Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γύρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γύρα, η, ουσ. [<μσν. γύρα, από το ρ. γυρίζω, υποχωρητ.]. 1. ο γύρος, η περιφορά, η βόλτα: «είχε την εντύπωση πως με την πρώτη γύρα στην αγορά θα μπορούσε να βρει αυτό που ζητούσε». 2. τα γνωστά μέρη, τα γνωστά στέκια, όπου περιφέρεται συνήθως κάποιος, η αγορά, η πιάτσα: «απ’ το πρωί είναι στη γύρα και δεν ξέρω πότε θα επιστρέψει». (Ακολουθούν 17 φρ.)· 
-βγαίνω στη γύρα, α. επισκέπτομαι διαδοχικά το ένα στέκι μετά το άλλο, ή για να βρω κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο ή απλώς μήπως και συναντήσω κάποιο φίλο: «έπρεπε οπωσδήποτε να του πω κάτι, γι’ αυτό βγήκα στη γύρα να τον βρω». β. επισκέπτομαι διαδοχικά όλα τα γνωστά στέκια της πιάτσας, αναζητώντας επειγόντως χρήματα από γνωστούς και φίλους: «θα του κάνουν κατάσχεση το σπίτι, γι’ αυτό βγήκε στη γύρα να μαζέψει λεφτά». γ. επισκέπτομαι διαδοχικά διάφορα μέρη, όπου συχνάζουν κυρίως γυναίκες μόνες, με σκοπό τη σύναψη εφήμερου ερωτικού δεσμού: «κάθε φορά που βγαίνει ο τάδε στη γύρα, πάντα έρχεται στην παρέα με κάποιο ξέκωλο». δ. περιφέρομαι μέσα στην πόλη πουλώντας διάφορα εμπορεύματα, ιδίως είδη οικιακής χρήσης ή είδη προικός, είμαι γυρολόγος, πραματευτής: «βγαίνει στη γύρα απ’ το πρωί κι επιστρέφει στο σπίτι του αργά τ’ απόγευμα πτώμα στην κούραση». ε. επισκέπτομαι επαγγελματικά την πιάτσα στην οποία ανήκω: «κάθε φορά που βγαίνει στη γύρα, όλο και τσιμπάει καμιά δουλίτσα»·
- δίνω μια γύρα, βλ. φρ. ρίχνω μια γύρα·
- δίνω τις γύρες μου, βλ. φρ. ρίχνω τις γύρες μου·
- είμαι στη γύρα, βλ. φρ. βγαίνω στη γύρα·
- κάνω μια γύρα, βλ. φρ. ρίχνω μια γύρα·
- κάνω τις γύρες μου, βλ. φρ. ρίχνω τις γύρες μου·
- παίρνω γύρα, επισκέπτομαι διαδοχικά διάφορα μέρη ή διάφορους ανθρώπους: «κάθε φορά που έχει ανάγκη από χρήματα, παίρνει γύρα τους συγγενείς του»·
- παίρνω μια γύρα, βλ. φρ. ρίχνω μια γύρα·
- παίρνω τις γύρες μου, βλ. φρ. ρίχνω τις γύρες μου·
- ρίχνω μια γύρα ή ρίχνω τη γύρα μου, κάνω μια χορευτική στροφή, ιδίως σε ζεϊμπέκικο χορό: «μόλις ήρθε στο κέφι, σηκώθηκε κι έριξε μια γύρα μπροστά στο τραπέζι»·
- ρίχνω τις γύρες μου, χορεύω, ιδίως ζεϊμπέκικο χορό: «κάθε φορά που μερακλώνεται, σηκώνεται στην πίστα και ρίχνει τις γύρες του»·
- τη φέρνω γύρα, την ξεγελώ και την πείθω να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί μου: «με διάφορα κόλπα και υποσχέσεις την έφερε γύρα και την οδήγησε στην γκαρσονιέρα του για τα περαιτέρω»·
- τον φέρνω γύρα, τον πείθω, α. τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «από δω τον είχε, από κει τον είχε, στο τέλος τον έφερε γύρα και τον έβαλε στο χέρι». β. τον νικώ: «αυτόν που μου δείχνεις, τον φέρνω γύρα και μ’ ένα χέρι»·
- φέρνω γύρα (κάτι) ή φέρνω μια γύρα (κάτι), κάνω κάτι να φέρει μια περιστροφή, μια κυκλική κίνηση: «έβαλα δύναμη κι έφερα μια γύρα τη βίδα»·
- φέρνω γύρα, βλ. φρ. παίρνω γύρα·
- φέρνω μια γύρα ή φέρνω τη γύρα μου, βλ. φρ. ρίχνω μια γύρα·
- φέρνω τις γύρες μου, βλ. φρ. ρίχνω τις γύρες μου.