Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δεντρί
δεντρί, το, ουσ. [υποκορ. του αρχ. ουσ. δένδρον], το δέντρο. (Λαϊκό τραγούδι: πες μου γιατί, πες μου γιατί με παρατάς, μαύρη ψυχή, σαν το δεντρί το μοναχό σαν βάρκα στον ωκεανό).
δεντρί, το, ουσ. [υποκορ. του αρχ. ουσ. δένδρον], το δέντρο. (Λαϊκό τραγούδι: πες μου γιατί, πες μου γιατί με παρατάς, μαύρη ψυχή, σαν το δεντρί το μοναχό σαν βάρκα στον ωκεανό).