Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δέρνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δέρνω, ρ. [<μσν. δέρνω <αρχ. δέρω], δέρνω. 1. ξυλοκοπώ: «με το παραμικρό δέρνει το γιο του». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε δείρω και θα κλαις, πού ’ν’ η μάνα μου θα λες). 2. νικώ: «τους δέρνει όλους μέσα στη γειτονιά || ε, όχι και να μας δείρει το πιτσιρίκι, που ακόμη μέχρι χτες βύζαινε το δάχτυλό του!». 3. ταλαιπωρούμαι, υποφέρω από κάτι: «με δέρνει μεγαλομανία» . 4. (για υγρά) ανακατεύω δυνατά, αναταράζω συνεχώς: «αφού έριξε πρώτα μέσα τ’ απαραίτητα συστατικά, άρχισε να δέρνει το γάλα για να το κάνει γιαούρτι». Συνών. χτυπώ (7). 5. (για τροφές) χτυπώ δυνατά για να γίνει πολτός: «για να κάνεις ταραμοσαλάτα πρέπει να δείρεις τον ταραμά με λάδι και ξίδι». Συνών. χτυπώ (8). 6. (για επιτραπέζια παιχνίδια, ιδίως χαρτιά ή τάβλι) νικώ: «παίξαμε τάβλι και τον έδειρα» και, κατ’ επέκταση, για κάθε παιχνίδι: «μας έδειραν στο ποδόσφαιρο || τους δείραμε στο μπάσκετ». (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- αέρα δέρνω, βλ. λ. αέρας·
- αντί να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- βλακεία που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια βλακεία! βλ. λ. βλακεία·
- γαμεί και δέρνει, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. λ. γαμώ·
- γαμώ και δέρνω, βλ. λ. γαμώ·
- δέρνει τ’ αλογάκι του (τ’ αλογατάκι μου), βλ. λ. αλογάκι·
- ζούρλα που τον δέρνει! βλ. λ. ζούρλα·
- μαλακία που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια μαλακία! βλ. λ. μαλακία·
- με δέρνει, με βασανίζει, με ταλαιπωρεί. (Λαϊκό τραγούδι: κατάρα με δέρνει βαριά, γι’ αυτό δε γνωρίζω χαρά
- με δέρνει η αγαμία ή με δέρνουν αγαμίες, αγαμία·
- με δέρνει αδεκαρία ή με δέρνουν αδεκαρίες, βλ. λ. αδεκαρία·
- με δέρνει αναπαραδιά ή με δέρνουν αναπαραδιές, βλ. λ. αναπαραδιά·
- με δέρνει απενταρία ή με δέρνουν απενταρίες, βλ. λ. απενταρία·
- με δέρνει ατσιγαρία ή με δέρνουν ατσιγαρίες, βλ. λ. ατσιγαρία·
- με δέρνει αφραγκία ή με δέρνουν αφραγκίες, βλ. λ. αφραγκία·
- με δέρνει αψιλία ή με δέρνουν αψιλίες, βλ. λ. αψιλία·
- με δέρνει ένας καημός! ή με δέρνουν κάτι καημοί! βλ. λ. καημός·
- με δέρνει η γκίνια, βλ. λ. γκίνια·
- με δέρνει η δίψα, βλ. λ. δίψα·
- με δέρνει η πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με δέρνει η φτώχεια ή με δέρνουν οι φτώχειες, βλ. λ. φτώχεια·
- με δέρνει κατάρα, βλ. λ. κατάρα·
- με δέρνει ο καημός ή με δέρνουν οι καημοί, βλ. λ. καημός·
- με δέρνει ο πόνος ή με δέρνουν οι πόνοι, βλ. λ. πόνος·
- με δέρνει σπαρίλα ή με δέρνουν σπαρίλες, βλ. λ. σπαρίλα·
- με δέρνει τεμπελιά ή με δέρνουν τεμπελιές, βλ. λ. τεμπελιά·
- με δέρνουν οι μπόρες, βλ. λ. μπόρα·
- με δέρνουν οι σκοτούρες, βλ. λ. σκοτούρα·
- με δέρνουν τα βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μη δέρνεις! ή μη μας δέρνεις! έκφραση με την οποία προσπαθούμε να ηρεμήσουμε, να καθησυχάσουμε κάποιο άτομο, ιδίως της παρέας μας, που μας συμπεριφέρεται άγρια, βίαια. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά ντε ή το εντάξει μωρέ και αρκετές φορές η φρ. κλείνει με το κιόλας. Συνών. μη βαράς(!)·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, βλ. λ. κώλος·
- ο αγάς δέρνει εμένα, κι εγώ δέρνω εσένα, βλ. λ. αγάς·
- ο πηλός αν δε δαρθεί, κεραμίδι δε γίνεται, βλ. λ. κεραμίδι·
- όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας, βλ. λ. γέρος·
- πόνος που τον δέρνει! ή τον δέρνει ένας πόνος! βλ. λ.πόνος·
- τι δέρνεις! βλ. φρ. μη δέρνεις(!)·
- τον δέρνει ο πόνος, βλ. λ. πόνος·
- τον (τη, το) δέρνω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), αυνανίζομαι: «όταν έχει να πάει καιρό με γυναίκα, κάθεται και τον δέρνει»·
- τρέλα που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια τρέλα! βλ. λ. τρέλα·
- φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·

αγάς

αγάς, ο, ουσ. [<τουρκ. aga], τίτλος πολιτικού ή στρατιωτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (Λαϊκό τραγούδι: στη Σμύρνη τα Χριστούγεννα σημαίνουν οι καμπάνες κι ο κόσμος πάει στην εκκλησιά κι η Έλλη στους αγάδες
- ζει σαν αγάς, ζει μέσα στην άνεση και στην καλοπέραση, χωρίς έγνοιες και φροντίδες: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει σαν αγάς || κατάγεται από πολύ πλούσια οικογένεια κι από μικρό παιδί ζει σαν αγάς»·
- θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του, λέγεται για κείνους που πάνω στο θυμό τους προβαίνουν σε ακραίες ενέργειες με μη αναστρέψιμα αποτελέσματα: «τι κατάλαβε που πάνω στο θυμό του χώρισε τη γυναίκα του; Θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του»·
- κάθεται σαν αγάς, βλ. φρ. ζει σαν αγάς·
- ο αγάς δέρνει εμένα, κι εγώ δέρνω εσένα, αυτοί που υπομένουν από τους ισχυρότερούς τους ξεσπούν με τη σειρά τους σε αυτούς που είναι πιο ασθενέστεροι, πιο αδύναμοι από αυτούς: «έτσι είναι η ζωή, φίλε μου. Ο αγάς δέρνει εμένα, κι εγώ δέρνω εσένα για να βγάλω τ’ απωθημένα μου»·
- περνάει σαν αγάς ή την περνάει σαν αγάς, βλ. φρ. ζει σαν αγάς·
- σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω, α. λέγεται για άβουλο και παθητικό άτομο απέναντι στις εχθρικές προκλήσεις: «μην περιμένεις καμιά αντίδραση από μέρους του, γιατί αυτός είναι σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω». β. λέγεται για άτομο που υποβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο μη υποχρεωτικό μαρτύριο, σε κάποια περιττή ταλαιπωρία μόνο και μόνο για να εξιλεωθεί στα μάτια μας ή για να προκαλέσει τη συμπάθειά μας: «κάθε φορά που πέφτει σε κάποιο παράπτωμα, μετά είναι σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω». γ. λέγεται για άτομο που επιδιώκει το μαρτύριο, την ταλαιπωρία από κάποιον εχθρό μόνο και μόνο για να δοξαστεί: «πήγε κι έπεσε στα χέρια του εχθρού με τη νοοτροπία σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω». Και στις τρεις περιπτώσεις η έκφραση λέγεται με μια δόση ειρωνείας·
- τη βγάζει σαν αγάς, βλ. φρ. ζει σαν αγάς·
- φέρομαι σαν αγάς, είμαι σκληρός, δεσποτικός, αλαζόνας: «με το να φέρεσαι σαν αγάς, έχασες όλους τους φίλους σου».

αδεκαρία

αδεκαρία, ουσ. [<αδέκαρος + κατάλ. -ία], η παντελής έλλειψη χρημάτων: «με τέτοια αδεκαρία δεν τολμώ να ξεμυτίσω απ’ το σπίτι». Συνών. η αναπαραδιά / η απενταρία / η αφραγκία / η αψιλία·
- έχω αδεκαρίες, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι εντελώς άφραγκος: «τον τελευταίο καιρό έχω κάτι αδεκαρίες, που δεν μπορώ να στο περιγράψω». Στον τύπο έχω κάτι αδεκαρίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αδεκαρίες(!)·
- με δέρνει αδεκαρία ή με δέρνουν αδεκαρίες, υποφέρω από παντελή έλλειψη χρημάτων, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «με δέρνουν τέτοιες αδεκαρίες, που στερούμαι ακόμη και τα τσιγάρα μου». Στον τύπο με δέρνει μια αδεκαρία! ή με δέρνουν κάτι αδεκαρίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αδεκαρία! ή μα τι αδεκαρίες(!)·  
- περνώ αδεκαρίες, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «είναι πολύς καιρός τώρα που περνώ αδεκαρίες». Στον τύπο περνώ κάτι αδεκαρίες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αδεκαρίες!

αέρας

αέρας κ. αγέρας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀήρ], ο αέρας. 1. αποτέλεσμα μηδέν, ψεύτικη υπηρεσία ή εκδούλευση: «για αέρα πράμα δε δίνω δραχμή». 2α. χρηματικό ποσό που εισπράττει κάποιος από εκείνον που του εκχώρησε την εμπορική του φίρμα ή τη φίρμα του καταστήματός του: «αν σου παραχωρήσω τη φίρμα μου, τι αέρα θα μου δώσεις;». β. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος για να ξενοικιάσει ένα κατάστημα: «για να ξενοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». γ. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος ιδιοκτήτης για να νοικιάσει κάποιο κατάστημά του σε κάποιον ενδιαφερόμενο: «για να σου νοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». 3. η παραχώρηση του δικαιώματος σε κάποιον να χτίσει σε ένα χτίσμα τους επιπλέον ορόφους πάνω από τον τελευταίο χτισμένο όροφο: «σου δίνω προίκα ένα σπίτι δίπατο μαζί με τον αέρα του». 4. ως επιρρ., πολύ γρήγορα: «μόλις τους σφύριξε κάποιος στ’ αφτί πως έρχονταν να τον πιάσουν, έφυγε αέρας». 5. ως επιθετικό επιφών. αέρααα! χαρακτηριστική επιθετική πολεμική κραυγή των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο του 1940: «οι Έλληνες μαχητές του 1940 με την ιαχή «αέρααα!» ορμούσαν με γενναιότητα κατά του φασιστικού στρατού του Μουσολίνι, που τον ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση». (Τραγούδι: ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει αέρα από τον τσολιά). Ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων 1912-1913 (βλ. Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 33). Υποκορ. αεράκι και αγεράκι, το. (Ακολουθούν 137 φρ.)·
- αέρα, αέρα να φύγει η χολέρα! βλ. λ. χολέρα·
- αέρα δέρνω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα καβουρντίζω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα κοπανίζω, δεν καταφέρνω τίποτα, δε φέρνω κανένα αποτέλεσμα σε κάποια προσπάθειά μου, ματαιοπονώ: «απ’ το πρωί προσπαθεί να επιδιορθώσει το πλυντήριο, αλλά μέχρι τώρα αέρα κοπανίζει»·
- αέρα χαβανίζω, βλ. φρ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα λεφτά! α. χρήματα που κερδίσθηκαν χωρίς την διακινδύνευση ιδίων κεφαλαίων: «είναι ασφαλιστής και κερδίζει ένα σωρό λεφτά. -Αέρα λεφτά!». β. χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα: «έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε ένα οικόπεδο πάνω στ’ άγρια βουνά. -Αέρα λεφτά! || ό,τι αγοράζω το εξετάζω πολύ καλά, γιατί δε θέλω να δίνω αέρα λεφτά!»·
- αέρα μπανά, (στη γλώσσα της αργκό) αερολογία, αερολογίες: «πες μου αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι κι όχι αέρα μπανά»·
- αέρα πατέρα! λέγεται γι’ αυτόν που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, τσαπατσούλικα, ασύδοτα: «πώς να μην πέσει έξω η δουλειά, απ’ τη στιγμή που όλοι οι μέτοχοι αέρα πατέρα!»·
- αέρας κοπανιστός, α. λόγια, συζήτηση χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, βλακείες, αηδίες: «σου μιλούσε τόση ώρα και τι σου ’λεγε; Αέρα κοπανιστό, σου ’λεγε». β. υποσχεμένη παροχή που δεν πραγματοποιήθηκε: «δε μ’ ενδιαφέρει τι σου υποσχέθηκε, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι πήρες αέρα κοπανιστό»·
- αέρας στη διπλή, πολύ ανόητος λόγος: «όλα όσα μας είπες ήταν αέρας στη διπλή». Ίσως αναφορά στη διπλή ταρίφα (βλ. λ.)·
- αέρας στο τετράγωνο, βλ. λ. αέρας στη διπλή·
- αέρας φρέσκος, βλ. συνηθέστ. αέρας κοπανιστός·
- αλλάζω αέρα ή αλλάζω τον αέρα μου, πηγαίνω σε άλλο μέρος από αυτό στο οποίο διαμένω, ιδίως για λόγους υγείας: «ο γιατρός μας συμβούλεψε ν’ αλλάξει το παιδί αέρα, γι’ αυτό θα πάμε στη Χαλκιδική». (Νησιώτικο τραγούδι: στην Πάρο και στη Νάξο τον αέρα μου θ’ αλλάξω
- αλλάζω τον αέρα, ανανεώνω τον αέρα ενός κλειστού χώρου, ανοίγοντας πόρτα ή παράθυρα: «κάθε πρωί η μητέρα αλλάζει τον αέρα του δωματίου μου»·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. φρ. υπάρχει άλλος αέρας·
- ανοίγω τον αέρα, παρέχω αέρα με το άνοιγμα κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «άνοιξε τώρα τον αέρα για να φουσκώσω το λάστιχο»·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- αρπάζω στον αέρα (κάτι), εκμεταλλεύομαι ταχύτατα κάτι: «όταν καταλάβει πως θ’ αποφέρει κάποια δουλειά, την αρπάζει στον αέρα»·
- αφήνω έναν (λίγο) αέρα, αφήνω (κάποιο) ελεύθερο διάστημα, (κάποιο) περιθώριο: «σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αφήσεις έναν αέρα για να περάσουμε το καλώδιο»·
- βγάζει αέρα λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικά του κεφάλαια ή χωρίς να κοπιάζει πολύ: «είναι ασφαλιστής και βγάζει αέρα λεφτά»·
- βγάζω στον αέρα, α. αερίζω κάτι: «κάθε φορά που γυρίζω απ’ την ταβέρνα στο σπίτι, βγάζω στον αέρα τα ρούχα μου, γιατί βρομούν τσικνίλα». β. δημοσιοποιώ, κοινολογώ: «η απόφαση του συμβουλίου θα βγει στον αέρα μετά από μια βδομάδα». γ. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) μεταδίδω από το ραδιόφωνο, παρουσιάζω από την τηλεόραση: «ποιος θα βγάλει στον αέρα τις ειδήσεις των οχτώ;»·
- βγαίνει στον αέρα, (για ειδήσεις) μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «δε θα βγαίνει στον αέρα καμιά είδηση, αν δεν εγκρίνεται πρώτα από μένα || πότε βγήκε στον αέρα αυτή η είδηση;»·
- βγαίνω στον αέρα, (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) αρχίζω να παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «τι ώρα βγαίνω στον αέρα;»·
- βγήκε αέρας, άρχισε να φυσάει: «όλη τη μέρα ο καιρός ήταν καλός, αλλά προς το βράδυ βγήκε αέρας»·
- βρίσκομαι στον αέρα, βλ. φρ. είμαι στον αέρα·
- βρίσκω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. συνηθέστ. κάνω αέρα·
- γλυκός αέρας, που είναι απαλός: «καθώς περπατούσα στην παραλία, ένιωθα έναν γλυκό αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου»·
- δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «από μικρός έχω μάθει να κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου». Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·  
- δε με σηκώνει ο αέρας, οι κλιματολογικές συνθήκες επιβαρύνουν την υγεία μου: «πρέπει να εγκατασταθώ στην εξοχή, γιατί δε με σηκώνει ο αέρας της πόλης»· βλ. και φρ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! ειρωνική προτροπή σε άτομο που ζητάει ή λέει παράλογα πράγματα ή που τερατολογεί. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μήπως και συνέλθεις·
- διαβολεμένος αέρας, που είναι πολύ δυνατός, ανυπόφορος, τρομερός: «απ’ το πρωί φυσούσε ένας διαβολεμένος αέρας που μας κράτησε στο σπίτι»·
- δίνει άλλον αέρα, λέγεται όταν κάτι προσδίδει σε κάποιον ξεχωριστή άνεση στους τρόπους ή στη συμπεριφορά του, που του δίνει ξεχωριστή γοητεία, θελκτικότητα: «ένα σπορ αυτοκίνητο, δίνει άλλον αέρα στον άντρα || η ομορφιά δίνει άλλον αέρα στη γυναίκα || όσο να πεις, τα λεφτά δίνουν άλλον αέρα στον άνθρωπο || απ’ τη μέρα που του ’πεσαν στο λαχείο εκείνα τα εκατομμύρια, έχει άλλον αέρα || όταν φοράει το καινούριο του κουστούμι, έχει άλλον αέρα || είναι όμορφη γυναίκα, αλλά όταν φοράει την έξωμη τουαλέτα της, έχει άλλον αέρα»·
- δώσ’ του αέρα! (συμβουλευτικά) διώξ’ τον, απομάκρυνέ τον: «δώσ’ του αέρα του αλήτη αφού είναι τόσο συστηματικός κοπανατζής!»·
- έβγαλε αέρα, άρχισε να φυσάει: «μέχρι το μεσημέρι ο καιρός ήταν καλός, τ’ απόγευμα όμως έβγαλε αέρα»·
- έδωσε αέρα λεφτά, πλήρωσε άσκοπα, γιατί η αγορά που έκανε δεν άξιζε: «πήγε κι έδωσε αέρα λεφτά για ένα αυτοκίνητο που είναι σαραβαλιασμένο»·
- έγινε αέρας, (για περιουσία) κατασπαταλήθηκε, εξανεμίστηκε: «είχε βρει μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά με τα ξενύχτια και τα γλέντια έγινε αέρας»·
- είμαι στον αέρα, α. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «δεν μπορείς να τον δεις αυτή τη στιγμή, γιατί είναι στον αέρα». β. (για αεροπόρους και γενικά για πρόσωπα) πετώ με το αεροπλάνο: «ήμασταν δυο ώρες στον αέρα μέχρι να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»·
- είναι στον αέρα, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει βάση ή κάποιο λογικό έρεισμα: «είναι σίγουρο πως θ’ αποτύχει στην προσπάθειά του, γιατί όλες του οι ενέργειες είναι στον αέρα». β. (για αεροπλάνα) πετάει: «πόσα αεροπλάνα είναι στον αέρα αυτή τη στιγμή;»· βλ. και φρ. είμαι στον αέρα·
- έκοψε ο αέρας, σταμάτησε ή λιγόστεψε: «προς τ’ απόγευμα έκοψε ο αέρας»·
- έπεσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έπιασε αέρα, (για ποδοσφαιριστές) δεν κατάφερε να χτυπήσει την μπάλα με το πόδι του, που χτύπησε στον αέρα: «ήταν μονάχος του μπροστά σε κενή εστία κι έπιασε αέρα ο άχρηστος»·
- έπιασε αέρας, άρχισε να φυσάει: «ξαφνικά έπιασε αέρας»·
- έσπασε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έχει άλλον αέρα, βλ. φρ. δίνει άλλον αέρα·
- έχει έναν ( λίγο) αέρα, δεν ενώνει, δεν εφάπτεται απόλυτα: «σ’ αυτό το σημείο τα σανίδια έχουν έναν αέρα και πρέπει να ενώσουν»·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! α. έχω άνεση, θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με άνεση: «είναι καινούριος στην παρέα μας, αλλά έχει έναν αέρα λες και είναι χρόνια!». β. έχω φινέτσα, χάρη: «έχει αέρα αυτή η γυναίκα στο περπάτημά της»·
- έχω έναν αέρα, προπορεύομαι έναντι κάποιου σε μια αναμέτρηση: «από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, ο τάδε έχει έναν αέρα έναντι του αντιπάλου του»·
- έχω πολύ αέρα, έχω μεγάλη άνεση, μεγάλο θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση: «αν και καινούριος στην παρέα μας, έχει πολύ αέρα με όλους μας»·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, α. είμαι πολύ φτωχός, άπορος: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, ζει με αέρα». β. τρώω πολύ λίγο, είμαι λιτοδίαιτος: «επειδή φροντίζει τη σιλουέτα του, γι’ αυτό ζει με τον αέρα»·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! ήρθε με μια έπαρση, με ένα θάρρος, με ένα θράσος(!): «ήρθε μ’ έναν αέρα και μου ζητούσε δανεικά, λες και τον ήξερα χρόνια!»·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «εσύ θα δείρεις εμένα; Το μόνο που μπορείς είναι να μου τα κάνεις αέρα!»·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, (απειλητικά) θα σε διώξω, ιδίως από τη δουλειά μου: «αν συνεχίσεις να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου»·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- θα τον πάρει ο αέρας, είναι πάρα πολύ λεπτός, αδύνατος: «βγήκε προχτές απ’ το νοσοκομείο κι αν τον δεις, νομίζεις πως θα τον πάρει ο αέρας»·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, (ιδίως για είδη ένδυσης) χρειάζεται λίγο φάρδος: «είναι καλό το σακάκι σου, αλλά εκεί στις μασχάλες θέλει έναν αέρα, γιατί μου φαίνεται κάπως στενό»·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ. σπουργίτης·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τα αρχίδια μας), πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί δεν μπορώ να σ’ ακούω άλλο ή γιατί δεν πιστεύω αυτά που μου λες: «κάν’ τα μας αέρα, ρε φίλε, γιατί δε σ’ αντέχω άλλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κάνω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν καταφέρνω να χτυπήσω την μπάλα με το πόδι μου, χτυπώ με το πόδι μου αέρα: «κι ενώ ήταν μοναχός του μπροστά σ’ άδειο τέρμα, έκανε αέρα κι έχασε το γκολ»·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), φυσώ με το στόμα μου ή δημιουργώ αέρα με άλλο τεχνητό μέσο: «έκανε αέρα πάνω στο σημείο που κάηκε ο φίλος του, φυσώντας δυνατά με το στόμα του || άρχισε να κάνει αέρα μ’ ένα φυσερό για να δυναμώσει τη φωτιά»·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- καυτός αέρας, που είναι πάρα πολύ θερμός: «στις ακτές της Αφρικής φυσάει καυτός αέρας»·
- κενό αέρος, διαφορά υψομετρικής πίεσης που προκαλεί  στο αεροπλάνο που πετάει απότομη απώλεια του ύψους του: «κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, πέσαμε σε αρκετά κενά αέρος και πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη»·
- κι αέρα στα πανιά σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και που μας χαροποιεί. Αποτελεί μέρος της φρ. ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πολύ πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου. Συνών. (και) να μας γράφεις / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κλείνω τον αέρα, βλ. φρ. κόβω τον αέρα (β)·
- κόβω τον αέρα, α. μετριάζω την ορμή του αέρα με κάποιο τεχνητό μέσο: «έβαλε στο άνοιγμα μια λαμαρίνα για να κόβει τον αέρα». β. διακόπτω την παροχή ή την εξαγωγή αέρα με το κλείσιμο κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «μόλις φούσκωσε το λάστιχο, έκοψε τον αέρα για να μη σκάσει || μόλις ξεφούσκωσε αρκετά το λάστιχο, έβαλε την ασφάλεια για να κόψει τον αέρα»· βλ. και φρ. του κόβω τον αέρα·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·  
- λόγια του αέρα, βλ. λ. λόγος
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, με την πρώτη ελάχιστη πίεση ή δυσκολία: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με το πρώτο φύσημα τ’ αέρα την κοπάνησε». (Τραγούδι: πόσο γελάστηκα μητέρα, έφυγε εκείνη μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα κι έμεινες πλάι μου με πιο πολλή στοργή, για να γιατρέψεις τη δική μου την πληγή
- μ’ έναν αέρα διαφορά, δηλώνει ελάχιστη απόσταση, ελάχιστη ποσότητα σε περίπτωση συναγωνισμού ή ανταγωνισμού: «ο τάδε δρομέας είναι μπροστά απ’ τον δεύτερο μ’ έναν αέρα διαφορά || ο τάδε υποψήφιος, μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, προηγείται του αντιπάλου του μ’ έναν αέρα διαφορά»· βλ. και φρ. με διαφορά στήθους, λ. στήθος·
- μαλάκωσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- με αέρα; βλ. συνηθέστ. με κώλο; λ. κώλος·
- με αέρα, με άνεση, με ευχέρεια: «μιλούσε με αέρα || κινούνταν με αέρα»·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. φρ. με τον αέρα του νικητή·
- με τον αέρα της νιότης, με τη δύναμη, την ορμή, την αυτοπεποίθηση που δίνουν σε κάποιον τα νιάτα: «με τον αέρα της νιότης που διέθετε, είχε την εντύπωση πως μπορούσε να κατακτήσει όλον τον κόσμο»·
- με τον αέρα του νικητή, με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσει, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «ο υποψήφιος για το αξίωμα του προέδρου χαιρετούσε τους παρευρισκομένους με τον αέρα του νικητή || μετά τη συντριπτική νίκη τους, ο αρχηγός της ομάδας μίλησε στους δημοσιογράφους με τον αέρα του νικητή»·
- μιλάει με αέρα ή μιλάει μ’ έναν αέρα! μιλάει με άνεση, με ευκολία,με ευχέρεια: «πάντοτε αυτό το παιδί μιλούσε με αέρα || πριν από λίγο τον βάλαμε στην παρέα μας και μιλάει μ’ έναν αέρα, λες και μας ξέρει χρόνια!»·
- μιλώ στον αέρα, α. μιλώ χωρίς να με ακούει, χωρίς να με προσέχει κανένας: «προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν, αλλά μιλούσε στον αέρα». β. αερολογώ: «δεν τον προσέχει κανείς, γιατί μιλάει στον αέρα»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μου έκανε απολύτως τίποτα από όσα απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου τα ’κανε αέρα»·
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, βλ. λ. γυναίκα·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- πάει να πάρει τον αέρα του, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι·
- παίρνει αέρα, είναι μειωμένης διανοητικής ικανότητας: «μην τον συνερίζεσαι, αν κάνει και καμιά βλακεία, γιατί παίρνει αέρα ο φουκαράς»·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω αέρα, αποκτώ οικειότητα, θάρρος, ξεθαρρεύω: «λίγο να του χαμογελάσεις, αμέσως παίρνει αέρα»·
- παίρνω λίγο αέρα, σταματώ προσωρινά τη δουλειά μου για να ξεκουραστώ: «κάποια στιγμή σταμάτησε το σκάλισμα του κήπου για να πάρει λίγο αέρα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κουράζεται, σταματάει για να πάρει αναπνοή ·
- παίρνω τον αέρα, αποκτώ ευχέρεια σε μια δουλειά ή σε μια διαδικασία, αντιμετωπίζω με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που πήρε τον αέρα της δουλειάς, δεν τον σταματάει τίποτα». Συνών. παίρνω το κολάι·
- παίρνω τον αέρα μου, α. κάθομαι και ρεμβάζω στο μπαλκόνι, στη βεράντα, στην ταράτσα ή στο παράθυρο του σπιτιού μου και γενικά σε ανοιχτό χώρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνω τον αέρα μου στο μπαλκόνι του σπιτιού μου». β. πάω μια βόλτα, βολτάρω: «κάθε απόγευμα παίρνω τον αέρα μου στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ώσπου να χειμωνιάσουμε εδώ θα την περάσουμε· θα μας τρώει η ρουτίνα κάθε μέρα, και μονάχα την Κυριακή θα παίρνουμε αέρα, γιατί δε φτάνει ο μισθός να πάμε πέρα-πέρα).γ. πάω στην εξοχή, πάω για παραθερισμό: «το καλοκαίρι θα πάω να πάρω τον αέρα μου στη Χαλκιδική». δ. ξεκουράζομαι ύστερα από εντατική εργασία, κάνω διάλειμμα: «σκοτώθηκε όλο το πρωί μέχρι να βάψει το δωμάτιο και τώρα είναι στην αυλή και παίρνει τον αέρα του». ε. με διώχνουν από τη δουλειά στην οποία εργάζομαι: «το παράκανα με τις κοπάνες, γι’ αυτό κάποια μέρα πήρα τον αέρα μου»· βλ. και φρ. του παίρνω τον αέρα·
- πήγε στον αέρα, αποδείχτηκε μάταιο, άσκοπο, δεν έφερε αποτέλεσμα: «όλη μου η προσπάθεια να τον συνετίσω πήγε στον αέρα || οι συμβουλές μου πήγαν στον αέρα»·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήρε αέρας, άρχισε να φυσάει: «τ’ απόγευμα ξαφνικά πήρε αέρας»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε πολύ αέρα, απόκτησε πολλή οικειότητα, πολύ θάρρος, ιδίως χωρίς να του έχει δώσει κανένας αυτό το δικαίωμα: «να πεις του φίλου σου να καθίσει φρόνιμα, γιατί πήρε πολύ αέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνω αέρα, α. τα δάχτυλά μου, οι παλάμες μου κλείνουν χωρίς να καταφέρω να πιάσω κάτι που μου πετάνε από κάποια απόσταση: «μου πέταξε τον αναπτήρα του από τη θέση που καθόταν, αλλά έπιασα αέρα κι έπεσε μέσα στις λάσπες». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. κάνω αέρα·
- πνέει αέρας…, βλ. φρ. φυσάει αέρας(…)·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. φρ. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «ποιος αέρας σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα φουκαρά με τις συμβουλές που σου ’δινα!». Συνών. ποιος δρόμος σ’ έφερε(…)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. φρ. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ(;)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιον λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ(;)·   
- πουλώ αέρα (κοπανιστό), α. κερδίζω χρήματα προσφέροντας ψεύτικες υπηρεσίες ή εκδουλεύσεις: «μπορεί να πουλάει αέρα, αλλά τα κονομάει». β. λέω ανοησίες, λέω ψέματα, αερολογώ: «τους μάζεψε όλους γύρω του και τους πουλούσε αέρα κοπανιστό»·
- ρίχνω στον αέρα, α. πυροβολώ στον αέρα, ιδίως για εκφοβισμό: «οι αστυνομικοί έριξαν στον αέρα για να τον εκφοβίσουν» β. πυροβολώ στον αέρα από ενθουσιασμό: «μόλις η νύφη κι ο γαμπρός βγήκαν απ’ την εκκλησία, οι φίλοι του ζευγαριού άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα»·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δε σου δώσαμε; ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; απειλητική έκφραση σε κάποιον, όταν θέλουμε να του αφαιρέσουμε τη μεγάλη οικειότητα που του δώσαμε ή που ο ίδιος πήρε από μόνος του·
- σηκώθηκε αέρας, άρχισε να φυσάει δυνατά: «ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός και σηκώθηκε αέρας»·
- σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλώ ασυλλόγιστα, εξανεμίζω: «του άφησε ο πατέρας του ατράνταχτη περιουσία, αλλά με τις παλιοπαρέες που πήγε κι έμπλεξε, τη σκόρπισε στον αέρα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- στέκεται στον αέρα, α. δεν έχει σταθερή βάση, είναι ετοιμόρροπος: «μετά το σεισμό πολλά σπίτια στέκονται στον αέρα». β. είναι ανεφάρμοστος: «τα επιχειρήματά σου στέκονται στον αέρα»·
- στηρίζεται στον αέρα, βλ. φρ. στέκεται στον αέρα·
- στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει έξω απ’ την πόλη στον καθαρό αέρα»·
- σφυρίζω στον αέρα, προσποιούμαι πως δεν ακούω, πως δεν καταλαβαίνω, αδιαφορώ: «όταν μου λένε κάτι που είναι ενάντια στα συμφέροντά μου, σφυρίζω στον αέρα». (Τραγούδι: κι όσους τα βράδια συναντώ μου λένε καλησπέρα, μα εγώ δεν ξέρω τι να πω, σφυρίζω στον αγέρα
- τινάζω στον αέρα (κάτι), καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: «έβαλαν δυναμίτη και τίναξαν τη γέφυρα στον αέρα»·
- τινάζω στον αέρα (κάποιον ή κάτι), διαλύω, καταστρέφω κάποιον, μια δουλειά, μια επιχείρηση, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση από κακό υπολογισμό ή χειρισμό ή και από αδιαφορία: «είχε για συμβουλάτορά του τον τάδε και τον τίναξε στον αέρα τον άνθρωπο με τις συμβουλές που του ’δινε || τόσα χρόνια σκληροί κόποι και αγώνες για να στήσει ο πατέρας του αυτή τη δουλειά, κι ήρθε ο γιος του και την τίναξε στον αέρα || σχέση πέντε χρόνων και για μια ανοησία την τίναξε στον αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, θα τινάξεις στον αέρα την αγάπη μας, κάτσε καλά, όλα τελειώνουν μια φορά
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, βλ. λ. δίχτυ·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, βλ. λ. δουλειά·
- τινάζω την μπάνκα στον αέρα, βλ. λ. μπάνκα·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- το πιάνει (ο) αέρας, το βρίσκει, το χτυπάει: «μην αγοράσεις το βορινό διαμέρισμα, γιατί το πιάνει ο αέρας»·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, τον έδιωξα από τη δουλειά μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, τον έστειλα να πάρει τον αέρα του»·
- του δίνω αέρα, του συμπεριφέρομαι με μεγάλη οικειότητα: «μόλις του δώσαμε λίγο αέρα, άρχισε να κινείται με περισσότερη άνεση μέσα στην παρέα μας || μην του δίνεις πολύ αέρα αυτού του ανθρώπου, γιατί θα σε καβαλικέψει χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- του κόβω τον αέρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, τον βάζω στη θέση του: «μπήκε μέσα χαμογελαστός κι άρχισε τις χαιρετούρες, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε αμέσως τον αέρα». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να ξανοιχτεί στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τον αέρα». γ. εμποδίζω με το σώμα μου ή με άλλο μέσο τον αέρα να φτάσει σε αυτόν: «μόλις κατάλαβα πως του ’κοβα τον αέρα, έφυγα από μπροστά του»· βλ. και φρ. κόβω τον αέρα·
- του παίρνω τον αέρα, α. του επιβάλλομαι: «βρήκα τον τρόπο και του πήρα τον αέρα». β. παύω να τον φοβάμαι: «από τη μέρα που του πήρε τον αέρα, τον κάνει ό,τι θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- τρελός αέρας, πολύ δυνατός αέρας: «απ’ το πρωί φυσούσε τρελός αέρας και δε βγήκα απ’ το σπίτι μου»·
- τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτα, είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν έχω χρήματα να αγοράσω τροφή: «το ’χει ρίξει στη δίαιτα για ν’ αδυνατίσει, και τρώει αέρα κοπανιστό || τον δέρνει τέτοια φτώχεια, που τρώει αέρα κοπανιστό»·
- υπάρχει άλλος αέρας, υπάρχει κάτι που προσδίδει ιδιαίτερα ευχάριστη διάθεση σε ένα άτομο ή ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο: «μ’ αρέσει η τάδε παρέα, γιατί αποτελείται από ευγενικούς κι ευχάριστους ανθρώπους, οπότε υπάρχει άλλος αέρας || πηγαίνω και τρώω πάντα στο τάδε μαγαζί, γιατί, εκτός από ωραίο φαγητό, έχει προσεγμένο διάκοσμο και διακριτικό φωτισμό, οπότε υπάρχει άλλος αέρας»·     
- φρέσκος αέρας, ο καθαρός αέρας της εξοχής ή της θάλασσας: «πήγαμε εκδρομή στο βουνό κι αναπνεύσαμε φρέσκο αέρα»·
- φυσάει αέρας…, (με αισιόδοξη διάθεση)επικρατεί κλίμα, διάθεση…: «φυσάει αέρας αλλαγής || φυσάει αέρας ανανέωσης». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένας·
- χάνει αέρα, α. είναι μειωμένης διανοητικής αντίληψης: «μην παίρνεις σοβαρά  αυτά που σου λέει, γιατί χάνει αέρα ο άνθρωπος». β. (για σωλήνες) παρουσιάζει διαφυγή αέρα: «η σωλήνα έκανε μια τρυπίτσα και χάνει αέρα». γ. (για φούσκες, μπάλες ή σαμπρέλες) ξεφουσκώνει λόγω διαφυγής αέρα: «απ’ τη στιγμή που χτύπησε η μπάλα στα σύρματα, χάνει αέρα»·
- χορταίνω αέρα, ζω έντονα, ιδίως με γλέντια και διασκεδάσεις: «από τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, χορταίνει κι αυτός αέρα»·
- χτίζω κάστρα στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω πύργους στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω στον αέρα, οικοδομώ, δημιουργώ πάνω σε σαθρές βάσεις, ματαιοπονώ: «πολλοί με το μυαλό τους χτίζουν κάστρα στον αέρα κι όταν συνέρχονται προσγειώνονται ανώμαλα». Συνών.  χτίζω στην άμμο·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα.

αλογάκι

αλογάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. άλογο]. 1α. μικρό σε ηλικία άλογο ή βραχύσωμο άλογο: «τα αλογάκια της Σκύρου». β. παιδικό παιχνίδι σε σχήμα αλόγου που χρησιμοποιείται ως κούνια υπονοώντας τον καλπασμό: «ο παππούς αγόρασε στο εγγονάκι του ένα αλογάκι για να παίζει». 2.  (χαϊδευτικά) το πέος. Από το ότι και το πέος, σαν το αλογάκι, «πηδάει!»·
- δέρνει τ’ αλογάκι του, (ειρωνικά) αυνανίζεται: «όταν έχει να πάει καιρό με γυναίκα, δέρνει τ’ αλογάκι του»·
- τ’ αλογάκι της θάλασσας, ο ιππόκαμπος·
- τ’ αλογάκι της Παναγιάς, είδος πράσινου εντόμου, που μοιάζει με ακρίδα·
- ταΐζει τ’ αλογάκια, (ειρωνικά) χάνει συστηματικά τα χρήματά του στον ιππόδρομο: «πού τον βρίσκεις, πού τον χάνεις, μια ζωή στον ιππόδρομο να ταΐζει τ’ αλογάκια»·
- τον κάνω αλογάκι, βλ. συνηθέστ. τον κάνω άλογο, λ. άλογο.

αναπαραδιά

αναπαραδιά, η, ουσ. [<α- στερητ. + παράδες + κατάλ. -ιά], η πλήρης έλλειψη χρημάτων: «αν συνεχιστεί αυτή η αναπαραδιά, δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε μπατίρηδες ω! ω! ω! είμαστε μπατίρηδες τα πιο καλά παιδιά, έτσι μας κατάντησε η αναπαραδιά). Συνών. η αδεκαρία / η απενταρία / η αφραγκία / η αψιλία·
- έχω αναπαραδιές, στερούμαι παντελώς χρημάτων, περνώ περίοδο αδεκαρίας, απενταρίας, αφραγκίας: «τον τελευταίο καιρό έχω κάτι αναπαραδιές, που δεν μπορώ να κάνω βήμα». Στον τύπο έχω κάτι αναπαραδιές! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αναπαραδιές(!)·
- με δέρνει αναπαραδιά ή με δέρνουν αναπαραδιές, υποφέρω από έλλειψη χρημάτων, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «με δέρνουν τέτοιες αναπαραδιές, που λέω το ψωμί ψωμάκι». Στον τύπο με δέρνει μια αναπαραδιά! ή με δέρνουν κάτι αναπαραδιές! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αναπαραδιά! ή μα τι αναπαραδιές(!)·
- περνώ αναπαραδιές, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «δεν μπορώ να σε βοηθήσω οικονομικά, γιατί κι εγώ περνώ αναπαραδιές». Στον τύπο περνώ κάτι αναπαραδιές! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αναπαραδιές!

απενταρία

απενταρία, η, ουσ. [<απένταρος + κατάλ. -ία], η πλήρης έλλειψη χρημάτων: «αυτή η απενταρία μ’ έχει σκοτώσει ψυχικά», Συνών.  η αδεκαρία / η αναπαραδιά / η αφραγκία / η αψιλία·
- έχω απενταρίες, στερούμαι παντελώς χρημάτων, περνώ περίοδο αδεκαρίας, αναπαραδιάς, αφραγκίας, αψιλίας: «τον τελευταίο καιρό έχω κάτι απενταρίες, που δεν μπορώ να στο περιγράψω». Στον τύπο έχω κάτι απενταρίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι απενταρίες(!)·
- με δέρνει απενταρία ή με δέρνουν απενταρίες, υποφέρω από την παντελή έλλειψη χρημάτων, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «τον τελευταίο καιρό δεν ξεμυτώ από το σπίτι μου, γιατί με δέρνουν απενταρίες». Στον τύπο με δέρνει μια απενταρία! ή με δέρνουν κάτι απενταρίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι απενταρία! ή μα τι απενταρίες(!)·
- περνώ απενταρίες, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «δεν είμαι για πολλά έξοδα, γιατί περνώ απενταρίες». Στον τύπο περνώ κάτι απενταρίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι απενταρίες!

ατσιγαρία

ατσιγαρία, η, ουσ. [<ατσίγαρος + κατάλ. -ία], έλλειψη τσιγάρου και, κατ’ επέκταση, πλήρης έλλειψη χρημάτων·
- έχω ατσιγαρίες, στερούμαι παντελώς χρημάτων: «περνώ τέτοιες ατσιγαρίες, λες κι είναι Κατοχή». Στον τύπο έχω κάτι ατσιγαρίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι ατσιγαρίες(!)·
- με δέρνει ατσιγαρία ή με δέρνουν ατσιγαρίες, υποφέρω από παντελή έλλειψη χρημάτων, περνώ περίοδο βασανιστικής φτώχειας: «με δέρνει τέτοια ατσιγαρία, που, αν συνεχιστεί, θα τινάξω τα πέταλα»·
- περνώ ατσιγαρίες, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «περνώ τέτοιες ατσιγαρίες, που το μέλλον μου διαγράφεται σκοτεινό».

αφραγκία

αφραγκία, η, ουσ. [<άφραγκος + κατάλ. -ία], η πλήρης έλλειψη χρημάτων: «δεν αντέχεται άλλο αυτή η αφραγκία». Συνών. αδεκαρία / αναπαραδιά / απενταρία / αψιλία·
- έχω αφραγκίες, στερούμαι παντελώς χρημάτων, περνώ περίοδο αδεκαρίας, αναπαραδιάς, απενταρίας, αψιλίας: «τον τελευταίο καιρό έχω κάτι αφραγκίες, που δεν μπορώ να στο περιγράψω». Στον τύπο έχω κάτι αφραγκίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αφραγκίες(!)·
- με δέρνει αφραγκία ή με δέρνουν αφραγκίες, υποφέρω από την παντελή έλλειψη χρημάτων, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «τον τελευταίο καιρό δεν ξεμυτώ απ’ το σπίτι μου, γιατί με δέρνουν αφραγκίες». Στον τύπο με δέρνει μια αφραγκία! ή με δέρνουν κάτι αφραγκίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αφραγκία! ή μα τι αφραγκίες(!)·
- περνώ αφραγκίες, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «τώρα που περνώ αφραγκίες, μ’ έχουν ξεχάσει όλοι». Στον τύπο περνώ κάτι αφραγκίες επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αφραγκίες!

αψιλία

αψιλία, η, ουσ. [<άψιλος + κατάλ. -ία], η πλήρης έλλειψη χρημάτων: «η αψιλία είναι χαρακτηριστικό των φτωχών ανθρώπων». (Λαϊκό τραγούδι: εντάξει τα κανόνισα, μα μέν’ η απορία: πώς θα γενούνε όλ’ αυτά μ’ αυτή την αψιλία;).Συνών. η αδεκαρία / η αναπαραδιά / η απενταρία / η αφραγκία·
- έχω αψιλίες, έχω πλήρη έλλειψη χρημάτων, περνώ περίοδο αδεκαρίας, αναπαραδιάς, απενταρίας, αφραγκίας: «τον τελευταίο καιρό που έχω αψιλίες, δεν κάνω βήμα απ’ το σπίτι». Στον τύπο έχω κάτι αψιλίες επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αψιλίες(!)·
- με δέρνει αψιλία, ή με δέρνουν αψιλίες, υποφέρω από παντελή έλλειψη χρημάτων, περνώ περίοδο βασανιστικής φτώχειας: «με δέρνει τέτοια αψιλία, που θόλωσε το μάτι μου». Στον τύπο με δέρνει μια αψιλία! ή με δέρνουν κάτι αψιλίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αψιλία! ή μα τι αψιλίες(!)·
- περνώ αψιλίες, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «με τις αψιλίες που περνώ τον βγάζω δεν τον βγάζω το χειμώνα». Στον τύπο περνώ κάτι αψιλίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι αψιλίες!

βάσανο

βάσανο, το, ουσ. [<μσν. βάσανον <αρχ. ἡ βάσανος (= δοκιμασία)], το βάσανο. 1α. η σκοτούρα, η στενοχώρια, η μεγάλη ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία: «δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο απ’ τη φτώχεια και την αρρώστια». (Λαϊκό τραγούδι: ω, πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής). β. οτιδήποτε προξενεί σκοτούρα, στενοχώρια, ψυχική ή σωματική: «όλη του η ζωή γενικά ήταν ένα βάσανο || είναι μεγάλο βάσανο ν’ ακούς κάθε μέρα το θόρυβο απ’ το γειτονικό μηχανουργείο || δεν υπάρχει πιο μεγάλο βάσανο απ’ το ν’ αγαπάς και να μην αγαπιέσαι || παιδί είσαι εσύ ή βάσανο;». (Λαϊκό τραγούδι: λέω πως δεν πάει άλλο, είσαι βάσανο μεγάλο). 3. (στη γλώσσα της αργκό με συναισθηματική φόρτιση) η γκόμενα, η ερωμένη, το βασανάκι. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί σε θέλω σπλάχνο μου ολοτελώς δικιά μου κι αλίμονο, βρε βάσανο, σ’ όποιον βρεθεί μπροστά μου). 4. στον πλ. τα βάσανα, οι στενοχώριες, τα προβλήματα, οι σκοτούρες της ζωής: «είναι πολύ προβληματισμένος, γιατί έχει πολλά βάσανα». (Λαϊκό τραγούδι: μαζί στα πρώτα βάσανα στα πρώτα καρδιοχτύπια, μαζί μας πρωτοζήσαμε τα πρώτα μας ξενύχτια). (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- από μικρός στα βάσανα, λέγεται για άτομο που από μικρή ηλικία βγήκε στη βιοπάλη ή παντρεύτηκε: «ο τάδε είναι από μικρός στα βάσανα, γιατί έμεινε νωρίς ορφανός || παραξενεύεσαι που είναι τόσο μικρός κι έχει ήδη τρία παιδιά, αλλά σου διαφεύγει πως μπήκε από μικρός στα βάσανα». Πρβλ.: της φάμπρικας ανάσανα το μαύρο της καπνό και μπήκα μες στα βάσανα από παιδί μικρό (Λαϊκό τραγούδι)·
- αραμπάς με κατρακύλια, βάσανα που ’χ’ η αγάπη, βλ. λ. αραμπάς·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! βλ. λ. δουλειά·
- μ’ έφαγαν τα βάσανα, με εξουθένωσαν, με κατέβαλαν: «μη με βλέπεις τώρα που μ’ έφαγαν τα βάσανα. Κάποτε ήμουν ακμαίος και ζωτικός»·
- με γονάτισαν τα βάσανα, με εξάντλησαν, με κατέβαλαν: «πώς να μη με γονατίσουν τα βάσανα, που χρόνια τώρα σέρνομαι μέσα στη φτώχεια!»·
- με δέρνουν τα βάσανα, υποφέρω ψυχικά, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι από στενοχώριες και δυσκολίες: «χρόνια τώρα με δέρνουν τα βάσανα και δεν μπορώ να δω άσπρη μέρα». Στον τύπο με δέρνουν κάτι βάσανα! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι βάσανα(!)·
- με κόπους και με βάσανα, ύστερα από επίπονες προσπάθειες, από μεγάλες δυσκολίες: «σπούδασα τα παιδιά μου με κόπους και με βάσανα»·
- με (τα) χίλια βάσανα, με πάρα πολλές προσπάθειες, με πάρα πολλές δυσκολίες: «μπόρεσα κι εγώ με τα χίλια βάσανα να χτίσω ένα σπιτάκι στην εξοχή»·
- με τσάκισαν τα βάσανα, με κατέβαλαν, με εξουθένωσαν: «τα τελευταία χρόνια με τσάκισαν τα βάσανα»·
- μετά πολλών κόπων και βασάνων, βλ. φρ. με κόπους και με βάσανα·
- μπαίνω στα βάσανα, α. υποβάλλομαι σε ταλαιπωρίες, σε στενοχώριες: «ασχολήθηκα με μια δουλειά που δεν την ήξερα και μπήκα στα βάσανα». (Λαϊκό τραγούδι: έναν κι εγώ αγάπησα το μέλλον μου για να ’βρω πού το ’ξερα η άμοιρη στα βάσανα πως θα ’μπω;).β. παντρεύομαι: «μου φαίνεται πως έφτασες πια σε ηλικία να μπεις κι εσύ στα βάσανα». Από το ότι με τη δημιουργία της οικογένειας υποβάλλεται κανείς σε ταλαιπωρίες και στενοχώριες·
- περνώ βάσανα, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «μην κάνεις αστεία μαζί του, γιατί, ύστερα από το δυστύχημα του γιου του, περνάει βάσανα ο καημένος». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι το θέλει η τύχη μου βάσανα να περνάω, όλοι γλεντούνε στη ζωή και εγώ τη λαχταράω)· 
- περνώ του λιμανιού τα βάσανα ή τραβώ του λιμανιού τα βάσανα, βλ. λ. λιμάνι·
- περνώ του λιναριού τα βάσανα ή τραβώ του λιναριού τα βάσανα, βλ. λ. λινάρι·
- τέλειωσαν τα βάσανά μου, έκφραση ανακούφισης, όταν ύστερα από πολλή προσπάθεια και κόπο φέραμε σε πέρας ένα έργο ή όταν μετά από πολύ καιρό απαλλασσόμαστε από κάτι που μας προξενούσε ενόχληση ή δυσφορία: «παρέδωσα χτες τη δουλειά που είχα αναλάβει κι έτσι τέλειωσαν τα βάσανά μου || τέλειωσαν τα βάσανά μου, γιατί έφυγε, επιτέλους, η πεθερά μου απ’ το σπίτι»·
- το ’χω μεγάλο βάσανο, μου προκαλεί έντονη στενοχώρια, μου έχει γίνει έμμονη ιδέα, έμμονη σκέψη: «το ’χω μεγάλο βάσανο αυτό το παιδί, γιατί έγινε κοτζάμ παλικάρι και δεν τακτοποιήθηκε ακόμα σε μια μόνιμη δουλειά».

βλακεία

βλακεία, η, ουσ. [<αρχ. βλακεία]. 1. η ιδιότητα του βλάκα: «η βλακεία του δεν περιγράφεται! || μήπως περίμενες να ενεργήσει σωστά με τη βλακεία που έχει;». 2. συνήθως στον πλ. οι βλακείες,  πράξεις, ενέργειες ή λόγια ανόητα, χαζά: «μα τι βλακείες είναι αυτές!»·
- αν ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, ειρωνική ή επιτιμητική έκφραση με την οποία συγχωρούμε κάποιον, επειδή λόγω μειωμένης νοημοσύνης δεν έχει συναίσθηση των πράξεών του: «ό,τι και να σου πω, ρε παιδάκι μου, δε θα μπορέσεις να καταλάβεις το κακό που μου ’χεις κάνει, γι’ αυτό απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας»·
- βλακεία που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια βλακεία! είναι πολύ βλάκας: «με τη βλακεία που τον δέρνει πώς θέλεις να προκόψει στη ζωή του;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι βλακεία(!)·
- βλακεία το ανάγνωσμα ή βλακείες το ανάγνωσμα, βλ. λ. ανάγνωσμα·
- είναι καλός μέχρι βλακείας, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι τόσο καλό, που το εκμεταλλεύονται όλοι: «είπαμε να ’ναι καλός ο άνθρωπος, αλλά αυτός το παράκανε, ρε παιδάκι μου, γιατί είναι καλός μέχρι βλακείας!»·
- κάνω βλακεία ή κάνω βλακείες, κάνω ανοησία, ανοησίες: «πάψε να κάνεις βλακείες, γιατί δε σε αντέχω άλλο»·
- κάνω τη βλακεία, (ιδ. για άντρα) παντρεύομαι: «επειδή σε πήραν τα χρόνια, σε συμβουλεύω να κάνεις κι εσύ τη βλακεία, γιατί σε λίγο δε θα σε θέλει καμιά γυναίκα»·
- λέω βλακεία ή λέω βλακείες, λέω ανοησία, ανοησίες: «πάψε να λες βλακείες, γιατί θα σε βγάλω έξω»·
- πήρε όσκαρ βλακείας, βλ. λ. όσκαρ·
- φόρος βλακείας, βλ. λ. φόρος.

γάιδαρος

γάιδαρος, ο, θηλ. γαϊδάρα κ. γαϊδούρα (βλ. λ.), πλ. γάιδαροι κ. γαϊδάροι, οι, ουσ. [<μτγν. γαϊδάριον <αραβ. gadar - gaidar], ο γάιδαρος. 1. άνθρωπος απρεπής, αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αγροίκος: «πρόσεξε μη φερθείς πάλι σαν γάιδαρος εκεί που θα πάμε, γιατί θα είναι όλοι καθώς πρέπει άνθρωποι». 2. ο αφιλότιμος, ο αχάριστος: «τον βοήθησα μ’ όλες μου τις δυνάμεις και δεν είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ ο γάιδαρος». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά)χαρακτηρίζει το παιδί που δεν είναι πια μικρό, που μεγάλωσε αρκετά και για το λόγο αυτό πρέπει να συμπεριφέρεται και ανάλογα: «έγινε κοτζάμ γάιδαρος κι ακόμη θέλουν να τον νταντεύουν». Υποκορ. γαϊδαράκος, ο. (Τραγούδι: ντε κυρ γαϊδαράκο ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ’ άλλα γάιδαρέ μου κουτεντέ)· βλ. και λ. γαϊδούρι. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, λέγεται για τους αισχρούς ανθρώπους, που με διάφορα γλυκόλογα και ψεύτικες ευγένειες προσπαθούν να μας παρασύρουν ώστε να μας εκμεταλλευτούν: «μην πιστεύεις στις ευγένειες και στα γλυκόλογά του, γιατί είναι αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα και θα την πατήσεις»· 
- αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, α. αυτός που αδικείται ή καταπιέζεται, πρέπει μόνος του να αντιδρά, αν θέλει να βρει το δίκιο του ή να βελτιωθεί η κατάστασή του: «πιάσ’ τ’ αφεντικό σου, ρε παιδάκι μου, και πες του πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η αποικιοκρατική κατάσταση, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, κορόιδο, ε κορόιδο!». β. πρέπει να διαμαρτύρεσαι, να απαιτείς δυναμικά αυτό που θέλεις να πετύχεις: «έτσι με το σταυρό στο χέρι όπως πας, όλοι θα σε εκμεταλλεύονται στη ζωή σου, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί·
- αν κλάνει ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι, λέγεται στην περίπτωση που παραπονιέται κάποιος για κάτι που υπομένει ή έχει υποστεί κάποιος άλλος: «εγώ είμαι αυτός που υποφέρω, εσύ τι ζόρι τραβάς, γιατί, έτσι όπως το πάμε, αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι». Συνών. αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια·
- αντί να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι, βλ. φρ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, δηλώνει πως δεν πρέπει να υπολογίζουμε καθόλου στις υποσχέσεις των διοικούντων, των πολιτικών: «μην πιστεύετε αυτά που σας υπόσχεται για να τον ψηφίσετε, γιατί αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα»·
- βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε, ο καθένας πρέπει να κανονίζει τη ζωή του ανάλογα με τις δυνατότητές του ή τις περιστάσεις που του τυχαίνουν: «αφού δεν έχει τη δυνατότητα να ξοδεύει για γλέντια και διασκεδάσεις, όπως κάνουν οι άλλοι, κάθεται στο σπιτάκι του, γιατί βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε»·
- γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει, όταν κάποιος δεν μπορεί να σε βλάψει, άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει σε βάρος σου, αγνόησέ τον: «στενοχωριέσαι που ασχολείται συνεχώς μαζί σου; Γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει / το φίδι που δε σε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος τον πονεί, βλ. λ. κώλος·
- γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι, λέγεται για ασήμαντο γεγονός που δεν ενδιαφέρει κανέναν: «το βράδυ θα ’ρθει μαζί μας κι ο φίλος του τάδε. -Γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι»·
- γάιδαρος με λοφίο, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. συνηθέστ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με πατέντα, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με περικεφαλαία, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε τον πολύ αγενή, ανάγωγο, αδιάντροπο, άξεστο, αναίσθητο, αφιλότιμο, αχάριστο άνθρωπο: «με τη συμπεριφορά του έχει αποδείξει πολλές φορές, πως είναι γάιδαρος με περικεφαλαία, γι’ αυτό και τον πετάξαμε απ’ την παρέα μας»·
- γάιδαρος ξεσαμάρωτος ή γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. φρ. γαϊδούρι ξεσαμάρωτο, λ. γαϊδούρι·
- γκαστρώνει γάιδαρο ή γκαστρώνει και γάιδαρο, βλ. φρ. σκάει γάιδαρο·
- δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, λέγεται στην περίπτωση που βλέπουμε να ανταλλάσσουν ευτελείς κολακείες ανάξιοι άνθρωποι: «επειδή είναι πλούσιοι, έχεις την εντύπωση πως έχουν αξιοπρέπεια απάνω τους! Δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, αγόρι μου»·
- δένω το γάιδαρό μου, α. λύνω το οικονομικό ή επαγγελματικό μου πρόβλημα, εξασφαλίζομαι οικονομικά ή επαγγελματικά: «έστησε μια καλή δουλειά κι έχει δέσει το γάιδαρό του». β. διατηρώ μόνιμο ερωτικό δεσμό: «δεν ενδιαφέρεται για άλλες γυναίκες, γιατί έχει δέσει το γάιδαρό του». γ. παντρεύομαι, ιδίως καλοπαντρεύομαι: «πήρε την κόρη του τάδε εργολάβου κι έχει δέσει το γάιδαρό του»·
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, λέγεται ειρωνικά για δυο άτομα που ανταγωνίζονται για την κατοχή πράγματος που όμως είναι ξένης ιδιοκτησίας: «απ’ τη μια οι Τούρκοι, η Κύπρος είναι τουρκική, απ’ την άλλη οι Άγγλοι, η Κύπρος είναι αγγλική, δεν ξέρω τι να πω, ρε παιδάκι μου, γιατί δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα»·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ είναι γεμάτος από μεγάλα ελαττώματα ή κουσούρια, κατηγορεί ή κοροϊδεύει κάποιον που έχει λιγότερα και μικρότερα ελαττώματα·
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. φρ. παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; λ. γαϊδούρι·
- έφαγα σαν γάιδαρος, έφαγα πάρα πολύ: «πεινούσα τόσο πολύ, που έφαγα σαν γάιδαρος»·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
- ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα σου χέσω το γάιδαρο, α. (απειλητικά) θα σε επιπλήξω πολύ αυστηρά, θα σε βρίσω άγρια: «για πρώτη φορά στη χαρίζω, αλλά, αν ξαναργήσεις στη δουλειά, θα σου χέσω το γάιδαρο». β. θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου χέσω το γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος ήταν κάποτε για τις αγροτικές οικογένειες από τα πιο χρήσιμα ζώα για τις δουλειές τους·
- κάνω υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), λέγεται ειρωνικά για άτομο που, ενώ του χαρίζουν κάτι, το εξετάζει για να δει σε πόσο καλή κατάσταση βρίσκεται ή πόσο αξίζει·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, λέγεται για πλεονέκτη, που απαιτεί περισσότερα από αυτά που του προσφέρουν·
- κατά το γάιδαρο και το σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, βλ. λ. φωνή·
- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, βλ. λ. κατώι·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, βλ. λ. ουρά·
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να συμβουλεύεσαι αυτόν τον παλιάνθρωπο; Μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές». Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- να φας του γαϊδάρου πο ’χει, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας αρνείται κάτι λέγοντάς μας όχι·
- νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα, ένιωσα μεγάλη ντροπή: «μόλις ο τάδε ανέφερε δημόσια πως γυρνούσα μέσα στους δρόμους μεθυσμένος, νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα»· βλ. και φρ. τον ανέβασαν στο γάιδαρο·
- ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα, ο αγενής, ο ανάγωγος, ο αδιάντροπος, ο άξεστος, ο αναίσθητος, ο αφιλότιμος, ο αχάριστος άνθρωπος, είναι αδύνατο να αλλάξει χαρακτήρα: «μόλις ανέβηκε οικονομικά, προσπάθησαν οι φίλοι του να του μάθουν τρόπους για να τον μπάσουν και σε κανένα σαλόνι, αλλά ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα». Συνών. ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει / ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει, ο φτωχός και ο ταλαίπωρος άνθρωπος υπομένει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του: «όλοι, όταν τα ’χουνε κι είναι βολεμένοι, κάνουν τους περήφανους και τους μυγιάγγιχτους, όμως, ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει»·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, απειλητική έκφραση υπό τύπο αστεϊσμού, ιδίως ανάμεσα σε παιδιά, για όποιον που παρά την απαγόρευση, μιλήσει·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, όποιος κάνει παρέα με κατώτερους ανθρώπους, με αγροίκους, θα τον κακομεταχειρίζονται, ή όποιος ανακατεύεται σε ανάξιες υποθέσεις, τότε σίγουρα θα βγει ζημιωμένος: «καλά έπαθες και την πάτησες που συνεταιρίστηκε μ’ αυτό το κάθαρμα, γιατί έπρεπε να ξέρεις πως, όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει»·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, όποιος έχει κακές συναναστροφές, υφίσταται και τις συνέπειες: «είναι αλήτης αυτός που κάνεις παρέα και πρόσεχε, γιατί, οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του»·
- πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν έχει προσωπική γνώμη, που δέχεται ευκολόπιστα κάποια γνώμη, χωρίς καν να την εξετάσει ή που υποχρεώνεται από ανάγκη να δέχεται τη γνώμη του άλλου, ακόμη και αν αυτή είναι παράλογη: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί αυτός είναι πετάει ο γάιδαρος; Πετάει || απ’ τη στιγμή που έχει την ανάγκη του τι να κάνει! Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει για περισσότερη έμφαση με το μαζί με το σαμάρι. Αναφορά σε παιδικό παιχνίδι, που, κάθε φρ. του παιδιού που διευθύνει το παιχνίδι, αρχίζει με το πετάει πετάει·
- σκάει γάιδαρο ή σκάει και γάιδαρο, α. είναι μικρής νοημοσύνης: «μέχρι να καταλάβει αυτό που του λες, σκάει γάιδαρο». β. είναι πολύ εκνευριστικός: «σκάει γάιδαρο με τις ιδιοτροπίες του». γ. είναι πολύ ισχυρογνώμονας: «μέχρι να τον κάνεις να αλλάξει γνώμη, σκάει γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος είναι ένα ζώο με μεγάλη υπομονή, αλλά και με μεγάλο πείσμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, λέγεται για πειραματισμό, για προσπάθεια που γίνεται δοκιμαστικά ή που γίνεται για πρώτη φορά με αμφίβολη επιτυχία πάνω σε ανήμπορο ή κακομοίρη άνθρωπο, και που επιπλέον του φορτώνουν ή του χρεώνουν τις δυσάρεστες συνέπειες: «κάθε καινούρια ιδέα τ’ αφεντικό του τη δοκιμάζει πάνω στον κηπουρό του, γιατί βλέπεις, στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό». Συνών. στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα·
- τον ανέβασαν στο γάιδαρο, τον διαπόμπεψαν: «μόλις τον έπιασαν να χαϊδεύει το μικρό κοριτσάκι, τον ανέβασαν στο γάιδαρο». Ο τρόπος αυτός διαπόμπευσης ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου και μάλιστα έβαζαν το άτομο που διαπόμπευαν να καθίσει ανάποδα στη ράχη του γαϊδάρου και τον υποχρέωναν να κρατά ως χαλινάρι την ουρά του· βλ. και φρ. νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, λέγεται στην περίπτωση που νιώθουμε πέρα ως πέρα εξαντλημένοι, όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας επίπονης υπόθεσης ή εργασίας: «έμειναν πενήντα μέτρα ακόμα για να τελειώσω την ασφαλτόστρωση του δρόμου κι έτσι μου ’ρχεται να τα παρατήσω απ’ την κούραση που νιώθω. -Του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις· βλ. και φρ. φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά·  
- του χέζω το γάιδαρο, α. τον επιπλήττω, τον καθυβρίζω: «τον είδα που ενοχλούσε γέρο άνθρωπο και του ’χεσα το γάιδαρο». β. τον δέρνω άγρια, τον ξυλοφορτώνω: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’χεσα το γάιδαρο κι ησύχασε»· 
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;) θέλουμε πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις που φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά;». Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή αποθαρρημένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά·
- φορτώνομαι σαν γάιδαρος ή φορτώνομαι σαν το γάιδαρο, φορτώνομαι υπερβολικά: «κάθε Σάββατο πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ και φορτώνομαι σαν γάιδαρος με όλα τα καλά»·
- φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, α. λέγεται στην περίπτωση που αποδίδονται λάθος ευθύνες, που τιμωρείται για μια πράξη ένας αθώος αντί τουπραγματικού ενόχου: «επειδή ο τύπος είναι ανεψιός του φίλου του, ο διευθυντής τα ’κανε πλακάκια με τον υποδιευθυντή κι έριξαν το βάρος στον καημένο το λογιστή. -Φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτούς που είναι πιο ισχυροί ή ανώτεροί του, ξεσπάει σε αυτούς που είναι πιο αδύναμοι ή κατώτεροί του: «επειδή τον κατσάδιασε άσχημα ο διευθυντής του, αυτός έβγαλε όλα τ’ απωθημένα του στα καημένα τα υπαλληλάκια, γιατί, βλέπεις, φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι».   
-χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι, η καλή εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου δε συμβαδίζει πολλές φορές και με το χαρακτήρα του: «όσο και να φτιαχτεί, όσο και να καλλωπιστεί, να του πείτε πως χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι»· βλ. και φρ. ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα.  

γαμώ

γαμώ κ. γαμάω, ρ. [<αρχ. γαμέω -ῶ (= νυμφεύομαι). Η σημερινή σημασία μτγν.], γαμώ. 1. καταστρέφω: «πριν ένα μήνα πήρε ένα αυτοκίνητο και το γάμησε». 2α. στην προστακτ. γαμήσου! υβριστική έκφραση σε άτομο που μας ενοχλεί υπερβολικά με λόγια ή έργα: «γαμήσου, μωρ’ αδερφάκι μου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να τελειώνουμε ή με το να ησυχάσουμε. β. απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω. (Ακολουθούν 90 φρ.)·
- α γαμήσου! ή άι γαμήσου! α. εκστομίζεται ως βρισιά σε ενοχλητικό άτομο. β. δηλώνει αποπομπή. Πολλές φορές, ακολουθεί το από δω ή το από κει. γ. δηλώνει απόρριψη: «άι γαμήσου που θ’ αγοράσω αυτό το παλιόπραμα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις, λέγεται εν είδει στοιχήματος με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «αν σου δώσει τα λεφτά που του δάνεισες, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις || αν μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου μ’ αυτό το εργαλείο που σκάρωσες, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις». Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη·
- αν σε γαμήσει ο κατής, πού θα πας (πα’) να κριθείς; βλ. λ. κατής·
- άντε και γαμήσου! έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας σε άτομο, που μας έγινε πολύ ενοχλητικό, πολύ φορτικό: «άντε και γαμήσου μ’ αυτές τις απαιτήσεις σου || άντε και γαμήσου πια μ’ αυτή την γκρίνια σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- γάμα τα! βλ. φρ. γάμησέ τα(!)·
- γάμα το! ή γάμησέ το! ή γάμησέ το κι άφησέ το! μη δίνεις σημασία σε αυτό το πράγμα, σε αυτό το γεγονός, δεν πειράζει, μη το υπολογίζεις: «γάμησέ το κι άφησέ το, μωρέ, που θα κάτσουμε να στενοχωρηθούμε για ένα ψιλοτρακάρισμα!»·
- γάμα τον! ή γάμησέ τον! ή γάμησέ τον κι άφησέ τον! μην του δίνεις καμιά σημασία, γιατί είναι ανάξιος λόγου, μην τον υπολογίζεις διόλου: «γάμησέ τον κι άφησέ τον, μωρέ, που θέλει και παρακάλια ο κόπανος!»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, ειρωνική απάντηση στην προτροπή κάποιου γαμάτε, γιατί χανόμαστε! και που δηλώνει πως άσχετα με το αν κάνει ή δεν κάνει κάποιος κάτι ο καιρός περνάει. Ο Ε. Παπαζαχαρίου (Ζάχος), στη δική του προσπάθεια (Λεξικό της ελληνικής αργκό (Λεξικό της Πιάτσας) δεύτερη έκδοση, σελ. 632, Κάκτος, Αθήνα, 1999), αποδίδει την πατρότητα της φρ. πρωτίστως στον ηθοποιό Γιάννη Θωμά, που τη λάνσαρε στη Φωκίωνος Νέγρη και στα Εξάρχεια, για να γίνει γνωστή σε λιγότερο από δέκα χρόνια (!) σε όλη την Ελλάδα. Ο Σταμάτης Κραουνάκης την αποδίδει στον Κυρ (βλ. Σταμάτης Κραουνάκης, τα λόγια που χωρέσανε, σελ. 313, ΙΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2004)·
- γαμάς κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- γαμάει με την όπισθεν, βλ. λ. όπισθεν·
- γαμάτε, γιατί χανόμαστε! α. προτροπή για σεξουαλικές απολαύσεις και γενικά για υλικές απολαύσεις, γιατί περνάει η ζωή, γιατί θα πεθάνουμε, πεθαίνουμε. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση με την πρόταση του έιιι(!)·
- γαμεί και δέρνει, (στη γλώσσα της αργκό) ο μάγκας για τον οποίο γίνεται λόγος είναι σκληρός και ασυμβίβαστος: «πρόσεχε να τα ’χεις καλά με τον τάδε, γιατί γαμεί και δέρνει»· βλ. και φρ. γαμώ και δέρνω·
- γάμησέ με! ή γάμησέ μας! άφησέ με (μας) ήσυχο (-ους), παράτα με (μας): «γάμησέ με, ρε παιδάκι μου, αφού στο ’πα πως δε θέλω να ’ρθω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. χέσε με! ή χέσε μας(!)·
- γάμησε με κι άφησέ με! ή γάμησέ μας κι άφησέ μας! απάλλαξέ με επιτέλους από την παρουσία σου, είτε γιατί δεν είμαι σε θέση να σε παρακολουθήσω είτε γιατί ασχολούμαι με κάτι άλλο είτε γιατί βρίσκομαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «γάμησέ με κι άφησέ με, ρε παιδάκι μου, αφού βλέπεις πως δεν είμαι στα καλά μου σήμερα!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- γάμησέ τα! μην τα υπολογίζεις, είναι ανάξια προσοχής, ενδιαφέροντος ή φροντίδας: «ό,τι έκανες μέχρι τώρα, γάμησέ τα κι ασχολήσου από δω και πέρα με καινούρια πράγματα». Συνών. βράσ’ τα! / χέσ’ τα(!) · βλ. και φρ. γάμησέ τα κι άφησέ τα(!)·
- γάμησέ τα κι άφησέ τα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου: πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα. Συνών. βράσ’ τα κι άσ’ τα! / χέσ’ τα κι άσ’ τα(!)·
- γάμησέ το! άσ’ το, μην το υπολογίζεις, μην ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό, γιατί είναι ανάξιο λόγου: «πού είναι το στιλό μου, ρε παιδιά; -Γάμησέ το!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. Συνών. βράσ’ το! / χέσ’ το(!)·
- γάμησέ το κι άφησέ το! επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- γάμησέ τον! μην τον υπολογίζεις, αδιαφόρησε γι’ αυτόν γιατί είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν το περίμενα να μου φερθεί τόσο σκάρτα αυτός ο άνθρωπος! -Γάμησέ τον!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. Συνών. βράσ’ τον! / χέσ’ τον(!)·
- γάμησέ τον κι άφησέ τον! επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- γαμώ και δέρνω, α. είμαι ο απόλυτος κυρίαρχος μιας κατάστασης: «απ’ τη μέρα που ανέλαβα τη διεύθυνση του εργοστασίου, γαμώ και δέρνω». β. έχω πολλά χρήματα, είμαι πολύ πλούσιος: «εγώ σου λέω ότι γαμώ και δέρνω κι αυτός μου ρωτάει ακόμα αν έχω λεφτά». γ. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου: «μετά την εγχείρηση που έκανα, γαμώ και δέρνω». δ. είμαι πολύ δυνατός: «μην τα βάλεις μαζί μου, γιατί γαμώ και δέρνω, στο λέω!»· βλ. και φρ. γαμεί και δέρνει·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια ή γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. λ. αφτί·
- γαμώ τα καντήλια μου! (γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας! / γαμώ τα πεθαμένα μου! / γαμώ τα πρέκια μου! / γαμώ τα ράμματά μου! / γαμώ τα υπουργεία μου! / γαμώ τη Βαγγελίστρα μου! / γαμώ τη γενιά μου! / γαμώ τη ζωή μου! / γαμώ τη μάνα μου! / γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με γένναγαν! / γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με πέταγαν! / γαμώ τη μάνα που με γένναγε! / γαμώ τη μάνα που με πέταγε! / γαμώ τη μολυβήθρα μου! / γαμώ τη ρίζα μου! / γαμώ τη ρίζα που με πέταγε! / γαμώ τη φάρα μου! / γαμώ τη φάρα που με πέταγε! / γαμώ τη φυλή μου! / γαμώ τη φύτρα μου! / γαμώ τη φύτρα που με πέταγε! / γαμώ την Εύα μου! / γαμώ την καταδίκη μου! / γαμώ την κοινωνία μου! / γαμώ την κολυμπήθρα μου! / γαμώ την Παναγία μου! / γαμώ την Πανακόλα μου! / γαμώ την Παναχαϊκή μου! / γαμώ την πίστη μου! / γαμώ την πουτάνα μου! / γαμώ την τρέλα μου! / γαμώ την τρύπα μου! / γαμώ το Δία μου! / γαμώ το Θεό μου! / γαμώ το καντήλι μου! / γαμώ το κέρατό μου! / γαμώ το μουνί μου! / γαμώ το μουνί που με γένναγε! / γαμώ το μουνί που με πέταγε! / γαμώ το ξεσταύρι μου! / γαμώ το σιμσιλέ μου! / γαμώ το σόι μου! / γαμώ το σόι που με γένναγε! / γαμώ το σόι που με πέταγε! / γαμώ το σπίτι μου! / γαμώ το στανιό μου! / γαμώ το σταυρό μου! / γαμώ το ταμτιριρί μου! / γαμώ το φελέκι μου! / γαμώ το Χριστό μου! / γαμώ τον Ανανία μου! / γαμώ τον αντίθεό μου! / γαμώ τον αντίχριστό μου! / γαμώ τον κώλο μου!), έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ την πίστη μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ, π.χ. γαμώ την πίστη μου γαμώ·
- γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! (γαμώ τα πεθαμένα σου! ή σου γαμώ τα πεθαμένα! / γαμώ τα πρέκια σου! ή σου γαμώ τα πρέκια! / γαμώ τα ράμματά σου! ή σου γαμώ τα ράμματα! / γαμώ τα υπουργεία σου! ή σου γαμώ τα υπουργεία! / γαμώ τη Βαγγελίστρα σου! ή σου γαμώ τη Βαγγελίστρα! / γαμώ τη γενιά σου! ή σου γαμώ τη γενιά! / γαμώ τη μάνα σου! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! ή σου γαμώ τη μάνα! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! / γαμώ τη μολυβήθρα σου! ή σου γαμώ τη μολυβήθρα! / γαμώ τη ρίζα σου! ή γαμώ τη ρίζα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη ρίζα! ή σου γαμώ τη ρίζα που σε πέταγε! / γαμώ τη φάρα σου! ή γαμώ τη φάρα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη φάρα ή σου γαμώ τη φάρα που σε πέταγε! / γαμώ τη φυλή σου! ή σου γαμώ τη φυλή! / γαμώ τη φύτρα σου! ή γαμώ τη φύτρα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη φύτρα! ή σου γαμώ τη φύτρα που σε πέταγε! / γαμώ την Εύα σου! ή σου γαμώ την Εύα! / γαμώ την καταδίκη σου! ή σου γαμώ την καταδίκη! / γαμώ την κοινωνία σου! ή σου γαμώ την κοινωνία! / γαμώ την κολυμπήθρα σου! ή σου γαμώ την κολυμπήθρα! / γαμώ την Παναγία σου! ή σου γαμώ την Παναγία! / γαμώ την Πανακόλα σου! ή σου γαμώ την Πανακόλα! / γαμώ την Παναχαϊκή σου! ή σου γαμώ την Παναχαϊκή! / γαμώ την πίστη σου! ή σου γαμώ την πίστη! / γαμώ την πουτάνα σου! ή σου γαμώ την πουτάνα! / γαμώ την τρέλα σου! ή σου γαμώ την τρέλα! / γαμώ την τρύπα σου! ή σου γαμώ την τρύπα! / γαμώ το Δία σου! ή σου γαμώ το Δία! / γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! / γαμώ το καντήλι σου! ή σου γαμώ το καντήλι! / γαμώ το κέρατό σου! ή σου γαμώ το κέρατο! / γαμώ το μουνί σου! ή γαμώ το μουνί που σε γέναγε! ή γαμώ το μουνί που σε πάταγε! ή σου γαμώ το μουνί! ή σου γαμώ το μουνί που σε γένναγε! ή σου γαμώ το μουνί που σε πέταγε! / γαμώ το ξεσταύρι σου! ή σου γαμώ το ξεσταύρι! / γαμώ το σιμσιλέ σου! ή σου γαμώ το σιμσιλέ! / γαμώ το σόι σου! ή γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή γαμώ το σόι που σε πέταγε! ή σου γαμώ το σόι! ή σου γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή σου γαμώ το σόι που σε πέταγε! / γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! / γαμώ το στανιό σου! ή σου γαμώ το στανιό! / γαμώ το σταυρό σου! ή σου γαμώ το σταυρό! / γαμώ το ταμτιριρί σου! ή σου γαμώ το ταμτιριρί! / γαμώ το φελέκι σου! ή σου γαμώ το φελέκι! / γαμώ το Χριστό σου! ή σου γαμώ το Χριστό! / γαμώ τον Ανανία σου! ή σου γαμώ τον Ανανία! / γαμώ τον αντίθεό σου! ή σου γαμώ τον αντίθεο! / γαμώ τον αντίχριστό σου! ή σου γαμώ τον αντίχριστο! / γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο!), α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «φύγε, γαμώ τα καντήλια σου από δίπλα μου, γιατί βρομοκοπάς πάλι κρασίλα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ·  
- γαμώ το γονιό σου! βλ. λ. γονιός·
- γαμώ το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- γαμώ το Χριστόφορο Κολόμβο που ανακάλυψε την Αμερική, βλ. λ. Αμερική·
- δε γαμάς! ή δε γαμείς! αδιαφόρησε, γιατί δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί του: «δε γαμάς, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι για τις βλακείες που λέει! || δε γαμείς, που κάθεσαι με τις ώρες και ψάχνεις για έναν παλιοαναπτήρα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε και άλλες φορές κλείνει με το μωρέ·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα! βλ. λ. καπέλο·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! βλ. λ. καπέλο·
- δε μας (με) γαμάς! ή δε μας (με) γαμείς! α. έκφραση αδιαφορίας: «δε μας γαμάς, που θα κάτσω να στενοχωριέμαι για τέτοια μικροπράγματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. β. άφησέ με επιτέλους ήσυχο(!): «δε με γαμείς, ρε φίλε, μ’ αυτή την γκρίνια σου!». γ. έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που μας ζητάει συνεχώς απαιτητικά πολλά και απίθανα πράγματα: «θέλεις να σε βοηθήσω στη δουλειά σου, να φέρω τη μάνα σου απ’ το νοσοκομείο στο σπίτι, να πάω τα παιδιά στο πάρτι του σχολείου τους, να σου δώσω κι εκατό χιλιάρικα δανεικά. Δε μας γαμείς!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κι από πάνω ή το κι από πάνω λέω ’γω και πολλές φορές επίσης συνεχίζεται με το να τελειώνουμε ή με το να ησυχάσουμε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι γαμώ! ή είναι και γαμώ! (στη νεοαργκό) θαυμαστική έκφραση με την έννοια είναι υπέροχος! είναι υπέροχο(!): «γνώρισα έναν τύπο, που είναι γαμώ! || γνώρισα μια γκόμενα που είναι και γαμώ! || πήρε ο τάδε μια μοτοσικλέτα, που είναι και γαμώ!»· βλ. και φρ. και γαμώ(!)·
- είναι και πολύ γαμώ! (στη νεοαργκό) επιτείνει την αμέσως παραπάνω έννοια: «γνώρισα μια γκόμενα, που είναι και πολύ γαμώ!»·
- εμ γαμάει, εμ σκούζει, δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ήταν: «δεν έχω δει τόσο αχάριστο άνθρωπο, γιατί εμ γαμάει, εμ σκούζει»·
- εμ δε γαμώ, εμ δεν κατεβαίνω, λέγεται ειρωνικά για ανίκανο άτομο, που δεν αποφασίζει να παραδώσει σε κάποιον ικανό αυτό που δεν μπορεί το ίδιο να φέρει σε πέρας: «δεν μπορώ να τον καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο! Εμ δε γαμώ, εμ δεν κατεβαίνω και θα πάει ακόμη μακριά η βαλίτσα μέχρι να τελειώσει η δουλειά;»·
- έμαθα να βελονιάζω και γαμώ το μάστορή μου, βλ. λ. μάστορας·
- έμαθα να μαστορεύω και γαμώ το μάστορή μου, βλ. λ. μάστορας·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- θα κάτσω να με γαμήσεις! βλ. λ. κάθομαι·
- θα σε γαμήσω, (και για τα δυο φύλα) θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε γαμήσω». Εδώ, πολλές φορές, ακούγεται από κάποιον τρίτο που παρευρίσκεται στην κουβέντα το: σιγά το κακό που θα του (της) κάνεις ή το ναι μωρέ, κακό θα του (της) κάνεις, με την έννοια πως αντί για τιμωρία ή πράξη μας αυτή θα τον (την) ευχαριστήσει·
- θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα τον γαμήσω, α. θα τον καταξεφτελίσω, θα τον καταντροπιάσω: «αν τον πετύχω πουθενά, θα τον γαμήσω μπροστά στον κόσμο». β. θα τον δείρω πολύ άγρια: «αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον γαμήσω»·
- (και) άντε και γαμήσου! επιτείνει το γαμήσου(!)·
- και γαμώ! (στη νεοαργκό) έκφραση υπερβολής για κάτι καλό ή κακό: «γνώρισα μια γκόμενα και γαμώ! || γνώρισα έναν τύπο και γαμώ τους τύπους! || στην εκδρομή περάσαμε και γαμώ! || έγινε ένα μάλωμα και γαμώ!»· βλ. και φρ. είναι γαμώ(!)·
- και γαμώ τη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- και πολύ γαμώ! (στη νεοαργκό) επιτείνει το και γαμώ(!)·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- μας γάμησε με άμμο ή με γάμησε με άμμο, βλ. λ. άμμος·
- μας γάμησε χωρίς σάλιο ή με γάμησε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με γάμησε, (για δουλειές ή υποθέσεις) με κούρασε πολύ, με ταλαιπώρησε: «με γάμησε αυτή η δουλειά μέχρι να την τελειώσω»· (για πρόσωπα) μου έγινε πολύ φορτικός, πολύ ενοχλητικός: «ήρθε το πρωί να μου πει μια καλημέρα στο γραφείο μου και με γάμησε μέχρι να φύγει»·
- με τα λεφτά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. λ. λεφτά·
- με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. λ. παράς·
- μη γαμάς κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- μη γαμάς τόσο πολύ, θα στραβοψωλιάσεις βλ. λ. στραβοψωλιάζω·
- μπρος εμείς και δε γαμείς! έκφραση άκρατου ατομικισμού με την έννοιαας είμαι καλά εγώ και δε με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- να σε γαμήσω! α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κάποιον ή για κάτι που μας δημιουργεί προβλήματα: «να σε γαμήσω, φύγε ανάμεσα απ’ τα πόδια μου! || να σε γαμήσω, κι όμως στο τέλος θα σε ξεβιδώσω!». β. λέγεται και στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε σε κάποιον μια συγκρατημένη περιφρόνηση αλλά και συμπάθεια: «να σε γαμήσω! Πόσες φορές θα στο πω πως δε γίνεται έτσι η δουλειά; || να σε γαμήσω! Πώς ρε κατάφερες και μπήκες πάλι μέσα χωρίς εισιτήριο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. να σε βράσω! / να σε χέσω(!)· 
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, βλ. λ. κώλος·
- όποιος βρίσκει και γαμεί, τύφλα έχει να παντρευτεί, βλ. λ. τύφλα·
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- πάει να γαμήσει, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, βλ. λ. κώλος·
- σάλτα και γαμήσου! βλ. λ. σαλτάρω·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις, βλ. λ. παιδί·
- σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη, βλ. λ. αγγουράκι·
- σου γαμώ την κολυμπήθρα, βλ. λ. κολυμπήθρα·
- στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω! ή στο τέλος θα μας γαμήσει κιόλας! λέγεται για άτομο που είναι υπερβολικά απαιτητικό: «όσο υποχωρώ τόσο και περισσότερα ζητάει, κι όπως πάει, στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω!»·
- τα γάμησα, απέτυχα εντελώς: «πήγα να κάνω κι εγώ μια δουλειά και τα γάμησα»·
- τα γαμώ (ενν. τα λεφτά μου), δεν τα υπολογίζω, τα ξοδεύω: «αν φτάσουμε στο σημείο να μαλώσουμε για τα λεφτά, εγώ τα γαμώ, στο λέω || ας μου πέσουν λεφτά στα χέρια και να δεις πώς τα γαμώ»·
- τα γαμώ όλα, βλ. λ. όλος·
- τα γαμώ τη μάνα (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ. μάνα·
- τα γαμώ τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, βλ. λ. περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- τη γάμησα ή τη γαμήσαμε ή την έχω γαμήσει ή την έχουμε γαμήσει, περιήλθα σε δεινή θέση, σε απελπιστική κατάσταση: «αν μάθουν πως έβαλα χέρι στο ταμείο, τη γάμησα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. την πούτσισα ή έχω πουτσίσει ή την έχουμε πουτσίσει·
- τη γεγάμηκα ή τη γεγαμήκαμε, (μίμηση της αρχαϊκής γλώσσας χάριν αστεϊσμού) βλ. φρ. τη γάμησα·
- το γάμησα, α. επιδόθηκα υπερβολικά σε κάτι, γιατί το λαχταρούσα ή το ποθούσα πολύ: «είπαμε να ξενυχτάμε, αλλά το γάμησα || είχα καιρό να πιω και, όταν έκατσα να πιω, το γάμησα || ήταν τόσο ωραίο το φαγητό, που το γάμησα». β. (για μηχανήματα) το χάλασα, το κατάστρεψα: «σου ’δωσα τ’ αυτοκίνητο μου να κάνεις μια βόλτα κι εσύ το γάμησες». Συνών. το ξέσκισα·
- το γάμησα τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- το γάμησα τα ήπατα, (για αντικείμενα, ιδίως για μηχανήματα), βλ. λ. ήπατα·
- το γαμήσαμε και ψόφησε, κάναμε υπερβολικά κάτι, το παρακάναμε: «είπαμε να πιούμε ένα ποτηράκι, αλλά εμείς το γαμήσαμε και ψόφησε, γιατί γίναμε σκνίπα»·
- τον γαμάς ή δεν τον γαμάς! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογήσουμε τη δυναμική αντίδρασή μας εναντίον κάποιου ή να υπογραμμίσουμε την ορθότητα της δυναμικής μας αντίδρασης εναντίον κάποιου: «απ’ τη στιγμή που του ’πα χίλιες φορές να μην ξαναπειράξει την κόρη μου κι αυτός συνέχισε να την πειράζει, τον γαμάς ή δεν τον γαμάς!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε και κλείνει με το κύριε πρόεδρε, δημιουργώντας μια υποθετική σκηνή δικαστηρίου από την εντύπωση που επικρατεί γενικά στο πλατύ κοινό πως οι μισοί Έλληνες σήμερα κατέχουν και κάποιο προεδριλίκι·
- τον γάμησα, α. τον καταξεφτέλισα, τον καταντρόπιασα: «επειδή με κατηγορεί συνέχεια, τον έπιασα έξω απ’ το καφενείο και τον γάμησα μπροστά στον κόσμο». β. τον έδειρα πολύ άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησα, τον κατατρόπωσα: «τον έπιασε στα χέρια του και τον γάμησε». γ. τον κατανίκησα σε κάποιο παιχνίδι: «παίξαμε τάβλι και τον γάμησα» δ. τον ταλαιπώρησα μέχρι να εκπληρώσω κάποια υπόσχεση ή υποχρέωσή μου προς αυτόν: «του χρωστούσα δανεικά και τον γάμησα μέχρι να του τα επιστρέψω». Συνών. τον ξέσκισα·
- του γαμώ τα καντήλια (του γαμώ τα ήπατα / του γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας / του γαμώ τα πεθαμένα / του γαμώ τα πρέκια / του γαμώ τα ράμματα / του γαμώ τα υπουργεία / του γαμώ τη Βαγγελίστρα / του γαμώ τη γενιά / του γαμώ τη μάνα ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που το γένναγαν ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον πέταγαν / του γαμώ τη μάνα που τον γένναγε ή του γαμώ τη μάνα που τον πέταγε / του γαμώ τη μολυβήθρα / του γαμώ τη ρίζα ή του γαμώ τη ρίζα που τον πέταγε / του γαμώ τη φάρα ή του γαμώ τη φάρα που τον πέταγε / του γαμώ τη φυλή / του γαμώ τη φύτρα ή του γαμώ τη φύτρα που τον πέταγε / του γαμώ την Εύα / του γαμώ την καταδίκη / του γαμώ την κοινωνία / του γαμώ την κολυμπήθρα / του γαμώ την Παναγία / του γαμώ την Πανακόλα / του γαμώ την Παναχαϊκή / του γαμώ την πίστη / του γαμώ την πουτάνα / του γαμώ την τρύπα / του γαμώ το Δία / του γαμώ το Θεό / του γαμώ το κέρατο / του γαμώ το μουνί ή του γαμώ το μουνί που το γένναγε ή του γαμώ το μουνί που τον πέταγε / του γαμώ το ξεσταύρι / του γαμώ το σιμσιλέ / του γαμώ το σόι ή του γαμώ το σόι που τον γένναγε ή του γαμώ το σόι που τον πέταγε / του γαμώ το σπίτι / του γαμώ το σταυρό / του γαμώ το ταμτιριρί / του γαμώ το Χριστό / του γαμώ τον Ανανία / του γαμώ το φελέκι / του γαμώ τον αδόξαστο / του γαμώ τον αντίθεο / του γαμώ τον αντίχριστο / του γαμώ τον κώλο), α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τα καντήλια». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «επειδή γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, ο πατέρας του του γάμησε τα καντήλια ||τον έπιασε έξω στο δρόμο και του γάμησε τα καντήλια». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- ώρα που γαμούν οι γύφτοι, βλ. λ. ώρα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, βλ. λ. κώλος.

γέρος

γέρος, ο, θηλ. γριά, η, ουσ. [<μσν. γέρος <αρχ. γέρων], ο γέρος. 1. (χαϊδευτικά) ο ηλικιωμένος σύζυγος: «θα πάρω το γέρο μου και θα πάμε νωρίς για ύπνο». 2. (χαϊδευτικά) ο ηλικιωμένος πατέρας: «θα πάω νωρίς στο σπίτι, γιατί με περιμένει ο γέρος μου». (Τραγούδι: μείνανε ορφανά τα μαξιλάρια κι αν ξυπνήσει ο γέρος τι χαμπάρια). 3. στον πλ. οι γέροι, (χαϊδευτικά) οι ηλικιωμένοι γονείς: «το βράδυ θ’ αργήσουν να ’ρθουν οι γέροι μου στο σπίτι». Θεωρείται επίδειξη μαγκιάς από κάποιον νεαρό να αποκαλεί τον πατέρα του γέρο και τη μητέρα του γριά ή τους γονείς του γέρους, ακόμη και όταν αυτοί δεν είναι ηλικιωμένοι. Οι πιο παλιοί ίσως θα θυμούνται το παιδικό πείραγμα σε ηλικιωμένο σύζυγο που γινόταν εν χορώ: γέρο, γέρο, τη γριά σου την ξέρω, δώσε μου ένα τάλιρο να πάω να στη φέρω· βλ. και λ. γριά. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- γερο λαδάς, βλ. λ. λαδάς·
- γερο πλάτανος, βλ. λ. πλάτανος·
- δεν είναι και κανένας γέρος! δεν είναι γέρος: «ο πατέρας μου είναι ηλικιωμένος, αλλά ο πατέρας σου δεν είναι και κανένας γέρος!»·
- είναι του γέρου τα κανάκια σαν νερόβραστα σπανάκια, οι ερωτικές εκδηλώσεις των ηλικιωμένων είναι άνοστες και σαχλές: «μπορεί να έχουν πείρα οι μεγάλοι στα ερωτικά, αλλά και η δική της πείρα λέει πως είναι του γέρου τα κανάκια σαν νερόβραστα σπανάκια»·  
- είχαμε τη γριά λεχούσα, γέννησε κι ο γέρος, βλ. λ. γριά·
- κάθε γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. λ. πορδή·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου, είναι προτιμότερο για μια γυναίκα να έχει για σύντροφό της κάποιον ηλικιωμένο που την αγαπά παρά κάποιον νέο που την κακομεταχειρίζεται: «παντρεύτηκε έναν που έχει τα διπλάσιά της χρόνια, αλλά από την πείρα της γνωρίζει πως καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου»· 
- κοιμήθηκα νέος και ξύπνησα γέρος, δηλώνει πως η ζωή περνάει πάρα πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε: «ούτε που κατάλαβα , παιδάκι μου, πώς πέρασε η ζωή μου. Κοιμήθηκα νέος και ξύπνησα γέρος»·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- να τρώει ο γέρος και στη γριά να μη δίνει ή να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά τσιγκούνης: «αυτός θα σου δώσει δανεικά! Αυτός, αγόρι μου, είναι να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει». β. το φαγητό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ νόστιμο: «μας σερβίρισαν ένα φαγητό, να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει». Συνών. να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει·
- ο γέρος ή από πέσιμο (πάει) ή από χέσιμο, δυο διαπιστωμένες αιτίες από τις οποίες μπορεί, εκτός των άλλων, να πεθάνει ένα πολύ ηλικιωμένο άτομο, τα κατάγματα και οι γαστρεντερίτιδες. Συνήθως λέγεται συμβουλευτικά σε ηλικιωμένο άτομο για να προσέχει. Πολλές φορές, διακρίνουμε και μια δόση ειρωνείας·
- ο Γέρος της Δημοκρατίας, προσωνυμία του πολιτικού Γεωργίου Παπανδρέου: «ο Γέρος της Δημοκρατίας, υπήρξε δεινός ρήτορας»·
- ο Γέρος του Μοριά, προσωνυμία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «ο Γέρος του Μοριά, υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία στην εθνεγερσία του 1821»·
- όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας, όποιος δεν ακούει τις συμβουλές ανθρώπων που έχουν πείρα, τότε φτάνει σε μια επιτυχία με μεγάλη δυσκολία: «να συμβουλεύεσαι τους γεροντότερους, όταν πρόκειται να κάνεις μια δουλειά, γιατί, όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας»·  
- οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- πήγε (χαμένος) σαν το γερο Μασούρα ή πήγε (χαμένος) σαν το γέρο το Μασούρα, βλ. λ. Μασούρας·
- τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος, η τεμπελιά κάποιου νέου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στα γεροντάματά του: «δούλεψε σκληρά τώρα που είσαι νέος και πάψε να τεμπελιάζεις, γιατί τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος»·
- τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα, βλ. λ. γεράματα.

ζούρλα

ζούρλα, η ουσ. [<ζουρλός + κατάλ. -α], η ζούρλα. 1. η τρέλα, η παλαβομάρα: «όταν τον πιάνει η ζούρλα, γίνεται άλλος άνθρωπος». 2. η παράλογη πράξη, το ξεμυάλισμα: «άσε τις ζούρλες και προχώρησε τη δουλειά αργά και συστηματικά || του ’ρθε μεγάλη ζούρλα στα εξήντα του για μια εικοσάρα και διέλυσε την οικογένειά του». 3. (ειρωνικά) η μεγάλη μανία, το μεγάλο πάθος για κάτι: «η μεγάλη ζούρλα του είναι το υποβρύχιο ψάρεμα || η ζούρλα του είναι τ’ αγωνιστικά αυτοκίνητα». 4. (γενικά) κάθε παράξενη ή εκκεντρική συμπεριφορά: «η ζούρλα του είναι να ντύνεται παρδαλά και να κυκλοφορεί εκεί που συχνάζει κόσμος»·
- γίνεται ζούρλα, επικρατεί αφόρητη, εκνευριστική κατάσταση, ιδίως από πολυκοσμία: «σήμερα, πρώτη μέρα των εκπτώσεων, γινόταν ζούρλα στην αγορά»·
- είναι ζούρλα, βλ. φρ. έχει ζούρλα·
- έχει ζούρλα, είναι ζουρλός, τρελός, παλαβός: «πρόσεχε πώς θα τον συμπεριφερθείς, γιατί έχει ζούρλα ο άνθρωπος»·
- έχει ζούρλα με...., έχει πάθος με...: «ο τάδε έχει ζούρλα με τα σπορ αυτοκίνητα || κάθε Κυριακή είναι στο γήπεδο, γιατί έχει ζούρλα με το ποδόσφαιρο»·
- ζούρλα που τον δέρνει! επιφωνηματική έκφραση για τις ενέργειες ζουρλού ατόμου·
- κάνει ζούρλες, βλ. φρ. κάνει ζουρλαμάρες, λ. ζουρλαμάρα·
- λέει ζούρλες, βλ. φρ. λέει ζουρλαμάρες, λ. ζουρλαμάρα.

καημός

καημός, ο, ουσ. [<μσν. καημός, από τον αόρ. κάηκα του ρ. καίγομαι + κατάλ. -μος], ο καημός. 1. μεγάλος ερωτικός πόθος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, έχει καημό για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτά μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε). 2. στενοχώρια, λύπη, παράπονο που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία: «έχει μεγάλο καημό, γιατί ο γιος του δεν πέρασε πάλι στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν θα γυρνάμε στο σπίτι την αυγή, να μ’ αγκαλιάζεις με αγάπη, με στοργή, μες τα φιλιά σου ο καημός μου να πνιγεί και όπου βγει). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, έλα να σε στείλω κάπου. -Άλλον καημό δεν είχα! Το ξέρεις πω μόλις τελειώσω τη δουλειά που κάνω, πρέπει να μεταφέρω στο υπόγειο το εμπόρευμα που ξεφόρτωσε το φορτηγό πάνω στο πεζοδρόμιο; || πρέπει να πάμε κι εμείς στη γιορτή του τάδε. -Άλλον καημό δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να βάλεις ένα χεράκι να τακτοποιήσω το υπόγειο; -Άλλο καημό δεν είχαμε! Έχω τόσες δουλειές, που δεν αδειάζω || μην ξεχάσεις να μου φέρεις την αθλητική φόρμα που σου ζήτησα. -Άλλο καημό δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στη φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα· 
- βάζω καημό, στενοχωριέμαι, λυπούμαι, παραπονιέμαι, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε κάποια επιθυμία μου: «έβαλε καημό, επειδή δεν πήγε διακοπές το καλοκαίρι || μόλις του πάει κάτι λίγο στραβά, βάζει καημό ο βλάκας». (Λαϊκό τραγούδι: αγόρι μου γλυκό σε πονώ, μην αμφιβάλεις και καημό μη βάλεις στον κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ 
- έξω ντέρτια και καημοί! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω φτώχεια και καημοί! βλ. λ. φτώχεια·
- καημό το ’χω, α. έχω έντονη επιθυμία να πραγματοποιήσω κάτι: «καημό το ’χω αυτό το ταξίδι». β. νιώθω έντονη λύπη, έντονο παράπονο, που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία μου: «καημό το ’χω να μου ’ρθουν κι εμένα μια φορά τα πράγματα ευνοϊκά»·
- καθένας με τον καημό του, καθένας σκέφτεται, μιλάει, ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν, που τον ταλαιπωρούν: «είναι ανθρώπινο ν’ ασχολείται ο καθένας με τον καημό του». (Λαϊκό τραγούδι: καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του έτσ’ είμαστε όλοι εμείς οι ναυτικοί). Συνών. καθένας με τον πόνο του· βλ. και φρ. καθένας με το πρόβλημά του, λ. πρόβλημα·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθεις ακριβώς στην ώρα του ραντεβού μας, θα σηκωθώ και θα φύγω. -Κι είχα έναν καημό!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- λέω τον καημό μου, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που με απασχολεί έντονα και μου δημιουργεί ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που λέω τον καημό μου στο φίλο μου, νιώθω καλύτερα»·
- μ’ αυτόν τον καημό πήγε, βλ. φρ. πήγε με τον καημό·
- με δέρνει ο καημός ή με δέρνουν οι καημοί, υποφέρω από κάποιον ψυχικό ή ερωτικό πόνο: «με δέρνει ο καημός, επειδή για τρίτη χρονιά δεν πέρασε ο γιος μου στο πανεπιστήμιο || με δέρνει ο καημός γι’ αυτή τη γυναίκα κι ούτε που τη νοιάζει». (Λαϊκό τραγούδι: μικρή νησιωτοπούλα, σαν κύμα του γιαλού με δέρνει ο καημός σου και έχασα το νου). Στον τύπο με δέρνει ένας καημός! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι καημός(!)·
- με τρώει ο καημός, με φθείρει ψυχικά: «με τρώει ο καημός απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν τρέχει τίποτα κι ούτε καημός με τρώει· αν είν’ καλά, βρε μάγκες μου, το μαύρο κομπολόι
- πήγε με τον καημό, πέθανε χωρίς να προλάβει να ζήσει κάτι που επιθυμούσε πολύ ή χωρίς να διευθετήσει μια στενόχωρη κατάσταση, χωρίς να απαλλαγεί από μια πηγή δυστυχίας: «πήγε με τον καημό να δει κάποτε το γιο του στον ίσιο δρόμο! || πήγε με τον καημό να δει την κόρη του αποκαταστημένη»· βλ. και φρ. τον έφαγε ο καημός·
- πνίγω τον καημό μου, δεν αφήνω να εκδηλωθεί κάποιος ψυχικός ή ερωτικός μου πόνος: «παρόλο το θάνατο του πατέρα μου πνίγω τον καημό μου, για να μη στενοχωρώ την οικογένειά μου || κάθε φορά που τη βλέπω πνίγω τον καημό μου, για να μην της δίνω χαρά που μ’ απέρριψε»· 
- το ’χω καημό, βλ. φρ. καημό το ’χω·
- τον έφαγε ο καημός, πέθανε από έντονη λύπη, γιατί δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει κάτι που επιθυμούσε: «δεν μπόρεσε να γλιτώσει την επιχείρησή του απ’ τη χρεοκοπία και τον έφαγε ο καημός»· βλ. και φρ. πήγε με τον καημό·
- του ’φυγε ο καημός, πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του: «επιτέλους, αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και του ’φυγε ο καημός».
 καθαρίζομαι, ρ. [<καθαρίζω], καθαρίζομαι. 1. σκοτώνομαι: «μέχρι τώρα καθαρίστηκαν κι απ’ τις δυο συμμορίες πέντε άτομα». 2. πεθαίνω: «στην Κατοχή καθαρίστηκε ένα σωρό κόσμος από την πείνα». 3. απαλλάσσομαι από κάτι που είναι βλαβερό, επιζήμιο ή άχρηστο, επανέρχομαι στη φυσιολογική κατάσταση, ξεκαθαρίζομαι: «πρέπει να καθαριστεί απ’ τους ημέτερους η διοίκηση για να μπορέσουν να μπουν οι σωστές βάσεις για την ανάπτυξη || τώρα που καθαρίστηκε η θέση σου, μπορείς να ξανακυκλοφορήσεις χωρίς να φοβάσαι τίποτα». 4. χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε τυχερό παιχνίδι: «κάθισα να παίξω μ’ ένα σωρό λεφτά και καθαρίστηκα εντελώς». (Λαϊκό τραγούδι: και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, ωσότου να καθαριστούν, τον αργιλέ να θυμηθούν).

κατάρα

κατάρα, η, ουσ. [<αρχ. κατάρα]. 1. θεϊκή επίκληση ή  επίκληση υπερφυσικών δυνάμεων από κάποιον, ώστε να πάθει κάποιος κάτι κακό, ο αναθεματισμός: «απ’ τα στόματα όλων ακούγονταν βαριές κατάρες για το δολοφόνο». 2. η μεγάλη δυστυχία, η συμφορά, η αθλιότητα, η κακοδαιμονία που κατατρέχει κάποιον ή που λυμαίνεται έναν χώρο: «κάποια κατάρα βαραίνει αυτή την οικογένεια και κάθε τόσο θρηνεί και κάποιο μέλος της || μην μπλέξεις μ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί, όσοι την ξέρουν, λένε πως η ζωή μαζί της είναι σκέτη κατάρα || ο πόλεμος είναι κατάρα». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γυρίζει σαν την άδικη κατάρα, βλ. φρ. τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα·
- δίνω μαύρες κατάρες, βλ. φρ. ρίχνω μαύρες κατάρες·
- έπιασαν οι κατάρες μου, πραγματοποιήθηκαν: «επιτέλους έπιασαν οι κατάρες μου κι αποκαλύφθηκαν οι απατεωνιές του»·
- κατάρα τη στιγμή, κατάρα για τη στιγμή που συνέβη κάτι κακό ή για κάτι που εκ των υστέρων αποδείχτηκε κακό: «κατάρα τη στιγμή που σε γνώρισα». (Τραγούδι: ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή,σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- με δέρνει κατάρα, βασανίζομαι, δυστυχώ, ταλαιπωρούμαι διαρκώς: «με την κατάρα που με δέρνει, πώς θέλεις να προκόψω στη ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: κατάρα με δέρνει βαριά, γι’ αυτό δε γνωρίζω χαρά
- οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο, έπαθε ο ίδιος αυτό που καταριόταν να πάθει κάποιος άλλος: «είναι κακός άνθρωπος, γι’ αυτό οι κατάρες του για τον τάδε γύρισαν στον ίδιο»·
- οι κατάρες του έπεσαν απάνω του, βλ. φρ. οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο·
- ρίχνω μαύρες κατάρες, καταριέμαι κάποιον με πάθος: «σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης οι συγγενείς του νεκρού έριχναν μαύρες κατάρες στο δολοφόνο»·
- σου αφήνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- σου δίνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- τρέχει σαν την άδικη κατάρα, βασανίζεται, αγωνίζεται μάταια: «απ’ το πρωί τρέχει σαν την άδικη κατάρα να βρει μια δουλειά, αλλά τίποτα»·
- τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα, περιφέρεται άσκοπα εδώ και εκεί: «δεν τον κάνει κανείς παρέα και τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα». Από το ότι, όταν κάποιος καταριέται κάποιο άτομο άδικα, τότε η κατάρα του δεν πιάνει, πέφτει στο κενό.

κεραμίδι

κεραμίδι, το, ουσ. [<μσν. κεραμίδιν <μτγν. κεραμίδιον, υποκορ. του αρχ. κεραμίς], το κεραμίδι. 1. το σπίτι: «το κεραμίδι είναι απαραίτητο για να παντρευτεί σήμερα ένα ζευγάρι». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το γείσο του πηλικίου καθώς και της τραγιάσκας: «έπιασε την τραγιάσκα του απ’ το κεραμίδι της και την ανέμισε στον αέρα». Από παρομοίωση του γείσου του πηλικίου ή της τραγιάσκας με το κεραμίδι που προεξέχει από την άκρη της στέγης. (Λαϊκό τραγούδι: από μικρός στον Πειραιά στο κεραμίδι και στο μύδι ούτε και σπίτι απόχτησες ούτε και κεραμίδι), λογοπαίγνιο που γίνεται ανάμεσα στο κεραμίδι (= σπίτι) με το κεραμίδι (= γείσο), ενώ η αναφορά στο μύδι πρόκειται για εμπόριο θαλασσινών. 3. στον πλ. τα κεραμίδια, στέγη από κεραμίδια: «πρέπει να φωνάξω έναν μάστορα, γιατί αρκετά από τα κεραμίδια είναι σπασμένα»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω δικό μου κεραμίδι, είμαι ιδιοκτήτης σπιτιού: «ευτυχώς που έχω δικό μου κεραμίδι και γλίτωσα απ’ τα νοίκια»·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! βλ. λ. Θεός·
- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, βλ. λ. κατώι·
- ο πηλός αν δε δαρθεί, κεραμίδι δε γίνεται, χωρίς κόπο και φροντίδα δεν πετυχαίνουμε στο σκοπό μας: «πρέπει να κοπιάσεις για να πετύχεις στη ζωή σου γιατί, ο πηλός αν δε δαρθεί, κεραμίδι δε γίνεται»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, βλ. λ. σπίτι·
- στάζουν τα κεραμίδια, (στη γλώσσα της αργκό) πάσχω από βλεννόρροια: «πώς να μη στάζουν τα κεραμίδια μ’ αυτές τις άπλυτες που γυρνάς κάθε τόσο;»·
- τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια! αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι πράγμα αυτονόητο, αυταπόδεικτο, δε χρειάζεται και καμιά σπουδαία σκέψη για να καταλάβει κανείς περί τίνος πρόκειται·
- τρέχει το κεραμίδι, (στη γλώσσα της αργκό) περνώ μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, μεγάλες φτώχειες: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε ένα ευρώ, φίλε μου, γιατί, απ’ τη μέρα που ’πεσαν έξω οι δουλειές μου, τρέχει το κεραμίδι». (Λαϊκό τραγούδι: τόσες μήνες λαχταρούσα να σε δω· μα δεν μπορούσα. Ήρθες τώρα π’ άρχισε να βρέχει και το κεραμίδι τρέχει). Από την εικόνα του ατόμου που είναι τόσο φτωχό, που δεν έχει τη δυνατότητα να επισκευάσει τα κεραμίδια της στέγης του σπιτιού του.

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

μαλακία

μαλακία, η, ουσ. [<αρχ. μαλακία], ο αυνανισμός. 1. βλακώδης λόγος ή ενέργεια, ανόητη πράξη ή λόγος: «τι μαλακία ήταν αυτή που είπες! || τι μαλακία ήταν αυτή που έκανες!». 2. έργο τέχνης ή δημόσιο θέαμα πολύ κακής ποιότητας: «διάβασα ένα βιβλίο που ήταν μαλακία || είδα ένα κινηματογραφικό έργο σκέτη μαλακία». 3. στον πλ. οι μαλακίες, λόγια ψεύτικα, ανόητα, χωρίς περιεχόμενο, πράξεις ανόητες, χωρίς περιεχόμενο: «άσε τις μαλακίες και μίλα σοβαρά». Υποκορ. μαλακιούλα, η. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να ’χει το γαμήσι, έκφραση που υποστηρίζει πως πολλές φορές η μαλακία προσφέρει μεγαλύτερη ηδονή από τη σεξουαλική πράξη. (Τραγούδι: αλλά εγώ το ’χα αποφασίσει αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να ’χει το γαμήσι κι ώσπου να ’ρθει αυτό που θα με συγκλονίσει, θα ταξιδεύω μόνος μου στον κόσμο της ντροπής
- βαράω μαλακία, βλ. φρ. τραβώ μαλακία·  
- βαράω μια μαλακία, βλ. φρ. τραβώ μια μαλακία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι, λέει και κάνει συνεχώς ανοησίες, βλακείες, είναι πολύ μαλάκας, μεγάλος μαλάκας: «κάνει ό,τι του κατέβει, γιατί η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι»·
- η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. φρ. η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι·
- η μαλακία του κατεβάζει ντακότα, βλ. φρ. η μαλακία του σταματάει τρένο·
- η μαλακία του πλέκει πουλόβερ, βλ. συνηθέστ. η μαλακία του σταματάει τρένο·
- η μαλακία του ρίχνει ντουβάρι, βλ. φρ. η μαλακία του σταματάει τρένο·
- η μαλακία του σταματάει τρένο, είναι πολύ ανόητος, πολύ βλάκας, πολύ μαλάκας: «είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η μαλακία του σταματάει τρένο || είναι τόσο μαλάκας, που η μαλακία του σταματάει τρένο»·
- θα σε φάει η μαλακία, λέγεται υποτιμητικά σε άτομο που κάνει συνεχώς βλακείες, ανοησίες·
- κάνω μαλακία ή κάνω μαλακίες, α. ενεργώ απερίσκεπτα, ηλίθια: «αφού κάνεις μαλακίες, καλά να πάθεις τώρα που τα τραβάς». β. κάνω άσχημα μια εργασία, μια κατασκευή: «ποιος έκανε αυτή τη μαλακία και θέλει λεφτά κι από πάνω!»·
- λέω μαλακία ή λέω μαλακίες, λέω ανοησίες, βλακείες: «κάθε φορά που θ’ ανοίξεις το στόμα σου, δε λες τίποτ’ άλλο από μαλακίες»·
- μαλακία που τον δέρνει! α. έκφραση που χαρακτηρίζει μειωτικά τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου: «πάλι έχασε όλα του τα λεφτά στα χαρτιά. -Μαλακία που τον δέρνει! || ερωτεύτηκε μια πιτσιρίκα και θέλει να χωρίσει τη γυναίκα του. -Μαλακία που τον δέρνει!». β. έκφραση που χαρακτηρίζει μειωτικά τη μαλθακότητα, τη χαυνότητα κάποιου: «τι μαλακία που τον δέρνει! Με το ρυθμό που δουλεύει, δε θα τελειώσει τη δουλειά ούτε σε δέκα χρόνια!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι μαλακία(!)·
- μαλακία το ανάγνωσμα ή μαλακίες το ανάγνωσμα, βλ. λ. ανάγνωσμα·
- με βρήκες μαλακό κι εκμεταλλεύεσαι τη μαλακία μου, λογοπαίγνιο που γίνεται ανάμεσα στο μαλακός και μαλακία·
- πετώ μαλακία ή πετώ μαλακίες, βλ. φρ. λέω μαλακία·
- ρίχνω μια μαλακία, λέω μια ανοησία, μια βλακεία: «έριξες μια μαλακία και μας έκανες άνω κάτω!»· βλ. και φρ. τραβώ μια μαλακία·
- τον δέρνει μαλακία! βλ. φρ. μαλακία που τον δέρνει(!)·
- τραβώ μαλακία, αυνανίζομαι και, κατ’ επέκταση, χάνω τον καιρό μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «τον έπιασα να τραβάει μαλακία μέσ’ στ’ αποχωρητήριο || εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τραβάει μαλακία»· βλ. και φρ. τραβώ μια μαλακία·
- τραβώ μια μαλακία, αυνανίζομαι: «χτες βράδυ τράβηξα μια μαλακία, που την κατευχαριστήθηκα»·
- χτυπώ μαλακία, βλ. συνηθέστ. τραβώ μαλακία·
- χτυπώ μια μαλακία, βλ. συνηθέστ. τραβώ μια μαλακία.

μπόρα

μπόρα, η, ουσ. [<ιταλ. bora <λατιν. boreas <ελλ. βορέας]. 1. δυνατή και ξαφνική βροχή που περνάει γρήγορα. 2. η θύελλα, η καταιγίδα: «όσο κρατούσε η μπόρα, δεν ξεμύτισε κανείς απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τι τη θέλεις και την κλείνεις; να μπω μέσα δε μ’ αφήνεις· είναι συννεφιά και μπόρα και τι θ’ απογίνω τώρα;). 3. πολύ δύσκολη κατάσταση: «του έτυχε μεγάλη μπόρα και δεν ξέρει τι να κάνει ο άνθρωπος! || έμεινε κλεισμένος στο σπίτι του, μέχρι να περάσει η μπόρα». (Λαϊκό τραγούδι: αφ’ ότου μας επλάκωσε της Κατοχής η μπόρα,τ’ αντάρτικο εφούντωσε σε όλη μας τη χώρα). 4. στον πλ. οι μπόρες, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες, οι συμφορές: «τον τσάκισαν οι μπόρες της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: μόνος μου, μόνος μου στα βάσανα στις μπόρες κανείς δεν ήρθε να με δει στις δύσκολες τις ώρες). Συνών. αστροπελέκι (3β) / κεραυνός (2)·
- έπιασε (η) μπόρα, άρχισε δυνατή και ξαφνική βροχή: «καθυστέρησα να ’ρθω, γιατί, όπως ερχόμουν, έπιασε μπόρα και μπήκα σ’ ένα μπαράκι, μέχρι να τελειώσει». (Λαϊκό τραγούδι: δώδεκα και πέντε πήγε η ώρα και σε περιμένω στο στενό, άργησες να ’ρθεις και έπιασε η μπόρα στην καρδιά μου και στον ουρανό
- κι όποιον πάρει η μπόρα, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε κι όποιον πάρει η μπόρα || πυροβολούσε στον αέρα κι όποιον πάρει η μπόρα». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει ο χάρος / κι όποιον πάρει το ποτάμι·
- με δέρνουν οι μπόρες, περνώ βάσανα, δύσκολες καταστάσεις: «πώς να προκόψω στη ζωή μου, απ’ τη στιγμή που με δέρνουν συνέχεια οι μπόρες;». (Λαϊκό τραγούδι: και τώρα που σε δέρνουν οι μπόρες στη ζωή, εγώ θα σε γλιτώσω απ’ την καταστροφή). Στον τύπο με δέρνουν κάτι μπόρες! επιτείνεται η έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι μπόρες(!)·
- με χτυπούν μπόρες, περνώ δύσκολες καταστάσεις, βασανίζομαι. (Λαϊκό τραγούδι: με χτυπούνε χίλιες μπόρες κι όμως πού να στηριχθώ, σκαλοπάτι, σκαλοπάτι διαρκώς κατρακυλώ). Στον τύπο με χτυπούν κάτι μπόρες επιτείνεται η έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι μπόρες! Συνών. με χτυπούν αστροπελέκια / με χτυπούν κεραυνοί·
- μπόρα είναι (και) θα περάσει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε σε κάποιον κουράγιο ή θάρρος, να υπομένει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, γιατί, όπως και η μπόρα, έτσι και αυτή, θα είναι παροδική και σύντομη: «κάνε κουράγιο, φίλε μου, μπόρα είναι και θα περάσει»·
- ξέσπασε (η) μπόρα, βλ. φρ. έπιασε (η) μπόρα·
- πέρασε η μπόρα, παρήλθε η δύσκολη κατάσταση: «τώρα που πέρασε η μπόρα, προσπαθώ ν’ ανασυντάξω τις δυνάμεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: αδέρφια ενωθείτε πια που πέρασε η μπόρα και δώσετε τα χέρια σας στη λεύτερή μας χώρα
- πέρασε μπόρα, πέρασε κάποια δύσκολη κατάσταση: «πέρασε μπόρα με το θάνατο του πατέρα του»·
- τον πήρε η μπόρα, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «μετά τη διάλυση της οικογένειάς του τον πήρε η μπόρα και εν τον βλέπω καλά || με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά του, ώσπου τον πήρε η μπόρα και τώρα τη βγάζει με διάφορες τράκες». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μεγάλος ο καημός του χωρισμού μας τώρα, με τράβηξε ο ποταμός, με πήρε πια η μπόρα). Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε το ποτάμι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια ομαδική τιμωρία, που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια γενική κρίση, υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «μέχρι τα μεσάνυχτα ήταν ο μόνος κερδισμένος απ’ την παρέα μας, αλλά μέχρι τα ξημερώματα τον πήρε κι αυτόν η μπόρα γιατί τα έχασε όλα στην ρουλέτα || βέβαια αυτός δεν έφταιγε, αλλά όταν άρχισε να τους βρίζει ο διευθυντής τους, τον πήρε κι αυτόν η μπόρα». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι.

πείνα

πείνα, η, ουσ. [<αρχ. πεῖνα], η πείνα. 1. μεγάλη φτώχεια: «μεγάλωσε μέσα στην πείνα και τη δυστυχία». 2. η διαρκής έλλειψη τροφίμων και οι δυσχέρειες που συνεπάγεται η έλλειψη αυτή: «στην Αφρική χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν απ’ την πείνα». 3. έντονο αίσθημα στέρησης: «σεξουαλική πείνα». (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- άγρια πείνα, βλ. φρ. διαβολεμένη πείνα·
- αλληθώρισα απ’ την πείνα, πεινώ πάρα πολύ, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω κάτι, γιατί αλληθώρισα απ’ την πείνα»·
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα·
- απεργία πείνας, τρόπος διαμαρτυρίας ή διεκδίκησης των δικαιωμάτων κάποιου που εκδηλώνεται με αποχή από το φαγητό: «απειλεί πως θα κάνει απεργία πείνας, αν δε γίνουν δεκτά τα νόμιμα αιτήματά του»·
- ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, βλ. λ. βοϊβοδίνα·
- ας με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω απ’ τη πείνα ή ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, βλ. λ. δήμαρχος·
- βρομάνε τα χνότα του απ’ την πείνα, βλ. λ. χνότο·
- γαμημένη πείνα, βασανιστική πείνα: «έχω μια γαμημένη πείνα, κι αν δε βάλω κάτι στο στόμα μου, θα σωριαστώ κάτω»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα·
- δε βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα, πεινώ υπερβολικά: «έχω να φάω απ’ το πρωί και δε βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα»·
- δε σε βλέπω απ’ την πείνα, βλ. φρ. δε βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα·
- διαβολεμένη πείνα, πολύ μεγάλη, ανυπόφορη πείνα: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί έχω διαβολεμένη πείνα»·
- είμαι στην πείνα, βλ. φρ. περνώ πείνα·
- είμαι πεθαμένος απ’ την πείνα, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ την πείνα·
- είμαι ψόφιος απ’ την πείνα, βλ. φρ. είμαι πεθαμένος απ’ την πείνα·
- έπεσε πείνα, α. παρατηρείται διαρκής έλλειψη τροφίμων με όλες τις δυσχέρειες που συνεπάγεται αυτή η έλλειψη: «στην Κατοχή έπεσε τέτοια πείνα, που ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους». β. περνώ περίοδο στέρησης και φτώχειας: «τον τελευταίο καιρό πάω να τρελαθώ, γιατί έπεσε πείνα». γ. νιώθω έντονο το αίσθημα της στέρησης: «έπεσε πείνα, φιλαράκι μου, γιατί έχω να σταυρώσω γυναίκα δυο μήνες». Στον τύπο έπεσε μια πείνα! επιτείνουμε τις έννοιες και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι πείνα(!)·
- έχω άγρια πείνα ή έχω άγριες πείνες, βλ. φρ. έχω μια πείνα(!)·
- έχω μια πείνα! ή έχω κάτι πείνες! πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου ό,τι να ’ναι να φάω, γιατί έχω κάτι πείνες!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που δε σε βλέπω! ή είναι άλλες φορές που η φρ. κλείνει με το μα τι πείνα! ή μα τι πείνες(!)·
- θόλωσα απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. φρ. θόλωσα απ’ την πείνα·
- θόλωσε το μυαλό μου απ’ την πείνα ή το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. φρ. θόλωσα απ’ την πείνα·
- λιγώθηκα απ’ την πείνα ή λιγώθηκα στην πείνα ή λιγώθηκα της πείνας, πείνασα πάρα πολύ: «σταμάτα κάπου να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί λιγώθηκα απ’ την πείνα»·
- μ’ έκοψε (η) πείνα, πείνασα πάρα πολύ: «όλη τη μέρα δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου και προς το βραδάκι μ’ έκοψε η πείνα»·
- μ’ έπιασε (η) πείνα, πείνασα: «δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί μ’ έπιασε πείνα»·
- μ’ έπιασε μια πείνα! ή μ’ έπιασαν κάτι πείνες! πείνασα πάρα πολύ: «μ’ έπιασε μια πείνα, που, αν δε βάλω κάτι στο στόμα μου, θα πέσω κάτω». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που δε σε βλέπω! ή είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μα τι πείνα! ή μα τι πείνες(!)·
- μ’ έχει στην πείνα, το ερωτικό μου ταίρι, για λόγους ιδίως συνετισμού ή τιμωρίας, μου στερεί τη σεξουαλική επαφή: «απ’ τη μέρα που άργησα αδικαιολόγητα να πάω στο ραντεβού μας, μ’ έχει στην πείνα». Συνών. μ’ έχει στη δίαιτα·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. συνηθέστ. αλληθώρισα απ’ την πείνα·
- με δέρνει η πείνα, υποφέρω από την πείνα: «είμαι τόσο φτωχός που με δέρνει η πείνα». Στον τύπο με δέρνει μια πείνα! ή με δέρνουν κάτι πείνες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι πείνα! ή μα τι πείνες(!)·
- με ζώνει η πείνα, βασανίζομαι από την πείνα που νιώθω, πεινώ υπερβολικά: «όταν με ζώνει η πείνα, μπορώ να φάω ένα βόδι στην καθισιά»·
- με θερίζει η πείνα, πεινώ πάρα πολύ, νιώθω βασανιστική πείνα: «δυο μέρες δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και με θερίζει η πείνα»·
- μεροκάματο πείνας, βλ. λ. μεροκάματο·
- μισθός πείνας, βλ. λ. μισθός·
- ξεγελώ την πείνα μου, τρώω κάτι λιγοστό, πρόχειρο για να μου φύγει το αίσθημα της πείνας που νιώθω: «πήρα ένα κουλουράκι για να ξεγελάσω την πείνα μου»·
- ξελιγώθηκα απ’ την πείνα ή ξελιγώθηκα στην πείνα, πεινώ πάρα πολύ, πεινώ βασανιστικά: «μάνα, βάλε να φάω, γιατί ξελιγώθηκα απ’ την πείνα»·
- όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας, βλ. λ. ελπίδα·
- πεθαίνω απ’ την πείνα ή πεθαίνω στην πείνα ή πεθαίνω της πείνας, α. πεινώ υπερβολικά: «πάμε να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί πεθαίνω της πείνας». β. δεν έχω να φάω, ιδίως επειδή είμαι πολύ φτωχός: «στις τριτοκοσμικές χώρες, ο κόσμος πεθαίνει απ’ την πείνα». (Λαϊκό τραγούδι: κι αυτό δεν τους το δίνουμε καθημερινά, τι κρίμα, γέροι, γυναίκες και παιδιά πεθαίνουν απ’ την πείνα
- πείνα και των γονέων! πολύ μεγάλη πείνα και, κατ’ επέκταση, πολύ μεγάλη φτώχεια: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, πείνα και των γονέων στο σπίτι του!»·
- περνώ πείνα ή περνώ πείνες, α. δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι εντελώς άφραγκος και, κατ’ επέκταση, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «μη μου ζητάς ούτε ένα ευρώ, γιατί τον τελευταίο καιρό περνώ πείνες». β. στερούμαι έντονα κάτι, ιδίως το σεξ: «ψήσε την γκόμενά σου να φέρει καμιά φιλενάδα της, γιατί περνώ πείνες». Στον τύπο περνώ μια πείνα! ή περνώ κάτι πείνες! με τα αορ. μια και κάτι επιτείνεται η έννοια της πείνας και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι πείνα! ή μα τι πείνες(!)·
- σπάω την πείνα μου, βλ. φρ. ξεγελώ την πείνα μου·
- τον τάραξα απ’ την πείνα ή τον τάραξα στην πείνα, τον έκανα να υποφέρει από την πείνα: «είχα να του δώσω τρεις μέρες να φάει και τον τάραξα απ’ την πείνα». (Λαϊκό τραγούδι: μεθυσμένος όλη μέρα, πού γυρνάς και μπεκρουλιάζεις και την οικογένειά σου απ’ την πείνα την ταράζεις;)·  
- τους θέρισε η πείνα, πέθαναν από την πείνα, από την ασιτία: «στην Κατοχή έβλεπες νεκρούς στους δρόμους, που τους είχε θερίσει η πείνα»·
- τραβώ πείνα ή τραβώ πείνες, βλ. φρ. περνώ πείνα·
- χορταίνω την πείνα μου, ικανοποιώ απόλυτα την αίσθηση της πείνας που έχω: «στο πρώτο εστιατόριο που βρήκα στο δρόμο μπήκα μέσα και χόρτασα την πείνα μου»·
- ψοφώ απ’ την πείνα ή ψοφώ στην πείνα ή ψοφάω της πείνας, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ την πείνα. 

πόνος

πόνος, ο, ουσ. [<αρχ. πόνος], ο πόνος. 1. (ειρωνικά) ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «μέχρι προχτές τριγυρνούσε με τη μια και με την άλλη, κι αφού τον ξεζούμισαν, τον έπιασε ξαφνικά ο πόνος για το σπίτι του». 2. η συμπόνια, ο οίκτος, η συμπαράσταση προς κάποιον: «μόλις τον είδα με κουρελιασμένα ρούχα, ένιωσα τέτοιο πόνο για το κατάντημά του, που ξέχασα ό,τι μου είχε κάνει και τον βοήθησα». 3. μεγάλη δυστυχία, μεγάλη θλίψη: «έχει μεγάλο πόνο, που δεν πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: για ’με δε βρίσκεται γιατρός, φάρμακο και βοτάνι. Μ’ αρνήθηκες κι ο πόνος μου δεν πρόκειται να γειάνει). 4.στον πλ. οι πόνοι, οι ωδίνες του τοκετού: «όπου να ’ναι γεννάει, γιατί την έπιασαν οι πόνοι». Υποκορ. πονάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «εδώ δεν είχε να φάει η οικογένειά μου, κι αυτός, για να με κάνει να νιώσω ευχάριστα, προθυμοποιήθηκε να με πάρει μαζί του στο ταξίδι του για να ξεσκάσω, αλλά, αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο». Συνών. αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις·   
- γλυκός πόνος, που δεν είναι βασανιστικός: «ένιωσε ένα γλυκό πόνο στο στομάχι του, γι’ αυτό και δεν αποφάσισε να πάρει ακόμη το χαπάκι του»·
- δε θα το πάρω κι επί πόνου, δε θα στενοχωρηθώ, δε θα το δώσω σημασία: «αν δεν έρθει στο ραντεβού, δε θα το πάρω κι επί πόνου»·
- δώδεκα Απόστολοι καθένας με τον πόνο του ή δώδεκα μαθητές καθένας με τον πόνο του, βλ. φρ. καθένας με τον πόνο του·
- καθένας με τον πόνο του, καθένας σκέφτεται, μιλάει, ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν, που τον ταλαιπωρούν: «είχε πενήντα άτομα στη δουλειά του κι ο καθένας με τον πόνο του». (Λαϊκό τραγούδι: καθένας με τον πόνο του κι εγώ με το δικό μου, είναι μεγάλος ο καημός και το παράπονό μου). Συνών. καθένας με τον καημό του· βλ. και φρ. καθένας με το πρόβλημά του, λ. πρόβλημα·
- μ’ ένα πόνο, ευχή σε έγκυο γυναίκα να γεννήσει αμέσως και χωρίς προβλήματα·
- μ’ έφαγαν οι πόνοι, με κατέβαλαν οι πίκρες, οι δυστυχίες, οι στενοχώριες: «δεν αντέχω να ζω άλλο, γιατί μ’ έφαγαν οι πόνοι». (Λαϊκό τραγούδι: λαβωματιές με γέμισες και μ’ έφαγαν οι πόνοι και στη φωτιά που μ’ έριξες τίποτε δε με σώνει
- με δέρνει ο πόνος ή με δέρνουν οι πόνοι, βασανίζομαι έντονα από δυστυχίες, από στενοχώριες, από προβλήματα: «από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου, με δέρνουν οι πόνοι». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει χίλιους δυο καημούς δεν τονε δέρν’ ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός αυτός το ξέρει μόνος
- με πόνο, με συμπόνια, με οίκτο, με συναίσθημα συμπαράστασης. (Λαϊκό τραγούδι: τον κοιτούσαμε θλιμμένοι και με πόνο στην καρδιά, γιατί ήταν στην παρέα απ’ τα πιο καλά παιδιά
- μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, βλ. λ. κάλλος·
- παίζει με τον πόνο μου, α. λέει και ξελέει πως θα με βοηθήσει, τη στιγμή που έχω άμεση ανάγκη από αυτή τη βοήθεια ή λέει και ξελέει πως θα μου δώσει κάτι, τη στιγμή που το χρειάζομαι απόλυτα: «απ’ το πρωί τον παρακαλώ να μου δώσει τ’ αυτοκίνητό του για δυο ώρες το βράδυ που το χρειάζομαι, κι αυτός παίζει με τον πόνο μου, γιατί μια λέει πως θα μου το δώσει κι ύστερα κάνει πως ξεχνάει». β. με κοροϊδεύει για κάποιο ατύχημα ή πάθημά μου: «έμαθε πως μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά και παίζει με τον πόνο μου, γιατί κάθε τόσο με ειρωνεύεται»·
- πεθαίνω απ’ τον πόνο ή πεθαίνω στον πόνο, πονώ, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε φορά που με πιάνει το στομάχι μου, πεθαίνω απ’ τον πόνο»·
- πνίγω τον πόνο (μου), πιέζω τον εαυτό μου για να μη φανεί ο πόνος, ιδίως ο ψυχικός που νιώθω: «μόλις έμαθε τ’ άσχημα νέα, έπνιξε τον πόνο του για να μην καταλάβουν τίποτα οι άλλοι»·
- πνίγω τον πόνο μου στο πιοτό, προσπαθώ να ξεχνώ αυτό που με βασανίζει πίνοντας, μεθώντας: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, πνίγει τον πόνο του στο πιοτό». Πρβλ.: πίνω για να ξεχνώ τον πόνο μόνο μόνο, λέω στον ταβερνιάρη, ρετσίνα κεχριμπάρι (Τραγούδι)·
- πόνος που τον δέρνει! ή τον δέρνει ένας πόνος! νιώθει μεγάλο ψυχικό πόνο: «πρόσφατα έχασε το γιο του. -Αχ, τον καημένο, πόνος που τον δέρνει!»·
- σβήνω τον πόνο μου, τον κάνω λιγότερο έντονο, τον καταπραΰνω: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, σβήνω τον πόνο μου στα ταξίδια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω μαζί σου ο πόνος μου να σβήσει, πάλι η πενιά σου ζητώ να με μεθύσει
- την έπιασαν οι πόνοι, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα να γεννήσει: «μόλις την έπιασαν οι πόνοι, την μετέφερε ο άντρας της αμέσως στην κλινική»·
- το κρεβάτι του πόνου, βλ. λ. κρεβάτι·
- το παίρνω επί πόνου, στενοχωριέμαι υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου που στρέφονται εναντίον μου: «το πήρε πολύ επί πόνου που κάθισες και τον κατηγόρησες, χωρίς να ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα»·
- τον δέρνει ο πόνος, υποφέρει ψυχικά πάρα πολύ: «ακόμα τον δέρνει ο πόνος για το θάνατο του πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρνει ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός, αυτός το ξέρει μόνος
- τον έφαγε ο πόνος ή τον έφαγαν οι πόνοι, καταβλήθηκε σωματικά ή ψυχικά: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά, τον έφαγε ο πόνος». (Λαϊκό τραγούδι: βασανισμένο μου κορμί, σε φάγανε οι πόνοι, γιατροί δε σε γιατρεύουνε, το χρήμα δε σε σώνει
- τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. λ. ομορφιά·
- τρελαίνομαι απ’ τον πόνο, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τον πόνο·
- τώρα τον έπιασε ο πόνος! λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που αρχίζει να ενδιαφέρεται για κάτι, όταν αυτό, ιδίως κακό, έχει ήδη συντελεστεί, έχει ήδη ολοκληρωθεί: «μου ’πε ο τάδε πως θα μιλήσει στο διευθυντή σου να σου φέρεται καλύτερα. -Τώρα που με απέλυσε τον έπιασε ο πόνος!»·
- τώρα τον πήρε ο πόνος! βλ. φρ. τώρα τον έπιασε ο πόνος(!)·
- ψοφώ απ’ τον πόνο ή ψοφώ στον πόνο, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τον πόνο.

σκοτούρα

σκοτούρα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. σκοτούρα], συνεχής ενόχληση, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα, επίμονη έγνοια, επίμονος μπελάς: «τον τελευταίο καιρό έχω τόσες σκοτούρες, που κοντεύω να τρελαθώ». (Λαϊκό τραγούδι: μες την πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω, κλαίω και λέω μυστικά για σένανε, γιατί να σ’ αγαπήσω). Ακούγεται και σκουτούρα, η·
- άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις το βάψιμο αυτό του σπιτιού, θα σου δώσω μια νέα διεύθυνση για τον ίδιο σκοπό. -Άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! Το ξέρεις πως έχω να βάψω άλλα δυο σπίτια; || το βράδυ πρέπει να πάμε στο σπίτι της τάδε, γιατί μας κάλεσε. -Άλλη σκοτούρα δεν έχω! Εγώ είμαι κουρασμένος θέλω να κοιμηθώ νωρίς». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που πρόκειται να κάνω; -Άλλη σκοτούρα δεν είχα! Το ξέρεις πως μου πονάει η μέση; || θα μου φέρεις το άρωμα που συ ζήτησα; -Άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! Σου είπα πως αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο αναφέρεται μόνο στον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·  
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βασανίζομαι από έντονα προβλήματα, από επίμονες έγνοιες, από επίμονους μπελάδες: «έχω τέτοιες σκοτούρες στο κεφάλι και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό,βλ. συνηθέστ.έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου·
- κι είχα μια σκοτούρα! ή κι έχω μια σκοτούρα! ή κι είχαμε μια σκοτούρα! ή κι έχουμε μια σκοτούρα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθει ο τάδε στην εκδρομή, δε θα ’ρθω ούτ’ εγώ. -Κι είχα μια σκοτούρα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- με δέρνουν οι σκοτούρες, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι από επίμονες φροντίδες, από επίμονους μπελάδες: «τον τελευταίο καιρό δεν μπορώ να κλείσω μάτι, γιατί με δέρνουν οι σκοτούρες». Στον τύπο με δέρνουν κάτι σκοτούρες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι σκοτούρες(!)·
- σκοτούρα μου! ή σκοτούρα μας! βλ. φρ. κι είχα μια σκοτούρα!

σπαρίλα

σπαρίλα, η, ουσ. [<σπάρος + κατάλ. -ίλα], η ακεφιά για δουλειά, για εργασία, η τεμπελιά, η βαριεστημάρα, η μουργέλα: «είναι γνωστός για τη  σπαρίλα του σ’ όλη την περιφέρεια»·
- έχω σπαρίλα ή έχω σπαρίλες, βαριέμαι να κάνω οτιδήποτε: «όταν έχει σπαρίλες αυτός ο άνθρωπος, δε λέει να κουνήσει ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι». Στον τύπο έχω μια σπαρίλα! ή έχω κάτι σπαρίλες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι σπαρίλα! ή μα τι σπαρίλες(!)·
- με δέρνει σπαρίλα ή με δέρνουν οι σπαρίλες, κατέχομαι από μεγάλη ακεφιά για οποιαδήποτε δουλειά, για οποιαδήποτε εργασία: «όταν με δέρνουν οι σπαρίλες, καλύτερα να πεθάνω απ’ την πείνα παρά να δουλέψω». Στον τύπο με δέρνει μια σπαρίλα! ή με δέρνουν κάτι σπαρίλες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι σπαρίλα! ή μα τι σπαρίλες(!)·
- με πιάνει σπαρίλα ή με πιάνουν οι σπαρίλες, βλ. φρ. με δέρνει σπαρίλα.

τεμπελιά

τεμπελιά, η, ουσ. [<τεμπέλης + κατάλ. -ιά], η ιδιότητα του τεμπέλη, η οκνηρία, η νωθρότητα, η νωχέλεια: «κανείς δεν μπορεί να προκόψει στη ζωή του με την τεμπελιά»·
- βασιλιά βασιλιά τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- έχω τεμπελιές, δεν έχω διάθεση, κέφι για δουλειά: «όταν έχω τεμπελιές μη μου πεις για δουλειά». Στον τύπο έχω κάτι τεμπελιές! επιτείνεται η έννοια της τεμπελιάς και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι τεμπελιές(!)
- με δέρνει τεμπελιά ή με δέρνουν τεμπελιές, δεν έχω καθόλου διάθεση, καθόλου κέφι για δουλειά: «τον τελευταίο καιρό έχουν πάει όλες οι δουλειές μου πίσω, γιατί με δέρνει τεμπελιά». Στον τύπο με δέρνει μια τεμπελιά! ή με δέρνουν κάτι τεμπελιές! επιτείνεται η έννοια της τεμπελιάς και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι τεμπελιά! ή μα τι τεμπελιές!

τρέλα

τρέλα, η, ουσ. [<τρελαίνω (υποχωρητ.)], η τρέλα. 1. η παραφροσύνη: «πολλές φορές η τρέλα τον έκανε να μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρεις, τι έχει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις). 2. ανόητος λόγος ή πράξη, η ανοησία, η βλακεία. (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ την ντροπή μου). 3. πράξη υπέροχη, που γίνεται με πάθος. (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνουμε έναν έρωτα όλο τρέλα,σα να ’ναι η τελευταία μας φορά). 4. παράτολμη ενέργεια: «ήταν μεγάλη τρέλα να πηδήξεις από μπαλκόνι σε μπαλκόνι». 5α. στον πλ. οι τρέλες, απερίσκεπτες πράξεις: «άσε τις τρέλες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου!». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις στη ζωή σου να προκόψεις, τις τρέλες σου αυτές πρέπει να κόψεις). β. θορυβώδη παιχνίδια, αταξίες, παρεκτροπές: «κάθε φορά που μαζευόμασταν όλα τα ξαδέρφια, αρχίζαμε τις τρέλες». (Τραγούδι: σας μιλάω με καημό, με σπαραγμό για τόσες τρέλες που νοσταλγώ). 6. ως επίρρ., εξαιρετικά ωραία, έξοχα, θαυμάσια: «στην εκδρομή περάσαμε τρέλα!». Υποκορ. τρελίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- γαμώ την τρέλα μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ την τρέλα μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την τρέλα σου! ή σου γαμώ την τρέλα! επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γαμώ την τρέλα σου, σταμάτα, επιτέλους, αυτή την γρίνια! || σου γαμώ την τρέλα εγώ αν ξαναπειράξεις την κόρη μου!». Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! (α), λ. γαμώ·
- είμαι μια τρέλα ή είμαι τρέλα, είμαι εξαιρετικός, υπέροχος, προκαλώ το θαυμασμό: «το ξέρω πως ήμουν μια τρέλα χτες βράδυ στο χορό»·
- είμαι στην τρέλα, βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική υπερδιέγερση, βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική ένταση: «δεν ήρθαν ακόμη τα παιδιά μου απ’ τη διαδήλωση κι είμαι στην τρέλα»·
- είναι μια τρέλα, βλ. φρ. είναι τρέλα·
- είναι πάνω στην τρέλα του, α. βρίσκεται σε νεαρή, σε νεανική ηλικία: «έχει ένα γιο παντρεμένο κι έναν άλλον, που είναι πάνω στην τρέλα του». β. έκφραση με την οποία θέλουμε πολλές φορές να δικαιολογήσουμε τη ζωηρότητα ή τις αταξίες νεαρού ατόμου: «αν δεν κάνει αταξίες τώρα που είναι πάνω στην τρέλα του, πότε  θα τις κάνει;»· βλ. και φρ. πάνω στην τρέλα του·
- είναι τρέλα, α. λέγεται για κάποιον ή για κάτι που προκαλεί το θαυμασμό μας: «αυτή η γυναίκα είναι τρέλα || τ’ αυτοκίνητό σου είναι τρέλα || η θέα από δω πάνω είναι τρέλα». (Τραγούδι: τηνε λένε Μαρινέλα κι είναι μούρλια είναι τρέλα). β. (για ενέργειες) είναι επικίνδυνη, ριψοκίνδυνη, παρακινδυνευμένη: «είναι μια τρέλα αυτό που πας να κάνεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μια δόση τρέλα(ς), βλ. λ. δόση·
- έχει μια τρέλα! βλ. φρ. κουβαλάει μια τρέλα(!)·
- έχει την τρέλα να…, βλ. φρ. έχει τρέλα με(…)·
- έχει τρέλα, βλ. φρ. κουβαλάει τρέλα·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει τρέλα με…, είναι μανιώδης με…: «από μικρό παιδί έχει τρέλα με τη συλλογή γραμματοσήμων || έχει τρέλα με το ψαροντούφεκο || έχει τρέλα με τα ταξίδια»·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. λ. δουλειά·
- η τρέλα δεν πάει στα βουνά (ενν. πάει στους ανθρώπους), δεν εκπλήσσομαι διόλου με τις παράλογες ή παράτολμες ενέργειες κάποιου ή κάποιων: «από σένα όλα μπορεί να τα περιμένει κανένας, γιατί η τρέλα δεν πάει στα βουνά»·
- θα κάνω καμιά τρέλα, θα προβώ σε κάποια ανοησία, σε κάποια βλακεία (εννοεί και την αυτοκτονία) λόγω απόγνωσης ή έντονης ψυχολογικής πίεσης: «είναι η τρίτη φορά που αποτυχαίνει να μπει στο πανεπιστήμιο κι έχε το νου σου, γιατί θα κάνει καμιά τρέλα, έτσι ευαίσθητο και φιλότιμο που είναι το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: σε αγαπώ -πώς να στο πω;- μωρό μου, πίσω έλα· μη με παρατάς και κάνω καμιά τρέλα·σου ’χω πει: χωρίς εσέ να ζήσω δεν μπορώ
- θα μου ’ρθει τρέλα, α. νιώθω έντονη ψυχική πίεση από διάφορα προβλήματα, θα τρελαθώ: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, θα μου ’ρθει τρέλα». (Λαϊκό τραγούδι: πού να σου λέω το μπελά που βρήκα, γιατί μου γκρινιάζει και η πιτσιρίκα· θέλει ταγεράκι, κάλτσες και ομπρέλα, φράγκο δεν υπάρχει και θα μου ’ρθει τρέλα).β. νιώθω έντονη ψυχική ταραχή από ερωτική έξαψη: «δεν μπορώ να συναντήσω αυτή τη γυναίκα, γιατί, τη θέλω τόσο πολύ, που θα μου ’ρθει τρέλα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα γύφτο μ’ έλα και θα μου ’ρθει τρέλα, πάρε με στην αγκαλιά σου έλα γύφτο μ’ έλα
- θα σου ’ρθει τρέλα, θα νιώσεις μεγάλη έκπληξη ή μεγάλη ευχαρίστηση: «αν δεις τι γυναικάρα έβγαλα γκόμενα, θα σου ’ρθει τρέλα || θα σου ’ρθει τρέλα, μόλις αντικρίσεις τις ομορφιές της Χαλκιδικής»·
- καθένας με την τρέλα του (κι αυτός με την ομπρέλα του), ο καθένας έχει τη δική του απασχόληση, το δικό του χαρακτήρα, ο καθένας έχει τις παραξενιές του, τις ιδιορρυθμίες του: «τρέχει όλη τη μέρα μέσ’ στους δρόμους, παλεύει με διάφορες δουλειές αλλά τι ακριβώς κάνει αυτός ο άνθρωπος δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω. -Τι να κάνει, ρε παιδάκι μου, καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του»·
- κάνω την τρέλα, α. ενεργώ παράτολμα, ριψοκίνδυνα ή ανόητα: «εγώ θα κάνω την τρέλα, κι όσα έρθουν κι όσα πάνε». β. παντρεύομαι: «λέω να κάνω κι εγώ την τρέλα, πριν με πάρουν τα χρόνια»·
- κάνω τρέλες, ενεργώ απερίσκεπτα, συμμετέχω σε θορυβώδη παιχνίδια, ατακτώ, παρεκτρέπομαι: «όταν βρεθούν όλοι μαζί, κάνουν συνέχεια τρέλες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες
- κουβαλάει μια τρέλα! είναι πολύ ανόητος, παράτολμος, ριψοκίνδυνος ή ιδιόρρυθμος: «πρόσεχέ τον, γιατί κουβαλάει μια τρέλα, που δεν είναι για να τον εμπιστεύεσαι!». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μα τι τρέλα(!)·
- κουβαλάει τρέλα, είναι ανόητος, παράτολμος: «το παιδί κουβαλάει τρέλα, γι’ αυτό μην το παίρνεις στα σοβαρά»·
- με τρέλα, πολύ δυνατά, πολύ έντονα: «τον αγαπάει με τρέλα». (Τραγούδι: μάτια μου, σ’ αναζητούν τα μάτια μου, σε καρτερώ με τρέλα, έλα, έλα, έλα
- μου ’ρχεται τρέλα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση από διάφορα προβλήματα, τρελαίνομαι: «όσο σκέφτομαι πως δεν έχω να καλύψω τα λεφτά της επιταγής μου, μου ’ρχεται τρέλα»· βλ. και φρ. θα μου ’ρθει τρέλα·
- μου φέρνει τρέλα, μου προξενεί έντονη ψυχική πίεση κάποιος ή κάτι: «αυτή η γυναίκα μου φέρνει τρέλα με τα καμώματά της || μου φέρνει τρέλα αυτός ο θόρυβος». (Λαϊκό τραγούδι: στο μυαλό μου φέρνεις τρέλα, Αραμπέλα, Αραμπέλα έλα, αν θέλεις να ζήσω για σε γλυκιά κοπέλα
- νεανικές τρέλες, αταξίες, παρεκτροπές που εύκολα συγχωρούνται, γιατί αποδίδονται στο νεαρό της ηλικίας: «μην το αποπαίρνεις το παιδί, γιατί όλοι μας κάποτε κάναμε τις νεανικές τρέλες μας»·
- πάμε για τρέλες; ειρωνικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας, με την έννοια πάμε να κάνουμε ερωτικά παιχνίδια; (Τραγούδι: πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες, πάμε για τρέλες, ω, ω!
- πάνω στην τρέλα του, σε στιγμή παραφροσύνης: «πάνω στην τρέλα του, άρπαξε το τραπεζομάχαιρο και την έσφαξε»· βλ. και φρ. είναι πάνω στην τρέλα του·
- περνώ τρέλα, περνώ θαυμάσια, υπέροχα: «απ’ τη μέρα που μπήκα σ’ αυτή την παρέα, περνώ τρέλα»·
- πουλώ τρέλα, α. συμπεριφέρομαι ανόητα ή παράτολμα, ριψοκίνδυνα, ανάλογα με την περίσταση: «αυτόν δεν μπορείς να τον πάρεις στα σοβαρά, γιατί δεν ξέρεις πότε πουλάει τρέλα και πότε είναι με τα σωστά του». (Λαϊκό τραγούδι: τρέλα πουλάει ο γείτονας, τρέλα πουλάει κι ο φίλος και απορώ πώς γλίτωσε της γειτονιάς ο σκύλος).β. προσποιούμαι πως δεν καταλαβαίνω αυτά που μου λέει κάποιος, προσποιούμαι άγνοια, κάνω τον ανήξερο: «μην πουλάς τρέλα και λέγε πώς ακριβώς έγινε το επεισόδιο»·
- το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, οι πολύ στενές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ιδίως μεταξύ ζευγαριών, δημιουργεί πολλές φορές και δυσάρεστες καταστάσεις: «έβγαιναν κάθε μέρα τετράδα, ώσπου κάποια στιγμή αντιλήφθηκε πως ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του φίλου του. -Το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- το ρίχνω στην τρέλα, βλ. φρ. πουλώ τρέλα. (Λαϊκό τραγούδι: το ’χεις ρίξει πια στην τρέλα κάθε βράδυ στην Καστέλα, μπαρμπουνάκι και τσιπούρα κι όλο κρεβατομουρμούρα!
- τον βάρεσε (η) τρέλα, παραφρόνησε ή ενήργησε παράτολμα, ριψοκίνδυνα: «κάποια στιγμή τον βάρεσε η τρέλα και τα ’σπασε όλα μέσα στο μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: τσακιρισμένος μια βραδιά κι ως ήταν άντρας με καρδιά, τον βάρεσε η τρέλα και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε δυο μπορντέλα
- τρέλα που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια τρέλα! έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε ένα πολύ ανόητο, πολύ παράτολμο, ριψοκίνδυνο ή ιδιόρρυθμο άτομο: «εκεί που καθόταν ήσυχος, ξαφνικά άρχισε να βγάζει τα ρούχα του μπροστά στον κόσμο. -Τρέλα που τον δέρνει! || κάποια στιγμή σηκώθηκε αγριεμένος κι άρχισε να μαλώνει με δέκα άτομα ταυτόχρονα. -Τον δέρνει μια τρέλα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι τρέλα(!)·
- φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, φοβάμαι πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ή θα αυτοκτονήσει ή θα σκοτώσει κάποιον: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα || έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της και φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα»· βλ. και φρ. θα κάνω καμιά τρέλα.