Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γόνιμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γόνιμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. γόνιμος], γόνιμος·
- οι γόνιμες μέρες, (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς) οι μέρες εκείνες του μήνα κατά τις οποίες μπορεί να συλλάβει, να γονιμοποιηθεί: «η γυναίκα μου έχει τις γόνιμες μέρες της και παίρνουμε όλες τις προφυλάξεις, γιατί δε θ’ αντέξουμε και με πέμπτο παιδί».