Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γύρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γύρω, επίρρ. [<αιτιατ. (τον) γύρο, του ουσ. ο γύρος], γύρω· κυκλικά, ολόγυρα και συνήθως επαναλαμβανόμενο γύρω γύρω: «στη μέση κάθισαν οι γεροντότεροι και γύρω γύρω οι πιο νέοι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρω γύρω η θάλασσα γυαλί, μα η σκέψη μου έμεινε θολή).Οι πιο πολλοί θα θυμούνται το παιδικό παιχνίδι: γύρω γύρω όλοι στη μέση το Μανόλη (ο Μανόλης), χέρια πόδια στην αυλή κι όλοι κάθονται στη γη·
- γυρίζει γύρω γύρω, περιφέρεται, τριγυρίζει αναποφάσιστος, ιδίως κυκλικά, ένα μέρος, κάποιο σημείο: «ώρες τώρα γυρίζει γύρω γύρω απ’ το σπίτι της και δε λέει να μπει μέσα να γνωρίσει τους γονείς της»·
- γύρω τριγύρω, ολόγυρα, γύρω γύρω και σε κάποια μικρή απόσταση από το σημείο στο βρισκόμαστε ή αναφερόμαστε: «γύρω τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή»·
- εδώ γύρω, σε κοντινή απόσταση: «βάλε μια φωνή, γιατί εδώ γύρω τον είδα προλίγου»·
- έμεινε στα γύρω γύρω ή έμεινε στο γύρω γύρω, δεν μπήκε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην καρδιά του προβλήματος, στην  ουσία του θέματος, αλλά αναφέρθηκε σε επουσιώδη πράγματα: «ο υποψήφιος δήμαρχος κατά την προεκλογική του ομιλία δε μας είπε πώς θα καταφέρει να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του, αλλά έμεινε στα γύρω γύρω»·
- έχω γύρω μου, περιβάλλομαι από: «η δουλειά μου πηγαίνει καλά, γιατί έχω γύρω μου σωστούς συνεργάτες»·
- τη φέρνω γύρω γύρω, την τριγυρίζω συστηματικά, την πολιορκώ, με σκοπό να συνάψω ερωτικές σχέσεις μαζί της: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, τη φέρνω γύρω γύρω, αλλά αυτή κάνει πως δεν καταλαβαίνει»·
- τον φέρνω γύρω γύρω, τον προσεγγίζω, τον πολιορκώ, με σκοπό να του αποσπάσω κάποιο όφελος ή να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «όταν έχει ανάγκη από δανεικά, τον φέρνει γύρω γύρω, μέχρι να του τα πάρει || έμαθε πως είναι διευθυντής σ’ ένα εργοστάσιο και τον φέρνει γύρω γύρω, μήπως και πάρει το γιο του στη δουλειά».