Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γύρος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γύρος, ο, ουσ. [<μτγν. γύρος], ο γύρος. 1. η βόλτα, ο περίπατος: «έκανα ένα γύρο στη γειτονιά». 2. η περιφέρεια: «ο γύρος της πλατείας είναι κατάφυτος από δέντρα || ο γύρος του γηπέδου έχει τόσα μέτρα». 3. τρόπος ψησίματος χοιρινού κρέατος, περασμένου κωνικά σε ειδική σούβλα, που περιστρέφεται αργά μπροστά σε μια ηλεκτρική αντίσταση και αυτό το ίδιο το κρέας που ψήθηκε με αυτόν τον τρόπο: «βάλε μου δυο μερίδες γύρο». Από την περιστροφική κίνησή του γύρω από έναν άξονα·
- δεύτερος γύρος, η χρονική διάρκεια μιας επαναληπτικής προσπάθειας, για την επίτευξη μιας επιτυχίας ή για τη συνέχισή της: «στο δεύτερο γύρο πιστεύω πως θα πάμε καλύτερα». Σπάνια ακούγεται και τρίτος γύρος·
-πρώτος γύρος, η αρχική χρονική διάρκεια προσπάθειας, για την επίτευξη μιας επιτυχίας: «στον πρώτο γύρο της δουλειάς συναντήσαμε διάφορες απρόβλεπτες δυσκολίες».