Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δίκη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δίκη, η, ουσ. [<αρχ. δίκη], η δίκη·
- έχω δίκη, α. (για πρόσωπα) συμμετέχω σε κάποια δίκη ως ενάγων ή ως εναγόμενος: «πρέπει να κοιμηθώ σήμερα νωρίς, γιατί αύριο έχω δίκη». β. (για δικαστές) δικάζω: «δε θα πιω σήμερα, γιατί αύριο έχω δίκη και πρέπει να ’χω καθαρό μυαλό». γ. (για δικηγόρους) υπερασπίζομαι κάποιον στο δικαστήριο: «πρέπει να φρεσκάρω τα γεγονότα, γιατί αύριο έχω δίκη»·
- η Θεία Δίκη, η δίκαιη τιμωρία που σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη στέλνει οπωσδήποτε ο Θεός σε κάποιον που έχει βλάψει άλλους και έχει γλιτώσει από την ανθρώπινη δικαιοσύνη: «μπορεί να γλίτωσες απ’ το δικαστήριο, αλλά δε θα γλιτώσεις απ’ τη Θεία Δίκη». Συνών. η θεία δικαιοσύνη / η θεία τιμωρία.