Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δίψα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δίψα, η, ουσ. [<αρχ. δίψα], η δίψα. 1. ασυγκράτητη επιθυμία, ασυγκράτητος πόθος για κάτι: «αυτό το παιδί έχει δίψα για μάθηση || δίψα για ταξίδια || δίψα για σωματικές απολαύσεις». 2. έντονη επιθυμία για κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: «πάμε να πιούμε κάνα ποτηράκι, γιατί έχω μεγάλη δίψα». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- άγρια δίψα, βλ. φρ. γαμημένη δίψα·
- γαμημένη δίψα, μεγάλη, βασανιστική δίψα: «είχα τέτοια γαμημένη δίψα, που, όταν άρχισα να πίνω, ήπια έναν κουβά»·
- δε σε βλέπω απ’ τη δίψα, διψώ πάρα πολύ: «δώσε μου γρήγορα ένα ποτήρι νερό, γιατί δε σε βλέπω απ’ τη δίψα»·
- διαβολεμένη δίψα, μεγάλη, ανυπόφορη δίψα: «έχω μια διαβολεμένη δίψα, που μπορώ να πιω ολόκληρο βαρέλι»·
- δίψα για αίμα, ασυγκράτητη επιθυμία για αιματοχυσία ή για εκδίκηση με φόνο: «οι δυο αντίπαλες ομάδες παρατάχτηκαν αντικριστά κι απ’ τα βλέμματά τους καταλάβαινες πως είχαν δίψα για αίμα || όλοι οι συγγενείς του δράστη έχουν μεγάλη αγωνία, γιατί ο αδερφός του νεκρού έχει δίψα για αίμα»·
- είμαι πεθαμένος απ’ τη δίψα, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τη δίψα·
- είμαι ψόφιος απ’ τη δίψα, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τη δίψα·
- έχω άγρια δίψα ή έχω άγριες δίψες, διψώ πάρα πολύ: «δώσε μου να πιω κάτι, γιατί έχω άγρια δίψα»·
- μ’ έπιασε (η) δίψα, α. θέλω να πιω, δίψασα: «επειδή μ’ έπιασε η δίψα, σταμάτησα σ’ ένα περίπτερο κι αγόρασα ένα μπουκαλάκι νερό». β. με έπιασε ασυγκράτητη επιθυμία, ασυγκράτητος πόθος για κάτι: «τώρα στα γεράματα μ’ έπιασε η δίψα για γράμματα || τόσα χρόνια δούλευα σαν είλωτας, αλλά τώρα μ’ έπιασε η δίψα για ταξίδια»·
- μ’ έπιασε μια δίψα! ή μ’ έπιασαν κάτι δίψες! επιτείνει την έννοια της δίψας: «μ’ έπιασε μια δίψα, που, αν δεν έπινα θα έσκαζα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το μα τι δίψα! ή μα τι δίψες(!)·
- πεθαίνω απ’ τη δίψα ή πεθαίνω στη δίψα ή πεθαίνω της δίψας, διψώ υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι νερό, γιατί πεθαίνω της δίψας»·
- σβήνω τη δίψα μου, την κάνω λιγότερο έντονη, την καταπραΰνω πίνοντας νερό ή οινοπνευματώδες ποτό: «διψούσα αφόρητα κι ήπια μονορούφι ένα ποτήρι παγωμένη μπίρα για να σβήσω τη δίψα μου»·
- σκάω απ’ τη δίψα ή σκάω στη δίψα ή σκάω της δίψας, διψώ υπερβολικά: «θέλω να πιω κάτι παγωμένο, γιατί σκάω στη δίψα»·
- χορταίνω τη δίψα μου, ικανοποιώ απόλυτα την αίσθηση της δίψας που έχω: «βρήκαμε μια πηγή στην πλαγιά του βουνού και χόρτασα τη δίψα μου || στην πρώτη μπιραρία που συναντήσαμε πλακώθηκα στις μπίρες και χόρτασα τη δίψα μου»·
- ψοφώ απ’ τη δίψα ή ψοφώ στη δίψα ή ψοφώ της δίψας, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τη δίψα.