είναι χαβούζα». Αναφορά στις ακαθαρσίες και στα βρομόνερα που περιέχει μια χαβούζα·
- το στόμα του πάει ροδάνι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του πάει ροδάνι, λ. γλώσσα·
- το στόμα του πάει σαν μυδραλιοβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν οπλοπολυβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν πολυβόλο, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν πολυβόλο». Αναφορά στο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων·
- το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή». Αναφορά στο συνεχή ήχο που αφήνει η ραπτομηχανή, όταν γαζώνει·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει πολύ κολακευτικά, με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι». Αναφορά στη γλυκύτητα του μελιού·
- το στόμα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, είναι κακεντρεχής, μιλάει με μεγάλη κακία, με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, το στόμα του στάζει φαρμάκι»·
- το στόμα του στάζει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, του προξενώ μεγάλη έκπληξη, τον αφήνω κατάπληκτο, άναυδο: «μόλις με είδε με την κουρσάρα και την γκομενάρα που είχα μέσα, τον άφησα με το στόμα ανοιχτό»·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, σχολιάζω ή αναφέρομαι συνεχώς σε ένα άτομο που δεν είναι παρόν: «μου ήταν τόσο αγαπητός φίλος κι απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω όλο στο στόμα μου»·
- τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα, επιδίδεται στο στοματικό έρωτα: «η τάδε είναι πολύ καλή στο κρεβάτι και, το κυριότερο, τον παίρνει απ’ το στόμα»·
- τον πιάνω στο στόμα μου, μιλώ για κάποιον, ιδίως αναφέρω τις κακές του ιδιότητες, τις παρατυπίες ή τις παρανομίες του: «να του πεις να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί, αν τον πιάσω στο στόμα μου, δε θα τον ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- τον (την) ταΐζει στο στόμα, τον (τη) λατρεύει, τον (την) υπεραγαπά, του (της) πραγματοποιεί κάθε επιθυμία: «είναι πολύ τυχερός, γιατί έχει μια γυναίκα που τον ταΐζει στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- του βούλωσα το στόμα, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο στόμα του: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’δωσα μια και του βούλωσα το στόμα»· βλ. και φρ. του ’κλεισα το στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα, α. με τη στάση, τις ενέργειές ή τη συμπεριφορά μου του απέδειξα ότι δεν είμαι αυτός που κατηγορούσε ότι ήμουν, τον αποστόμωσα: «έλεγε πως ήθελα το κακό του, αλλά, όταν πήγα στο δικαστήριο και κατέθεσα υπέρ του, του ’κλεισα το στόμα». β. τον δωροδόκησα για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «είχε σκοπό να με καρφώσει, αλλά του ’δωσα πέντε χιλιάδες ευρώ του ’κλεισα το στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το δάσκαλο, το δάσκαλο αυτό το σαρδανάπαλο, που κατσαπλιάδες έχει γύρω, παράδες θα γιομίσετε, το στόμα αν του κλείσετε,που τάζει τους κολήγους κλήρο)·  
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, τον δολοφόνησα, τον σκότωσα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «επειδή κάθε τόσο μ’ εκβίαζε πως θα με καρφώσει στην Ασφάλεια, του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα·
- του μπούκωσα το στόμα, α. τον δωροδόκησα πλουσιοπάροχα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «του μπούκωσα το στόμα, για να μην καταθέσει εναντίον μου». β. του το γέμισα υπερβολικά με φαγητό: «έτσι όπως του μπούκωσες το στόμα, μπορεί να πνιγεί το παιδί»·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάμαι το στόμα του, φοβάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ή το σκεπτικό με το οποίο κρίνει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να τα ’χω πάντα καλά, γιατί φοβάμαι το στόμα του»·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·