Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δέχομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δέχομαι, ρ. [<αρχ. δέχομαι], δέχομαι. 1. συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου: «όλα μπορώ να τα δεχτώ, αυτό όμως είναι έξω από κάθε λογική || δέχομαι την άποψή σου». 2. υποδέχομαι, δίνω ακρόαση, δεξιώνομαι: «μας δέχτηκαν όλο χαρά || δεχόμαστε κάθε Τρίτη απόγευμα || ο βουλευτής δε θα δεχτεί αυτή τη βδομάδα, λόγω ασθένειας». 3. ανέχομαι, υπομένω δυσάρεστη ενέργεια: «δέχτηκα την κοροϊδία του, αλλά δεν του το συγχώρεσα ποτέ || δε δέχεται χειρονομίες». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γυναίκα που γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, βλ.λ. γυναίκα·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, βλ. λ. μύγα·
- δε δέχομαι κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε δέχομαι συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- δε δέχονται, (παλιότερα) αναγγελία στις εφημερίδες, όταν, κάποιος που είχε την ονομαστική του γιορτή, για διάφορους λόγους, ιδίως λόγω πένθους, δεν επιθυμούσε επισκέψεις στο σπίτι του. (Παλιότερα, που οι ονομαστικές γιορτές είχαν πιο επίσημο χαρακτήρα και η τηλεπικοινωνία δεν ήταν διαδεδομένη, ήταν ένας τρόπος να προειδοποιούν τους ανθρώπους του κύκλου τους)·
- δέχομαι επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- δέχομαι κρίσεις κι επικρίσεις, βλ. λ. κρίση·
- δέχομαι πυρά ή δέχομαι τα πυρά, βλ. λ. πυρ·
- καλώς να τα δεχτείτε! ευχή σε μέλος οικογένειας, όταν έχουμε μάθει πως περιμένουν κάτι καλό, είδηση ή γράμμα ή επίσκεψη αγαπημένου προσώπου, ιδίως ξενιτεμένου ή στρατιώτη, που πρόκειται να πάρει άδεια ή να απολυθεί·
- καλώς τα δεχτήκαμε! α. ειρωνική υποδοχή σε κάποιον, που του έχουμε ετοιμάσει μια τιμωρία ως αντίποινα για πράξεις ή για λόγια του που μας ζημίωσαν ή που μας έθιξαν. β. ειρωνική υποδοχή σε κάποιον που δεν είναι καλοδεχούμενος στην παρέα μας ή που δεν είναι της αρεσκείας μας. γ. λέγεται ειρωνικά όταν παίρνουμε κάποιο δημόσιο έγγραφο, λογαριασμό ή ειδοποίηση που δε μας είναι ευχάριστα (εφορία, Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε. κ.λπ.)·
- καλώς τα δεχτήκατε! ή καλώς τα δέχτηκες! λέγεται με καλή διάθεση σε μέλος οικογένειας, όταν έχουμε μάθει πως δέχτηκαν ήδη κάτι καλό·  βλ. και φρ. καλώς να τα δεχτείτε(!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- καλώς τα δέχτηκες! λέγεται ειρωνικά σε κάποιον α. όταν γνωρίζουμε πως το άτομο που έρχεται να τον επισκεφθεί, να τον συναντήσει, του είναι ανεπιθύμητο. β. που πήρε κάποιο δημόσιο έγγραφο, λογαριασμό ή ειδοποίηση και που γνωρίζουμε πως δεν του είναι ευχάριστα (εφορία, Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε. κ.λπ.). γ. (ειδικά) όταν βλέπουμε πως έρχεται να συναντήσει κάποιον στο χώρο που βρίσκεται (καφενείο, ουζερί, μπαρ) η γυναίκα που τον ενδιαφέρει, που έχει δεσμό μαζί της ή με ειρωνική διάθεση, όταν βλέπουμε πως έρχεται να τον συναντήσει η γυναίκα του ή η πεθερά του· βλ. και φρ. καλώς τα δεχτήκατε(!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- καλώς τον δεχτήκατε! ευχή σε μέλος οικογένειας για την υποδοχή συγγενικού ή φιλικού προσώπου: «τι έμαθα, καλέ, απολύθηκε ο γιος σας· καλώς τον δεχτήκατε!». Συνών. καλά δεξίματα(!)·
- τα δέχεται, (για γυναίκες) αποδέχεται με ευκολία τις ερωτικές χειρονομίες, ιδίως τις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «μόλις τη δω, θα της τα ρίξω, γιατί μου έχουν πει πως τα δέχεται»·
- τον δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες ή τον δέχτηκαν μ’ ανοιχτές τις αγκάλες, βλ. λ. αγκάλη.

αγκάλη

αγκάλη, η, ουσ. [<αρχ. ἀγκάλη], η αγκαλιά. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά τα μάτια τα γλυκά με ξεμυαλίσανε και μονομιάς μες την αγκάλη σου με ρίξανε
- βρίσκεται στις αγκάλες του Μορφέως, βλ. φρ. βρίσκεται στην αγκαλιά του Μορφέα, λ. αγκαλιά·
- παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέως, βλ. φρ. παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα, λ. αγκαλιά·
- τον δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες ή τον δέχτηκαν μ’ ανοιχτές τις αγκάλες ή τον υποδέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες ή τον υποδέχτηκαν μ’ ανοιχτές τις αγκάλες, τον δέχτηκαν, τον υποδέχτηκαν θερμότατα, με ενθουσιασμό, με ζεστασιά: «μόλις απολύθηκε ο γιος τους απ’ το στρατό, τον υποδέχτηκαν στο σπίτι μ’ ανοιχτές τις αγκάλες».

επίθεση

επίθεση, η, ουσ. [<αρχ. ἐπίθεσις], η επίθεση. 1. η άσκηση βίαιης, σφοδρής κριτικής εναντίον κάποιου: «δεν περίμενα τέτοια επίθεση από μέρους του, επειδή άργησα πέντε λεπτά!». 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) επιθετική ενέργεια κατά της αντίπαλης εστίας με σκοπό την επιτυχία τέρματος: «η τελευταία επίθεση της ομάδας απέφερε και το μοναδικό γκολ της συνάντησης»·
- δέχομαι επίθεση, γίνομαι αντικείμενο επιθετικής ενέργειας, πολεμικής ή λεκτικής: «από το πρωί ο στρατός μας δέχεται επίθεση απ’ τις εχθρικές δυνάμεις || όταν ανέβηκε στο βήμα ο τάδε υπουργός, δεχόταν συνεχώς επιθέσεις από την αντιπολίτευση»·
- η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, βλ. λ. άμυνα·
- παίζω επίθεση, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) επιτίθεμαι συνεχώς κατά της αντίπαλης εστίας, με σκοπό να πετύχω τέρμα: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού η ομάδα μας έπαιζε επίθεση και στο εξήντα πέτυχε το πρώτο της γκολ»·
- παίζω στην επίθεση, (για ποδοσφαιριστές) είμαι επιθετικός παίχτης: «χρειαζόμαστε έναν ακόμα παίχτη που να έχει την ικανότητα να παίζει στην επίθεση»·
- περνώ στην επίθεση, α. εξαπολύω και εγώ με τη σειρά μου επίθεση ή καταπολεμώ κάποιον με επιχειρήματα: «ο στρατός μας, αφού απέκρουσε την επίθεση που δέχτηκε, πέρασε στην επίθεση || όσο δε μιλούσα, έλεγε ό,τι ήθελε, μόλις όμως πέρασα στην επίθεση, το βούλωσε κι έφυγε». β. ασκώ βίαιη, σφοδρή κριτική σε κάποιον: «ο υπουργός, μετά το σφυροκόπημα της αντιπολίτευσης για την πολιτική του υπουργείου του, πέρασε στην επίθεση κατακεραυνώνοντας τους επικριτές του». γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) μετά από ένα διάστημα αμυντικού παιχνιδιού, επιτίθεμαι κατά της αντίπαλης εστίας με σκοπό να πετύχω τέρμα: «μετά από ένα αμυντικό δεκάλεπτο, η ομάδα μας πέρασε στην επίθεση».

κρίση

κρίση, η, ουσ. [<αρχ. κρίσις], η κρίση. 1. η σκέψη σχετικά με ένα ζήτημα, η εκτίμηση μιας κατάστασης, η απόφαση: «εγώ σου πρότεινα τρεις εκδοχές, τώρα είναι στην κρίση σου να διαλέξεις || η υποψηφιότητά μου περνάει από την κρίση της κεντρικής επιτροπής και φοβάμαι πως θα με απορρίψουν». 2. η κριτική ικανότητα, η ορθή εκτίμηση διάφορων γεγονότων ή καταστάσεων: «έχω εμπιστοσύνη στην κρίση του || βασίζομαι στην κρίση σου». 3. περίοδος δυσχερειών ή κινδύνων: «η αγορά έχει κρίση τον τελευταίο καιρό κι όλοι ψάχνονται || η κρίση στα Βαλκάνια». (Λαϊκό τραγούδι: ο λουλάς και το χασίσι μ’ έφεραν σ’ αυτή την κρίση). 4. παροξυσμός, έντονη εκδήλωση των συμπτωμάτων μιας αρρώστιας: «υποφέρει από το στομάχι του, κι όταν τον πιάνει κρίση, διπλώνεται στα δυο απ’ τον πόνο». 5. στον πλ. οι κρίσεις, η διαδικασία και οι αποφάσεις που παίρνονται για τις προαγωγές ή τις αποστρατείες των αξιωματικών ή και ανώτερων δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο γίνονται αυτές οι κρίσεις: «οι αξιωματικοί έχουν κάποια ανησυχία, γιατί στο τέλος του μηνός θα γίνουν οι κρίσεις στο στράτευμα». Υποκορ. κρισούλα, η. Μεγεθ. κρισάρα, η. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δέχομαι κρίσεις κι επικρίσεις, δέχομαι συνεχείς και ιδίως δυσμενείς κριτικές: «όλους τους προσλαμβάνω αξιοκρατικά, γιατί αλλιώς δέχομαι κρίσεις κι επικρίσεις απ’ το συμβούλιο»·
- ερώτηση κρίσεως, βλ. λ. ερώτηση·
- έχω κρίση, α. έχω ευθυκρισία, μπορώ και κρίνω σωστά: «μια και είσαι μορφωμένος άνθρωπος, έχεις κρίση και μπορείς να καταλάβεις ποιο είναι το καλό σου». β. έχω ψυχική ταραχή, βρίσκομαι σε ψυχική υπερδιέγερση: «όταν έχει κρίση, δε του μιλάει κανένας»· 
- έχω κρίση ταυτότητας, προβληματίζομαι θέτοντας ουσιώδη ερωτηματικά στον εαυτό μου και επιδιώκω να επαναπροσδιορίσω τη θέση μου ως ατόμου μέσα στην κοινωνία: «χρόνια τώρα αδιαφορούσα για το τι γινόταν γύρω μου, αλλά με τους τελευταίους πολέμους σε Βαλκάνια και Ιράκ, έχω κρίση ταυτότητας και προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι ο ρόλος μου μέσα σ’ αυτή την κοινωνία»·
- η ημέρα της Κρίσεως ή η ώρα της Κρίσεως, α. η σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία αναμενόμενη μέρα της επανεμφανίσεως του θεϊκού πνεύματος στη γη για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, η Δευτέρα Παρουσία: «την ημέρα της Κρίσεως θα αποδοθεί δικαιοσύνη σε ζωντανούς και νεκρούς». β. (γενικά) η μέρα, η ώρα της δοκιμασίας, του ελέγχου από κάποιον: «όταν έρθει η ώρα της κρίσεως, τότε θα δούμε πόσο καλά διάβασες για να μπεις στο πανεπιστήμιο»·
- η μέλλουσα Κρίση, βλ. φρ. η ημέρα της Κρίσεως·
- κάνω κρίση, κρίνω: «ποιος είσαι εσύ που θα κάνεις κρίση στα λεγόμενά μου;». (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη, έλα κάνε κρίση να μου πεις κι εσύ, πες μου, δυο φωτιές μπορεί να σβήσει το καλό κρασί;
- κατά την κρίση μου, σύμφωνα με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά την κρίση μου η δουλειά αυτή έχει ψωμί». Συνών. κατά τη γνώμη μου / κατά την άποψή μου / κατά την εκτίμησή μου·
- παθαίνω κρίση, βλ. φρ. την κάνω κρίση·
- περνώ κρίση, α. αντιμετωπίζω δυσκολίες στη δουλειά μου, στη ζωή μου: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, περνώ κρίση». β. αντιμετωπίζω έντονα ψυχολογικά προβλήματα: «περνάει κρίση, γιατί δεν πάει καλά ο γάμος του». γ. (για ηθικές αξίες, για θεσμούς) ευτελίζομαι, αμφισβητούμαι, κλυδωνίζομαι: «ο θεσμός του γάμου περνάει κρίση»·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, βλ. λ. Θεός·
- την έκανα κρίση, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις είδα να πειράζουν γέρο άνθρωπο, την έκανα κρίση και τους πλάκωσα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α)  / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·

πυρ

πυρ, το, ουσ. [<αρχ. πῦρ], το πυρ. 1. στον πλ. τα πυρά, οι πυροβολισμοί: «τα πυρά των αντιμαχομένων ακούγονταν όλη τη μέρα». 2. οι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις: «δε γλίτωσε κανείς απ’ τα πυρά του τάδε». 3. ως στρατιωτικό παράγγελμα πυρ! λέγεται για την έναρξη πυροβολισμών, βολών. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- ανοίγω πυρ, αρχίζω να πυροβολώ: «μόλις μας δόθηκε το σύνθημα, ανοίξαμε πυρ εναντίον του εχθρού»·
- αρχίζω πυρ, βλ. φρ. ανοίγω πυρ·
- άσφαιρα πυρά, α. πυρά χωρίς βλήματα: «οι ασκήσεις των στρατιωτών έγιναν με άσφαιρα πυρά». β. λεκτικές επιθέσεις εναντίον κάποιου που τελικά δεν τον πλήττουν, δεν του κάνουν κακό: «τα πυρά της αντιπολίτευσης εναντίον του προεδρείου αποδείχτηκαν άσφαιρα πυρά»·
- βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών, α. βάλλομαι, δέχομαι πυρά από δυο διαφορετικές πλευρές, βρίσκομαι σε διασταυρούμενα πυρά: «κάποια στιγμή η περίπολος βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών». β. βάλλομαι, δέχομαι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις ή σφοδρές επικρίσεις από δυο ταυτόχρονα ανθρώπους ή από δυο ομάδες ανθρώπων: «απ’ τη μια είχα τη γυναίκα μου που γκρίνιαζε συνεχώς, απ’ την άλλη είχα την πεθερά μου που τσίριζε και, καθώς βρισκόμουν μεταξύ δύο πυρών, την κοπάνησα κι ησύχασε το κεφάλι μου»·
- γραμμή πυρός, βλ. λ. γραμμή·
- δέχομαι πυρά ή δέχομαι τα πυρά (κάποιου ή κάποιων), δέχομαι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις, δέχομαι σφοδρές επικρίσεις: «απ’ τη μέρα που διέλυσε την οικογένειά του για μια χαζογκόμενα δέχεται τα πυρά της παρέας». Από την εικόνα της μάχης όπου ανταλλάσσονται πυροβολισμοί·
- διά πυρός και σιδήρου, α. με καταστροφική και δολοφονική μανία: «ο εχθρός πέρασε όλη τη χώρα διά πυρός και σιδήρου». β. με πάρα πολύ σκληρό και επώδυνο τρόπο: «είναι αποφασισμένος να επιβάλει την τάξη διά πυρός και σιδήρου»·
- έγινε παρανάλωμα του πυρός, βλ. λ. παρανάλωμα·
- έγινε πυρ και μανία, οργίστηκε πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως δεν τον είχαν συμπεριλάβει στους εκλογικούς συνδυασμούς του κόμματος, έγινε πυρ και μανία»·
- είμαι μεταξύ δύο πυρών, βλ. φρ. βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών·
- είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου), είμαι πάρα πολύ εξοργισμένος εναντίον κάποιου: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στο διευθυντή μου, είμαι πυρ και μανία εναντίον του»·
- ελληνικό πυρ, βλ. συνηθέστ. υγρό πυρ·
- κόλαση πυρός, βλ. λ. κόλαση·
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός, βλ. λ. βάπτισμα·
- παραδίνω στο πυρ, βλ. φρ. παραδίνω στις φλόγες, λ. φλόγα·
- παύσατε πυρ! στρατιωτικό παράγγελμα για το σταμάτημα των πυροβολισμών, των βολών και, κατ’ επέκταση, η λήξη των εχθροπραξιών, η ανακωχή: «με το παύσατε πυρ επικράτησε απόλυτη σιγή στο χαράκωμα || μόλις ανακοινώθηκε και επίσημα το παύσατε πυρ, ο κόσμος ξεχύθηκε με έξαλλη χαρά στους δρόμους»·
- πυρ, γυνή και θάλασσα, τα τρία υποτιθέμενα κακά που μπορούν να καταστρέψουν τη ζωή ενός άντρα. (Λαϊκό τραγούδι: πυρ, γυνή και θάλασσα, εσείς με καταστρέψατε και τη ζωή μου χάλασα
- το αιώνιον πυρ, βλ. φρ. το πυρ το εξώτερον·
- το πυρ το εξώτερον, ο τόπος που, σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία, θα βασανίζονται αιώνια οι αμαρτωλοί, όταν πεθάνουν, η Κόλαση: «τέτοιος παλιάνθρωπος που είσαι, στην άλλη ζωή θα βασανίζεσαι αιώνια στο πυρ το εξώτερον»·
- τον έστειλα στο πυρ το εξώτερον, τον έστειλα στο διάολο, στα τσακίδια: «κάποια στιγμή με ζάλισε το κεφάλι με τις ανοησίες που μου ’λεγε, και τον έστειλα στο πυρ το εξώτερο»·
- τον έχω πυρ και μανία, βλ. φρ. είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου)·
- υγρό πυρ, εύφλεκτο υγρό, που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί για πολεμικούς σκοπούς».

συζήτηση

συζήτηση, η, ουσ. [<μτγν. συζήτησις],η συζήτηση. (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- ακαδημαϊκή συζήτηση, αυτή που είναι γενική, περί ανέμων και υδάτων, που δεν εξυπηρετεί κανέναν πρακτικό σκοπό και που γίνεται περισσότερο για να περάσει η ώρα: «είχαμε ώρα μπροστά μας και πιάσαμε μια ακαδημαϊκή συζήτηση»·
- αλλάζω συζήτηση ή αλλάζω τη συζήτηση, αλλάζω θέμα συζήτησης, ιδίως γιατί δε με εξυπηρετεί, δε με συμφέρει: «κάθε φορά που καταλαβαίνει πως πάνε να τον στριμώξουν, αλλάζει τη συζήτηση»·
- άναψε η συζήτηση, άρχισε να γίνεται σε υψηλούς τόνους, πήρε διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «ενώ στην αρχή όλοι μιλούσαν ήρεμα και ωραία, ξαφνικά οξύνθηκαν τα πνεύματα κι άναψε η συζήτηση»·
- άναψε η συζήτηση για τα καλά, άρχισε να γίνεται σε πολύ υψηλούς τόνους, έφτασε σε πολύ μεγάλη ένταση: «κάποια στιγμή πλήθαιναν οι αντεγκλήσεις κι άναψε η συζήτηση για τα καλά»·
- ανοίγω συζήτηση ή ανοίγω τη συζήτηση, αρχίζω να μιλώ πρώτος για ένα θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση: «ποιος έχει ορισθεί ν’ ανοίξει τη συζήτηση;»·
- ανοίξαμε συζήτηση, αρχίσαμε να μιλάμε, να συζητούμε: «μόλις συναντήθηκα με τον τάδε, ανοίξαμε συζήτηση για τα χθεσινά γεγονότα»·
- αρχίζω συζήτηση ή αρχίζω τη συζήτηση, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση·
- γίνεται συζήτηση, βλ. φρ. γίνεται λόγος, λ. λόγος·
- γυρίζω τη συζήτηση, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση·
- δε γίνεται συζήτηση, βλ. φρ. ούτε συζήτηση(!)·
- δε δέχομαι συζήτηση, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- δε θέλω συζήτηση, βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- δε σηκώνω συζήτηση, βλ. φρ. δε σηκώνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- δε χωράει συζήτηση, βλ. φρ. δε χωράει κουβέντα·
- έκλεισε η συζήτηση, έκφραση με επιθετική διάθεση στην περίπτωση που δε θέλουμε να επανέλθουμε σε κάποιο θέμα ή γεγονός, επειδή έχουμε συνήθως αρνητική θέση ή άποψη: «θα μου δώσετε την άδεια που σας ζήτησα; -Έκλεισε η συζήτηση». Ταυτόχρονα παρατηρείται μια βιαστική αρνητική χειρονομία. Συνών. έκλεισε το θέμα (α)·  
- θέλει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- θέλει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- κάνω συζήτηση, βλ. φρ. κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- κλείνω τη συζήτηση, μιλώ τελευταίος για κάποιο θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση και το τελειώνω, το ολοκληρώνω: «τη συζήτηση έκλεισε ο πρόεδρος της επιτροπής». Συνών. κλείνω το θέμα·
- κόβω τη συζήτηση, δε δέχομαι άλλες κουβέντες, αρνούμαι να συζητήσω περισσότερο επί του θέματος: «επειδή βαρέθηκα ν’ ακούω ανοησίες, κόβω τη συζήτηση»·
- με τη συζήτηση, βλ. φρ. με την κουβέντα, λ. κουβέντα·
- μη γίνει συζήτηση, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα, λ. κουβέντα·
- μην το κάνεις συζήτηση, βλ. φρ. μην το κάνεις κουβέντα, λ. κουβέντα·
- ούτε συζήτηση! α. δηλώνει κατηγορηματική άρνηση: «δηλαδή, δε θα του δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησε; -Ούτε συζήτηση!». β. δηλώνει κατηγορηματική κατάφαση, συναίνεση, αποδοχή: «θα τσοντάρεις ένα ποσό για να πάμε με την τάξη μας εκδρομή; -Ούτε συζήτηση!», δηλ. βεβαίως θα τσοντάρω ή «πιστεύεις κι εσύ πως αυτός είναι ο κλέφτης; -Ούτε συζήτηση!», δηλ. και βεβαίως πιστεύω·
- πιάνομαι με τη συζήτηση ή πιάνομαι στη συζήτηση, βλ. φρ. πιάνομαι με την κουβέντα, λ. κουβέντα·
- πιάνω συζήτηση ή πιάνω τη συζήτηση, βλ. φρ. πιάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- σηκώνει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί από όλες τις πλευρές, θέλει σκέψη, μελέτη, πρέπει να συζητηθεί διεξοδικά, προκειμένου να παρθεί μια απόφαση: «μη βιάζεσαι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, γιατί σηκώνει συζήτηση το πράγμα»·
- συζητήσεις του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- συζήτηση να γίνεται, βλ. συνηθέστ. κουβέντα να γίνεται, λ. κουβέντα·
- συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, συζήτηση όπου αυτοί που παίρνουν μέρος, εκφράζουν ισότιμα τις σκέψεις τους, τις απόψεις τους πάνω στο θέμα για το οποίο γίνεται λόγος: «όταν προκύψει ένα σοβαρό θέμα στην παρέα μας, γίνεται συζήτηση στρογγυλής τραπέζης». Αναφορά στο βασιλιά της Αγγλίας Αρθούρο, που πρώτος καθιέρωσε για τους ιππότες της αυλής του το στρογγυλό τραπέζι, ώστε να φαίνονται όλοι ίσοι σε μια συζήτηση·
- το κάνω ολόκληρη συζήτηση, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, το μεγαλοποιώ: «με ξενύχιασε κι επιμένει να λέει πως το κάνω ολόκληρη συζήτηση || του κέρασα τα ποτά και το ’κανε ολόκληρη συζήτηση». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. το πράγμα σηκώνει συζήτηση·    
- το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- το ρίχνω στη συζήτηση, βλ. φρ. το ρίχνω στην κουβέντα, λ. κουβέντα·
- το στρώνω στη συζήτηση, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα, λ. κουβέντα·
- το ’φερε η συζήτηση, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε η συζήτηση»·
- του κάνω συζήτηση, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), οδηγώ τη συζήτηση σε κάποιο θέμα: «έχει την τέχνη να φέρνει πάντα τη συζήτηση εκεί που τον συμφέρει»·
- φέρνω τη συζήτηση αλλού, αναφέρομαι σε κάτι, μόνο και μόνο για να αλλάξω θέμα συζήτησης, οδηγώ τη συζήτηση σε άλλο θέμα, επειδή αυτό που συζητείται δε με συμφέρει: «κάθε φορά που τα βρίσκει σκούρα, φέρνει τη συζήτηση αλλού»·
- χωρίς άλλη συζήτηση, δηλώνει κατηγορηματική αρνητική ή θετική απόφαση κάποιου για κάτι, χωρίς να αφήνει το περιθώριο να εκφραστούν άλλες απόψεις σχετικές με το θέμα: «θα φύγεις χωρίς άλλη συζήτηση || θα ’ρθεις μαζί μας χωρίς άλλη συζήτηση»·
- χωρίς συζήτηση, δε χρειάζεται να εκφραστούν σχετικές απόψεις, γιατί το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι ολοφάνερο, ξεκάθαρο, αναμφισβήτητο, που το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα: «χωρίς συζήτηση ο τάδε είναι ο καλύτερος ηθοποιός απ’ όλους || αν χρειαστεί, θα ’ρθεις να με βοηθήσεις; -Χωρίς συζήτηση».