Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δελτίο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δελτίο, το, ουσ. [<αρχ. δελτίον, υποκορ. του δέλτος], το δελτίο·
- βγάζω δελτίο, α. προδίδω, κοινολογώ κάποιο μυστικό: «μην του εμπιστεύεσαι τίποτα, γιατί αμέσως βγάζει δελτίο». β. διαδίδω τις κακές ιδιότητες ή τις μυστικές ενέργειες κάποιου, ιδίως τις παράνομες: «ποιος έβγαλε δελτίο ότι είμαι ναρκομανής;». Αναφορά στο δελτίο ειδήσεων·
- δελτίο ειδήσεων, βλ. φρ. δελτίο πληροφοριών·
- δελτίο πληροφοριών, (για πρόσωπα) λέγεται για άτομο που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να κρατήσει κάποιο μυστικό, που είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «πρόσεχε μη μάθει το παραμικρό ο τάδε, γιατί έτσι, όπως είναι δελτίο πληροφοριών, θα μαθευτεί αμέσως σ’ όλο τον κόσμο». Αναφορά στο δελτίο πληροφοριών του στρατού·
- δίνω δελτίο, αναφέρω λεπτομερειακά κάτι σε κάποιον: «ήρθε και μας έδωσε δελτίο όλη τη συζήτηση που κάνατε»·
- κόβω δελτίο, παίρνω σειρά προτεραιότητας για να μπω κάπου: «σηκώθηκε πολύ πρωί να πάει να κόψει δελτίο στο Ι.Κ.Α. για να τον εξετάσει ο γιατρός»·
- με το δελτίο, παροχή σε πάρα πολύ μικρή ποσότητα, πολύ μετρημένα: «στην Κατοχή, παίρναμε το ψωμί με το δελτίο || ένεκα της ενεργειακής κρίσης η κυβέρνηση θα επιβάλει στους πολίτες να παίρνουν με το δελτίο τη βενζίνη»·
- παίρνω δελτίο, (γενικά) μου αναφέρουν λεπτομερειακά: «χωρίς να το επιδιώκω, παίρνω δελτίο για τον καθένα»· βλ. και φρ. κόβω δελτίο.