Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δεσπότης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δεσπότης, ο, πλ. δεσπότες κ. δεσποτάδες, οι, ουσ. [<αρχ. δεσπότης], δεσπότης. 1. ο επίσκοπος ή ο μητροπολίτης: «στη λιτανεία του Αγίου Δημητρίου ήταν μαζεμένοι όλοι οι δεσποτάδες της Μακεδονίας». 2. ο νοικοκύρης, ο αφέντης του σπιτιού, ο αρχηγός της οικογένειας: «ποιος είναι ο δεσπότης σ’ αυτό το σπίτι;»·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη»·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά, λ. παπάς·
- ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; λέγεται γι’ αυτούς που με πλάγιες ενέργειες και μέσα καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις και αξιώματα, ιδίως του δημοσίου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «εσύ διευθυντής του υπουργείου; Ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; Πώς τα κατάφερες, ρε παιδάκι μου;». Συνών. πότε αβγά, πότε πουλιά!  

φαρδομάνικο

φαρδομάνικο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. φαρδομάνικος], το ρούχο που έχει φαρδιά μανίκια: «φαρδομάνικο πουκάμισο»·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που επιδιώκει αγαθά και αξιώματα που όμως είναι ανώτερα των δυνατοτήτων του: «αφού δεν έχεις λεφτά μην προσπαθείς να γλεντάς κι εσύ όπως γλεντά αυτός ο βιομήχανος, γιατί καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες».