Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γυρίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γυρίζω κ. γυρνάω κ. γυρνώ, ρ. [<μτγν. γυρίζω <γῦρος], γυρίζω. 1. επιστρέφω: «μόλις γύρισε απ’ το εξωτερικό || τι ώρα γύρισες στο σπίτι;». (Τραγούδι: γύρισε,σε περιμένω γύρισε, μικρούλα μου κοπέλα, έλα έλα έλα). 2. αποδίδω, επιστρέφω οφειλόμενα σε κάποιον: «επιτέλους, του γύρισα τα δανεικά που του χρωστούσα κι ησύχασα». 3. αποδίδω, επιστρέφω σε κάποιον κάτι που του ανήκει: «πότε θα μου γυρίσεις το βιβλίο που σου δάνεισα;». 4. περιφέρω διαδοχικά κάποιον, περιφέρομαι διαδοχικά κάπου: «γύρισα το παιδί σε όλους τους γιατρούς || γύρισα σ’ όλους τους γιατρούς και δε μου βρήκαν τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: ο Πρετεντέρης γύριζε μες τις παλιοπαρέες, για το καινούριο σήριαλ εμάζευε ιδέες).5. περιφέρω διαδοχικά κάποιον για να γνωρίσει ένα τόπο ή τη νυχτερινή ζωή ενός τόπου, περιφέρομαι διαδοχικά για να γνωρίσω ένα τόπο ή για να γνωρίσω τη νυχτερινή ζωή ενός τόπου: «μόλις ήρθε στη Θεσσαλονίκη, τον γύρισα σ’ όλα τ’ αξιοθέατά της και ιδιαίτερα τον γύρισα στην παλιά πόλη, ενώ το βράδυ τον γύρισα από μπουζουκτσίδικο σε μπουζουκτσίδικο || η πρώτη μου δουλειά, όταν επισκέπτομαι μια ξένη πόλη, είναι να γυρίσω τις φτωχικές γειτονιές της». (Λαϊκό τραγούδι: τι σε μέλει εσένα κι αν γυρνώ,το κορμί μου ακόμα κι αν πουλώ).6. κινηματογραφώ, βιντεοσκοπώ: «την ταινία τη γύρισαν στη Θεσσαλονίκη». 7. περιπλανιέμαι χωρίς σκοπό: «πού γυρίζεις απ’ το πρωί;». (Λαϊκό τραγούδι: απόκληρος σ’ αυτή την κοινωνία γυρίζω σαν τα έρημα πουλιά). (Ακολουθούν 110 φρ.)·
- αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει, βλ. λ. τροχός·
- αν έχασες το δρόμο, ή ρώτα ή γύρνα πίσω, βλ. λ. δρόμος·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- βαλ’ τε τώρα που γυρίζει, βλ. λ. βάζω·
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, βλ. λ. χωριό·
- γιατί, μήπως θα μας γυρίσουν την προξενιά; βλ. λ. προξενιά·
- γυρίζει γύρω γύρω, βλ. λ. γύρω·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- γυρίζει ο τροχός, βλ. λ. τροχός·
- γυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί ή γυρίζει σαν τ’ αδέσποτο σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- γυρίζει σαν ανεμοδούρα, βλ. λ. ανεμοδούρα·
- γυρίζει σαν ανεμόμυλος, βλ. λ. ανεμόμυλος·
- γυρίζει σαν μύλος, βλ. λ. μύλος·
- γυρίζει σαν σβούρα ή γυρίζει σαν τη σβούρα, βλ. λ. σβούρα·
- γυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή γυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα·
- γυρίζει σαν σπούτνικ ή γυρίζει σαν τον σπούτνικ, βλ. λ. σπούτνικ·
- γυρίζει σαν την άδικη κατάρα, βλ. λ. κατάρα·
- γυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- γυρίζει τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- γυρίζει το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- γυρίζει το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, βλ. λ. χέρι·
- γυρίζω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- γυρίζω πίσω (σε κάποιον κάτι), βλ. λ. πίσω·
- γυρίζω πίσω τον αρραβώνα, βλ. λ. αρραβώνας·
- γυρίζω σελίδα, βλ. λ. σελίδα·
- γυρίζω στα παλιά, βλ. λ. παλιός·
- γυρίζω στα σοκάκια, βλ. λ. σοκάκι·
- γυρίζω στη βάση μου, βλ. λ. βάση·
- γυρίζω στους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- γυρίζω στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- γυρίζω τα λόγια μου, βλ. λ. λόγος·
- γυρίζω ταινία, βλ. λ. ταινία·
- γυρίζω τη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- γυρίζω την πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- γυρίζω την προξενιά ή γυρίζω το προξενιό, βλ. λ. προξενιά·
- γυρίζω το ματς, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) βλ. λ. ματς·
- γυρίζω το μέσα έξω, (για ρούχα), βλ. λ. μέσα·
- γυρίζω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) βλ. λ. παιχνίδι·
- γυρίζω (το) φύλλο (ενν. βιβλίου), βλ. λ. φύλλο·
- γύρισε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- γύρισε το γούρι ή γύρισε το γούρι μου, βλ. λ. γούρι·
- γύρισε το ζάρι ή γύρισε το ζάρι μου, βλ. λ. ζάρι·
- γύρισε το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- γύρισε το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- γύρισε το φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δε γυρίζει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, βλ. λ. μύγα·
- έργο γυρίζουμε! βλ. λ. έργο·
- η ιστορία δε γυρίζει πίσω, βλ. λ. ιστορία·
- η τύχη του γύρισε την πλάτη, βλ. λ. τύχη·
- θα γυρίσει (κάτι), θα αλλάξει κάτι, ιδίως προς το καλύτερο: «είμαι πολύ άτυχος, αλλά προαισθάνομαι πως θα γυρίσει». (Λαϊκό τραγούδι: πού θα πάει, πού θα πάει, πού θα βγει, θα γυρίσεις και για μας, παλιοζωή
- θα γυρίσει ο τροχός, βλ. λ. τροχός·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός ή θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει, βλ. λ. παραμύθι·
- με το καλό να γυρίσεις! βλ. λ. καλός·
- με το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις! βλ. λ. καλός·
- μου γυρίζει τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου γυρίζει τα μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου γυρίζει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου γυρίζει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου γυρίζει το στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου γυρίζουν τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου γύρισαν τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου γύρισαν τα μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου γύρισαν τα μυαλά ή μου γύρισε το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου γύρισαν τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου γύρισαν τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου γύρισε (ενν. η τύχη), έγινε ευνοϊκή ή και το αντίστροφο: «καιρό περίμενα να μου γυρίσει για να γελάσει κι εμένα λίγο το χείλι μου || τόσον καιρό μου ’ρχονταν όλα δεξιά και τώρα που μου γύρισε, δεν ξέρω τι να κάνω»·
 - μου γύρισε (ενν. το φύλλο, το ζάρι), έγινε ευνοϊκό ή και το αντίστροφο: «αν δε μου γύριζε, θα ’χα μείνει σε λίγο πανί με το πανί || κι εκεί που τους τα ’παιρνα αβέρτα, μου γύρισε το άτιμο και ξετινάχτηκα μέσα σε λίγη ώρα»·
- μου γύρισε το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου γύρισε το στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου γύρισε τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- μου γύρισε τον πισινό του, βλ. λ. πισινός·
- μου τα γύρισε (ενν. τα λόγια), αναίρεσε αυτά που υποστήριζε, που μου έλεγε ή που μου υποσχόταν προηγουμένως: «στην αρχή ορκιζόταν πως ο τάδε ήταν αυτός που είχε βάλει χέρι στο ταμείο, αλλά ύστερα μου τα γύρισε || μέχρι πριν από λίγο υποσχόταν πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά ξαφνικά μου τα γύρισε»·
- να γυρίζει! προτρεπτική έκφραση στο άτομο που δίνουμε το τσιγαρλίκι από το οποίο πήραμε τη ρουφηξιά μας με την έννοια, να το δώσει στο επόμενο άτομο της ομήγυρης για τον ίδιο σκοπό, μόλις πάρει και αυτό τη ρουφηξιά του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα. Συνών. να κυκλοφορεί(!)·   
- να πας και να μη γυρίσεις! βλ. συνηθέστ. να πας στον αγύριστο! λ. αγύριστος·
- οι δείκτες του ρολογιού δε γυρίζουν πίσω, βλ. λ. δείκτης·
- οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο, βλ. λ. κατάρα·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω, βλ. λ. πέτρα·  
- όταν εσύ πήγαινες, εγώ γύριζα ή όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα, βλ. λ. πηγαίνω·
- ρόδα είναι και γυρίζει, βλ. λ. ρόδα·
- σφαίρα είναι (ο κόσμος) και γυρίζει, βλ. λ. σφαίρα·
- τα γυρίζω (ενν. τα λόγια μου), αναιρώ αυτά που υποστήριζα, που έλεγα ή που υποσχόμουν προηγουμένως: «κι ενώ σε μένα παραδεχόταν την ενοχή του, μπροστά στον ανακριτή τα γύρισε»·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω, βλ. λ. ποτάμι·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν στα βουνά, βλ. λ. ποτάμι·
- ταινία γυρίζουμε! βλ. λ. ταινία·
- της (του) γυρίζω τη βέρα πίσω, βλ. λ. βέρα·
- της (του) γυρίζω το δαχτυλίδι πίσω, βλ. λ. δαχτυλίδι·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, βλ. λ. μάτι·
- το γυρίζω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- το γυρίζω στη ζεϊμπεκιά, βλ. λ. ζεϊμπεκιά·
- το γυρίζω στην πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- το γύρισε στο κολύμπι, (για άντρες) βλ. λ. κολύμπι·
- το γύρισε στο κρόουλ, (για άντρες) βλ. λ. κρόουλ·
- το γυρίζω στο καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- το γύρισε στο φιλικό, βλ. λ. φιλικός·
- το ποτάμι (της ιστορίας) δε γυρίζει πίσω, βλ. λ. ποτάμι·
- του γυρίζω τη ράχη μου, βλ. λ. ράχη·
- του γυρίζω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. λ. ράχη·
- του γυρίζω την πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- του γυρίζω την πλάτη μου και φεύγω, βλ. λ. πλάτη·
- του γυρίζω τις πλάτες μου και φεύγω, βλ. λ. πλάτη·
- του γυρίζω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. λ. ράχη·
- του γυρίζω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- του γυρίζω το νου, βλ. λ. νους·
- τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει, βλ. λ. τροχός.

ανεμοδούρα

ανεμοδούρα, η, ουσ. [<μσν. ἀνεμοδούριον], η ανεμοδούρα· άνθρωπος που αλλάζει εύκολα γνώμη ή πολιτικές πεποιθήσεις ανάλογα με το τι κατάσταση επικρατεί, ο άστατος, ο ασταθής, ο ανεμοδούρας, ο ανεμοδούρης: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι ανεμοδούρα ο τύπος». Από την εικόνα του ανεμοδείχτη, που περιστρέφεται ανάλογα με την πνοή του ανέμου·
- γυρίζει σαν ανεμοδούρα, (για πρόσωπα)α. είναι άστατος, ασταθής στη γνώμη του ή στις πολιτικές του πεποιθήσεις: «μην του έχεις καμιά εμπιστοσύνη, γιατί ο τύπος γυρίζει σαν ανεμοδούρα». Από την εικόνα του ανεμοδείχτη, που περιστρέφεται ανάλογα με την πνοή του ανέμου. β. κινείται, περιφέρεται ανήσυχος εδώ κι εκεί, για να βρει ή να μάθει κάτι: «μόλις μαθεύτηκε το μυστικό του, γυρίζει σαν ανεμοδούρα να βρει αυτόν που το ξεφούρνισε». Συνών. γυρίζει σαν ανεμόμυλος.

άντερο

άντερο, το, ουσ. [<μσν. ἄντερον <αρχ. ἔντερον], το άντερο· το πέος ηλικιωμένου άντρα, που δεν μπορεί πια να έρθει σε στύση: «ποια γυναίκα να πάει τώρα μαζί του, αφού, μόλις δει τ’ άντερό του, θα το βάλει στα πόδια». Από παρομοίωση του πέους με το άντερο, που κρέμεται άτονο. Υποκορ. αντεράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- άνοιξε τ’ άντερό μου, βλ. φρ. άνοιξε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- βγάζει άντερα, (για μουσικούς) είναι δεξιοτέχνης σε κάποιο μουσικό όργανο: «πήρε το μπουζούκι στα χέρια του κι όση ώρα έπαιζε, έβγαζε άντερα»·
- βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του, κερδίζει πολλά χρήματα, ιδίως  από τη δουλειά του: «βγάζει άντερα απ’ την καινούρια του δουλειά || έχει ένα σουβλατζίδικο μέσα στην αγορά και βγάζει τ’ άντερά του». Συνών. βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζω τ’ άντερα (κάποιου μηχανήματος), το ξεχαρβαλώνω: «προσπάθησε να βρει μόνος του τη βλάβη της μηχανής τ’ αυτοκινήτου του, αλλά της έβγαλε τ’ άντερα και την παράτησε»·
- βγάζω τ’ άντερά μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «έκανε τέτοιο κούνημα το καράβι, που έβγαλα τ’ άντερά μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «όταν μιλάει για τον κουνιάδο του, βγάζει τ’ άντερά του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία, με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το μέρος της κοιλιάς προς το στόμα υπονοώντας την εκκένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου·  βλ. και φρ. βγάζει άντερα·
- δε μασάω άντερα, ενεργώ όπως εγώ θέλω και δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κανένα: «δε με τρομάζεις με μπράβους και δικηγόρους, γιατί, όταν έχω δίκιο, δε μασάω άντερα»·
- δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του, είναι πάρα πολύ κακός, πάρα πολύ μοχθηρός: «απ’ αυτόν περιμένεις καλοσύνη! Αυτός δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του»·
- δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα, λέγεται στην περίπτωση που είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμφωνήσουν δυο άνθρωποι ή δυο ομάδες ανθρώπων: «άσ’ τους να φαγώνονται, γιατί εδώ, που λέει ο λόγος, δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα και θα συμφωνήσουν αυτοί που έχουν τόσες μεγάλες διαφορές;»· 
- δεν άφησε άντερο, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «είχε ατράνταχτη περιουσία, αλλά έμπλεξε με τα χαρτιά και δεν άφησε άντερο». Από την εικόνα του ατόμου που πάνω στη βουλιμία του τρώει και τα άντερα του σφαγίου. Συνών. δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε άντερο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «έφυγα το πρωί απ’ το σπίτι μου μ’ εκατό χιλιάρικα και μέχρι να γυρίσω δεν έμεινε άντερο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε  όλο: «μόλις δειγμάτισα στην αγορά το καινούριο προϊόν, δεν έμεινε άντερο». Συνών. δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα. γ. η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν τόσο αστεία, που δεν έμεινε κανείς αμέτοχος: «είχε τόσο πλάκα η όλη κατάσταση, που, όταν ξαφνικά άρχισε να γελάει κάποιος, δεν έμεινε άντερο»·
- δεν έχει άντερα, δεν έχει θάρρος, δεν είναι θαρραλέος: «λίγο να κάνεις πως τον αγριεύεις το βάζει στα πόδια, γιατί δεν έχει άντερα»·
- δεν καταλαβαίνει τ’ αντερά του, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που είπε πως δε θα σου δώσει άδεια, μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». β. είναι αναίσθητος, σκληρός: «δεν έχει βοηθήσει ποτέ κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «αφού έχεις διαφορές μαζί του, μόνο στα δικαστήρια θα μπορέσεις να βρεις το δίκιο σου, γιατί είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ συμβαίνουν τόσα παρατράγουδα στην επιχείρηση κι αυτός δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει τη μάνα του / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- έκλεισε τ’ άντερό μου, βλ. φρ. έκλεισε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- έπιασε άντερα, (για τερματοφύλακες) αποσόβησε αρκετά γκολ που ήταν σίγουρα: «στο παιχνίδι της προηγούμενης Κυριακής ο τερματοφύλακάς μας έπιασε άντερα»·
- έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του, α. έφαγε πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «τον καλέσαμε στο τραπέζι μας για να πάρει έναν μεζέ, κι αυτός έφαγε τ’ άντερά του». β. καταχράστηκε πολλά χρήματα, ιδίως του δημοσίου: «απ’ τη μέρα που έγινε κυβέρνηση το κόμμα του, έφαγε άντερα || ήταν υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών κι έφαγε τ’ άντερά του». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «έφαγες πολλά λεφτά στη ζωή σου, δε λέω, αλλά ο τάδε έφαγε τ’ άντερά του». Συνών. έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον άμπακο / έφαγε τον περίδρομο· βλ. και φρ. τρώει άντερα·
- θα σου βγάλω τ’ άντερα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά, θα σε ξεκοιλιάσω: «αν σε δώ να βάζεις ξανά χέρι στο ταμείο, θα σου βγάλω τ’ άντερα»·  
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, επιτείνει την παραπάνω φράση·
- κατεβάζει άντερα (ενν. ο Θεός., ο ουρανός), βλ. συνηθέστ. ρίχνει άντερα·
- κατεβάζει άντερα (ενν. στην κοιλιά του), βλ. συνηθέστ. ρίχνει άντερα (ενν. στην κοιλιά του)·
- κερδίζει άντερα ή κερδίζει τ’ άντερά του, βλ. φρ. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του·
- κόλλησε τ’ άντερό μου, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί κόλλησε τ’ άντερό μου»·
- λάδωσε τ’ άντερό μου (τ’ αντεράκι μου), α. μετά από αλλεπάλληλες οικονομικές ατυχίες και δυσκολίες, επανήλθα σε καλή οικονομική κατάσταση (και άρχισα να τρώω πάλι καλά ως οικονομικά ευκατάστατος): «ευτυχώς που πήγε καλά η τελευταία δουλειά και λάδωσε τ’ άντερό μου». β. έφαγα χορταστικά ύστερα από πολύ καιρό: «ευτυχώς τέλειωσε η περίοδος της νηστείας και λάδωσε τ’ άντερό μου»·
- λέει άντερα, α. λέει τα χειρότερα λόγια, που μπορεί να πει κανείς για κάποιον: «όταν μιλάει για τον κουνιάδο του, λέει άντερα». β. λέει βλακείες, ανοησίες: «τον άρχισαν όλοι μαζί στις σφαλιάρες, γιατί επί μια ώρα μας έλεγε άντερα». γ. λέει πράγματα ασύστολα, τερατολογεί: «δεν τον πιστεύει κανένας, γιατί συνηθίζει να λέει άντερα»·
- λίγδωσε τ’ άντερό μου (τ΄ αντεράκι μου), βλ. φρ. λάδωσε τ’ άντερό μου (τ’ αντεράκι μου)·
- μ’ ανακατώνει τ’ άντερα, βλ. φρ. μου γυρίζει τ’ άντερα·
- μασώ άντερα, είμαι πολύ θυμωμένος, είμαι εξοργισμένος: «μην του λες κουβέντα, γιατί απ’ το πρωί μασάει άντερα»·
- μέχρις άντερα ή μέχρις άντερο, ολοκληρωτικά, μέχρι το τέλος, ως τα άκρα: «έφαγε την περιουσία του μέχρις άντερο || θα σε κυνηγήσω μέχρις άντερα»·
- μου βγάζει τ’ άντερα, με ταλαιπωρεί πάρα πολύ, γίνεται πολύ ενοχλητικός, πολύ πιεστικός: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου να με δει, μου βγάζει τ’ άντερα μ’ ένα σωρό βλακείες που μ’ αραδιάζει»· βλ. και λ. του βγάζω τ’ άντερα·
- μου ’βγαλε τ’ άντερα, (για τροχοφόρα) με ταλαιπώρησε υπερβολικά με τις συνεχείς αναταράξεις και κραδασμούς του: «ταξίδεψα μ’ ένα προπολεμικό λεωφορείο και μου ’βγαλε τ’ άντερα μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου»·
- μου γυρίζει τ’ άντερα, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον τύπο, μου γυρίζει τ’ άντερα». Συνών. μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γυρίζουν τ’ άντερα, α. αηδιάζω υπερβολικά από κάτι που βλέπω ή ακούω: «όταν ακούω τέτοιες βλακείες, μου γυρίζουν τ’ άντερα». β. νιώθω ναυτία: «κάθε φορά που ταξιδεύω με πλοίο, μου γυρίζουν τ’ άντερα»·
- μου γύρισαν τ’ άντερα, ένιωσα έντονη αηδία, έντονη τάση για εμετό ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις είδα τα κορμιά διαμελισμένα πάνω στην άσφαλτο, μου γύρισαν τ’ άντερα». Συνών. μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- ξερνώ άντερα ή ξερνώ τ’ άντερά μου, α. αηδιάζω υπερβολικά από κάτι που βλέπω ή ακούω: «αν άκουγες τις αηδίες που έλεγε, θα ξερνούσες άντερα». β. ομολογώ, προδίδω τα πάντα: «πήγε στην Ασφάλεια και ξέρασε άντερα». γ. μιλώ με τα χειρότερα λόγια για κάποιον, ιδίως με πρόθεση να τον βλάψω: «κάθε φορά που μιλάει γι’ αυτόν τον άνθρωπο, ξερνάει τ’ άντερά του». δ. κάνω ακατάσχετο εμετό: «έφαγα χαλασμένο φαγητό και ξέρασα τ’ άντερά μου»·
- πίνω άντερα ή πίνω τ’ άντερά μου, πίνω υπερβολικά, είμαι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο πιοτό, γιατί πίνει τ’ άντερά του»·
- ρίχνει άντερα (ενν. ο Θεός, ο ουρανός), βρέχει ραγδαία: «δεν είναι να πας σήμερα πουθενά, γιατί απ’ το πρωί ρίχνει άντερα»·
- ρίχνει άντερα (ενν. στην κοιλιά του), τρώει πάρα πολύ: «τον είδα σ’ ένα εστιατόριο να ρίχνει άντερα»·
- στριμμένο άντερο, α. άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στριμμένο άντερο». β. άνθρωπος κακός: «όλα να τα περιμένεις απ’ αυτόν, γιατί είναι στριμμένο άντερο»·
- τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο, βλ. λ. σκυλί·
- του ’βγαλε τ’ άντερα, α. τον μαχαίρωσε την κοιλιά, τον ξεκοίλιασε: «πάνω στον καβγά του ’δωσε μια με το μαχαίρι και του ’βγαλε τ’ άντερα». β. τον ταλαιπωρώ πάρα πολύ: «μέχρι να τελειώσει τη δουλειά που του ανέθεσε, του ’βγαλε τ’ άντερα»· βλ. και φρ. μου βγάζει τ’ άντερα·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, α. τον μαχαίρωσε στην κοιλιά, τον ξεκοίλιασε: «τράβηξε το μαχαίρι και του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δεχτεί χτύπημα με μαχαίρι στην κοιλιά, φέρνει και τα δυο του χέρια πάνω στο τραύμα, δίνοντας την εντύπωση πως συγκρατεί τα άντερά του. β. του αφαιρώ κάθε επιχείρημα: «μόλις αποκάλυψε ο άλλος πως έπαιζε ο τύπος σε δυο ταμπλό, του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια»·
- του τα πήρα μέχρις άντερα ή του τα πήρα μέχρις άντερο, α. του πήρα όλα του τα χρήματα που απαιτούσα: «τον κυνήγησα δικαστικά και του τα πήρα μέχρις άντερα». β. του κέρδισα όλα του τα χρήματα, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο: «παίξαμε χαρτιά και του τα πήρα μέχρις άντερο»·
- τρώει άντερα ή τρώει τ’ άντερά του, τρώει πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «δεν μπορείς να τον ακολουθήσεις στο φαγητό, γιατί τρώει τ’ άντερά του». Συνών. τρώει το καταπέτασμα / τρώει τον αβλέμονα / τρώει τον αγλέουρα / τρώει τον άμπακο / τρώει τον περίδρομο.

βάζω

βάζω, ρ. [<αρχ. βιβάζω], βάζω. 1. φορώ: «βάζω το κοστούμι μου». (Λαϊκό τραγούδι: ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα, τα παιδάκια τα καημένα, τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια). 2α. καταθέτω, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζω αρκετά λεφτά στην τράπεζα». β. επενδύω: «έβαλε τα λεφτά του σε μια εταιρία που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο». 3. προτρέπω, παρακινώ, αναγκάζω κάποιον ιδίως σε κάτι κακό ή κολάσιμο: «τον βάλανε να πει ψέματα || τον βάλανε να κλέψει». 4. θέτω υποψηφιότητα: «σκέφτεται να βάλει για πρόεδρος του σωματείου μας || στις νέες εκλογές θα βάλει για βουλευτής». 5. θεωρώ: «έχει παιδί που τέλειωσε μόνο το δημοτικό, αλλά το βάζει για πολύ σπουδαγμένο». 6. συγκρίνω: «έχει ένα αυτοκινητάκι και το βάζει με το δικό μου που είναι κοτζάμ Μερσεντές». 7. δίνω όνομα σε αβάφτιστο παιδί, με το μυστήριο της βάφτισης δίνω σε ένα παιδί κάποιο όνομα: «την Κυριακή βαφτίζω το γιο μου. -Τι όνομα θα του βάλεις;». Συνών. δίνω (8). 8. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) πετυχαίνω: «βάζω γκολ || βάζω καλάθι || πόσα γκολ βάλαμε; || πόσα καλάθια βάλαμε;». 9α. βάλε, υπόθεσε, σκέψου: «βάλε τι φασαρία θα γίνει αν, τώρα που είναι με τον γκόμενό της, έρθει ξαφνικά ο αδερφός της!». β. λέγεται προστακτικά ή διευκρινιστικά για παραγγελία, ιδίως σε εστιατόριο, ουζερί, ταβέρνα ή για αγορά από κάποιο κατάστημα ή για λογαριασμό) συμπερίλαβε, πρόσθεσε: «μαζί μ’ αυτά που σου παραγγείλαμε, βάλε και μια πατάτες τηγανητές || μαζί με το κουστούμι βάλε κι αυτό το πουκάμισο || στο λογαριασμό βάλε και τη σοκολάτα που έφαγε ο γιος μου»· βλ. και λ. βάνω. (Ακολουθούν 675 φρ.)· 
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, βλ. λ. ρούχο·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; βλ. λ. αυτός·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζει δάχτυλο (ενν. στον κώλο του), βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζει και την πορδή του δύναμη, βλ. λ. πορδή·
- βάζει κι κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. συνηθέστ. βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες·
- βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. λ. μυλωνάς·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- βάζει μούρη, βλ. λ. μούρη·
- βάζει μουσούδα ή βάζει μουσούδι, βλ. λ. μουσούδα·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- βάζει παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- βάζει παρωπίδες, βλ. λ. παρωπίδα·
- βάζει στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, βλ. λ. βάρκα·
- βάζει τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, βλ. λ. χούφτα·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζεις στοίχημα; βλ. λ. στοίχημα·
- βάζουμε στη μέση (κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. μέση·
- βάζουμε στο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- βάζουμε στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- βάζω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- βάζω αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- βάζω αλατοπίπερο, βλ. λ. αλατοπίπερο·
- βάζω αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- βάζω ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- βάζω απουσία (σε κάποιον), βλ. λ. απουσία·
- βάζω αφτί, βλ. λ. αφτί·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω βαθμό (για καθηγητές ή κριτές), βλ. λ. βαθμός·
- βάζω βάση, βλ. λ. βάση·
- βάζω βέρα ή βάζω βέρες ή βάζω τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- βάζω βούλα, βλ. λ. βούλα·
- βάζω βούλα και παύλα, βλ. λ. βούλα·
- βάζω βύσμα, βλ. λ. βύσμα·
- βάζω για δόλωμα ή βάζω δόλωμα, βλ. λ. δόλωμα·
- βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- βάζω γκέμι ή βάζω γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- βάζω γκόλ, βλ. λ. γκόλ·
- βάζω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- βάζω γνώση, βλ. λ. γνώση·
- βάζω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- βάζω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω διαβάλματα, βλ. λ. διαβάλματα·
- βάζω δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- βάζω δόντι, βλ. λ. δόντι·
- βάζω έγνοια, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω εμπόδια (σε κάποιον), βλ. λ. εμπόδιο·
- βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. λ. θέμα·
- βάζω ένα όριο, βλ. λ. όριο·
- βάζω ένα χέρι(χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- βάζω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω ζιζάνια, βλ. λ. ζιζάνιο·
- βάζω ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- βάζω ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- βάζω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- βάζω θεμέλια ή βάζω τα θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- βάζω θηλιά στο λαιμό μου ή βάζω τη θηλιά στο λαιμό μου, βλ. λ. θηλιά·
- βάζω θλιβερή μουτσούνα, βλ. λ. μουτσούνα·
- βάζω καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- βάζω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- βάζω καημό, βλ. λ. καημός·
- βάζω καλάθι, (για μπάσκετ), βλ. λ. καλάθι·
- βάζω κάλπη, βλ. λ. κάλπη·
- βάζω καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- βάζω καπίστρι, βλ. λ. καπίστρι·
- βάζω κάποια αράδα ή βάζω σε κάποια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά· 
- βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, βλ. λ. λιθάρι·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω σε κάποια τάξη ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη·
- βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη
- βάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- βάζω κάτι απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω κάτι στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω κάτι στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- βάζω κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου, βλ. λ. γκλάβα·
- βάζω κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου, βλ. λ. κεφάλα·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω κιλά, βλ. λ. κιλό·
- βάζω κλειδί, βλ. λ. κλειδί·
- βάζω κολαούζο, βλ. λ. κολαούζος·
- βάζω κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- βάζω κουλούρι (κουλούρα, κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρι·
- βάζω κρέπι, βλ. λ. κρέπι·
- βάζω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- βάζω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- βάζω λέβα, βλ. λ. λέβα·
- βάζω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- βάζω μάρκα, βλ. λ. μάρκα·
- βάζω Μάρτη, βλ. λ. Μάρτης·
- βάζω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- βάζω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βάζω με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι  να ’ναι, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. λ. νους·
- βάζω με το νου μου ό,τι  να ’ναι, βλ. λ. νους·
- βάζω με τρόπο, βλ. λ. τρόπο·
- βάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- βάζω μέσο, βλ. λ. μέσο·
- βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω μια δαχτυλήθρα, βλ. λ. δαχτυλήθρα·
- βάζω μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. λ. πρόταση·
- βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- βάζω μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βάζω μίνες, βλ. λ. μίνες·
- βάζω μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω μπουγάδα, βλ. λ. μπουγάδα·
- βάζω μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- βάζω μπρίκι στη φωτιά (ενν. για να ψήσω καφέ), βλ. λ. φωτιά·
- βάζω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- βάζω μπρος τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπρος τη μηχανή μου ή βάζω μπρος τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- βάζω μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- βάζω μπροστά τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπροστά τη μηχανή μου ή βάζω μπροστά τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω νερό στο κρασί μου, βλ. λ. κρασί·
- βάζω νιονιό, βλ. λ. νιονιό·
- βάζω νου, βλ. λ. νους·
- βάζω νταλκά, βλ. λ. νταλκάς·
- βάζω νυστέρι (σε κάτι), βλ. λ. νυστέρι·
- βάζω όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, βλ. λ. δυνατός·
- βάζω όλες τις δυνάμεις μου ή βάζω όλες μου τις δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- βάζω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- βάζω όρους ή βάζω τους όρους μου, βλ. λ. όρος·
- βάζω οχτάρι, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. οχτάρι·
- βάζω πάλι την κασέτα, βλ. λ. κασέτα·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, βλ. λ. ομάδα·
- βάζω πανί, βλ. λ. πανί·
- βάζω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- βάζω πιλάλα ή βάζω μια πιλάλα, βλ. λ. πιλάλα·
- βάζω πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- βάζω πλερέζες, βλ. λ. πλερέζα·
- βάζω πλύση, βλ. λ. πλύση·
- βάζω πλώρη, βλ. λ. πλώρη·
- βάζω πόδι, βλ. λ. πόδι·
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω πολλά με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω πρόγραμμα ή βάζω σε πρόγραμμα ή βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω ράσο ή βάζω ράσα ή βάζω το ράσο ή βάζω τα ράσα, βλ. λ.ράσο·
- βάζω ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- βάζω ρότα, βλ. λ. ρότα·
- βάζω σ’ ενέργεια, βλ. λ. ενέργεια·
- βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω σάλτσα ή βάζω σάλτσες, βλ. λ. σάλτσα·
- βάζω σανό, βλ. λ. σανός·
- βάζω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), βλ. λ. δουλειά·
- βάζω σε ίδια μοίρα ή βάζω σε ίση μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή άλλο), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. κίνδυνος·
- βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω σε μπελά ή βάζω σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω σε πειρασμό (κάποιον), βλ. λ. πειρασμός·
- βάζω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε ρέγουλα (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. ρέγουλα·
- βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. τάξη·
- βάζω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σημάδι ή βάζω σημάδια, βλ. λ. σημάδι·
- βάζω σημάδι ή βάζω στο σημάδι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. σημάδι·
- βάζω σιγαστήρα, βλ. λ. σιγαστήρας·
- βάζω σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- βάζω σιλανσιέ, βλ. λ. σιλανσιέ·
- βάζω σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- βάζω σουρτίνα, βλ. λ. σουρτίνα·
- βάζω σπιουνιές, βλ. λ. σπιουνιά·
- βάζω στα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- βάζω στα υπόψη ή βάζω στα υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- βάζω στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι), γραμμή·
- βάζω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- βάζω στη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- βάζω στη λοταρία, βλ. λ. λοταρία·
- βάζω στη ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
- βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. σειρά·
- βάζω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- βάζω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- βάζω στη χοντρική πώληση, βλ. λ. πώληση·
- βάζω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- βάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βάζω στην απομέσα, βλ. λ. απομέσα·
- βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. αράδα·
- βάζω στην κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- βάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- βάζω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- βάζω στην ποδιά μου, βλ. λ. ποδιά·
- βάζω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- βάζω στο αρχείο, βλ. λ. αρχείο·
- βάζω στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- βάζω στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- βάζω στο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- βάζω στο λότο, βλ. λ. λότος·
- βάζω στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βάζω στο μυαλό μου (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- βάζω στο νου μου (κάτι), βλ. λ. νους·
- βάζω στο παιχνίδι (κάποιον), βλ. λ. παιχνίδι·
- βάζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- βάζω στο ράφι, βλ. λ. ράφι·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- βάζω στο στόμα μου κάτι, βλ. λ. στόμα·
- βάζω στο στόχαστρο (κάτι), βλ. λ. στόχαστρο·
- βάζω στο συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- βάζω στο χέρι (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω στο χρονοντούλαπο (κάτι) ή βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βάζω στο ψυγείο, βλ. λ. ψυγείο·
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ.κεφάλι·
- βάζω στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- βάζω στον κύκλο μου (κάποιον), βλ. λ. κύκλος·
- βάζω στον πάγο, βλ. λ. πάγος·
- βάζω στον πειρασμό να… (κάποιον), βλ. λ. πειρασμός·
- βάζω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- βάζω στοίχημα, βλ. λ. στοίχημα·
- βάζω στόχο, βλ. λ. στόχος·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- βάζω τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω τα δυνατά μου, βλ. λ. δυνατός·
- βάζω τα καλά μου, βλ. λ. καλός·
- βάζω τα κλάματα ή βάζω το κλάμα, βλ. λ. κλάματα·
- βάζω τα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- βάζω τα μεγάλα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω τα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω τα μούτρα μου (με κάποιον), βλ. λ. μούτρο·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, βλ. λ. πράγμα·
- βάζω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- βάζω τάξη (σε κάποιους ή σε κάτι), βλ. λ. τάξη·
- βάζω ταρίφα, βλ. λ. ταρίφα·
- βάζω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- βάζω τελεία ή βάζω τελεία και παύλα, βλ. τελεία·
- βάζω τέλος, βλ. λ. τέλος·
- βάζω τέρμα, βλ. λ. τέρμα·
- βάζω τετάρτη ή βάζω την τετάρτη, βλ. λ. τετάρτη·
- βάζω τζίφρα ή βάζω την τζίφρα μου, βλ. λ. τζίφρα· 
- βάζω τη βάση (για καθηγητές), βλ. λ. βάση·
- βάζω τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω τη σκούφια μου στραβά ή βάζω στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- βάζω τη στάμπα μου, βλ. λ. στάμπα·
- βάζω τη σφραγίδα μου, βλ. λ. σφραγίδα·
- βάζω την αγκίδα μου, βλ. λ. αγκίδα·
- βάζω την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- βάζω την κουλούρα, βλ. λ. κουλούρα·
- βάζω την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- βάζω την ουρά στα σκέλια, ή βάζω την ουρά στα σκέλια μου ή βάζω την ουρά ανάμεσα στα σκέλια (μου) ή βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (μου) (ενν. και φεύγω), βλ. λ. ουρά·
- βάζω την υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την ψυχή μου (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- βάζω τις βάσεις, βλ. λ. βάση·
- βάζω τιμωρία, (συνήθως για εκπαιδευτικούς) βλ. λ. τιμωρία·
- βάζω (τις) τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- βάζω (τις) φωνές, βλ. λ. φωνή·
- βάζω το δαχτυλάκι μου (το δάχτυλο μου), βλ. λ. δαχτυλάκι·
- βάζω το δάχτυλό μου εις τον τύπον των ήλων, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω το δάχτυλό μου στην πληγή, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο σακί, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το λαγό στο φούρνο, βλ. λ. λαγός·
- βάζω το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- βάζω το μέσο, βλ. λ. μέσο·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, βλ. λ. νερό·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), βλ. λ. πόδι·
- βάζω το πρόγραμμα, (για μηχανήματα παραγωγής), βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- βάζω το φόρτε μου, βλ. λ. φόρτε·
- βάζω το χακί, βλ. λ. χακί·
- βάζω το χαλκά, βλ. λ. χαλκάς·
- βάζω το χέρι μου ή βάζω κι εγώ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βάζω τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- βάζω τον κολιό στο ξίδι, βλ. λ. κολιός·
- βάζω τορπίλα, βλ. λ. τορπίλα·
- βάζω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- βάζω τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- βάζω τρίποντο, βλ. λ. τρίποντο·
- βάζω τρίτη ή βάζω την τρίτη, βλ. λ. τρίτος·
- βάζω τσίκα, βλ. λ. τσίκα·
- βάζω φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- βάζω φάλτσο, βλ. λ. φάλτσο·
- βάζω φερμουάρ (ενν. στο στόμα μου), βλ. λ. φερμουάρ·
- βάζω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- βάζω φίμωτρο, βλ. λ. φίμωτρο·
- βάζω φιτίλια ή βάζω στα φιτίλια, βλ. λ. φιτίλι·
- βάζω φιτιλιές, βλ. λ. φιτιλιά·
- βάζω φόκο, βλ. λ. φόκος·
- βάζω φόλα, βλ. λ. φόλα·
- βάζω φόρα ή βάζω μια φόρα, βλ. λ. φόρα1·
- βάζω φόρτσα, βλ. λ. φόρτσα·
- βάζω φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
- βάζω φρένο, βλ. λ. φρένο·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- βάζω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- βάζω φωτιά στα τόπια, βλ. λ. τόπι·
- βάζω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βάζω χαλκά, βλ. λ. χαλκά·
- βάζω χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
-βάζω χέρι στα έτοιμα, βλ. λ. χέρι·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω χίλια δυο με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω χρυσό δοντάκι, βλ δοντάκι·
- βάζω ψυχή (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- βάλ’ τα να πάνε! α. προτροπή για ενέργεια: «μη το σκέφτεσαι άλλο, βάλ’ τα να πάνε κι ό,τι γίνει». β. (για χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι) προτροπή στους παίχτες για ποντάρισμα: «τι ψυχή έχουν τα λεφτά, βάλ’ τα να πάνε!»·
- βάλ’ τε, (για χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι) προτροπή στους παίχτες για ποντάρισμα. (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες μου βάλ’ τε, μπρος πίσω πάτε, να σας τα πάρω για να ρεφάρω
- βάλ’ τε τώρα που γυρίζει, προτροπή στους παίχτες τυχερού παιχνιδιού για ποντάρισμα. Δεν έχει μόνο την έννοια του γυρίσματος της ρουλέτας ή άλλου μέσου που χρησιμοποιείται σε τυχερό παιχνίδι, αλλά και της τύχης που γυρίζει και που υποτίθεται πως γίνεται καλή, καλύτερη·
- βάλ’ το εκεί που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό· 
- βάλ’ το (καλά) στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βάλ’ το κλύσμα! βλ. λ. κλύσμα·
- βάλ’ το στη σαλαμούρα! βλ. λ. σαλαμούρα·
- βάλ’ το στον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- βάλ’ το στον πάγο! βλ. λ. πάγος·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο μουνί, στον κώλο, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, τον πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο βρακί σου, στο παντελόνι σου, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. όπου·
- βάλτ’ τον πάλι μεσ’ στη γυάλα, βλ. λ. γυάλα·
- βάλ’ του μια ένεση, βλ. λ. ένεση·
- βάλ’ του κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- βάλ’ του κρέπι, βλ. λ. κρέπι·
- βάλ’ του ρίγανη, βλ. λ. ρίγανη·
- βάλε ανάπαυση! βλ ανάπαυση·
- βάλε βάση, βλ. λ. βάση·
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- βάλε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάλε κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- βάλε κόσκινο (ενν. μπροστά στο πρόσωπό σου), βλ. λ. κόσκινο·
- βάλε λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- βάλε μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- βάλε μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βάλε μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βλ. λ. δαχτυλάκι·
- βάλε μου ένα δάχτυλο, (για ποτά) βλ. λ. δάχτυλο·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας, βλ. λ. μυαλό·
- βάλε πάγο! βλ. λ. πάγος·
- βάλε πως…, υπόθεσε, σκέψου πως…: «βάλε πως, αν με βοηθήσεις τούτη τη στιγμή, θα σου είμαι υπόχρεος για μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι και αρχή και φινάλε και στη σκέψη σου βάλε πως, αν κάνεις δεσμό, μες σε λίγο καιρό θα χωρίσεις γιατί θα υπάρχω εγώ
- για πού το ’βαλες; ή για πού το βάλαμε; βλ. λ. πού·
- δε βάζει δράμι απάνω του, βλ. λ. δράμι·
- δε βάζει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βάζει το πόδι του στη φωτιά, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. πόδι·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, βλ. λ. χέρι·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δε βάζει ψαχνό απάνω του, βλ. λ. ψαχνό·
- δε βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, βλ. λ. άλλος·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), βλ. λ. χέρι·
- δε σε βάλαμε δικηγόρο ή δε σε βάλανε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- δε σε βάλαμε καϊμακάμη ή δε σε βάλανε καϊμακάμη, βλ. λ. καϊμακάμης·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε ντερβέναγα ή δε σε βάλανε ντερβέναγα, βλ. λ. ντερβέναγας·
- δε σε βάλαμε χωροφύλακα ή δε σε βάλανε χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, βλ. λ. μπουκιά·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, βλ. λ. τζίφρα·
- δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν το βάζει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- δεν το βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; βλ. λ. δικηγόρος·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλα τα γέλια ή έβαλα το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. τρελός·
- έβαλε ένα τρεχιό! ή έβαλε τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- έβαλε λυτούς και δεμένους, βλ. λ. λυτός·
- έβαλε μια τρεχάλα! ή έβαλε τρεχάλα, βλ. λ. τρεχάλα·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- έβαλε τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. πόδι·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έβαλε το βρακί, σαρίκι, βλ. λ. σαρίκι·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ. πιάτο·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! βλ. λ. γάτα·
- θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει! βλ. λ. σκούπα·
- θα με βάλεις σε μπελά ή θα με βάλεις σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- θα σε βάλω να φας χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σου βάλω ένεση, βλ. λ. ένεση·
- θα σου βάλω πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα το βάλω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- και βάλε, πρέπει να υποθέσεις, να υπολογίσεις ακόμα περισσότερα: «έμαθα πως έχει λεφτά στην τράπεζα και μια βίλα στην εξοχή. -Και βάλε». (Λαϊκό τραγούδι: να ποιο θα ’ναι το φινάλε πόνοι δάκρυα και βάλε,μα θα μείνω κι ό,τι θέλει ας γίνει)· βλ. και φρ. και πάνω, λ. πάνω·
- και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. λ. γουρούνι·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; βλ. λ. καϊμακάμης·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα στον κώλο σου, βλ. λ. μασούρι·
- κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- μ’ έβαλε στα στενά, βλ. λ. στενός·
- μας έβαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- με βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με βάζει σε σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με βάζει στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- με βάζει στο τριπάκι να…, βλ. λ. τριπάκι·
- με βάζουν στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- με βάζουν στο κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- με βάζουν στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, βλ. λ. Θεός·
- μου ’βαλε τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα, βλ. λ. κλάμα·
- μου ’ρχεται να βάλω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- μου ’ρχεται να βάλω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- μου (μας) τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο (ένν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σάλιο·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να βάλει φουστάνια! βλ. λ. φουστάνι·
- να βάλουμε τσίγκινα σωβρακάκια! βλ. λ. σωβρακάκι·
- να σε κάψω Γιάννη, να σε βάλω μύξα να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- να το βάλεις σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί σου), βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. αφτί·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- να το βάλεις στο νου σου, βλ. λ. νους·
- να το βάλεις στον κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- νέφτι σου βάλανε; βλ. λ. νέφτι·
- ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; βλ. λ. ντερβέναγας·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- ό,τι βάλει ο νους σου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- πάρ’ το, βάλ’ το, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση που κάποιος παίχτης δίνει τέτοια πάσα στο συμπαίχτη του, που είναι έτοιμο γκολ: «μόλις ξεμαρκαρίστηκε ο παίχτης έδωσε τέτοια πάσα ακριβείας στο χαφ μας, που ήταν πάρ’ το, βάλ’ το»·  
- πλύνε βάλε, βλ. λ. πλένω·
- πορτιέρη σε βάλαμε; ή πορτιέρη σε βάλανε; βλ. λ. πορτιέρης·
- πού να βάλει μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- πού να βάλει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- τ’ αφεντικό τρελάθηκε και τα ’βαλ’ όλα τζάμπα, βλ. λ. αφεντικό·
- τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκάλια, βλ. λ. μπουκάλι·
- τα βάζει μ’ όλον τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα βάζω (με κάποιον), α. δέχομαι, τολμώ να μαλώσω, να συμπλακώ με κάποιον: «τα βάζεις μαζί του;». β. καβγαδίζω, διαπληκτίζομαι, μαλώνω, συμπλέκομαι με κάποιον: «είναι τόσο στραβόξυλο, που τα βάζει μ’ όλον τον κόσμο || προχτές τα ’βαλε με τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν). γ. εναντιώνομαι, κοντράρομαι με κάποιον: «τα ’βαλε με κοτζάμ διευθυντή της αστυνομίας». (Λαϊκό τραγούδι: με κυνηγάνε μυστικοί, με τις αρχές τα βάζω. Για σένα και τα σίδερα της φυλακής τα σπάζω!). δ. θεωρώ κάποιον αίτιο ή υπόλογο για κάτι κακό που έγινε: «ό,τι στραβό κι αν γίνει εδώ μέσα, τα βάζει μαζί μου»·
- τα βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι ή τα βάζω όλα στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί ή τα βάζω όλα στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι ή τα βάζω όλα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ.τσουβάλι·
- τα βάζω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι·
- τη βάζω ανάσκελα ή τη βάζω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) βλ. λ. ανάσκελα·
- τη βάζω μπρούμυτα ή τη βάζω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες) βλ. λ. μπρούμυτα·
- τη βάζω στο καλούπι, (για γυναίκες) βλ. λ. καλούπι·
- τη βάζω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, (για γυναίκες) βλ. λ. μάτι·
- την έβαλα στο καλαπόδι, βλ. λ. καλαπόδι·
- την υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις πού τα βάζεις, βλ. λ. υπογραφή·
- της βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της τον (τη, το) βάζω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- τι βάζεις με το νου σου; βλ. λ. νους·
- το βάζει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- το βάζω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- το βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το βάζω κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το βάζω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- το βάζω μπλάστρι, βλ. λ. μπλάστρι·
- το βάζω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- το βάζω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- το βάζω πείσμα να…, βλ. λ. πείσμα·
- το βάζω πίκα, βλ. λ. πίκα·
- το βάζω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- το βάζω σε πράξη, βλ. λ. πράξη·
- το βάζω σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- το βάζω στα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- το βάζω στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- το βάζω στραβά (ενν. το καπέλο), βλ. λ. στραβά·
- τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. κουνουπίδι·
- τον βάζει στον αχνό, βλ. λ. αχνός·
- τον βάζω ανάσκελα ή τον βάζω τ’ ανάσκελα, βλ. λ. ανάσκελα·
- τον βάζω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- τον βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- τον βάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τον βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον βάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον βάζω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- τον βάζω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- τον βάζω μπρούμυτα ή τον βάζω τα μπρούμυτα, βλ. λ. μπρούμυτα·
- τον βάζω πείσμα, βλ. πείσμα·
- τον βάζω πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- τον βάζω ράχη, βλ. λ. ράχη·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον βάζω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε έξοδα ή τον βάζω στα έξοδα, βλ. λ. έξοδα·
- τον βάζω σε ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- τον βάζω σε κόπο, βλ. λ. κόπος·
- τον βάζω σε λούκι ή τον βάζω στο λούκι, βλ. λ. λούκι·
- τον βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τον βάζω σε μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον βάζω σε μια θέση, βλ. λ. θέση·
- τον βάζω σε μια ρέγουλα ή τον βάζω σε ρέγουλα ή τον βάζω στη ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- τον βάζω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω σε μια τάξη ή τον βάζω σε τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τον βάζω σε πειρασμό ή τον βάζω στον πειρασμό, βλ. λ. πειρασμός·
- τον βάζω σε περιπέτειες, βλ. λ. περιπέτεια·
- τον βάζω σε πρώτη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- τον βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε φασαρία ή τον βάζω σε φασαρίες, βλ. λ. φασαρία·
- τον βάζω στα κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- τον βάζω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- τον βάζω στα στενά, βλ. λ. στενό·
- τον βάζω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- τον βάζω στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- τον βάζω στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- τον βάζω στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- τον βάζω στη σαλαμούρα, βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον (τη, το) βάζω στη σαλαμούρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον βάζω στη σειρά ή τον βάζω στη σειρά του, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- τον βάζω στη στρουγκού, βλ. λ. στρουγκού·
- τον βάζω στη φυλακή ή τον βάζω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον βάζω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- τον βάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τον βάζω στην ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- τον βάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τον βάζω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- τον βάζω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τον βάζω στην ψειρού, βλ. λ. ψειρού·
- τον βάζω στις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- τον βάζω στο Γεντί, βλ. λ. Γεντί·
- τον βάζω στο γκέμι, βλ. λ. γκέμι·
- τον βάζω στο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- τον βάζω στο κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- τον βάζω στο κυνήγι, βλ. λ. κυνήγι·
- τον βάζω στο μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βάζω στο νόημα, βλ. λ. νόημα·
- τον βάζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- τον βάζω στο ποδάρι μου, βλ. λ. ποδάρι·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- τον βάζω στο σακί, βλ. λ. σακί·
- τον βάζω στο στόχαστρο, βλ. λ. στόχαστρο·
- τον βάζω στο σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- τον βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- τον βάζω στο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τον βάζω στο φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τον βάζω στο φρέσκο, βλ. λ. φρέσκο·
- τον βάζω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον βάζω στον ντορβά, βλ. λ. ντορβάς·
- τον βάλαμε στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τον έβαλαν στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον έβαλε στο βρακί της, βλ. λ. βρακί·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, βλ. λ. κώλος·
- του (της) βάζει (το) κέρατο ή του (της) βάζει (τα) κέρατα, βλ. λ. κέρατο·
- του βάζω αβανιά ή του βάζω την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του βάζω γνώση, βλ. λ. γνώση·
- του βάζω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- του βάζω ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του βάζω ζαπάρτα, βλ. λ. ζαπάρτα·
- του βάζω ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- του βάζω λάδι, βλ. λ. λάδι·
- του βάζω (μια) κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- του βάζω μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- του βάζω νάρκα, βλ. λ. νάρκα·
- του βάζω νέφτι (ενν. στον κώλο), βλ. λ. νέφτι·
- του βάζω πάγο, βλ. λ. πάγος·
- του βάζω πόστα, βλ. λ. πόστα·
- του βάζω τα γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, βλ. λ. πόδι·
- του βάζω τη θηλιά στο λαιμό, βλ. λ. θηλιά·
- του βάζω τη σφραγίδα, βλ. λ. σφραγίδα·
- του βάζω την ετικέτα, βλ. λ. ετικέτα·
- του βάζω την ιδέα να…, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- του βάζω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- του βάζω το βύσμα ή του βάζω ένα βύσμα (ενν. στον κώλο), βλ. λ. βύσμα·
- του βάζω το γκέμι ή του βάζω τα γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. λ. μαχαίρι·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, βλ. λ. πόδι·
- του ’βαλαν την ταμπέλα, βλ. λ. ταμπέλα·
- του (της) τον βάζω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την ψωλή, την πούτσα, το πέος, το καυλί), του (της) επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και κατ’ επέκταση τον (την) ξεγελώ, τον (την) εξαπατώ: «από δω τον είχε από κει τον είχε, στο τέλος του την έβαλε και του πήρε τα λεφτά»·
- του βάζω φίμωτρο, βλ. λ. φίμωτρο·
- του βάζω φιτίλια ή τον βάζω στα φιτίλια, βλ. λ. φιτίλι·
- του βάζω φρένο, βλ. λ. φρένο·
- του βάζω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- του βάζω χαλκά, (για γυναίκες) βλ. λ. χαλκάς·
- του βάζω χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- του βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βαλα καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους βάζω σε κάποια αράδα ή τους βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- τους βάζω σε κάποια γραμμή ή τους βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τους βάζω σε κάποια σειρά ή τους βάζω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- τους βάζω σε κάποια τάξη ή τους βάζω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τους βάζω σε κάποια σειρά και τάξη ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τους βάζω στα αίματα, βλ. λ. αίμα.
- τους βάζω στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- τους βάλαμε στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τσελβόλ, πλύνε βάλε, βλ. λ. τσελβόλ·
- τώρα θα μάθεις πόσ’ απίδια βάζει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- χωροφύλακα σε βάλαμε; ή χωροφύλακα σε βάλανε; βλ. λ. χωροφύλακας.

βέρα

βέρα, η, ουσ. [<βενετ. vera], χρυσό δαχτυλίδι, που, όποιος το φοράει στον παράμεσο του αριστερού του χεριού, υποδηλώνει πως είναι αρραβωνιασμένος ενώ, όποιος το φοράει στον παράμεσο του δεξιού του χεριού, υποδηλώνει πως είναι παντρεμένος. (Λαϊκό τραγούδι: αχ, έφυγες μακριά δίχως να μου πεις στη δόλια δυο λόγια για παρηγοριά, και μου πέταξες τη βέρα πέρα πέρα κι έφυγες μακριά)· 
- αλλάζω βέρα ή αλλάζω βέρες ή αλλάζω τις βέρες, αρραβωνιάζομαι: «την άλλη Κυριακή αλλάζω βέρες με την τάδε». Συνών. αλλάζω δαχτυλίδι ή αλλάζω δαχτυλίδια ή αλλάζω τα δαχτυλίδια·
- βάζω βέρα ή βάζω βέρες ή βάζω τις βέρες, αρραβωνιάζομαι ή παντρεύομαι: «άντε, βρε παιδάκι μου, είναι καιρός πια να βάλεις βέρα με την κοπέλα!». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα
- περνώ βέρα ή περνώ βέρες ή περνώ τις βέρες, αρραβωνιάζομαι ή παντρεύομαι: «έμαθα πως θα περάσεις βέρες με την κοπέλα σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε πόσα τέρμινα και μέρες θε να περάσουμε τις βέρες). Συνών. περνώ δαχτυλίδι ή περνώ δαχτυλίδια ή περνώ τα δαχτυλίδια·
- της (του) γυρίζω τη βέρα πίσω, α. υπαναχωρώ στην υπόσχεση γάμου που της (του) είχα δώσει, διαλύω τον αρραβώνα μου: «ύστερα από δυο χρόνια αρραβώνα, του γύρισε τη βέρα πίσω, γιατί αποδείχτηκε μεγάλος χαρτοπαίχτης». β. πιο σπάνια, διαλύω το γάμο μου. Συνών. της (του) γυρίζω το δαχτυλίδι πίσω·
- τους αλλάζω τις βέρες, τους αρραβωνιάζω, τους παντρεύω ως κουμπάρος: «τις βέρες θα τους τις αλλάξει η νονά του κοριτσιού». Συνών. τους αλλάζω τα δαχτυλίδια·
- τους περνώ τις βέρες, τους αρραβωνιάζω ή τους παντρεύω ως κουμπάρος: «αυτός που θα τους περάσει τις βέρες είναι παιδικός φίλος του γαμπρού». Συνών. τους περνώ τα δαχτυλίδια·
- φορώ βέρα, είμαι αρραβωνιασμένος ή παντρεμένος (ανάλογα σε ποιο χέρι τη φορώ). (Λαϊκό τραγούδι: και με κοιτάς και μου μιλάς κι εγώ καρφώνομαι στη βέρα που φοράς
- φορώ βέρα ή φορώ βέρες ή φορώ τις βέρες, αρραβωνιάζομαι ή παντρεύομαι: «την Κυριακή φορώ τις βέρες με την κόρη του τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τα κουτσοβγάζω πέρα μεροδούλι μεροφάι, σου τη φόρεσα τη βέρα).

γούρι

γούρι, το, ουσ. [<τουρκ. ugur (= καλή τύχη)· ίσως και από το λατιν. agurium <augurium]. 1. οτιδήποτε, υποτίθεται, μας φέρνει καλή τύχη: «στους διαγωνισμούς γράφει πάντα με το ίδιο στιλό, γιατί του φέρνει γούρι || εσείς λέτε ότι είναι γρουσουζιά, αλλά εμένα, όταν δω το πρωί μαύρη γάτα, μου φέρνει γούρι». 2. ως επιφών. επαναλαμβανόμενο γούρι! γούρι! επιφωνηματική έκφραση που λέγεται, όταν γίνεται από κάποιον μια μικροζημιά, για να διασκεδαστεί η άτυχη στιγμή ή για να μη στενοχωρηθεί αυτός που έκανε τη ζημιά: «όταν του ’πεσε το ποτήρι απ’ το χέρι κι έσπασε πάνω στα πλακάκια, όλοι φώναξαν γούρι! γούρι!»·
- άλλαξε το γούρι ή άλλαξε το γούρι μου, βλ. φρ. γύρισε το γούρι·
- για γούρι, για να φέρνει τύχη σε κάποιον κάτι: «κάθε φορά που ταξιδεύει, παίρνει μαζί του για γούρι ένα λαγοπόδαρο». (Λαϊκό τραγούδι: του Κυριάκου το γαϊδούρι το ’χανε όλοι για γούρι, σαν γυρνούσε στο παζάρι το ’χαν για κρυφό καμάρι
- για το γούρι, (αόριστα) για να φέρει τύχη: «έλα μωρέ, πάρ’ το για το γούρι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- για το γούρι μου, για να μου φέρει τύχη: «όπου και να πάω, παίρνω πάντα μαζί μου αυτό το μπρελόκ για το γούρι μου || όταν παίζω χαρτιά, παίρνω πάντα μαζί μου για το γούρι μου τον τάδε»·
- γύρισε το γούρι ή γύρισε το γούρι μου, ενώ για ένα χρονικό διάστημα έχανα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως στα χαρτιά ή γενικά περνούσα ατυχίες και δυσκολίες, ξαφνικά άρχισα να κερδίζω ή να μου έρχονται τα πράγματα ευνοϊκά ή και το αντίθετο: «για ένα διάστημα έχανα αβέρτα, κάποια στιγμή όμως γύρισε το γούρι μου κι έτσι μπόρεσα να ρεφάρω || στην αρχή η δουλειά είχε συνέχεια προβλήματα, αλλά κάποια στιγμή γύρισε το γούρι κι όλα συνεχίστηκαν ομαλά || ενώ στην αρχή κέρδιζα συνέχεια, ξαφνικά γύρισε το γούρι μου και μέσα σε λίγη ώρα ξετινάχτηκα»·
- είναι το γούρι μου, το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, αποτελεί για μένα πηγή καλής τύχης: «στους διαγωνισμούς γράφω πάντα με το ίδιο στιλό, γιατί είναι το γούρι μου || στο παρμπρίζ τ’ αυτοκινήτου μου έχω πάντα κρεμασμένο ένα σκυλάκι, γιατί είναι το γούρι μου». Λέγεται και για άνθρωπο: «όταν παίζω χαρτιά, παίρνω πάντα μαζί μου τον τάδε, γιατί είναι το γούρι μου·
- μου πάει γούρι, τα πράγματα στη δουλειά μου ή γενικά στη ζωή μου εξελίσσονται θετικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, μου πάει γούρι || κάθε φορά που μου κάνει ποδαρικό στο μαγαζί αυτός ο πιτσιρικάς, μου πάει γούρι».

γύρω

γύρω, επίρρ. [<αιτιατ. (τον) γύρο, του ουσ. ο γύρος], γύρω· κυκλικά, ολόγυρα και συνήθως επαναλαμβανόμενο γύρω γύρω: «στη μέση κάθισαν οι γεροντότεροι και γύρω γύρω οι πιο νέοι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρω γύρω η θάλασσα γυαλί, μα η σκέψη μου έμεινε θολή).Οι πιο πολλοί θα θυμούνται το παιδικό παιχνίδι: γύρω γύρω όλοι στη μέση το Μανόλη (ο Μανόλης), χέρια πόδια στην αυλή κι όλοι κάθονται στη γη·
- γυρίζει γύρω γύρω, περιφέρεται, τριγυρίζει αναποφάσιστος, ιδίως κυκλικά, ένα μέρος, κάποιο σημείο: «ώρες τώρα γυρίζει γύρω γύρω απ’ το σπίτι της και δε λέει να μπει μέσα να γνωρίσει τους γονείς της»·
- γύρω τριγύρω, ολόγυρα, γύρω γύρω και σε κάποια μικρή απόσταση από το σημείο στο βρισκόμαστε ή αναφερόμαστε: «γύρω τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή»·
- εδώ γύρω, σε κοντινή απόσταση: «βάλε μια φωνή, γιατί εδώ γύρω τον είδα προλίγου»·
- έμεινε στα γύρω γύρω ή έμεινε στο γύρω γύρω, δεν μπήκε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην καρδιά του προβλήματος, στην  ουσία του θέματος, αλλά αναφέρθηκε σε επουσιώδη πράγματα: «ο υποψήφιος δήμαρχος κατά την προεκλογική του ομιλία δε μας είπε πώς θα καταφέρει να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του, αλλά έμεινε στα γύρω γύρω»·
- έχω γύρω μου, περιβάλλομαι από: «η δουλειά μου πηγαίνει καλά, γιατί έχω γύρω μου σωστούς συνεργάτες»·
- τη φέρνω γύρω γύρω, την τριγυρίζω συστηματικά, την πολιορκώ, με σκοπό να συνάψω ερωτικές σχέσεις μαζί της: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, τη φέρνω γύρω γύρω, αλλά αυτή κάνει πως δεν καταλαβαίνει»·
- τον φέρνω γύρω γύρω, τον προσεγγίζω, τον πολιορκώ, με σκοπό να του αποσπάσω κάποιο όφελος ή να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «όταν έχει ανάγκη από δανεικά, τον φέρνει γύρω γύρω, μέχρι να του τα πάρει || έμαθε πως είναι διευθυντής σ’ ένα εργοστάσιο και τον φέρνει γύρω γύρω, μήπως και πάρει το γιο του στη δουλειά». 

δαχτυλίδι

δαχτυλίδι, το, ουσ. [<μσν. δακτυλίδιν < υποκορ. του αρχ. δακτύλιος με την κατάλ. -ίδιον], το δαχτυλίδι. 1. (ειδικά) το δαχτυλίδι του αρραβώνα, του γάμου: «πήγε με την κοπέλα του στα μαγαζιά για ν’ αγοράσουν δαχτυλίδια». 2. οτιδήποτε έχει τη μορφή δαχτυλιδιού. 3. στον πλ. τα δαχτυλίδια, (γενικά) τα χρυσαφικά που έχει στην κατοχή του κάποιο άτομο: «έπαιξε στα χαρτιά όλα της τα δαχτυλίδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια και κοιμάμαι τώρα στα σανίδια). Υποκορ. δαχτυλιδάκι, το·
- αλλάζω δαχτυλίδι ή αλλάζω δαχτυλίδια ή αλλάζω τα δαχτυλίδια, αρραβωνιάζομαι: «την άλλη Κυριακή  αλλάζω δαχτυλίδια με την κόρη του τάδε». Από το έθιμο της αλλαγής δαχτυλιδιών ανάμεσα στους μελλονύμφους. (Λαϊκό τραγούδι: έχω αλλάξει δαχτυλίδι με μια κούκλα σαν στολίδι). Συνών. αλλάζω βέρα ή αλλάζω βέρες ή αλλάζω τις βέρες·
- βάζω δαχτυλίδι, βλ. φρ. αλλάζω δαχτυλίδι. (Λαϊκό τραγούδι: κι από τότε στρείδι μύδι βάλαμε και δαχτυλίδι κι όλοι λέγαν στην παρέα ο ωραίος κι η ωραία
- δίνω το δαχτυλίδι (σε κάποιον), αποχωρώ από μια ηγετική θέση και διορίζω, χρήζω κάποιον αντικαταστάτη μου, χωρίς να κρατηθούν οι νόμιμες διαδικασίες: «ο κύριος Σημίτης έδωσε το δαχτυλίδι στον κύριο Γιώργο Παπανδρέου κι έτσι ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος»·  
- μέση δαχτυλίδι, βλ. λ. μέση·
- παίρνω το δαχτυλίδι (από κάποιον), χρήζομαι αντικαταστάτης από κάποιον που αποχωρεί από κάποια ηγετική θέση, χωρίς να κρατηθούν οι νόμιμες διαδικασίες: «ο κύριος Γιώργος Παπανδρέου πήρε το δαχτυλίδι απ’ τον κύριο Σημίτη κι έτσι ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος»·
- περνώ δαχτυλίδι ή περνώ δαχτυλίδια ή περνώ τα δαχτυλίδια, αρραβωνιάζομαι ή παντρεύομαι: «την άλλη βδομάδα περνώ τα δαχτυλίδια με την τάδε». Συνών. περνώ βέρα ή περνώ βέρες ή περνώ τις βέρες·
- της (του) γυρίζω το δαχτυλίδι πίσω, α. υπαναχωρώ στην υπόσχεση γάμου που της (του) είχα δώσει, διαλύω τον αρραβώνα μου: «μετά από δυο χρόνια αρραβώνα, του γύρισε το δαχτυλίδι πίσω». β. πιο σπάνια διαλύω το γάμο μου. Συνών. της (του) γυρίζω τη βέρα πίσω·
- τους αλλάζω τα δαχτυλίδια, τους αρραβωνιάζω, τους παντρεύω, γίνομαι κουμπάρος τους: «αυτός που θα τους αλλάξει τα δαχτυλίδια, είναι παιδικός φίλος του γαμπρού». Συνών. τους αλλάζω τις βέρες·
- τους περνώ τα δαχτυλίδια, βλ. φρ. τους αλλάζω τα δαχτυλίδια.

δείκτης

δείκτης κ. δείχτης, ο, ουσ. [<μτγν. δείκνυμι], ο δείκτης·
- οι δείκτες του ρολογιού δε γυρίζουν πίσω, βλ. φρ. το ποτάμι (της ιστορίας) δε γυρίζει πίσω, λ. ποτάμι.

δρόμος

δρόμος, ο, ουσ. [<αρχ. δρόμος (= τρέξιμο) <δραμεῖν, απαρέμφ. αόρ. β΄ του ρ. τρέχω], ο δρόμος. 1. η διάρκεια μιας πορείας: «στο δρόμο για το σπίτι του είπε όλα τα καθέκαστα». 2. η διαδρομή ανάμεσα σε δυο σημεία, η μετάβαση και η επιστροφή: «έκανα πολλούς δρόμους μέχρι να ολοκληρώσω τη μετακόμιση || μου ’μειναν ακόμη δυο δρόμοι για να μεταφέρω όλο το εμπόρευμα». 3. η διαδρομή που ακολουθεί κάποιος για να φτάσει στον προορισμό του: «μπέρδεψα το δρόμο κι άργησα να ’ρθω || δεν μπορώ να βρω το δρόμο για να ’ρθω στο σπίτι σου». 4. το τρέξιμο: «θέλησα να ’ρθω γρήγορα και λαχάνιασα απ’ το δρόμο». 5. ως επιφών. δρόμο! φύγε, φύγετε αμέσως, φύγε, φύγετε γρήγορα. 6. (για μουσική) μελωδικός τρόπος πάνω στον οποίο χτίζεται ένα κομμάτι.. Συνών. μακάμι. 7. (στη ναυτική γλώσσα) η ταχύτητα του πλοίου: «ο πλοίαρχος έδωσε εντολή για μισό δρόμο», δηλ. για ελάττωση της ταχύτητας. 8. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που διακινεί τα λαθραία: «είχα ένα κάρο πράμα στην καβάτζα, αλλά δεν πέρασε ο δρόμος να τα πάρει». Υποκορ. δρομάκος, ο κ. δρομάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 199 φρ.)·
- αγώνας δρόμου, βλ. λ. αγώνας·
- αλλάζουν οι δρόμοι μας, α. παίρνουμε διαφορετικές κατευθύνσεις: «μέχρι εδώ ήρθαμε μαζί, από δω και πέρα όμως αλλάζουν οι δρόμοι μας». β. χωρίζουμε, διαλύουμε τον ερωτικό ή το φιλικό δεσμό μας, ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας: «μια και δεν μπορέσαμε να κάνουμε χωριό, αλλάζουν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: άκου πώς κλαίει ο μπαγλαμάς, δεν ήταν η χαρά για μας. Δάκρυ τα τέλια στάζουνε, οι δρόμοι μας αλλάζουνε
- αλλάζω δρόμο, α. ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά απ’ ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «αν δεν αλλάξεις δρόμο, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή; Και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;). Συνών. αλλάζω βιολί / αλλάζω σκοπό / αλλάζω τακτική. β.ενώ βαδίζω πάνω σε μια οδό, ξαφνικά, αλλάζω κατεύθυνση, επειδή είδα κάποιον, και, κατ’ επέκταση, αποφεύγω συστηματικά να συναντήσω κάποιο άτομο: «μόλις τον βλέπει, αλλάζει δρόμο, γιατί του χρωστάει ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. αλλάζω το δρόμο μου·
- αλλάζω το δρόμο μου, παρεκτρέπομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες, άλλαξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή, και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, δεν ασχολείται με κάτι, αν δεν έχει οικονομικά κίνητρα, οικονομικά οφέλη: «τις μεγάλες ιδέες τις αφήνει για τους ιδεολόγους, γιατί αυτός, αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που δεν κινείται, όταν δεν πνέει αέρας· 
- αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω, αν αποτύχεις σε μια δουλειά, ή ζήτα τη συνδρομή κάποιου έμπειρου ή παράτησέ την για να έχεις λιγότερη ζημιά: «στις δουλειές σου πρέπει να είσαι αποφασιστικός κι αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω»·
- αν με φέρει ο δρόμος (μου), αν περάσω συμπτωματικά από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «αν με φέρει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, θα ’ρθω απ’ το σπίτι σου να σε δω»· 
- ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. φρ. ο μέσος δρόμος·
- άνθρωπος του δρόμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω δρόμο, α. παραμερίζω δεξιά αριστερά το πλήθος, τα εμπόδια με τα χέρια μου και προχωρώ: «άνοιγε δρόμο μέσα στο συνωστισμό και προχωρούσε με κόπο || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ την πυκνή βλάστηση || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ τους εχθρούς και προχωρούσε». (Επαναστατικό τραγούδι: με το ντουφέκι μου στον ώμο σε πόλεις, κάμπους και βουνά, της λευτεριάς ανοίγω δρόμο, της στρώνω βάγια και περνά).β. δημιουργώ πέρασμα σε δύσβατη περιοχή: «μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι άνοιγε δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση». γ. αναπτύσσω ταχύτητα, ιδίως με το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα μου: «έξω απ’ την Κατερίνη άνοιξα δρόμο και σε λίγο ήμουν στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. ανοίγω το δρόμο και του ανοίγω το δρόμο·
- ανοίγω νέους δρόμους, α. πρωτοτυπώ, πρωτοπορώ: «στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπήρξαν πολλοί άξιοι δάσκαλοι, που άνοιξαν νέους δρόμους στην Παιδεία». β. δημιουργώ νέες προοπτικές για πολλούς: «η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στα δυο κράτη άνοιξε νέους δρόμους στο εμπόριο»·
- ανοίγω το δρόμο, α. καθαρίζω το δρόμο από τα εμπόδια που είχε και τον παραδίδω πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα άνοιξαν το δρόμο απ’ τα χιόνια και η συγκοινωνία διεξάγεται ομαλά». β. (για πρόσωπα) είμαι πρωτοπόρος σε έναν τομέα, συμβάλλω στην πρόοδο, στην εξέλιξη, εγκαινιάζω μια νέα συμπεριφορά ή ανακαλύπτω πρώτος κάτι: «πολλοί άξιοι επιστήμονες άνοιξαν το δρόμο στο χώρο της ιατρικής επ’ ωφελεία του ανθρώπου». γ. ξεκαθαρίζω ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση νωρίτερα από κάποιον άλλον, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί αργότερα και αυτός: «ευτυχώς είχα μια μεγαλύτερη αδερφή, που έβγαινε τα βράδια μέχρι αργά, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο να ξενυχτώ κι εγώ || η αποδέσμευση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων άνοιξε το δρόμο σε πολλούς ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, να κρατούν ανοιχτά τα μαγαζιά τους μέχρι τις πρωινές ώρες»·
- άνοιξε ο δρόμος, α. ελευθερώθηκε από την κυκλοφορία των οχημάτων, παρατηρείται αισθητά ομαλή κυκλοφορία των οχημάτων: «το πρωί που κατέβαινα στη δουλειά, στο δρόμο υπήρχε μποτιλιάρισμα, αλλά κατά τις δέκα, όπως μου είπαν, άνοιξε ο δρόμος». β. καθαρίστηκε από τα εμπόδια που είχαν προκύψει και παραδόθηκε πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τους βράχους που έπεσαν απ’ τη διπλανή πλαγιά κι έτσι άνοιξε ο δρόμος»·
- απόμεινε στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. έμεινε στους πέντε δρόμους·
- απομένω στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- αφήνω δρόμο, παραμερίζω: «τον είδα που ερχόταν βιαστικά, γι’ αυτό άφησα δρόμο να περάσει»·
- αφήνω στο δρόμο (κάποιον), εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο στο δρόμο: «άφησε στο δρόμο χτυπημένο άνθρωπο κι έφυγε»· βλ. και φρ. πετώ στο δρόμο·
- αφήνω στους πέντε δρόμους, εγκαταλείπω κάποιον, ιδίως την οικογένειά μου, χωρίς να έχει οικονομικούς πόρους, στέγη και προστασία: «άφησε την οικογένειά του στους πέντε δρόμους κι εξαφανίστηκε με μια γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες και με άφησες οχ, μέσα στους πέντε δρόμους· μάρτυρες έχω τους γειτόνους
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, ακολουθώ τη χριστιανική διδασκαλία: «είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος κι από μικρός βαδίζει το δρόμο του Θεού»·
- βαδίζω στον ίσιο δρόμο ή βαδίζω τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βαδίζω στον καλό δρόμο·
- βαδίζω στον κακό δρόμο ή βαδίζω τον κακό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον κακό ή βαδίζω το δρόμο τον κακό, ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «όποιος βαδίζει στο δρόμο τον κακό, δεν έχει καλό τέλος»·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βαδίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, ζω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, είμαι νομοταγής: «ποτέ κανένας δε μ’ ενόχλησε, γιατί βαδίζω στο δρόμο τον καλό»·
- βγάζω στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. βγάζω στο κλαρί, λ. κλαρί·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- βγαίνω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς) εκτρέπομαι από την ομαλή πορεία μου: «κάποια στιγμή αφαιρέθηκα έτσι όπως οδηγούσα, και βγήκα απ’ το δρόμο»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο μου, εκτρέπομαι από το πρόγραμμά μου: «απ’ τη μέρα που βγήκες απ’ το δρόμο σου, αντιμετωπίζεις συνέχεια προβλήματα»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. φρ. φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού·
- βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι ηθικά ή παύω να είμαι νομοταγής: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι αλήτες, βγήκε απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- βγαίνω στο δρόμο ή βγαίνω στους δρόμους, διαδηλώνω δυναμικά για κάποιο αίτημά μου ή διαδηλώνω την αντίθεσή μου σε κάτι: «η σκληρή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έβγαλε στο δρόμο τους συνταξιούχους, που ζητούν αύξηση των συντάξεών τους || οι εγκληματικοί βομβαρδισμοί του Ν.Α.Τ.Ο. εναντίον των αμάχων στη Σερβία έβγαλαν στους δρόμους τον κόσμο, αξιώνοντας την κατάπαυση των αεροπορικών επιδρομών». (Επαναστατικό τραγούδι: παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους
- βγαίνω στους δρόμους, περιπλανιέμαι στην πόλη. (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μες τους δρόμους βγήκα για καινούρια γκόμενα, πάλι μόνο μου με βλέπω για τα βράδια τα επόμενα)· βλ. και φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- βρίσκεται σε σωστό δρόμο ή βρίσκεται στο σωστό δρόμο, α. ακολουθεί σωστή τακτική, προκειμένου να δώσει λύση σε κάτι, να ανακαλύψει κάτι ή να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «ο ανακριτής βρίσκεται σε σωστό δρόμο, όσον αφορά την εξιχνίαση του εγκλήματος || ο αρχιτέκτονας με διαβεβαίωσε πως τα σχέδια βρίσκονται στο σωστό δρόμο». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται σύμφωνα με το προδιαγεγραμμένο σχέδιο: «οι εργασίες βρίσκονται σε σωστό δρόμο»·
- βρίσκεται στο δρόμο, βλ. φρ. είναι στο δρόμο·
- βρίσκεται στο δρόμο για…, βλ. φρ. είναι στο δρόμο για(…)·
- βρίσκω δρόμο, βρίσκω διέξοδο: «αν δεν έβρισκα δρόμο ανάμεσα στους θάμνους, θα περιπλανιόμασταν ακόμα μέσα στο δάσος»·
- βρίσκω το δρόμο, προσανατολίζομαι, βρίσκω τη σωστή κατεύθυνση: «δεν μπορούσα να βρω το δρόμο μέσα στη νύχτα»·
- βρίσκω το δρόμο μου, α. μετά από ένα διάστημα στην αλητεία ή στην παρανομία, επανέρχομαι στο σωστό δρόμο, ομαλοποιώ τη ζωή μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε από κείνη την παρέα, βρήκε πάλι το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό, μη νοιάζεσαι τι κάνω. Εκεί που έφτασες δε φτάνω Κλειδώσου πίσω από την πόρτα κι εγώ το δρόμο μου θα βρω). β. κατασταλάζω επαγγελματικά: «μη στενοχωριέσαι για το γιο σου, νέος είναι ακόμα, θα βρει το δρόμο του»· βλ. και φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- για το δρόμο, οτιδήποτε παίρνει κάποιος για να το χρησιμοποιήσει στη διάρκεια μιας διαδρομής, μιας πορείας: «η μητέρα του του ετοίμασε κάνα δυο σάντουιτς για το δρόμο». (Τραγούδι: το δισάκι του στον ώμο για το δρόμο για το δρόμο). Για τους ανθρώπους της νύχτας και ειδικά για τους μπαρόβιους, είναι γνωστό πως την ώρα που έφευγαν από τα μπαρ έπαιρναν μαζί τους και ένα ποτήρι με ουίσκι για να το πιουν κατά την πορεία τους για κάπου, ιδίως για το σπίτι τους·
- γυναίκα του δρόμου, βλ. λ. γυναίκα·
- γυρίζω στους δρόμους, περιπλανιέμαι άσκοπα εδώ κι εκεί και, κατ’ επέκταση, αλητεύω: «αντί να γυρίζεις όλη μέρα στους δρόμους, στρώσε τον κώλο σου κάτω να περάσεις κανένα μάθημα στο Πανεπιστήμιο!». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτα φύγε από δω, με πλήγωσες και σου ζητώ ελεημοσύνη, ζητιάνος τώρα αληθινός γυρνώ στους δρόμους σαν τρελός και σαν χαμίνι
- γυρίζω στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους, είμαι πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον ξέχασαν όλοι και γυρίζει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου, γιατί να με γεννήσεις, βάσανα να νιώσω και στερήσεις, στην ψευτιά αυτού του κόσμου να ’μαι πάντα μοναχός μου, μέσ’ στους πέντε δρόμους να γυρνώ
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δε βρίσκονται τα χρήματα στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα χρήματα, βλ. λ. χρήματα·
- δείχνω το δρόμο (σε κάποιον), α. πληροφορώ, κατατοπίζω κάποιον ποια διεύθυνση να ακολουθήσει για να φτάσει στον προορισμό του: «με σταμάτησε κάποιος άγνωστος και με παρακάλεσε να του δείξω το δρόμο για το σιδηροδρομικό σταθμό». β. επιχειρώ πρώτος κάτι καλό και δίνω το παράδειγμα σε άλλους που ακολουθούν να το επαναλάβουν: «η εθνική νέων με τη νίκη της, έδειξε το δρόμο στην εθνική ανδρών»· βλ. και φρ. χαράζω το δρόμο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «πρέπει να καταλάβετε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος, γιατί σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα σας ή μονοιάζετε και μοιράζεστε την περιουσία του ή, αν δε γίνει αυτό, την αφήνει σε κάποιο ίδρυμα. Διαλέγετε και παίρνετε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία, στην περίπτωσή μας όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος). Συνών. δεν υπάρχει άλλος τρόπος·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, βλ. λ. ψυχή·
- δουλεύει ο δρόμος, βρίσκεται στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τις πέτρες από τις κατολισθήσεις κι απ’ το μεσημέρι δουλεύει πάλι ο δρόμος»·
- δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, λέγεται για άτομο που βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση, σε συνεχή πορεία. (Λαϊκό τραγούδι: δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω σε βουνά και σε γκρεμνό. Κι όμως ζω και τυραννιέμαι στον δικό της τον καημό). Συνήθως χρησιμοποιείται κατά τη διήγηση παραμυθιού, και μάλιστα πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- δρόμος μετ’ εμποδίων, προσπάθεια ή επιδίωξη που αντιμετωπίζει ή που αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, πολλά εμπόδια: «κατάφερα να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι, αλλά ήταν για μένα δρόμος μετ’ εμποδίων». Από το ομώνυμο άθλημα, κατά το οποίο οι δρομείς διατρέχουν μια απόσταση υπερπηδώντας παράλληλα και κάποια εμπόδια·
- δρόμος χωρίς επιστροφή, κατάσταση που οδηγεί στη σίγουρη καταστροφή: «ο δρόμος των ναρκωτικών είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή»·
- δρόμος χωρίς τέλος, κατάσταση που διαιωνίζεται αρνητικά: «η χαρτοπαιξία είναι ένας δρόμος χωρίς τέλος»·
- δώσ’ το δρόμο! (για πράγματα) πέταξέ το, αχρήστευσέ το: «δώσ’ το δρόμο αυτό το ρολόι, που είναι απ’ τον καιρό του Νώε!»·
- δώσ’ τον (την) δρόμο! (για πρόσωπα) διώξ’ τον, διώξ’ την: «αφού είναι μεθύστακας, δώσ’ τον δρόμο! || αφού δεν ταιριάζετε δώσ’ την δρόμο!»·
- δώσ’ του δρόμο! φύγε, απομακρύνσου γρήγορα: «δώσ’ του δρόμο, γιατί έρχονται να σε πιάσουν!»·
- είμαι στο δρόμο, α. βρίσκομαι σε κίνηση, σε πορεία, βαδίζω σε κάποιον δρόμο, και, κατ’ επέκταση, έρχομαι, πηγαίνω: «δεν μπορούσα να σε ειδοποιήσω, γιατί ήμουν στο δρόμο || θα τα πούμε άλλη φορά, γιατί τώρα είμαι στο δρόμο για τη δουλειά». β. δεν έχω δουλειά, δεν έχω θέση εργασίας: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο, είμαι στο δρόμο». γ. δεν έχω σπίτι να μείνω μόνιμα: «μετά απ’ τους σεισμούς είμαι στο δρόμο, γιατί το σπίτι μου κρίθηκε κόκκινο και κοιμάμαι πότε στον έναν και πότε στον άλλον»·
- είμαι σε σωστό δρόμο ή είμαι στο σωστό δρόμο, βρίσκομαι στη σωστή πορεία για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «στην αρχή δυσκολεύτηκα λίγο, αλλά τώρα είμαι στο σωστό δρόμο και η υπόθεσή μου εξελίσσεται κανονικά»·
- είμαι στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους και πάμφτωχος, είμαι χωρίς στέγη και προστασία: «έπεσαν έξω οι δουλειές μου, με χώρισε η γυναίκα μου, με ξέχασαν οι φίλοι μου και τώρα είμαι στους πέντε δρόμους»·
- είναι ανοιχτός ο δρόμος, α. δεν έχει εμπόδια, μπορεί κανείς να τον περάσει ελεύθερα, μπορεί κανείς να τον διαβεί άφοβα: «μόλις έστριψαν τη γωνία, το ’βαλαν στα πόδια, γιατί ήταν ανοιχτός ο δρόμος || τ’ αυτοκίνητα κινούνται ομαλά, γιατί είναι ανοιχτός ο δρόμος». β. υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές, προβλέπεται καλή εξέλιξη: «τέλειωσε εσύ τις σπουδές και μην ανησυχείς, γιατί μετά είναι ανοιχτός ο δρόμος»·
- είναι από δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μόλις έχει επιστρέψει από κάπου μακριά, από κάποιο ταξίδι: «αφήστε τον άνθρωπο λίγο να ξεκουραστεί, γιατί είναι από δρόμο»·
- είναι για δρόμο, α.(για πρόσωπα) είναι έτοιμος να αναχωρήσει για κάπου: «είναι στο δωμάτιό του κι ετοιμάζει τη βαλίτσα του, γιατί είναι για δρόμο». β. έχω την πρόθεση να διώξω από κοντά μου το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «απ’ όλη την παρέα μας είναι για δρόμο ο τάδε, γιατί μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά»· βλ. και φρ. το ’χω για δρόμο·
- είναι γυαλί ο δρόμος ή ο δρόμος είναι γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- είναι ένας του δρόμου, (για άντρες) δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο διάστημα στο σπίτι του, του αρέσει να γυρίζει μέσα στους δρόμους, και, κατ’ επέκταση, είναι αλήτης: «τον τελευταίο καιρό τον βλέπω σπάνια, γιατί κάνει παρέα με τον τάδε, που είναι ένας του δρόμου»·
- είναι καθρέφτης ο δρόμος ή ο δρόμος είναι καθρέφτης, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι μια του δρόμου, (για γυναίκες) είναι πόρνη: «άφησε την τάδε, που είναι κορίτσι, από σπίτι και τα ’φτιαξε με κείνη την άλλη, που είναι μια του δρόμου»·
- είναι ο μόνος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ενέργειας για την επίτευξη κάποιου σκοπού, αποτελεί μονόδρομο: «απεργία είναι ο μόνος δρόμος για την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων μας». Πρβλ.: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι, αντίσταση και πάλη (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα)·
- είναι στο δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έρχεται ή πηγαίνει κάπου: «θ’ αργήσει να ’ρθει ο τάδε; -Είναι στο δρόμο || θα πρέπει να φτάσει όπου να ’ναι, γιατί είναι στο δρόμο»·
- είναι στο δρόμο για…, πηγαίνει, κινείται προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «έφυγε πριν από ώρα απ’ το σπίτι και τώρα σίγουρα θα είναι στο δρόμο για τη Θεσσαλονίκη»·
- είναι τζάμι ο δρόμος ή ο δρόμος είναι τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- έμεινα στο δρόμο, (για οδηγούς αυτοκινήτων) σταμάτησα την πορεία μου υποχρεωτικά από μηχανική βλάβη του αυτοκινήτου μου ή από άλλη αιτία: «όπως ερχόμουνα απ’ τα Μουδανιά, έμεινα στο δρόμο από σαζμάν || έμεινα στο δρόμο από βενζίνα»·
- έμεινε στο δρόμο, (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη και ακινητοποιήθηκε: «μετά την πρώτη στροφή των Μουδανιών τ’ αμάξι μου έμεινε στο δρόμο από διαφορικό»·
- έμεινε στους πέντε δρόμους, έμεινε ολομόναχος, πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «κάποτε είχε λεφτά με ουρά, αλλά τα ’χασε όλα στα χαρτιά κι έμεινε στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται! Από φίλους παρανόμους, έμεινε στους πέντε δρόμους!)· βλ. και φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- ένα τσιγάρο δρόμος, η απόσταση που διανύει κανείς, ιδίως με τα πόδια, και που διαρκεί όσο και το κάπνισμα ενός τσιγάρου: «δεν είναι μακριά, μπορώ να σου πω ότι είναι ένα τσιγάρο δρόμος»·
- ένας δρόμος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας δρόμος, κατοικούμε στην ίδια γειτονιά, είμαστε γείτονες, τα σπίτια μας είναι αντικριστά: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μας χωρίζει ένας δρόμος»·
- έχω πολύ δρόμο ακόμα, βρίσκομαι ακόμα πολύ μακριά από τον προορισμό μου, χρειάζεται να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια ακόμα για την επίτευξη κάποιου σκοπού μου: «έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη || μέχρι τώρα τα πράγματα πάνε καλά, αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμα για να πάρω το πτυχίο μου»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της, βλ. λ. δουλειά·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- και πάρε και δρόμο! επιτείνει την έκφραση πάρε δρόμο! (βλ. φρ.). (Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο,και τράβα στο καλό
- και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρα τα ή και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρησέ τα (ενν. τα λεφτά), (συμβουλευτικά) δεν πρέπει να φεύγεις χωρίς να μετρήσεις μπροστά του τα χρήματα που σου έδωσε κάποιος από κάποια συναλλαγή σας, γιατί, ως γνωστό, εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται· βλ. και λ. ταμείο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- καινούριος δρόμος, το νέο ξεκίνημα, η νέα αρχή, ο νέος προσανατολισμός: «κατάλαβε πως με τις αλητείες δεν είχε προκοπή, γι’ αυτό ξεκίνησε έναν καινούριο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: το παρελθόν το πονηρό το βλέπω με τρόμο, θέλω να ζήσω να χαρώ σ’ έναν καινούριο δρόμο
- καλό δρόμο! ευχή σε κάποιον που αποχωρεί από κάπου για να πάει στο σπίτι του ή ευχή σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε ή άντε και·
- κατεβαίνω στο δρόμο ή κατεβαίνω στους δρόμους, βλ. φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- κλείνω το δρόμο, τοποθετώ εμπόδιο ή παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στο δρόμο που βαδίζει κάποιος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τον διαβεί: «με τις κατολισθήσεις έπεσαν πολλά βράχια κι έκλεισαν το δρόμο για τρεις μέρες || έχουν κλείσει οι αστυνόμοι τους κεντρικούς δρόμους, γιατί περιμένουν επισήμους || οι στρατιώτες μας έκλεισαν το δρόμο στον εχθρό και σταμάτησαν την προέλασή του»· βλ. και φρ. του κλείνω το δρόμο·
- κόβω δρόμο, ακολουθώ συντομότερη πορεία για να φτάσω στον προορισμό μου: «άφησε τη δημοσιά κι έκοψε δρόμο μεσ’ απ’ το δάσος»·
- κόβω το δρόμο, βλ. φρ. κλείνω το δρόμο·
- μ’ άφησε δρόμους, με προσπέρασε και προηγείται κατά πολύ: «με τέτοια αυτοκινητάρα που έχει, πώς να μη μ’ αφήσει δρόμους!»·
- μ’ άφησε στο δρόμο, α. (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη, ακινητοποιήθηκε: «θα πάω τ’ αυτοκίνητο για σέρβις, γιατί προχτές, όπως γυρνούσα απ’ τα Μουδανιά, μ’ άφησε στο δρόμο». β. (για πρόσωπα) με εγκατέλειψε αβοήθητο: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με την πρώτη δυσκολία μ’ άφησε στο δρόμο»· βλ. και φρ. αφήνω στο δρόμο (κάποιον)·
- μ’ έριξε στο δρόμο, με εγκατέλειψε και με άφησε αβοήθητο και άστεγο: «μόλις μου ’φαγε τα λεφτά μ’ έριξε στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ κι αν καταστράφηκα, θα ξαναγίνω πάλι. Κι αν τη ζωή μου χάλασα και μ’ έριξες στο δρόμο, σαν παλικάρι θα σταθώ στου χωρισμού τον πόνο
- μ’ έφαγαν οι δρόμοι, κουράστηκα υπερβολικά περπατώντας, ιδίως ψάχνοντας, να βρω κάποιον ή κάτι: «μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να σε βρω || μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να βρω τη διεύθυνσή σου». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθα προχτές με το Μηνά για να σ’ αλλάξω γνώμη, μα δεν σε βρήκα πουθενά και μ’ έφαγαν οι δρόμοι)· βλ. και φρ. με τρώνε οι δρόμοι·
- μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, επιτείνει της έννοια της παραπάνω φρ.: «μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, μέχρι να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: έκανα λάθος και σου ζήτησα συγνώμη. Έκανα λάθος και μετάνιωσα πολύ. Γιατί μ’ αφήνεις να με φάν’ οι πέντε δρόμοι μη με κρατάς μακριά απ’ το φιλί
- μαζεύω απ’ το δρόμο (κάποιον ή κάτι), α. παρέχω σε κάποιον προστασία, στέγη και τα μέσα της διαβίωσής του: «αν δεν τον μάζευε ο φίλος του απ’ το δρόμο, όταν χρεοκόπησε, θα πέθαινε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». (για γονείς) βρίσκω το παιδί μου που παίζει στο δρόμο και το φέρνω στο σπίτι: «επειδή βράδιασε, βγήκε να μαζέψει απ’ το δρόμο το γιο της». (Τραγούδι: ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω κι αν με γυρέψεις, είμαι ακόμα στην αλάνα, ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω, μη με μαζεύεις απ’ το δρόμο ακόμη μάνα).β. βρίσκω τυχαία κάτι στο δρόμο και το παίρνω: «όπως ερχόμουν, μάζεψα απ’ το δρόμο έναν αναπτήρα»·
- με πέταξαν στο δρόμο, με έδιωξαν απροκάλυπτα από τη δουλειά μου, από τη θέση εργασίας που κατείχα: «επειδή δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του εργοστασίου, με πέταξαν στο δρόμο μαζί με δέκα άλλους»·
- με πέταξε στο δρόμο, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ή του καταστήματος που είχα με ενοίκιο, με έκανε εκβιαστικά έξωση: «απ’ τη στιγμή που δεν είχα να του δώσω την αύξηση που μου ζητούσε στο νοίκι, με πέταξε στο δρόμο»·
- με τρώνε οι δρόμοι, χάνω πολύτιμο χρόνο από κάτι, επειδή αναγκάζομαι να διανύω μεγάλες αποστάσεις: «η δουλειά μου βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση απ’ το σπίτι μου και, κάθε μέρα δουλειά σπίτι, με τρώνε οι δρόμοι»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- με φέρνει ο δρόμος, περνώ συμπτωματικά, τυχαία από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «δε θέλω να ’χεις παράπονο, γιατί κάθε φορά που με φέρνει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, έρχομαι και σε βλέπω»·
- μεγαλώνω στους δρόμους, ζω χωρίς οικογενειακή φροντίδα και προστασία: «από μικρό παιδί μεγάλωσε στους δρόμους κι όμως έγινε μεγάλος και τρανός»·
- μένω στο δρόμο, α. βρίσκομαι χωρίς εργασία, χωρίς δουλειά: «πολύ θα μείνουν στο δρόμο με την οικονομική κρίση που έρχεται». β. δεν έχω μόνιμη κατοικία, μόνιμη στέγη: «μετά απ’ τους σεισμούς, μένω στο δρόμο, γιατί γκρεμίστηκε το σπίτι μου και κοιμάμαι πότε στη μάνα μου και πότε στον αδερφό μου»· βλ. και φρ. μ’ άφησε στο δρόμο·
- μένω στους δρόμους, βλ. φρ. μένω στους πέντε δρόμους·
- μένω στους πέντε δρόμους, μένω πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, μένει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: στους πέντε δρόμους έμεινα και σπίτι δε γνωρίζω. Μάνα μου που σε πίκρανα και σ’ είχα φαρμακώσει, τ’ ήσουν για μένα στη ζωή αργά το έχω νιώσει
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, βλ. λ. δάχτυλο·
- μια τσιγάρα δρόμος, βλ. συνηθέστ. ένα τσιγάρο δρόμος·
- μπαίνω στο δρόμου μου, βλ. φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- μπαμπάκι ο δρόμος σου! βλ. λ. μπαμπάκι·
- μπήκε σε σωστό δρόμο ή μπήκε στο σωστό δρόμο, βλ. φρ. βρίσκεται σε σωστό δρόμο·
- μπήκε στο δρόμο της, (για δουλειές ή υποθέσεις) μετά από ένα διάστημα δυσκολιών εξελίσσεται κανονικά, εξελίσσεται ομαλά: «στην αρχή είχα κάποια προβλήματα με τη δουλειά μου, αλλά τώρα μπήκε στο δρόμο της»·
- ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από τον τόπο ή από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις ό,τι ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι, μας είναι αδιάφορη η φυγή σου, η αποχώρησή σου·
- ο δρόμος που γελάει, χαρακτηρισμός παγωμένου δρόμου: «να φοβάσαι το δρόμο που γελάει και οδηγείς με μεγάλη προσοχή»·
- ο δρόμος της αγάπης, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού·
- ο δρόμος της αμαρτίας, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή που δε συμβαδίζει με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος της αμαρτίας οδηγεί στο πυρ το εξώτερο»·
- ο δρόμος της απωλείας, βλ. φρ. ο δρόμος της αμαρτίας·
- ο δρόμος της αρετής, η ηθική ως επιλογή ζωής: «πολλοί τον αναφέρουν, αλλά λίγοι είναι αυτοί που περπατούν το δρόμο της αρετής»·
- ο δρόμος της αρετής και της κακίας, ο δρόμος της ηθικής και της διαφθοράς ως δίλημμα στη ζωή του ανθρώπου. Από την ελληνική μυθολογία. Πρβλ.: μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό, κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ο δρόμος της ζωής, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή: «ο δρόμος της ζωής έχει πολλές δυσκολίες». (Λαϊκό τραγούδι: χαράματα γεννήθηκα, χαράματα πεθαίνω. Εδώ τελειώνει φαίνεται ο δρόμος της ζωής μου, ο στεναγμός, τα δάκρυα, το δράμα της ψυχής μου
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, στη ζωή του κανείς δε γνωρίζει μόνο επιτυχίες: «πρέπει να φιλοσοφήσεις αυτή την αποτυχία σου, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες»·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, στη ζωή του αντιμετωπίζει κανείς δυσκολίες, στενοχώριες: «πρέπει να ’σαι συγκεντρωμένος κι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσεις τα χειρότερα, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα»·
- ο δρόμος της κακίας, η ανηθικότητα ως επιλογή ζωής: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της κακίας, δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος της καμήλας, βλ. λ. καμήλα·
- ο δρόμος της παρανομίας, η παρεκτροπή από τη νομιμότητα: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της παρανομίας συνήθως δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος του Θεού, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή σύμφωνα με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος του Θεού, οδηγεί στην αιώνια ζωή»·
- ο δρόμος του κακού, η κακία ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του κακού είναι η κόλαση της επίγειας ζωής»·
- ο δρόμος του καλού, η καλοσύνη ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του καλού προσφέρει ευτυχία και γαλήνη σ’ αυτόν που τον ακολουθεί»·
- ο δύσκολος δρόμος, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή με προβλήματα, με δυσχέρειες: «όταν βρισκόμουν στο δύσκολο δρόμο, κανείς δεν ήρθε να με βοηθήσει». (Λαϊκό τραγούδι: κάνε υπομονή και κράτα και στο δύσκολο το δρόμο με χαμόγελο περπάτα
- ο ίσιος δρόμος, ο τίμιος δρόμος της ζωής: «άφησε τις κακές παρέες του και ξαναμπήκε στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: είναι της μάνας τ’ όνομα αγάπη και λατρεία, ο ίσιος δρόμος στη ζωή, η ζεστασιά στα κρύα
- ο κακός δρόμος, η πορεία του ανθρώπου μέσα στην αλητεία, την παρανομία: «ο κακός δρόμος έχει καταστρέψει πολλούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: υπήρξα πάντα φίλος σου και πάντα σ’ αγαπούσα και στον κακό το δρόμο σου σε παρακολουθούσα
- ο καλός δρόμος, βλ. φρ. ο ίσιος δρόμος. (Λαϊκό τραγούδι: να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό για να ’σαι πάντα μες στο δρόμο τον καλό)·
- ο μεγάλος δρόμος, η κεντρική λεωφόρος ή η εθνική οδός: «στο τρίτο στενό, όπως πας, θα στρίψεις αριστερά και θα βγεις στο μεγάλο δρόμο || στο μεγάλο δρόμο τ’ αυτοκίνητα αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπω τις κούρσες να περνούν απ’ το μεγάλο δρόμο και συ το ξέρω πως γελάς με το δικό μου πόνο
- ο μέσος δρόμος, τακτική, δράση που αποφεύγει τις ακραίες καταστάσεις: «για να μην έχουμε συγκρούσεις, ενδείκνυται ο μέσος δρόμος»·
- ο παράνομος δρόμος, βλ. φρ. ο δρόμος της παρανομίας. (Λαϊκό τραγούδι: στους δρόμους τους παράνομους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- ο στραβός δρόμος, α. η παρεκτροπή από τη νομιμότητα, η παρανομία, η αλητεία ως επιλογή ζωής: «στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι στο στραβό δρόμο, αργότερα θα χτυπάει το κεφάλι του». β. ο λανθασμένος τρόπος αντιμετώπισης ενός προβλήματος, η λανθασμένη στάση: «ξανασκέψου το θέμα κι άφησε το στραβό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν μ’ έκανε το πείσμα σου να κλάψω, μα το στραβό το δρόμο σου δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω
- ο τίμιος δρόμος, ο ενστερνισμός της τιμιότητας και της δικαιοσύνης στην πορεία της ζωής: «ο τίμιος δρόμος ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου»·
- ο τρίτος δρόμος, α. (ιδίως στην πολιτική) η εναλλακτική λύση, μια άλλη πολιτική επιλογή προς το σοσιαλισμό: «ο τρίτος δρόμος είναι η πιο σωστή επιλογή για την ομαλή μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». β. (γενικά) η εναλλακτική λύση: «σίγουρα θα υπάρχει κάποιος τρίτος δρόμος για να λύσετε τις διαφορές σας»·
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), λέγεται στην περίπτωση που, όποια διαδικασία και αν χρησιμοποιήσει κάποιος, θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: «επειδή δυσκόλεψαν τα πράγματα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην περικοπή των εξόδων || δεν έχουμε επιλογή ενέργειας, γιατί όπως βλέπετε, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». (Λαϊκό τραγούδι: πού να πάω, πού να πάω, πού να πάω, όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε σένα π’ αγαπάω). Αναφορά στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα του τότε γνωστού κόσμου·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- παιδί του δρόμου, το αλητόπαιδο: «σου το ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου»·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. συνηθέστ. παίρνω κακό δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: πήρες τον άσχημο το δρόμο τώρα πια, πήρες το δρόμο τον κακό τον κολασμένο. Της αμαρτίας πήρες την κατηφοριά που θα σε κάνει ένα κορμί δυστυχισμένο)·
- παίρνω δρόμο, φεύγω, α. αποχωρώ από ένα χώρο ή από μια συντροφιά: «παιδιά, εγώ παίρνω δρόμο, γιατί άργησα». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω δρόμο και δρομάκι κλαίγοντας στο γυρισμό κι έγινε πικρό φαρμάκι το κρασί τ’ αποψινό). β. φεύγω γρήγορα, το βάζω στα πόδια: «μόλις είδε να ’ρχονται οι αστυνομικοί, πήρε δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπώ -της λέω- και γελά, παίρνει δρόμο και δε μου μιλά).γ. απολύομαι, εκδιώκομαι από την εργασία μου: «σε προειδοποιώ πως, αν ξανακάνεις κοπάνα, θα πάρεις δρόμο». δ. (για ερωτική σχέση) διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, φεύγω ή με διώχνει το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη στιγμή που άρχισε να μου αντιμιλάει, πήρα δρόμο || ερωτεύτηκε κάποιον άλλον και πήρα δρόμο»·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. φρ. παίρνω καλό δρόμο·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, καταλήγω να ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «έμπλεξε με τους αλήτες και πήρε τον κακό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζητάς να φύγω χωρίς να το σκεφτώ, γιατί μπορεί να πάρω το δρόμο τον κακό
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, επιλέγω να ζήσω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, να είμαι νομοταγής: «όποιος παίρνει τον καλό δρόμο, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- παίρνω το δρόμο, κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «μόλις βγήκα απ’ το μπαράκι, πήρα το δρόμο για το σπίτι μου». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω το δρόμο δε σταματώ δε με χωράει πια πουθενά, στο ταβερνάκι για να καθίσω και η καρέκλα ζητάει λεφτά). Πολλές φορές, ιδίως σε διηγήσεις παραμυθιών, όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε μια μεγάλη πορεία που ξεκινάει ο ήρωας για να φτάσει κάπου, υπάρχει και ο εξής τύπος; Παίρνω το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι·
- παίρνω το δρόμο μου, κατασταλάζω σε αυτό με το οποίο θέλω πραγματικά να ασχοληθώ επαγγελματικά στη ζωή μου και το θέτω σε ενέργεια: «τώρα που έμαθε τη δουλειά και πήρε το δρόμο του, είμαι ήσυχος γι’ αυτό το παιδί»·
- παίρνω το δρόμο πίσω, επιστρέφω: «μετά από πολλά χρόνια στην ξενιτιά, πήρε το δρόμο πίσω για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: στο τζάκι της αγάπης μας, σκάλισε πριν να σβήσω, κι αν βρεις μια σπίθα μόνο μια, να καίει για μένα στη γωνιά, πάρε το δρόμο πίσω
- παίρνω τους δρόμους, α. περιπλανιέμαι μέσα στους δρόμους, ιδίως για να βρω κάποιον: «μόλις έφτασε στην πόλη του, πήρε τους δρόμους να βρει τους φίλους του». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τους δρόμους μια βραδιά και τους γνωστούς ρωτούσα για το κορίτσι μου που αγαπούσα στην Ελευσίνα μια φορά ). β. ξεκινώ μια περιπλάνηση, μια αναζήτηση χωρίς να ξέρω πού πάω ή τι ψάχνω, φεύγω από κάπου: «το δήλωσα καθαρά, θα πάρω τους δρόμους κι όπου με βγάλει η τύχη μου». γ. τρελαίνομαι: «μόλις έπιασε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του καλύτερού του φίλου, πήρε τους δρόμους»·
- πάνω στο δρόμο, εντελώς στην άκρη, πλάι στο δρόμο, πολύ κοντά στο δρόμο: «το σπίτι του βρίσκεται πάνω στο δρόμο και δεν μπορεί να κοιμηθεί απ’ τη φασαρία». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακριβώς και παρατηρείται χειρονομία με την οποία, η παλάμη, κινείται με την κόψη της προς τα κάτω, δείχνοντας, υποτίθεται, το ακριβές σημείο·
- παράλληλοι δρόμοι, επαγγελματική, πολιτική ή άλλη πορεία που συμβαδίζει με τα ενδιαφέροντα κάποιου άλλου: « εμείς οι δυο πρέπει να συνεννοούμαστε και να υποστηριζόμαστε, γιατί βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους»· 
- πάρε δρόμο! (απειλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάρε δρόμο, γιατί θα φας μπάτσες!»·
- πατάει και τρέμει ο δρόμος, από όπου περνάει προκαλεί το δέος, γιατί είναι πολύ γενναίος: «αυτός, αγόρι μου, να φοβηθεί! Αυτός πατάει και τρέμει ο δρόμος». (Λαϊκό τραγούδι: μες τα Βουρλά κατσιρματζής, αντάμης και κοντραμπατζής και της Τουρκιάς ο τρόμος, καβάλα σε λιγνό φαρί το μάτι του θολό βαρύ πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
- περαστικός δρόμος, δρόμος πολυσύχναστος: «το σπίτι μου είναι σ’ έναν περαστικό δρόμο και δεν μπορώ να βρω ησυχία»·
- πετώ στο δρόμο (κάποιον), α. κάνω σε κάποιον εκβιαστικά έξωση: «είναι τόσο σκληρός άνθρωπος, που, αν του καθυστερήσεις ένα μήνα το νοίκι, δεν το ’χει σε τίποτα να σε πετάξει στο δρόμο». β. αφήνω κάποιον χωρίς στέγη και οικονομική βοήθεια: «για μια πεταλουδίτσα της νύχτας, πέταξε στο δρόμο γυναίκα και παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα κουρέλι πια σωστό, αφού με έχεις κάνει, στους πέντε δρόμους με πετάς κι άλλης κοιτάς φουστάνι).γ. (για χρήματα) τα κατασπαταλώ: «βρήκε λεφτά απ’ τον πατέρα του και τα πετάει στο δρόμο». δ. (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω: «πέταξα στο δρόμο το ψυγείο μας κι αγόρασα καινούριο»·
- πήγε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ.λ. σκυλί·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, βλ. λ. γλώσσα·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, α. λέγεται για άνθρωπο που μπήκε στην παρανομία, που ζει στην αλητεία, στη διαφθορά: «από τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, πήρε το στραβό δρόμο». β. (για υποθέσεις, δουλειές, επιχειρήσεις) πήρε δυσάρεστη τροπή, εξελίχθηκε άσχημα χωρίς να το περιμένουμε: «η υπόθεση ξεκίνησε σαν αστείο, αλλά πήρε στραβό δρόμο και τώρα θα λύσουμε τις διαφορές μας στα δικαστήρια || απ’ την αρχή φάνηκε πως η δουλειά πήρε το στραβό δρόμο και τώρα που ξυπνήσαμε δε γίνεται τίποτα»·
- πήρε το δρόμο της η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάνω τους δρόμους, περιπλανιέμαι ψάχνοντας να βρω κάποιον ή κάτι: «άργησε να γυρίσει η κόρη του στο σπίτι κι έπιασε τους δρόμους να τη βρει || έπιασα τους δρόμους να βρω ένα ανταλλακτικό για τ’ αυτοκίνητό μου, αλλά δεν το βρήκα πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγε έφυγε, έφυγε την έχω χάσει και γυρνώ και ρωτώ και τους δρόμους έχω πιάσει
- ποιος δρόμος σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «μωρέ, φουκαρά μου, ποιος δρόμος σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα με τις οικονομικές συμβουλές μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος δρόμος σ’ έφερε στην αγκαλιά μου να κλάψεις και να πληγωθείς, μέσα στην άπονη, σκληρή καρδιά μου μονάχα δάκρυα θα βρεις).Συνών. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)· 
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιο λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ(;)·    
- σέρνομαι στους δρόμους, κυκλοφορώ εξαθλιωμένος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σέρνεται στους δρόμους σαν τον τελευταίο αλήτη || κάθε βράδυ γίνεται τύφλα και σέρνεται στους δρόμους, μέχρι να βρει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: ψιλή βροχή, ψιλή βροχή κι εσύ κοιμάσαι μοναχή κι εγώ στους δρόμους σέρνομαι κι από τ’ αγιάζει δέρνομαι
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στα μισά του δρόμου ή στου δρόμου τα μισά, στη μέση μιας διαδρομής ή μιας προσπάθειας: «ξεκίνησα για τη Χαλκιδική, αλλά στα μισά του δρόμου έμεινα από βενζίνη || η δουλειά ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αλλά στα μισά του δρόμου άρχισαν τα προβλήματα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό ξεκινήσαμε κι οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- στη μέση του δρόμου, σε ανοιχτό, σε υπαίθριο χώρο και μπροστά σε κόσμο: «τον έπιασε στη μέση του δρόμου και τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών»·
- στο δρόμο, καθώς πηγαίνω ή έρχομαι από κάπου: «γύρισα στο σπίτι, γιατί στο δρόμο για το γραφείο μου αντιλήφθηκα πως δεν είχα πάρει μαζί μου το πορτοφόλι». (Λαϊκό τραγούδι: έλα πιάσε με απ’ τον ώμο κι όπα πρώτα το δεξί, κι αν μου κουραστείς στο δρόμο θα σε βάλω σε ταξί
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. λεφτά·
- τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. χρήματα·
- την (τον) δίνω δρόμο, διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της (του), την (τον) διώχνω: «αφού δεν έλεγε ν’ αφήσει την γκρίνια της, την έδωσα δρόμο κι ησύχασα || αφού δεν εννοούσε να κόψει το ποτό, τον έδωσα δρόμο και βρήκα την υγειά μου»·
- της δίνω δρόμο (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική, της δίνω δρόμο»·
- το δίνω δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω, το πετώ, το πουλώ: «ήταν παλιό το ψυγείο μας και το ’δωσα δρόμο || ήταν τόσο παλιό τ’ αυτοκίνητό μου, που το ’δωσα δρόμο»·
- το παίρνει ο δρόμος, (για κτίσματα ή οικόπεδα) περνάει από αυτό η χάραξη κάποιου νέου δρόμου οπότε απαλλοτριώνεται: «είχα ένα σπιτάκι σε κείνη την περιοχή, αλλά το πήρε ο δρόμος». (Τραγούδι: τρεις φωνές στο σύρμα μου κι ένας τροχονόμος, κι ό,τι είχα κτήμα μου μου το παίρνει ο δρόμος)· 
- το ’χω για δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) έχω την πρόθεση να το αχρηστεύσω, να το πετάξω ή να το πουλήσω: «αν θες μπορείς να πάρεις αυτό το κομοδίνο, γιατί το ’χω για δρόμο»·
- τον αφήνω δρόμους, τον ξεπερνώ κατά πολύ σε μια αναμέτρηση ταχύτητας είτε με τα πόδια είτε με το αυτοκίνητο: «θέλησε να παραβγούμε στο τρέξιμο και τον άφησα δρόμους || παραβγήκαμε με τ’ αυτοκίνητά μας και τον άφησα δρόμους»·
- τον βάζω στον ίσιο δρόμο, τον οδηγώ στον ηθικό, στον τίμιο δρόμο της ζωής, τον βγάζω από την παρανομία όπου ζει: «εσένα σε υπολογίζει, γι’ αυτό είσαι ο μόνος που μπορείς να τον τραβήξεις απ’ την αλητεία και να τον βάλεις στον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, τον κάνω να παρεκτραπεί ηθικά, τον οδηγώ στην παρανομία: «έμπλεξε με κάτι αλήτες και τον έβγαλαν απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω στο δρόμο, του κάνω έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «επειδή ήταν κακοπληρωτής, τον έβγαλα στο δρόμο»·
- τον βρήκες το δρόμο; ειρωνική έκφραση σε άτομο, που μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα επιστρέφει στο σπίτι του·
- τον έφαγαν οι δρόμοι, καταστράφηκε, ιδίως από την άστατη ζωή που έκανε: «έμπλεξε στην αλητεία και τον έφαγαν οι δρόμοι». (Λαϊκό τραγούδι: να φύγεις πριν καταστραφείς, είναι νωρίς ακόμη, προτού να γίνεις θύμα μου, προτού σε φαν’ οι δρόμοι)· βλ. και φρ. τον τρώνε οι δρόμοι·
- τον πέταξε σαν σκυλί στο δρόμο ή τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ. λ. σκυλί·
- τον πετώ στο δρόμο, α. τον διώχνω, τον απολύω από την επιχείρησή μου, από τη δουλειά μου: «μόλις δει πως κάποιος εργάτης δεν του κάνει, τον πετάει στο δρόμο». β. του κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «δεν του έδινε την αύξηση που του ζητούσε και τον πέταξε στο δρόμο»·
- τον τρώνε οι δρόμοι, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μετακινείται συνεχώς για λόγους δουλειάς, πράγμα που τον καταπονεί: «είναι πλασιέ και όλη τη μέρα τον τρώνε οι δρόμοι, για να μπορέσει να θρέψει την οικογένειά του»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- τον φέρνω στον ίσιο δρόμο, τον βγάζω από την παρανομία και τον οδηγώ στον τίμιο δρόμο της ζωής: «χάλασε πολύ αυτό το παιδί και κανείς δεν μπορεί να τον φέρει στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί πονάς και βασανίζεσαι, κουτή, και προσπαθείς στον ίσιο δρόμο να με φέρεις,της αμαρτίας έχω πάρει το στρατί, γι’ αυτό για μένα άδικα μην υποφέρεις
- του ανοίγω το δρόμο, α. του προετοιμάζω το έδαφος για να επιτύχει κάτι: «ο πεθερός του του ανοίγει το δρόμο για να γίνει βουλευτής» β. τον βοηθάω να ξεπεράσει ένα πρόβλημα, τον βγάζω από τις δυσκολίες του: «αν δεν του άνοιγα εγώ το δρόμο να ξεφύγει, θα ήταν ακόμα στην πρέζα»·
- του αφήνω (το) δρόμο, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη για να περάσει αυτός που με ακολουθεί, ιδίως με το αυτοκίνητό του: «μου αναβόσβηνε συνέχεια τα φώτα του για να περάσει, γι’ αυτό κι εγώ του άφησα το δρόμο»·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω δρόμο (ενν. του αυτοκινήτου), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική του δίνω δρόμο»·
- του δίνω δρόμο, φεύγω από κάπου με ταχύτητα: «μόλις είδα να ’ρχονται οι αστυνομικοί, του ’δωσα δρόμο»· - του κάνω δρόμο, παραμερίζω το πλήθος δεξιά αριστερά με τα χέρια μου για να περάσει κάποιος: «μπήκε μπροστά και του άνοιγε το δρόμο μέσ’ στο συνωστισμό»· βλ. και φρ. του αφήνω (το) δρόμο·
- του κλείνω το δρόμο, α. τον εμποδίζω, διακόπτω με το σώμα μου ή με κάποιο άλλο μέσο την πορεία του: «όταν οι αστυνομικοί έμαθαν πως ο δραπέτης κινούνταν με κλεμμένο αυτοκίνητο προς τη Θεσσαλονίκη, τοποθέτησαν μια νταλίκα πάνω στο οδόστρωμα και του ’κλεισαν το δρόμο || οι αγρότες, μόλις πληροφορήθηκαν πως κατέφθαναν οι αστυνομικοί με τις κλούβες, τοποθέτησαν πάνω στο οδόστρωμα κορμούς δέντρων και τους έκλεισαν το δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: κι ελόγου τους κι ελόγου μου μου κλείσανε το δρόμο μου και μου αντισταθήκαν, μα όμως δε ρωτήξανε το Σταύρακα πως θίξανε και στραπατσαριστήκαν). β. ενεργώ, επεμβαίνω ανασταλτικά στην εξέλιξη κάποιου, τον μπλοκάρω: «αυτό το πάθος του για τα χαρτιά, θα του κλείσει το δρόμο για το βουλευτιλίκι»·
- του κόβω το δρόμο, βλ. φρ. του κλείνω το δρόμο·
- τους βγάζω στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω υποχρεωτικά έξωση:  «επειδή χρειαζόμουν το διαμέρισμα για την κόρη μου που παντρεύτηκε, τους έβγαλα στο δρόμο»·
- τους πετώ στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα που τους νοικιάζω: «επειδή είχαν δυο σκυλιά μέσ’ στο διαμέρισμα και ξεσήκωναν όλη την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους, τους πέταξα στο δρόμο»·
- τραβώ το δρόμο μου, α. ακολουθώ το δικό μου τρόπο ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ το δρόμο μου τραβώ μ’ ένα παράπονο πικρό και λέω δεν πειράζει ). β. φεύγω από κάπου ή από κάποιον, διακόπτω μια σχέση, αρχίζω νέα ζωή: «διαρκώς την απειλούσε πως θα τραβήξει το δρόμο του || χώρισαν κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις αλλάξει και μ’ έχεις κάψει· την προσβολή σου δε θα τη δεχτώ· δεν αντέχω, κυρά μου, δε βαστώ και το δρόμο μου τραβώ). γ. ασχολούμαι με την πρόοδο της δουλειάς μου ή των διάφορων υποθέσεών μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε απ’ τις παλιοπαρέες, τραβάει το δρόμο του και προκόβει μια χαρά»·
- τρέχω στους δρόμους, βρίσκομαι σε διαρκές τρέξιμο αναζητώντας κάποιον ή κάτι: «απ’ το πρωί τρέχει ο καημένος στους δρόμους να βρει λεφτά για να καλύψει την επιταγή του || μόλις έμαθε πως ήρθε ο φίλος του στην πόλη μας, τρέχει στους δρόμους να τον βρει». (Λαϊκό τραγούδι: με πνίγει απόψε η μοναξιά και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά· τρέχω στους δρόμους, εδώ κι εκεί, κανείς δεν ξέρει πού να ’σαι εσύ
- τριγυρνώ στους δρόμους, περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους: «επειδή δεν έχει δουλειά, όλη τη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες ξενυχτώ χωρίς ελπίδα, έρημος στους δρόμους τριγυρνώ,μπρος στου παραθύρου σου τη γρίλια τις θλιμμένες ώρες μου περνώ
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «απ’ τη στιγμή που δεν τα συμφωνήσαμε, υπάρχει κι άλλος δρόμος να βρω το δίκιο μου». β. πολλές φορές, λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, σου λέω να φυλάγεσαι, γιατί υπάρχει κι άλλος δρόμος». Συνών. υπάρχει κι άλλος τρόπος·
- φεύγω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς), βλ. φρ. βγαίνω απ’ το δρόμο·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, απομακρύνομαι από τη χριστιανική διδασκαλία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ εκείνον τον αλήτη, έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού»·
- φεύγω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: ξέφυγα, ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο,σου ’δωσα μανούλα μου τον πιο μεγάλο πόνο)·
- χάνω το δρόμο (μου), α. αποπροσανατολίζομαι: «μπλέχτηκα μέσα σε κάτι στενάκια κι έχασα το δρόμο μου». β. βγαίνω από τη σωστή πορεία της ζωής μου: «με τόσα προβλήματα που είχε, πώς να μη χάσει το δρόμο του ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: πού πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα το χάσεις,καρδιά μου μοναχή
- χαράζω νέους δρόμους, βλ. φρ. ανοίγω νέους δρόμους·
- χαράζω το δρόμο, επιχειρώ πρώτος κάτι νέο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο ή ριζοσπαστικό και με μιμούνται οι άλλοι, πρωτοπορώ: «εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης»·
- χαράζω το δρόμο μου, προδιαγράφω ή αποφασίζω κάποια πορεία μου, ιδίως επαγγελματική: «απ’ τη στιγμή που μπήκε στην ιατρική σχολή, χάραξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: μα η βαριά μου η ειρκτή πολλά μ’ έχει διδάξει, έμαθα πώς να συγχωρώ, γι’ αυτό και δεν την τιμωρώ, ας φύγει και το δρόμο της μονάχη ας χαράξει
- χωρίζουν οι δρόμοι μας, α. ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας, χωρίζουμε: «ένα διάστημα ζούσαμε χωρίς προβλήματα, αλλά απ’ τη μέρα που άρχισαν οι γκρίνιες χώρισαν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: με πλήγωσε ο χωρισμός κι ο πόνος έγινε καημός, οι δρόμοι μας χωρίσαν, τα μάτια μου δακρύσαν). β.διακόπτουμε αναγκαστικά μια φιλία ή μια συνεργασία: «κάποτε κάναμε πολλή παρέα, αλλά απ’ τη μέρα που εγκαταστάθηκε σ’ άλλη πόλη, χώρισαν οι δρόμοι μας». γ. ακολουθούμε ξεχωριστή οδική πορεία, γιατί έχουμε διαφορετικό προορισμό: «εγώ θέλω να πάω στη Νομαρχία, αλλά, αφού εσύ θέλεις να πας στο Δημαρχείο που είναι στην αντίθετη πλευρά χωρίζουν οι δρόμοι μας»·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! α. ευχή που δίνουμε σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι ή που ξεκινάει κάποια δουλειά, με την έννοια να μη συναντήσει κανένα εμπόδιο στην πορεία του, να του έρθουν όλα εύκολα, όλα ευνοϊκά: «την Κυριακή λέω να πάω μέχρι το χωριό να δω τους συγγενείς μου. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! || τον άλλο μήνα ξεκινάω μια καινούρια δουλειά. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας απειλεί πως θα αποχωρήσει από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε ή από κάποια κοινή προσπάθεια, όταν μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του. Από το ότι το γυαλί έχει λεία επιφάνεια και δε συναντά κανένα εμπόδιο ή καμιά δυσκολία το άτομο που πορεύεται σε παρόμοιο δρόμο. Συνών. μπαμπάκι ο δρόμος σου!   

έργο

έργο, το, ουσ. [<αρχ. ἔργον], το έργο. 1. πράξη, καλή ή κακή: «το αν είναι καλός ή κακός άνθρωπος, θα το δείξουν τα έργα του». 2. οτιδήποτε είναι υποχρέωση ή καθήκον κάποιου: «έργο του δάσκαλου είναι να μάθει στα παιδιά γράμματα || έργο του δικηγόρου είναι η υπεράσπιση κάθε κατηγορουμένου || έργο του γιατρού είναι η θεραπεία του ασθενή του || έργο της Πολιτείας είναι η ευημερία και η ασφάλεια των πολιτών». 3. λογοτεχνικό ή θεατρικό κείμενο ή καλλιτεχνική δημιουργία: «έχω στη βιβλιοθήκη μου όλα τα έργα του τάδε συγγραφέα || αυτός ο πίνακας είναι έργο του τάδε ζωγράφου». 4. κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία, ή θεατρική παράσταση: «τι έργο παίζει ο τάδε κινηματογράφος; || μόλις τελείωσε το έργο οι θεατές έτρεξαν στα καμαρίνια του πρωταγωνιστή για να του πάρουν αυτόγραφο || να σου τηλεφωνήσω σε μισή ώρα γιατί τώρα βλέπω ένα έργο στην τηλεόραση;». Υποκορ. εργάκι, το. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. φρ. έργο γυρίζουμε! Συνών. αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! / αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! / αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο(!)·
- αυτό το έργο το ’χω ξαναδεί, βλ. φρ. το ’δα το έργο·
- γυρίζω έργο, βλ. συνηθέστ. γυρίζω ταινία, λ. ταινία·
- είναι έργο ζωής, έργο, ιδίως πνευματικό, για το οποίο απαιτείται να αφιερώσει ή που αφιερώνει κανείς τη μεγαλύτερη περίοδο της ζωής του για να το πραγματοποιήσει: «η σύνταξη ενός ορθογραφικού και ερμηνευτικού λεξικού είναι έργο ζωής πολλών επιστημόνων || το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας είναι έργο ζωής του συγγραφέα, γιατί επί σαράντα πέντε χρόνια ασχολούνταν για την πραγμάτωσή του»· 
- είναι έργο του…, δηλώνει το αποτέλεσμα κάποιας ενέργειας, κάποιας δραστηριότητας: «το σπασμένο βάζο είναι έργο του Γιαννάκη || το Βαφοπούλειο πνευματικό κέντρο είναι έργο του ποιητή Γ. Βαφόπουλου»·
- είναι ευχής έργο, βλ. λ. ευχή·
- επί το έργον, α. προτρεπτική φρ. να ασχοληθούμε με τη δουλειά που μας έχει ανατεθεί ή να αρχίσουμε μια διαδικασία: «παιδιά, όλα τα οικοδομικά υλικά έχουν έρθει, γι’ αυτό επί το έργον || το τραπέζι είναι στρωμένο, καθίστε και επί το έργον», δηλ. αρχίστε να χτίζετε ή αρχίστε να τρώτε. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμπρός. β.έκφραση που δηλώνει τη συνέπεια, την προσήλωση σε κάτι, ιδίως επάγγελμα ή οικογένεια, ή την αμεσότητα στην ερωτική δραστηριότητα: «μην τον υπολογίζεις για μπαρότσαρκα, γιατί απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε είναι επί το έργον || μόλις βρει γκόμενα, απ’ το δεύτερο κιόλας ραντεβού πέφτει επί το έργον»·
- έργα και ημέρες (κάποιου), (υποτιμητικά) λέγεται για το ταραγμένο παρελθόν κάποιου: «ύστερα από μεγάλη έρευνα ο τάδε δημοσιογράφος δημοσιεύει τα έργα και τις ημέρες του τάδε δήθεν προοδευτικού υπουργού επί των ημερών της χούντας»·
- έργα (κι) όχι λόγια! μόνιμη απαίτηση του λαού, που απευθύνεται στους πολιτικούς μας με τις αμέτρητες προεκλογικές υποσχέσεις και τα ατελείωτα θα· 
- έργο βιτρίνας, βλ. λ. βιτρίνα·
- έργο γυρίζουμε! έκφραση θαυμασμού, απορίας ή έκπληξης για κάτι απίθανο ή παράδοξο που συμβαίνει και μας θυμίζει κινηματογραφικό έργο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σε μια χαράδρα είκοσι μέτρα βάθος και δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. -Έργο γυρίζουμε!». Από το ότι στα κινηματογραφικά έργα είναι δυνατά ή αληθοφανή ακόμη και τα πιο απίθανα ή δύσκολα πράγματα. Συνών. ταινία γυρίζουμε(!)·
- έργο εποχής, κινηματογραφικό έργο, που αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: «είδαμε ένα έργο εποχής, που αναφερόταν στη γαλλική επανάσταση»·
- θα ήταν ευχής έργο, βλ. λ. ευχή·
- καταναγκαστικά έργα, οτιδήποτε θεωρείται δυσάρεστο, κοπιαστικό, εξαντλητικό, που μας επιβάλλουν να το κάνουμε, συνήθως χωρίς τη θέλησή μας, ή που το κάνουμε λόγω μεγάλης ανάγκης: «θέλω να πάει να μάθει μια ξένη γλώσσα, αλλά γκρινιάζει κάθε τόσο, γιατί το θεωρεί καταναγκαστικά έργα || αυτό που κάνει δε λέγεται δουλειά, αλλά καταναγκαστικά έργα». Αναφορά στην ομώνυμη δικαστική ποινή που επιβαλλόταν σε εγκληματίες και είχε ως σκοπό τη σωματική τους εξάντληση από τη σκληρότατη χειρονακτική εργασία, ιδίως σε δημόσια έργα·
- Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού για το μεγαλείο του Θεού· επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει απορία, έκπληξη, ειρωνεία ή δυσαρέσκεια, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής με τον οποίο λέγεται. Πολλές φορές, η φρ. λέγεται με ταυτόχρονο σταυροκόπημα·
- ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο, βλ. λ. διάβολος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- πού το παίζει αυτό το έργο; ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας λέει ή μας ζητάει παράλογα, παράξενα πράγματα: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα; -Πού το παίζει αυτό το έργο;»·
- ρούχα εποχής, βλ. λ. ρούχο·
- το ’δα το έργο ή το ’χω δει το έργο, είμαι ενημερωμένος, ξέρω πώς έγινε το πράγμα ή τι συμβαίνει ή συνέβη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην κουράζεσαι να μου πεις πώς έγιναν τα πράγματα γιατί το ’χω δει το έργο». 

ζεϊμπεκιά

ζεϊμπεκιά κ. ζεμπεκιά, η ουσ. [<ζεϊμπέκης + κατάλ. -ιά]. α. ο χορός του ζεϊμπέκη, ο ζεϊμπέκικος, το ζεϊμπέκικο. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο το μπουζούκι, ρίξε μια γλυκιά πενιά, σαν γεμίσω το κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά // το παλικάρι στη γωνιά μια ζεμπεκιά γουστάρει απ’ το γλυκό μπουζούκι σου, φίλε παραπονιάρη). β. η μουσική, το τραγούδι του ζεϊμπέκικου: «βάλε ν’ ακούσουμε και καμιά ζεϊμπεκιά!»·
- ρίχνω τη ζεϊμπεκιά μου ή ρίχνω τις ζεϊμπεκιές μου, χορεύω ζεϊμπέκικο χορό: «μόλις μερακλώθηκε, σηκώθηκε κι έριξε τις ζεϊμπεκιές του»·
- το γυρίζω στη ζεϊμπεκιά, (στη γλώσσα της αργκό) συμπεριφέρομαι με άγριο, με βίαιο τρόπο: «μη μου πας κόντρα, γιατί, αν κι εγώ το γυρίσω στη ζεϊμπεκιά, να ’σαι σίγουρος πως θα σε στείλω στο νοσοκομείο»·
- φέρνω τη ζεϊμπεκιά μου ή φέρνω τις ζεϊμπεκιές μου, βλ. φρ. ρίχνω τη ζεϊμπεκιά μου.

ιστορία

ιστορία, η, ουσ. [<αρχ. ἱστορία], η ιστορία. 1. υπόθεση που τραβάει σε μάκρος: «θα κρατήσει πολύ ακόμα αυτή η ιστορία;». 2. μπελάς, βάσανο, δυσάρεστη ή περίπλοκη υπόθεση, μπερδεμένη κατάσταση: «δε θα σε πάρω μαζί μου, γιατί μου δημιουργείς συνέχεια ιστορίες || έμπλεξα με μια ιστορία και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». 3. το ψέμα: «άσε τις ιστορίες και πες μου την αλήθεια». 4. φανταστική διήγηση, φαντασιοπληξία: «τι ιστορίες είναι αυτές που μου λες!». 5α. το πρόσωπο με το οποίο έχουμε ερωτική σχέση: «έχω ραντεβού με την ιστορία μου, όχι όμως του Παπανδρέου, αλλά με τη δικιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ιστορία μου,αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο, είσαι αρρώστια μου μες τα στήθια μου και πώς θα σε βγάλω). β. η ερωτική σχέση: «είχα μια ιστορία με την τάδε, αλλά είναι καιρός που το διαλύσαμε». (Τραγούδι: στην ιστορία μας ο φίλος αυτός, είχε έναν ρόλο παίξει τελευταίο κι όπως με κοίταζε στα μάτια σκυφτός, μ’ έκανε αγάπη μου αδιάκοπα να κλαίω). Υποκορ. ιστοριούλα, η. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ανοίγω ιστορία ή ανοίγω ιστορίες, δημιουργώ κακό προηγούμενο από άστοχη ενέργειά μου, δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «αφού άνοιξες ιστορίες μ’ αυτόν τον άνθρωπο, δε σε καλοβλέπω». (Λαϊκό τραγούδι: οι κακές πληροφορίες, σου ανοίξαν ιστορίες
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση: «αυτό που λες είν’ άλλη ιστορία, για την οποία έχω πλήρη άγνοια». (Λαϊκό τραγούδι: αιτία ήταν η τιμή που χάθηκε η Τροία, το δείξαν οι αρχαίοι μας που ’χαν πυγμή κι αντρεία κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είν’ άλλη ιστορία). Συνών. αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- για να τελειώνει η ιστορία, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δίνουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση που συνήθως δε μας ευνοεί ή δε μας συμφέρει, ή για να δώσουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση, που μας ενοχλεί ή μας προβληματίζει: «όταν αντιληφθώ πως δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με κάποιον, υποχωρώ για να τελειώνει η ιστορία || στην περίπτωση που πρόκειται να γίνει καβγάς και να ’χουμε τραβήγματα με τις αστυνομίες, κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να τελειώνει η ιστορία || επειδή καιρό βρισκόμαστε σε συνεχείς διενέξεις, έδωσα όπως όπως ένα τέλος για να τελειώνει η ιστορία ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. έκλεισε η ιστορία·
- γράφω ιστορία, α. εκτελώ τόσο σημαντικό έργο ή μου συμβαίνει τόσο σπουδαίο ή παράξενο γεγονός, που θα μείνει στις επερχόμενες γενιές ή που θα μνημονεύομαι από τις επερχόμενες γενιές: «με την κατασκευή του Μετρό η κυβέρνηση γράφει ιστορία || έγραψε ιστορία με τις ανδραγαθίες του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν θα με φάνε τ’ άγρια θηρία, θα με γράψει και η ιστορία). β. καταγράφω διάφορα προσωπικά που έχουν σχέση με τον περίγυρό μου ή καταγράφω διάφορα γενικά συμβάντα που επηρεάζουν την κοινωνία: «πρώτα κάνει ένα σωρό βλακείες κι ύστερα κάθεται και γράφει ιστορία για να θυμάται». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή καρδιά που μένεις μοναχή στου κόσμου την κακία, καρδιά πικρή της πίκρας πάρε το χαρτί και γράψε ιστορία
- είναι μια πονεμένη ιστορία, βλ. λ. πονεμένος·
- έκλεισε η ιστορία, η υπόθεση ή ο ερωτικός δεσμός έπαψε να υπάρχει, δεν υφίσταται πια: «τι γίνεται με τη μήνυση που σου είχε κάνει ο τάδε; -Έκλεισε η ιστορία || τι γίνεται με την τάδε; -Έκλεισε η ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- έχει ραντεβού με την ιστορία, καλείται να αντιμετωπίσει μια σπουδαία και καθοριστική υπόθεση, που θα έχει αντίκτυπο στο μέλλον του. Συνήθως χρησιμοποιείται για συλλογικές προσπάθειες ή από πολιτικούς: «η χώρα μας πρέπει να πετύχει οπωσδήποτε στους Ολυμπιακούς του 2004, γιατί έχει ραντεβού με την ιστορία || την Κυριακή η ομάδα μας έχει ραντεβού με την ιστορία, γιατί, αν κερδίσει, θα παίξει για πρώτη φορά στο τελικό της διοργάνωσης». Επίσης υπήρξε ένα από τα πρώτα συνθήματα του πασοκικού κινήματος, πριν αναλάβει για πρώτη φορά την εξουσία το 1981·
- έχω ιστορίες, έχω προβλήματα, έχω μπελάδες με κάποιον ή με κάτι: «αν θα ’ρθει ο τάδε στην εκδρομή, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί έχω ιστορίες μαζί του || έχω ιστορίες με τ’ αυτοκίνητό μου και το τρέχω κάθε τόσο στο συνεργείο». (Λαϊκό τραγούδι: βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, γιατί θα μπλέξεις άσχημα και θα ’χεις ιστορίες
- η ιστορία δε γυρίζει πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «το θέμα είναι πως ο γιος του σκοτώθηκε κι απ’ ό,τι ξέρεις, η ιστορία δε γυρίζει πίσω»·
- ιστορίες για αγρίους ή ιστορίες με αγρίους ή ιστορίες για αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες ή ιστορίες για θηρία ή ιστορίες με θηρία ή ιστορίες για Ινδιάνους ή ιστορίες με Ινδιάνους ή ιστορίες για φαντάσματα ή ιστορίες με φαντάσματα ή ιστορίες για φίδια ή ιστορίες με φίδια, λέγεται στην περίπτωση που ακούγονται από κάποιον απίθανα, απίστευτα, απαράδεκτα πράγματα, που υποτιμούν τη νοημοσύνη μας: «μας έλεγε μια ώρα ιστορίες για αγρίους κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε, καθόμασταν και τον ακούγαμε». (Τραγούδι: για κυρίες και κυρίους ιστορίες για αγρίους, θα ακούσεις, θα γελάσεις και το νόημα θα χάσεις
- και τελειώνει η ιστορία, βλ. φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. κάνω θέμα, λ. θέμα·
- κάνω ιστορίες, δημιουργώ προβλήματα, δημιουργώ φασαρίες: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου πάμε, κάνει ιστορίες»·
- καυτή ιστορία, υπόθεση με ερωτικό περιεχόμενο ιδιαίτερα προκλητικό, ερεθιστικό: «κάνουμε πώς και πώς να ’ρθει στην παρέα μας, γιατί μας διηγείται διάφορες καυτές ιστορίες επώνυμων ανθρώπων»·
- λέει την ιστορία της ζωής του, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δίνει υπερβολικά μεγάλη έκταση σε κάποια διήγησή του: «του ζητήσαμε να μας πει πώς πέρασαν στην εκδρομή κι αυτός μας λέει την ιστορία της ζωής του»·
- μεγάλη ιστορία, υπόθεση που απαιτεί χρόνο και διάθεση για να εξιστορηθεί από κάποιον, γιατί είναι πολύπλοκη ή μπερδεμένη: «τι έγινε με κείνη την υπόθεση; -Τι να σου λέω, μεγάλη ιστορία»·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε ιστορίες»·
- παλιά ιστορία, γεγονός που διαδραματίστηκε κάποτε στο παρελθόν και ιδίως ερωτικός δεσμός: «δε μιλιόμαστε, γιατί έχουμε μια παλιά ιστορία που δε λέμε να την ξεπεράσουμε || δεν έχω τίποτα τώρα με την κυρία, αλλά τη χαιρετώ, γιατί είναι μια παλιά ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: με μια αγάπη καινούρια θα χαράξω πορεία, εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία, βλ. λ. θέση·
- ροζ ιστορία, βλ. λ. ροζ·
- το κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. το κάνω θέμα, λ. θέμα·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, βλ. λ. ποτάμι.

καιρός

καιρός, ο, ουσ. [<αρχ. καιρός], ο καιρός. 1. προσδιορισμός ιστορικής χρονολογίας, χρονικής στιγμής, εποχής του χρόνου, χρονικής διάρκειας: «τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου || τον καιρό του πολέμου ||  εκείνο τον καιρό ήμουν σε άσχημη κατάσταση || τι καιρό είχαμε γνωριστεί; || πόσο καιρό θέλεις για να τελειώσεις τη δουλειά;». 2. οι ατμοσφαιρικές συνθήκες: «χάλασε ο καιρός || τι καιρό κάνει; || ο καιρός είναι άστατος». 3. η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, η στιγμή που αρμόζει: «θα το μάθεις, όταν θα έρθει ο καιρός». 4. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος της ακμή, ο χρόνος της ωριμότητας: «είναι στον καιρό του ο γιος μου και ψάχνει για νύφη». 5. ο διαθέσιμος χρόνος: «δεν έχω καιρό αυτή τη στιγμή, ίσως αύριο να μπορέσω να σ’ εξυπηρετήσω». 6. μεγάλο χρονικό διάστημα: «έχω να τον δω καιρό». 7. στον πλ. οι καιροί, οι κοινωνικές συνθήκες, γενικά η κατάσταση που επικρατεί, οι περιστάσεις, η εποχή: «οι καιροί δε μας επιτρέπουν παραπανίσια έξοδα». (Ακολουθούν 175 φρ.)·
- αγρίεψε ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα προς το χειρότερο: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα ξαφνικά αγρίεψε ο καιρός»·
- άλλαξαν οι καιροί ή οι καιροί άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική κατάσταση είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, άλλαξαν οι περιστάσεις: «τώρα που έπεσε η χούντα, άλλαξαν οι καιροί κι έχουμε δημοκρατία || κάποτε η φιλία ήταν ιερό πράγμα, τώρα όμως άλλαξαν οι καιροί κι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για την πάρτη του». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια)· βλ. και φρ. άλλαξαν τα πράγματα, λ. πράγμα·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. φρ. άλλες εποχές τότε! λ. εποχή·
- ανάποδοι καιροί, χρονική περίοδος με δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «μα τι ανάποδοι καιροί είναι αυτοί που περνούμε! Κάθε τόσο και κάτι κακό συμβαίνει»· βλ. και φρ. ανώμαλοι καιροί·
- ανάποδος καιρός, που δεν υπάρχουν σταθερές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «πολύ ανάποδος καιρός ο σημερινός· απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα άλλαξε τρεις φορές. Πότε βροχή, πότε ήλιο και τώρα μας τρέλανε με τον αέρα!»·
- άνοιξε ο καιρός, καθάρισε ο ουρανός από τα σύννεφα, βγήκε ήλιος: «μόλις άνοιξε ο καιρός, η παραλία γέμισε από κόσμο»·
- ανώμαλοι καιροί, χρονική περίοδος αστάθειας και ταραχών: «εύχομαι να ζείτε πάντα με ασφάλεια και ειρήνη και να μη γνωρίσετε κι εσείς ανώμαλους καιρούς, όπως γνώρισε η γενιά μου»·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που ο Παρθενώνας ήταν γιαπί, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της πυραμίδας του Χέοπος, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αδάμ, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Εικοσιένα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Νώε, α. προσδιορισμός γεγονότος που συνέβη πάρα πολύ παλιά: «η γνωριμία των οικογενειών μας έγινε απ’ των καιρό του Νώε». β. (για μηχανήματα ή κατασκευές) που κατασκευάστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ παλιό ή σχεδόν άχρηστο: «έχει ένα αυτοκίνητο απ’ τον καιρό του Νώε και κάθε λίγο και λιγάκι το πηγαίνει στο συνεργείο || έχει ένα ψυγείο απ’ τον καιρό του Νώε και χρησιμοποιεί ακόμη πάγο». γ. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ παλιό και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να έχει και συλλεκτική αξία: «έχει ένα κηροπήγιο απ’ τον καιρό του Νώε και το φυλάει σαν τα μάτια του». δ. (για ιδέες) που είναι απαρχαιωμένες: «σήμερα ο κόσμος έχει διαφορετική γνώμη για τα πράγματα, κι αυτά που λες εσύ τα έλεγαν απ’ τον καιρό του Νώε». Συνών. οι εννιά πιο πάνω και οι τρεις επόμενες φρ. συν από αμνημονεύτων χρόνων / από αρχαιοτάτων χρόνων / από καταβολής κόσμου / από κτίσεως κόσμου·
- απ’ τον καιρό του Όθωνα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Φαραώ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό των πυραμίδων, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- από καιρό, πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «από καιρό ξέρω τη σχέση του με την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά, μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη
- από καιρό ήθελα να..., πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήθελα να..., εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να…: «από καιρό ήθελα να σε δω να σου μιλήσω || από καιρό ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι»·
- από καιρό σε καιρό, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «περνάει από καιρό σε καιρό απ’ το μαγαζί και τα λέμε, αλλά τώρα έχει να εμφανιστεί ένα μήνα || από καιρό σε καιρό φιλοτιμείται να διαβάσει και κανένα βιβλίο!». Συνών. κάπου κάπου / πότε πότε / που και που·
- από καιρού εις καιρόν, βλ. συνηθέστ. από καιρό σε καιρό·
- άστατος καιρός, (στη γλώσσα της αργκό) προειδοποίηση σε κάποιον ή κάποιους πως η αστυνομία κάνει έρευνες για μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ίσως να ενέχονται και αυτοί, ή, γενικά, ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος: «μην πάτε στα μπαράκια της παραλίας, γιατί επικρατεί άστατος καιρός»· βλ. και φρ. ανάποδος καιρός·
- άσχημος καιρός, βλ. φρ. ανάποδος καιρός·
- βλάκας παντός καιρού, βλ. λ. βλάκας·
- βρίσκω καιρό ή βρίσκω τον καιρό, α. βρίσκω την κατάλληλη περίσταση, τη στιγμή που αρμόζει, την ευκαιρία: «καθώς ήμουν αφηρημένος, βρήκε τον καιρό και μου ’κλεψε την τσάντα». β. βρίσκω διαθέσιμο χρόνο: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να βρεις καιρό να με βοηθήσεις || δεν μπορώ να βρω τον καιρό να σε βοηθήσω»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνώ τον καιρό μου, έκφραση που δηλώνει πως, αυτό το συγκεκριμένο με το οποίο ασχολούμαι κάποιο χρονικό διάστημα, είναι για μένα μια πάρεργη ασχολία που με ευχαριστεί: «μετά τη δουλειά μου, ασχολούμαι με τη συλλογή γραμματοσήμων για να περνώ τον καιρό μου»·
- γλυκός καιρός, που είναι μαλακός, ήπιος: «κάθε φορά που είναι γλυκός ο καιρός, είναι πολλοί αυτοί που κάνουν βόλτα στην παραλία»· 
- γύρισε ο καιρός, άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τ’ απόγευμα γύρισε ο καιρός και βγήκε ήλιος || όλο το πρωί είχαμε ηλιοφάνεια, αλλά προς το μεσημέρι γύρισε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- δε βρίσκω καιρό (για κάτι), βλ. φρ. δεν έχω καιρό (για κάτι)·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. συνηθέστ. δε με παίρνει ο χρόνος, λ. χρόνος·
- δε χάνω (τον) καιρό, βιάζομαι, ενεργώ ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως πήγαν το φίλο του στο νοσοκομείο, δεν έχασε καιρό κι έτρεξε να τον δει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψ’ έλα κοντά μου, τσιγγάνα, στον οντά μου, έλα να με γιάνεις και τον καιρό μη χάνεις
- δε χάνω τον καιρό μου, ασχολούμαι με πράγματα ουσιαστικά και ωφέλιμα, δεν αφήνω τον καιρό μου να περνάει ανεκμετάλλευτος: «δε χάνω τον καιρό μου με ανόητα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- δεν είναι καιρός για… ή δεν είναι καιρός να…, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή: «δεν είναι καιρός να κάνουμε έξοδα, γιατί δυσκόλεψαν τα πράγματα || δεν είναι καιρός για διασκεδάσεις, γιατί έχουμε δουλειά»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, πρέπει να σοβαρευτώ, να σοβαρευτούμε, πρέπει να ενεργοποιηθώ, να ενεργοποιηθούμε: «δεν είναι καιρός για παιχνίδια, γιατί αρχίζουν σε λίγο οι εξετάσεις»· βλ. και φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια·
- δεν είναι στον καιρό τους, (για καρπούς ή φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ωρίμανσης: «τα σταφύλια δεν είναι ακόμα στον καιρό τους, γι’ αυτό και είναι ξινά || τα σύκα και τα σταφύλια είναι στον καιρό τους το μήνα Αύγουστο»· 
- δεν έχασε καιρό και…, βλ. συνηθέστ. χωρίς να χάνει καιρό·
- δεν έχει καιρό, επικρατούν ομαλές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «μια και δεν έχει καιρό, αποφασίσαμε να πάμε για ψάρεμα»·
- δεν έχω καιρό (για κάτι), δεν έχω διαθέσιμο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σου || δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σπάσουμε τις αλυσίδες, δεν έχουμε καιρό γι’ άλλες ελπίδες
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι πολύ βιαστικός, δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, επείγομαι για κάτι: «πες μου στα γρήγορα τι ακριβώς θέλεις, γιατί δεν έχω καιρό για κουβέντες»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, επείγομαι να τελειώσω κάτι: «δεν έχω καιρό για παιχνίδια, γιατί πρέπει να παραδώσω κάποια δουλειά»· βλ. και φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδια·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, α. δηλώνει άμεση ενέργεια λόγω ελλείψεως χρόνου: «πρέπει να φύγω να προλάβω τ’ αεροπλάνο, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο». β. δηλώνει άμεση και ουσιαστική εκμετάλλευση του χρόνου που κυλάει: «αν θέλω να πετύχω στο πανεπιστήμιο, χρειάζεται πολύ διάβασμα, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο»·
- δίνω καιρό ή δίνω τον καιρό (σε κάποιον), δίνω χρονικό περιθώριο σε κάποιον να κάνει κάτι: «δώσε μου λίγο καιρό και θα σου επιστρέψω τα λεφτά που σου χρωστάω || δώσε μου τον καιρό να ετοιμαστώ». (Τραγούδι: δε σου ’χω πει ακόμα τίποτα, δώσ’ μου τον καιρό, όλα τα λόγια μου τ’ ανείπωτα μέσα σου να βρω
- εδώ και καιρό ή εδώ και τόσο καιρό, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, τόσον καιρό: «εδώ και τόσο καιρό σε συμβουλεύω ν’ αλλάξεις τακτική κι εσύ με γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια»·
- είναι άσχημος καιρός ή είναι άσχημος ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες δεν είναι καλές: «ματαιώσαμε την εκδρομή μας, γιατί είναι άσχημος ο καιρός»·
- είναι καιρός για…, οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες για…: «το χειμώνα είναι καιρός για σκι, ενώ το καλοκαίρι είναι καιρός για μπάνια»·
- είναι καιρός να… ή είναι καιρός τώρα να…, είναι η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου: «είναι καιρός να φύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || αφού βρήκες δουλειά, είναι καιρός τώρα να παντρευτείς»·
- είναι καιρός που… ή είναι καιρός τώρα που…, λέγεται για κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι αυτή τη στιγμή: «είναι καιρός που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε || είναι καιρός τώρα που σε ψάχνει ο τάδε»·
- είναι καιρός που δεν…, βλ. φρ. πάει καιρός που δεν(…)·
- είναι καιρός που μας άφησε, βλ. φρ. πάει καιρός που μας άφησε·
- είναι κακός καιρός ή είναι κακός ο καιρός, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός·
- είναι καλός καιρός ή είναι καλός ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες είναι καλές: «κάθε φορά που είναι καλός ο καιρός, βγαίνουμε με τη βάρκα για ψάρεμα»·
- είναι κόντρα ο καιρός, ο αέρας έρχεται αντίθετα, ενάντια προς τη φορά του πλοίου, το πλοίο δέχεται τον αέρα στη πρύμνη του, και, κατ’ επέκταση, ο καιρός δεν είναι καλός: «δε θα ρίξω σήμερα το σκάφος στη θάλασσα, γιατί είναι κόντρα ο καιρός». (Λαϊκό τραγούδι: κόντρα ο καιρός Φλωριά και τα ψάρια δεν τσιμπάνε. -Δε βαριέστε, βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
- είναι μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. συνηθέστ. είναι μπροστά απ’ την εποχή του, λ. εποχή·
- είναι στον καιρό της, (για έγκυες γυναίκες), βλ. συνηθέστ. είναι στις μέρες της, λ. μέρα·
- είναι στον καιρό του, (για αρσενικά ζώα) βρίσκεται σε περίοδο για να ζευγαρώσει με το θηλυκό: «ψάχνω να βρω μια σκυλίτσα ράτσας, γιατί το σκυλί μου είναι στον καιρό του»·
- είναι στον καιρό του (της), βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία για να κάνει κάτι, ιδίως να παντρευτεί: «έχει ένα παλικάρι, που είναι στον καιρό του, αλλά εδώ που τα λέμε κι η κόρη μου είναι στον καιρό της». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου,προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. λ. φρούτο·
- έκλεισε ο καιρός, συννέφιασε: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έκλεισε ο καιρός»·
- εν καιρώ, αργότερα, κάποτε στο μέλλον: «εν καιρώ θ’ ασχοληθώ και με το πρόβλημά σου»·
- έναν καιρό, κάποτε στο παρελθόν, άλλοτε, παλιά: «έναν καιρό μέναμε με τον τάδε στην ίδια γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: έναν καιρό που με έστελνε η μάνα μου σχολείο κι ο δάσκαλος με έβαζε στο πρώτο το θρανίο
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έπεσε ο καιρός, σταμάτησε να φυσάει ή φυσάει με λιγότερη ένταση: «μόλις έπεσε ο καιρός, τα παιδιά βγήκαν στην πλατεία να παίξουν || αν δεν πέσει ο καιρός, δεν μπορεί ν’ αποπλεύσει το καράβι»· βλ. και φρ. μαλάκωσε ο καιρός·
- έσφιξε ο καιρός, επιδεινώθηκε: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έσφιξε ο καιρός»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό, που πρέπει κανείς να τον περάσει στο σπίτι του: «ξέχνα την εκδρομή που είχαμε προγραμματίσει, γιατί έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε»·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, έκφραση που δηλώνει τη μοιρολατρική αποδοχή των περιστάσεων, την παραδοχή μας πως δεν μπορούμε να επέμβουμε και να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων ή να αντισταθούμε στις κοινωνικές συνθήκες, ή που φανερώνει την προσπάθειά μας να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημα ή κάποια επιλήψιμη πράξη μας, υποστηρίζοντας πως υπαγορεύεται ή απαιτείται από την παρούσα κοινωνική κατάσταση. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι γυναίκα του γλεντιού και δεν υπολογίζω, έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω)·  
- έχει καιρό, επικρατούν άστατες ατμοσφαιρικές συνθήκες: «αφού έχει καιρό δε θα μπορέσουμε να πάμε για ψάρεμα»·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται μέσα στο χρόνο: «μην ανησυχείς, θα ξαναπάρει γρήγορα τ’ απάνω του, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως, μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θυμάσαι πως έχει ο καιρός γυρίσματα». Σε αρκετές περιπτώσεις, η φρ. κλείνει με το κι ο χρόνος εβδομάδες. Συνών. έχει η ζωή γυρίσματα. Από το ότι ο καιρός είναι ευμετάβλητος· βλ. και φρ. γύρισε ο καιρός·
- έχω καιρό ή έχουμε καιρό, έχω, διαθέτω χρόνο, προλαβαίνω να κάνω κάτι, δε βιάζομαι: «έχω καιρό για να πάω στο αεροδρόμιο || έχουμε καιρό για να τελειώσω τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πες της για να πάει να φέρει το γιατρό κι ώσπου να τον φέρει έχουμε καιρό).Συνήθως η φρ. κλείνει με το ακόμα ή με το μπροστά μου ή μπροστά μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έχω καιρό για χάσιμο; βλ. φρ. δεν έχω καιρό για χάσιμο·
- έχω καιρό να…, λέγεται για κάτι που έγινε ή που κάναμε πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «έχω καιρό να σε δω || έχω καιρό να πάω στα μπουζούκια». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακούγεται το αρκετό ή το πολύ· βλ. και φρ. καιρό έχω να(…)·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. φρ. έχω χρόνο μπροστά μου, λ. χρόνος·
- έχω τον καιρό πρίμα, α. ταξιδεύω, ιδίως με ιστιοφόρο, έχοντας ευνοϊκό άνεμο: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας είχαμε τον καιρό πρίμα και πλέαμε με φουσκωμένα τα πανιά». β. η ζωή μου, η δουλειά μου, εξελίσσεται ευνοϊκά: «τώρα που έχω τον καιρό πρίμα, πρέπει να τακτοποιήσω όλες τις υποθέσεις μου»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- ήρθαν άλλοι καιροί, άλλαξε η κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου ή ενός τόπου, μιας χώρας: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, ήρθαν άλλοι καιροί || κάποτε περνούσαμε τη ζωή μας ήσυχα κι ευτυχισμένα, όμως με τη γερμανική κατοχή ήρθαν άλλοι καιροί». (Λαϊκό τραγούδι: μα περάσαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί,τώρα εγώ θα γελάω μα θα κλάψεις εσύ)·  
- ήρθε ο καιρός, έφτασε η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου:  «ήρθε ο καιρός να κάνεις κι εσύ οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε είδα όνειρο που ’χε πολλά ελάφια και είπα ήρθε ο καιρός ν’ απολυθώ -ν’ απολυθώ- πιλάφια
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. φρ. ο καιρός θα (το) δείξει·
- θέλει καιρό για να…, απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί κάτι: «θέλει καιρό για να ωριμάσουν τα ροδάκινα || θέλει καιρό για να τελειώσει η δουλειά». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα  ·
- θέλω καιρό για να…, α. απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσω κάτι: «θέλω καιρό για να πάρω το πτυχίο μου». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα. β. χρειάζομαι διαθέσιμο χρόνο: «θέλω καιρό για ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου, γιατί είναι πολύ μπερδεμένη»·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, βλ. λ. Θεός·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- καιρό έχω να…, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα: «ερχόταν αυτός που ζητάς σ’ αυτό το μπαράκι, αλλά καιρό έχω να τον δω»· βλ. και φρ. έχω καιρό να(…)·
- καιρός για σπίτι, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό: «πού θα πάτε εκδρομή, δε βλέπετε που είναι καιρός για σπίτι;»·
-καιρός είναι να…, έκφραση με την οποία θέλουμε να προλάβουμε κάποια απαίτηση ή κάποια ενέργεια ατόμου, που δε μας είναι επιθυμητή ή ευχάριστη: «καιρός είναι να μου ζητάς πάλι δανεικά, απ’ τη στιγμή που δε μου ’φερες ούτε τα προηγούμενα! || καιρός είναι να μας πεις πως σ’ αδικήσαμε κι από πάνω!»·
- καιρός ήταν! έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ευχαρίστηση ή την ικανοποίησή μας για ενέργεια ατόμου ή για κάτι που περιμέναμε προ πολλού να εκδηλωθεί: «ήρθα να σου επιστρέψω τα δανεικά που σου είχα πάρει. -Καιρός ήταν! || ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. -Καιρός ήταν! || άρχισε να βρέχει. -Καιρός ήταν!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το επιτέλους·
- καιρός να…, έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να γίνει ή να ενεργήσουμε σύμφωνα με αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «καιρός να φεύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || καιρός ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε γιατί αρκετά καθίσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου, καιρός ν’ αλλάξει νου, γιατί και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- καιρός να του δίνω! ή καιρός να του δίνουμε! βλ. φρ. ώρα να του δίνω! λ. ώρα·
- καιρός πανί, καιρός κουπί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: «αν θέλεις να πετύχει η δουλειά σου, πρέπει να κάνεις το άνοιγμα τώρα που είναι ευνοϊκά τα πράγματα, γιατί καιρός πανί, καιρός κουπί». Από την εικόνα του ναυτικού που, όταν έχει άνεμο χρησιμοποιεί τα πανιά και όταν πέσει ο άνεμος χρησιμοποιεί τα κουπιά της βάρκας του·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του, στην εποχή του, στην κατάλληλη ηλικία: «δεν είναι σωστό τώρα που γεράσαμε να τρέχουμε πίσω απ’ τα κοριτσόπουλα, γιατί καιρός πανί, καιρός παιδί». Από το ότι, όταν η γυναίκα αποκτήσει παιδί, δεν έχει καιρό να ασχολείται πολύ με το σπίτι της ή με το με το εργόχειρό της, γιατί αφοσιώνεται στη φροντίδα του·
- καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε τη δύναμη να μπλεχτώ στην ηλικία που βρίσκομαι με επιχειρήσεις, γιατί καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- καιρούς και ζαμάνια, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- κακός καιρός, κακοκαιρία: «όταν έχει κακό καιρό, δε βγαίνω απ’ το σπίτι»·
- καλός καιρός, καλοκαιρία: «όταν έχει καλό καιρό, πάω βόλτα στην παραλία»·
- κατά καιρούς, σε αραιά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους, πότε πότε: «γενικά δεν του αρέσουν τα βιβλία, αλλά κατά καιρούς πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κατά τον καιρό και το χορό, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «με την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές, γιατί κατά τον καιρό και το χορό». Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον άγιο και το κερί του·
- κερδίζω καιρό, βλ. συνηθέστ. κερδίζω χρόνο, λ. χρόνος·
- κλειστός καιρός, συννεφιασμένη, βαριά ατμόσφαιρα, που συχνά εξελίσσεται σε καταιγίδα: «είναι μανιώδης ψαράς αλλά, κάθε φορά που βλέπει κλειστό καιρό, δεν πάει για ψάρεμα»·
- κοιμάται του καλού καιρού, α. είναι βυθισμένος στον ύπνο: «ξάπλωσε από νωρίς, γιατί ήταν κουρασμένος, και τώρα κοιμάται του καλού καιρού». β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του ή σε βάρος του: «η γυναίκα του τον κερατώνει κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού»·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για τους αργόσχολους, τους τεμπέληδες: «μόλις ξυπνούν, μαζεύονται στο μπαράκι της γειτονιάς κι όλη μέρα είναι κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό»·
- μαλάκωσε ο καιρός, σταμάτησε να κάνει κρύο ή κάνει λιγότερο κρύο: «χτες είχε κρύο τσουχτερό, αλλά σήμερα μαλάκωσε ο καιρός»· βλ. και φρ. έπεσε ο καιρός· 
- μας άφησε καιρό, βλ. συνηθέστ. πάει καιρός που μας άφησε·
- μας τα χάλασε ο καιρός, η κακοκαιρία ματαίωσε το πρόγραμμά μας, γιατί μας δημιούργησε δυσκολίες: «θέλαμε να πάμε απ’ το πρωί για ψάρεμα, αλλά μας τα χάλασε ο καιρός, γιατί έβγαλε τρελό αέρα»·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- με τον καιρό, με την πάροδο, με το πέρασμα του χρόνου: «με τον καιρό θα ξεχαστούν όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω πικρά, μα θα ξεχάσω, μα θα ξεχάσω, με τον καιρό,καινούρια ζωή θα χαράξω να μην πονάω που σ’ αγαπώ
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- με τον καιρό του, τη σωστή χρονική στιγμή, όταν θα είναι κάποιος ή κάτι έτοιμο(ς) κατάλληλο(ς) ευνοϊκό(ς), με το χρονικό διάστημα που χρειάζεται: «μη βιάζεσαι να παντρευτείς, κάθε πράγμα με τον καιρό του || όλα θα τακτοποιηθούν με τον καιρό τους»·
- μη χάνεις καιρό, α. τρέξε γρήγορα, βιάσου, σπεύσε: «σε θέλει ο πατέρας κι είναι νευριασμένος, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό». β. ενεργοποιήσου αμέσως: «αν αναλάβεις αυτή τη δουλειά θα βγάλεις καλά λεφτά, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό»·  
- μη χάνεις τον καιρό σου, μη ματαιοπονείς: «εφόσον δε θέλει να κάνει δεσμό η κοπέλα μαζί σου, μη χάνεις τον καιρό σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου
- μηνύματα των καιρών, βλ. λ. μήνυμα·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- νέοι καιροί, νέα ήθη, λέγεται για να δηλώσουμε πως οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, ιδίως προς το χειρότερο: «κάποτε οι νέοι σέβονταν τους γεροντότερους, αλλά σήμερα νέοι καιροί, νέα ήθη»·
- ξοδεύω τον καιρό μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μην ξοδεύεις τον καιρό σου, γιατί είναι πολύτιμος»· βλ. και φρ. περνώ τον καιρό μου·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, υπήρξε επιδείνωση του καιρού, ιδίως με δριμύ ψύχος, με παγωνιά: «απ’ την αρχή του χειμώνα ο καιρός δεν ήταν και πολύ κρύος, αλλά, μόλις μπήκε ο Φλεβάρης, ο καιρός έδειξε τα δόντια του»·
- ο καιρός είναι στο… (στη…), οι ατμοσφαιρικές συνθήκες έχουν τάση, δείχνουν προς κάποιο καιρικό φαινόμενο: «ο καιρός είναι στη βροχή || ο καιρός είναι στο χιονιά». (Λαϊκό τραγούδι: είπα, ο καιρός είναι στη βροχή πώς να με νοιαστεί μια ξένη πόλη; Κι έτσι ξαφνικά, ένιωσα φτωχή. Όπως νιώθουμ’ όλοι  
- ο καιρός θα (το) δείξει, με την πάροδο του χρόνου θα αποδειχτεί κάτι: «ο καιρός θα δείξει τι σόι άνθρωπος είναι || ο καιρός θα δείξει, αν θα έχουμε φέτος βαρύ χειμώνα»·
- ο καιρός (το) πάει για…, έχει την τάση, δείχνει πως θα…, εξελίσσεται σε…: «απ’ το πρωί ο καιρός το πάει για βροχή || έχω την εντύπωση πως ο καιρός το πάει για χιόνι»·
- ο καιρός τρέχει, βλ. φρ. τρέχει ο καιρός·
- ο καιρός φυσάει πρίμα, φυσάει ευνοϊκός άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ελαφρό ήταν το κύμα και ο καιρός φυσούσε πρίμα και μας φέρνει μάνι μάνι στου Περαία το λιμάνι
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες, λ. μέρα·
- όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, δεν πρέπει να αφήνουμε τον καιρό μας να φεύγει ανεκμετάλλευτος, γιατί δε θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε: «τώρα που είσαι νέος, μην αφήνεις τον καιρό σου να φεύγει άδικα, γιατί, όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει»·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. φρ. έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, όπως τότε που όλα ήταν ωραία και οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι: «πολλές φορές ονειρεύτηκα πως ζούσα στην αγαπημένη μου γειτονιά όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά το πρωί σαν ξυπνούσα, ερχόμουν πάλι αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα»·
- όσο είναι καιρός, όσο υπάρχουν ακόμη περιθώρια χρόνου:  «πρέπει να παντρευτείς όσο είναι καιρός, γιατί μετά τα σαράντα δυσκολεύουν τα πράγματα»·
- πάει καιρός που… ή πάει καιρός τώρα που…, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύ παλιά: «πάει καιρός που έχω κόψει το κάπνισμα || πάει καιρός τώρα που έφυγε και δε θα ξανάρθει». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας)· βλ. και φρ. είναι καιρός που(…)·
- πάει καιρός που δεν…, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν κάνω κάτι: «πάει καιρός που δεν καπνίζω, γιατί μου δημιούργησε πρόβλημα στα πνευμόνια || πάει καιρός που δεν τρώω λιπαρά, γιατί έχω ανεβασμένη χοληστερίνη»·
- πάει καιρός που μας άφησε, πέθανε πριν από πολύ καιρό: «δε μένει πια αυτός που ζητάς σ’ αυτό το σπίτι, γιατί πάει καιρός που μας άφησε»·
- πάλι με χρόνια με καιρούς, στο απώτερο μέλλον, κάποτε στο μέλλον: «μπορεί να χώρισαν, αλλά επειδή ξέρω ότι αγαπιούνται, πάλι με χρόνια με καιρούς θα ξανασμίξουν». (Λαϊκό τραγούδι: με χρόνια πάλι με καιρούς κοντά μου θα γυρίσεις, θα σφάλμα σου θα αισθανθείς, συγγνώμη θα ζητήσεις)· 
- πάω κόντρα με τον καιρό ή  πάω κόντρα στον καιρό, εναντιώνομαι στις κρατούσες κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες: «συνήθως δεν πάω κόντρα με τον καιρό κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο || όλα τα επαναστατικά και προοδευτικά πνεύματα πάνε κόντρα στον καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: όμως θέλω τη ζωή μου να την χαρώ, γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό)·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα) έχασε την παλιά κοινωνική επιρροή ή αίγλη που είχε: «μόλις κατάλαβε πως πέρασε ο καιρός του, αποχώρησε απ’ το κόμμα κι έζησε ήσυχα στο εξοχικό του»·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που ολοκληρώθηκε προ πολλού η διαδικασία της ωρίμανσης και δεν είναι κατάλληλα ή ευχάριστα όταν τα τρώμε: «μην ξαναγοράσεις κεράσια, γιατί πέρασε ο καιρός τους και δεν τρώγονται»·
- περνώ τον καιρό μου, α. τον διαθέτω με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω, περνώ τον καιρό μου διαβάζοντας || τις Κυριακές περνώ τον καιρό μου σκαλίζοντας τον κήπο του σπιτιού μου». β. ασχολούμαι με κάτι επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω: «όταν δεν έχω δουλειά, κάθομαι σ’ ένα μπαράκι της παραλίας και περνώ τον καιρό μου βλέποντας τον κόσμο που βολτάρει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα περάσω δυο λόγια να σου πω· πως έχω στην καρδιά μου για σε καλό σκοπό. Να παίξω, μη θαρρείς, γυρεύω και τον καιρό μου να περνώ· δυο χρόνια σένανε λατρεύω, τσαχπίνικο μελαχρινό
- πέφτει ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες επανέρχονται σταδιακά σε ομαλή κατάσταση: «μόλις πέσει εντελώς ο καιρός, θα βγούμε βόλτα με τη βάρκα»·
- πονηροί καιροί, χρονική περίοδος με ρευστή πολιτική ή οικονομική κατάσταση, που εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους: «πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί περνάμε πονηρούς καιρούς και δεν ξέρεις από πού θα ξεσπάσει το κακό»·
- πού καιρός για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «έχω πάρα πολύ διάβασμα, πού καιρός για διασκεδάσεις!»·
- προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό: «τον είδα προ καιρού τυχαία στο δρόμο»·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς σε παλιότερες χρονικές περιόδους, όταν  οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες ή το αντίθετο: «πώς αλλάζουν οι καιροί! Κάποτε επικρατούσε ησυχία και τάξη και σήμερα έχει γίνει Σικάγο η πόλη μας || πώς αλλάζουν οι καιροί! Σήμερα μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται χίλια με χίλια πεντακόσια ευρώ το μήνα για να ζει ανθρωπινά, ενώ κάποτε με εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές περνούσε όμορφα κι ωραία». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, άλλος εδώ κι άλλος εκεί
- σαν τον παλιό καλό καιρό, έκφραση που, επ’ αφορμή κάποιας καλής στιγμής, αναπολούμε παλιές καλές στιγμές του παρελθόντος: «συγκεντρωθήκαμε όλοι οι φίλοι και διασκεδάσαμε στα μπουζούκια σαν τον παλιό καλό καιρό»·
- σημάδια των καιρών, βλ. λ. σημάδι·
- σημεία των καιρών, βλ. λ. σημείο·
- σκοτώνω τον καιρό μου, α. ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου, τεμπελιάζω: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και σκοτώνει τον καιρό του». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο μου με δευτερεύουσες δραστηριότητες: «έχω μια συλλογή με γραμματόσημα για να σκοτώνω τον καιρό μου»·
- στης ακρίβειας τον καιρό, βλ. λ. ακρίβεια·
- στον καιρό! (στη γλώσσα του στρατού, ιδίως του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας) στρατιωτικό παράγγελμα, που επαναφέρει τους στρατιώτες σε κατάσταση χαλάρωσης, πριν από την εκτέλεση του επίσημου παραγγέλματος, που θα πρέπει να εκτελεστεί με ακρίβεια. Στο στρατό ξηράς χρησιμοποιείται το άκυρο(ν)! (βλ. λ.)·
- στον καιρό μου ή στον καιρό μας, στα δικά μου τα χρόνια, στη δική μου την εποχή, όταν ήμουν νέος: «στον καιρό μου δε δεχόμουν μύγα στο σπαθί μου || στον καιρό μας η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στον καιρό της βασιλείας του ή τον καιρό της βασιλείας του, τότε που είχε σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή καλλιτεχνικό ρόλο και που δεν έχει πια είτε λόγω φθοράς είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω αποχώρησης από την ενεργό δράση είτε λόγω θανάτου του: «στον καιρό της βασιλείας του έφτιαξε σπουδαία πράγματα || τον καιρό της βασιλείας του όλα μέσα στο εργοστάσιο δούλευαν ρολόι»·
- στον παλιό καλό καιρό! πρόποση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες που συνδέονται με παλιά φιλία και με ωραίες αναμνήσεις·
- τι καιρό έχει; βλ. φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τι καιρό κάνει; α. πώς είναι η ατμοσφαιρική κατάσταση(;): «για δες μια στιγμή απ’ το παράθυρο τι καιρό κάνει;». β. λέγεται και με την έννοια τι κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση επικρατεί κάπου: «εδώ τα πράγματα είναι μια χαρά, στην πατρίδα σας τι καιρό κάνει;». Την εποχή του ψυχρού πολέμου και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεταξύ αρκετών Δυτικών διπλωματών επικρατούσε το παρακάτω σκεπτικό: αν θέλεις να μάθεις τι καιρό κάνει στη Μόσχα, μάθε τι καιρό κάνει στη Σόφια, κι αυτό γιατί η κομμουνιστική Βουλγαρία ήταν τότε η πιο πιστή, η πιο φανατική σύμμαχος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης· βλ. και φρ. τι καιρός φυσάει(;)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; ειρωνικό πείραγμα σε πολύ ψηλό άτομο: «Φασούλα, τι καιρό κάνει εκεί πάνω;»·
- τι καιρός φυσάει; ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων, πώς εξελίσσονται οι διάφορες καταστάσεις, ποιο είναι το κοινωνικό ή πολιτικό κλίμα που επικρατεί(;): «εδώ τα πράγματα σκουραίνουν μετά τις τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων, εκεί κάτω τι καιρός φυσάει;»· βλ. και φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τον καιρό εκείνο, πριν από πολύ καιρό, πάρα πολύ παλιά: «τον καιρό εκείνο ήμασταν φίλοι, αλλά μετά χαθήκαμε». (Τραγούδι: τον καιρό εκείνο τον παλιό, και οι δυο γραμμένοι στο σχολειό)· βλ. και φρ. τω καιρώ εκείνω·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. λ. σκυλί·
- τον κακό μου τον καιρό, έκφραση έντονης δυσαρέσκειας μετά από αποτυχημένη μου ενέργεια ή έκφραση ως ένδειξη μετάνοιας ή αυτοκριτικής: «τον κακό μου τον καιρό, που θέλησα κι εγώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το πράγμα». Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερο έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό μου το χρόνο·
- τον κακό σου τον καιρό! α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα ή στην ενέργεια κάποιου: «τον κακό σου τον καιρό, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τον κακό σου τον καιρό, που θα μπορέσεις να το επιδιορθώσεις μ’ αυτό τον τρόπο!». β. λέγεται και ως κατάρα. Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερη έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό σου το χρόνο·
- τον παλιό καλό καιρό, τότε που όλα ήταν ωραία και που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι. Λέγεται με νοσταλγική διάθεση: «η κοινωνία μας έγινε σκληρή και άδικη, ενώ τον παλιό καλό καιρό όλα ήταν πιο ανθρώπινα». (Λαϊκό τραγούδι: στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια θα βρεις μαλάματα κι ασήμια απ’ τον παλιό καλό καιρό. Τότε που ήσουν η ζωή μου το επιούσιο κορμί μου που πάντοτε θα λαχταρώ   
- τον τελευταίο καιρό, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό έχει προβλήματα με τη δουλειά του || τον τελευταίο καιρό, είναι ερωτευμένος με την κόρη του τάδε». Συνών. τις τελευταίες μέρες·
- τόσον καιρό ή τόσον καιρό τώρα, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, εδώ και καιρό: «τόσον καιρό του λέω να κόψει το κάπνισμα, αλλά αυτός εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο».(Λαϊκό τραγούδι: δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά, αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι κακούργα μακριά
- του καλού καιρού, α. σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα και όλα εξελίσσονται μια χαρά, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: «έξω γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις φωνές των διαδηλωτών, κι αυτοί μέσα είχαν πιάσει κουβεντούλα του καλού καιρού για το πού θα πάνε διακοπές». β. ανεμπόδιστα, με μεγάλη ευκολία: «χωρίς να κοπιάσει υπερβολικά, έβγαλε λεφτά του καλού καιρού». γ. δηλώνει υπερβολή: «κοιμάται του καλού καιρού || πίνει του καλού καιρού || τρώει του καλού καιρού». Από το ότι, όταν είναι καλός ο καιρός, όλα γίνονται εύκολα και ευχάριστα·
- του παλιού καιρού, α. (υποτιμητικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν είναι σύγχρονος, μοντέρνος, που είναι παλιομοδίτικος και πολλές φορές, για το λόγο αυτό, είναι πιο σωστός, πιο γνήσιος, πιο αγνός: «έχει αντιλήψεις του παλιού καιρού, γι’ αυτό δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τους νέους || κάποτε ήταν αριστοκράτισσα κι εξακολουθεί να ντύνεται με ρούχα του παλιού καιρού || τα φρούτα του παλιού καιρού τα ’τρωγες και τα φχαριστιόσουν, ενώ τα σημερινά είναι σαν τρως πλαστικό!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καθώς πρέπει άντρας και του παλιού καιρού κι όχι απ’ τους λιμοκοντόρους και του γλυκού νερού). β. που συνέβη ή διαδραματίστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν: «τώρα έχουμε δημοκρατία και δε θα γυρίσουμε σε μεθόδους του παλιού καιρού». (Τραγούδι: στη Μακεδονία του παλιού καιρού γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα, οφείλει να μου δώσει εξηγήσεις για γεγονότα που έχουν συμβεί ή που εξακολουθούν να συμβαίνουν εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, έχω συσσωρευμένα παράπονα σε βάρος κάποιου εδώ και πολύ χρονικό διάστημα: «πρέπει να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση του απέναντί μου, γιατί του τα ’χω από καιρό μαζεμένα»·
- του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. φρ. του τα ’χω από καιρό μαζεμένα·
- τρέχει ο καιρός, ο χρόνος κυλάει με μεγάλη ταχύτητα: «πρέπει να ενεργοποιηθούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί τρέχει ο καιρός και θα χάσουμε την προθεσμία χωρίς να το καταλάβουμε»·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. φρ. χάνω τον καιρό μου·
- τω καιρώ εκείνω, (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που γινόταν ή συνηθιζόταν σε παλιότερες εποχές: «αυτά που μου λες γινόταν τω καιρώ εκείνω, από τότε όμως οι άνθρωποι άλλαξαν και νοοτροπία και γούστα». Από την εισαγωγική ευαγγελική φράση: τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Ἰησοῦς(…)·
- τώρα είναι (ο) καιρός, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι, τώρα ωρίμασε ο καιρός να γίνει κάτι: «τώρα είναι καιρός να φέρουμε αυτό το είδος, γιατί έχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά || τώρα είναι ο καιρός να παντρευτείς, μην το πολυσκέφτεσαι»·
- χάλασε ο καιρός, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα χάλασε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- χάνω καιρό, καθυστερώ: «κάθε φορά που έρχομαι να σε δω, χάνω καιρό με την κουβέντα κι αργώ να πάω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: για να μη χάνουμε καιρό,σε παίρνω απ’ το κινητό, γδύσου κι έρχομαι
- χάνω τον καιρό (μου), α. ματαιοπονώ: «χάνεις τον καιρό σου που προσπαθείς να του βάλεις μυαλό, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα χάνω τον καιρό για να σε συμβουλεύω, για μια γυναίκα του μπελά, ρε τ’ είν’ αυτά, το νου μου να παιδεύω). β. αφήνω το χρόνο μου να περνάει ανεκμετάλλευτος, τον σπαταλώ άδικα: «όταν ήμουν νέος, έχανα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα, και τώρα χτυπάω το κεφάλι μου». γ. καθυστερώ: «καθώς ερχόμουν έπεσα σ’ ένα μποτιλιάρισμα κι έχασα τον καιρό μου»·
- χειμώνα καιρό, βλ. λ. χειμώνας·
- χρόνια και καιρούς, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο φίλος του χτύπησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να χάσει καιρό πήγε να τον δει». Συνών. χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ωραίοι καιροί τότε! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς με νοσταλγία σε παλιότερες χρονικές περιόδους. όταν οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες: «ωραίοι καιροί τότε! Γλέντια, ξενύχτια, διασκεδάσεις χωρίς άγχος κι αγωνία για το αύριο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε ρε·
- ωραίος καιρός! στερεότυπη έκφραση προσέγγισης κάποιου σε μοναχική γυναίκα με σκοπό τη σύναψη ερωτικών σχέσεων. Είναι και φορές που δηλώνει αμηχανία, όταν ο επίδοξος εραστής εξαντλήσει το λεκτικό του οπλοστάσιο ή αποτελεί και απλό πείραγμα σε γυναίκα στο δρόμο·
- ωρίμασε ο καιρός, ήρθε η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι: «όλοι υποστηρίζουν πως ωρίμασε ο καιρός για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος».

καλαμπούρι

καλαμπούρι, το, ουσ. [<γαλλ. calembour]. 1α. λογοπαίγνιο, έξυπνο αστείο, οτιδήποτε λέγεται με έξυπνο τρόπο για να προκαλέσει γέλιο: «ο τάδε λέει πετυχημένα καλαμπούρια». β. το γέλιο που προκαλείται από τη διήγηση καλαμπουριού: «έγινε μεγάλο καλαμπούρι μ’ αυτά που μας είπε ο τάδε». 2. χαρακτηρισμός μικροεργαλείου, που δεν ξέρουμε την ονομασία του ή που, δε θέλουμε να την αναφέρουμε ή που, δεν τη θυμόμαστε ή, ιδίως, επειδή θέλουμε να κάνουμε εντύπωση: «για δώσε μου εκείνο το καλαμπούρι να ξελασκάρω αυτή τη βίδα». Συνών. καβουρντιστήρι (6) / καυλιτζέκι / κολπέτο (2) / μαντζαφλάρι (1) / μαραφέτι (1) / μαρκούτσι (4) / μασπάτι (2) / νταραβέρι (6) / παπαράκι / παραμύθι (3) / σκατουλάκι (4). 3. αντικείμενο χωρίς καμιά αξία: «πήγες κι έδωσες τόσα λεφτά γι’ αυτό το καλαμπούρι!». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άρχισε πάλι τα καλαμπούρια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που συνηθίζει να λέει παραδοξολογίες ή πράγματα, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, και για το λόγο αυτό φαίνονται σαν αστεία: «εγώ τον πληροφόρησα πως δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε το προσωπικό, κι αυτός άρχισε πάλι τα καλαμπούρια με επεκτάσεις της εταιρείας και τα παρόμοια»·
- για καλαμπούρι, όχι στα σοβαρά, αλλά στα αστεία, έτσι χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να προκληθεί γέλιο, για να γίνει πλάκα: «μη κάθεσαι και στενοχωριέσαι, γιατί, ό,τι σου ’πα, στο ’πα για καλαμπούρι»·
- είναι απ’ άλλο καλαμπούρι, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν μπορεί να καταλάβει αυτά που λέμε ή κάνουμε, ή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο δικό μας κλίμα ή περιβάλλον, γιατί είναι μικρόνους ή γιατί, ίσως, ήταν αλλιώς μαθημένο: «ό,τι και να πούμε, πέρα βρέχει γι’ αυτόν, γιατί είναι απ’ άλλο καλαμπούρι»·
- είναι σκέτο καλαμπούρι, α. λέγεται θαυμαστικά για άτομο που το χαρακτηρίζει πηγαίο χιούμορ: «αυτός ο άνθρωπος με κάνει πάντα να γελάω, γιατί είναι σκέτο καλαμπούρι». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο, που τα λεγόμενά του δεν έχουν καμιά σοβαρότητα: «πώς να δώσω βάση στα λόγια του, απ’ τη στιγμή που είναι σκέτο καλαμπούρι ο άνθρωπος;»·
- καλαμπούρι μου κάνεις; λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να πιστέψουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Καλαμπούρι μου κάνεις; Πριν από μια ώρα ήμασταν μαζί». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα· 
- κάνω καλαμπούρι, δε μιλώ σοβαρά, αστειεύομαι: «μην κάνεις καλαμπούρι, γιατί εγώ μιλώ σοβαρά»·
- κάνω καλαμπούρια, λέω διάφορα αστεία για να δημιουργήσω χαρούμενη ατμόσφαιρα, για να διασκεδάσω την παρέα: «μόλις βλέπω την παρέα πεσμένη, αρχίζω να κάνω καλαμπούρια και φτιάχνει το κέφι μας»·
- λέει καλαμπούρια, δε λέει σοβαρά πράγματα, λέει πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «εγώ τον κάλεσα να δούμε τι λύση θα βρούμε με την αναδουλειά που υπάρχει, κι αυτός λέει καλαμπούρια!». (Τραγούδι: έστησε το κρεβάτι του πίσω απ’ την αγορά, κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα, μπαινόβγαινε κεφάτος στα κουρεία και στα λουτρά, και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα
- το γυρίζω στο καλαμπούρι, βλ. φρ. το ρίχνω στο καλαμπούρι·
- το κάνω για καλαμπούρι, βλ. φρ. για καλαμπούρι·
- το ρίχνω στο καλαμπούρι, αρχίζω να κάνω ή να λέω αστεία, αστειεύομαι, ιδίως όταν θέλω να απαλύνω τις κακές εντυπώσεις κάποιου ή κάποιων για κάποια παρατυπία μου: «κάθε φορά που κάνει καμιά ηλιθιότητα, το ρίχνει στο καλαμπούρι».

καλός

καλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. καλός], καλός. 1. που είναι αγαθός, φιλικός, σπλαχνικός, αγαπητός, δίκαιος, καλοκάγαθος, τίμιος: «καλός άνθρωπος || καλή γυναίκα». 2α. επιτείνει το θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου: «καλός πατέρας || καλό παιδί || καλή παρέα || καλός πούστης || καλή πουτάνα || καλό κουμάσι || τι να σου πω, καλό φίλο διάλεξες!». (Λαϊκό τραγούδι: σαν καλή, καλή κυρία το ’σκασε στην ευκαιρία κι όλο πόζα και στολίδια βγήκε σ’ άλλα κεραμίδια). β. επιτείνει τα θετικά ενός ανθρώπου ή ενός αντικειμένου: «καλός μάστορας || καλός μηχανικός || καλός ποδοσφαιριστής || καλός καλλιτέχνης || δε μου βγήκε καλό το καινούργιο πλυντήριο». 3. (για καταστάσεις ή αντιδράσεις) επιτείνει το σημείο το οποίο συμφωνεί με τις προσδοκίες μας ή τις εκπληρώνει: «του ’δωσα ένα καλό χαστούκι, που είδε τον ουρανό σφοντύλι || πήρε μια καλή αύξηση και μπόρεσε να βουλώσει κάτι τρύπες». 4. (σε ευχές) αίσιος, ευνοϊκός: «να ’χεις καλό δρόμο || να ’χεις καλά γεράματα || να ’χει καλό τέλος η προσπάθειά σου». 5. το αρσ. ως ουσ. ο καλός, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρώων: «ο ηθοποιός Νίκος Περγιάλης, υπήρξε ο καλός του ελληνικού κινηματογράφου». 6. το αρσ. ως ουσ. ο καλός (μαζί με τις αντωνυμίες μου, σου, του, της) ο σύζυγος, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «ήρθε η τάδε με τον καλό της». (Δημοτικό τραγούδι: τάκου τάκου ο αργαλειός μου να σου κι έρχεται ο καλός μου). 7. το θηλ. ως ουσ. η καλή, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρωίδων: «η καλή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου υπήρξε η Ελένη Ζαφειρίου». 8. το θηλ. ως ουσ. η καλή (μαζί με τις αντων. μου, σου, του) η σύζυγος, η ερωμένη, η φιλενάδα: «πήρε την καλή του κι έφυγαν για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: και στ’ ορκίζομαι, καλή μου, να το θυμηθείς πως απόψε όλη νύχτα δε θα κοιμηθείς). 9α. το θηλ. ως ουσ. η καλή, η εμφανίσιμη, η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος: «πάνω στη βιασύνη του δε φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την καλή». β. η τελευταία αναμέτρηση σε ένα παιχνίδι, που το αποτέλεσμα ακυρώνει κάθε προηγούμενο και δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους αντιπάλους: «υπάρχει μεγάλη αγωνία σ’ όλους και τα στοιχήματα πέφτουν βροχή, γιατί θα παίξουν στο τάβλι την καλή». 10α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, η καλή πράξη: «δεν περνάει μέρα, που να μην κάνει το καλό». β. ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: «με τα λόγια όλοι θέλουν το καλό του τόπου μας!». γ. το καθαρογραμμένο αντίγραφο προχειρογραμμένου πρωτοτύπου: «αν καθαρόγραψες το συμβόλαιο, φέρε μου το καλό να το υπογράψω». δ. το επίσημο τετράδιο εργασιών μαθητή: «έλυσα πρώτα τις ασκήσεις στο πρόχειρο και τώρα θα τις περάσω στο καλό». Συνών. καθαρό (7α, β). 11. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καλά, τα υλικά αγαθά. (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, αφού έχω την αγάπη μου κοντά μου). 12α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, ρούχο που το χρησιμοποιούμε ως επίσημο και που, λόγω φτώχειας, δεν έχουμε δεύτερο για αλλαγή: «έχει ένα καλό πουκάμισοκαι το προσέχει σαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα, που ’χουν ένα φουστάνι καλό,που ’ν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα κι έχουν βλέμμα πικρό και δειλό).β. (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) το ρούχο που θεωρούμε ξεχωριστό, που το έχουμε αδυναμία: «ξεχώρισε και φόρεσε το καλό του πουκάμισο, αυτό που έχει την εντύπωση πως τον ομορφαίνει». 13.στον πλ. ως ουσ. τα καλά (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) τα επίσημα ρούχα: «φόρεσε τα καλά του και πήγε στο χορό || το βράδυ θα ’ρθετε όλοι με τα καλά σας». 14α. η κλητ. καλέ! ως επιφών. δηλώνει παράκληση, απορία, θαυμασμό ή ειρωνεία: «καλέ, βοήθησέ με λίγο! || καλέ, τι ’ν’ αυτά που λες! || πώς μεγάλωσες, καλέ!». (Λαϊκό τραγούδι: σιγά, καλέ, σιγά αμαξά την άμαξα, γιατί είναι μέσα η βλάμισσα).β. η κλητ. καλέ, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «καλέ, ποιον δρόμο πρέπει να πάρω για να βγω στο Βαρδάρι;». γ. πολλές φορές, προηγείται του ονόματος, δηλώνοντας παράκληση ή δυσφορία: «καλέ Γιώργο, φέρε μου  ένα ποτήρι νερό || καλέ Νίκο, πάψε να κάνεις φασαρία». δ. λέγεται και αντί ονόματος που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το αναφέρουμε: «να πάρω, καλέ, για λίγο τ’ αυτοκίνητό σου για να πεταχτώ μέχρι το σπίτι;». (Λαϊκό τραγούδι: και να της πω τα μυστικά που έχω στην καρδιά μου ότι η κόρη σου, καλέ,θα γίνει πια δικιά μου). 15. με άρθρο καλέ, ο, η (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της) (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωμένος, η ερωμένη, ο γκόμενος, η γκόμενα: «την είδα να σουλατσάρει με τον καλέ της στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’σαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θα ’μαι καλέ σου και θα σ’ ανάβω, μάγκα μου, εγώ το ναργιλέ σου). 16α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλά! έκφραση αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε: «όλο το βράδυ ήμουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. -Καλά!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία, που επιβάλλει στο συνομιλητή μας να πάψει να μιλάει άλλο. β. με παρατεταμένο το άλφα καλάαα! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, που όταν συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού επιτείνει την απειλή: «δεν έχω να σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω, τι θα μου κάνεις δηλαδή -Καλάαα!». 18. διατυπώνει δυσμενή ή μειωτική κρίση για κάποιον ή για κάτι: «καλό φίλο έχεις! || καλή γυναίκα διάλεξες! || καλό αυτοκίνητο αγόρασες!». Συνήθως άλλες φορές προτάσσεται και άλλες ακολουθεί το τι να σου πω ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ. Συνών. ωραίος (4). 19α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλό!θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή για κάτι που μας δείχνουν: «κάποια στιγμή σηκώθηκε ο τάδε και τον μαύρισε στο ξύλο. -Καλό! || σ’ αρέσει το καινούριο αυτοκίνητο που αγόρασα; -Καλό!»· βλ. και φρ. καλό ε! β. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο με παρατεταμένο το όμικρον καλόοοο! θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή μας δείχνουν ή όταν εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι που μας εντυπωσίασε πολύ: «σ’ αρέσει το καινούριο μου αυτοκίνητο; -Καλόοο! || ήταν καλό το έργο που είδες; -Καλόοο!». Επίρρ. καλά, α. ευχάριστα, ωραία, συμπαθητικά: «όλοι περάσαμε καλά στην εκδρομή». β. καλώς (βλ. λ.). Υποκορ. καλούλης, -α, -ι κ. καλούλικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 657 φρ.)·
- α εσύ είσαι καλός! έκφραση έκπληξης , απορίας ή δυσφορίας για άτομο που λέει ή υποστηρίζει άλλα από αυτά που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως, ή που αναιρεί ξαφνικά τα συμφωνηθέντα·
- α καλάααα!…, α. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει κάτι με την εντύπωση πως μας μεταφέρει κάποιο νέο, ενώ στην πραγματικότητα μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, που, ενώ φοβόμαστε πως θα μας πει κάτι που δε μας συμφέρει μας λέει κάτι που είναι εντελώς άσχετο με τους φόβους μας·
- α στο καλό σου! ή άι στο καλό! α. ευχετική έκφραση, ιδίως σε άτομο, που μας έκανε να γελάσουμε με κάτι που μας είπε ή με κάτι που έκανε μόνο και μόνο για να γελάσουμε. Συνήθως συνοδεύεται από χαριεντισμό χτυπώντας τον ελαφρά στο στήθος του με το ένα ή και με τα δυο μας χέρια. β. έκφραση απορίας ή αγανάκτησης: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άι στο καλό, αυτός δεν έχει να φάει! || άι στο καλό, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!»· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άι στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- ακούγεται καλά (κάποιος), α. είναι καλά στην υγεία του: «όχι μόνο ακούγεται καλά, αλλά λυγίζει και σίδερα». β. είναι ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος: «έχεις δει εσύ κάποιον που ακούγεται καλά, να μην είναι ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα;»·
- ακούω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «ακούω καλά, θέλεις να χωρίσουμε;»·
- ακούω καλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στο καλό, ρε παιδάκι μου, να κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω! || άμε στο καλό σου, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!». Συνών. άμε στη δουλειά σου(!)· βλ. και φρ. στο καλό(!)·  
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, έκφραση με την οποία θέτουμε προϋποθέσεις για μια καλή σχέση με κάποιον: «αν θες να τα ’χουμε καλά, θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου». Είναι και φορές που η φρ., ακολουθεί τις προϋποθέσεις που τίθενται, ενώ άλλες φορές αυτές οι προϋποθέσεις προτάσσονται: «θέλω να ’ρχεσαι στην ώρα σου, να μην κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά και να ’σαι ευγενικός με τους πελάτες, αν θες να τα ’χουμε καλά || αν θες να τα ’χουμε καλά, πρέπει να τηρείς τους κανόνες της επιχείρησης». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα με όπως σε κοιτώ και την καρδιά μου πάρ’ τη κι αν θες να τα ’χουμε καλά,να μη με λες μπερμπάντη
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. λ. κουβέντα·
- άναψε η συζήτηση για τα καλά, βλ. λ. συζήτηση·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άντε καλά! ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος με την έννοια μην κουράζεσαι να με πείσεις, μην κουράζεσαι να μας πείσεις, σε πιστεύω, σε πιστεύουμε: «όλο το βράδυ όλες οι γυναίκες με γυρόφερναν σαν τρελές, κι έτσι να έκανα το δαχτυλάκι μου, θα ’πεφταν όλες στα πόδια μου. -Άντε καλά!». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με αλλεπάλληλα ελαφρά χτυπηματάκια με την παλάμη στη ράχη του συνομιλητή·
- άντε καλέ! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «άντε καλέ, που θέλεις να πιστέψω τέτοιες μπαρούφες! || άντε καλέ, που η τάδε είναι η ομορφότερη της παρέας! || άντε καλέ, που τον πίστεψες πως θα σε πάρει μαζί του!». β. ειρωνική επιφωνηματική έκφραση σε θηλυπρεπή που τον βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·  
- άντε στο καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που ξεκινάει για κάπου: «άντε στο καλό και να μου φιλήσεις τους δικούς σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το παιδί μου ή το παιδάκι μου όταν η ευχή δίνεται από ηλικιωμένο άτομο. β. απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στο καλό, πριν με πιάσουν τα νεύρα και σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, κόψε, στρίβε και άντε στο καλό!).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, βλ. λ. Παναγιώταινα·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το καλό, (για προϊόντα) από αυτό που είναι καλής ποιότητας: «θέλω να μου βάλεις ένα κιλό τυρί, αλλά απ’ το καλό || βάλε μου να πιω ένα ουισκάκι, αλλά απ’ το καλό». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, Μεμέτη μου, με σε περνώ το ντέρτι μου, φουμάρω μαύρο απ’ το καλό εγώ μαζί με τη Μαριώ
- άρχισε τα καλά (του τάδε), λέγεται ειρωνικά ή και με δυσαρέσκεια ή δυσφορία για κάποιον που μιμείται την κακή συμπεριφορά ή ακολουθεί τις κακές συνήθειες κάποιου: «άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο || άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μπεκροπίνει || άρχισε κι αυτός τα καλά του φίλου του και χαρτοπαίζει»·
- ας είν’ καλά…, έκφραση με την οποία αδιαφορούμε για το κακό ή το δυσάρεστο που πάθαμε και δείχνουμε όλη την προτίμησή μας σε αυτό που αναφέρουμε: «δε με νοιάζει που έχασα τα λεφτά, ας είν’ καλά η υγεία μου»·  
- ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, ευχετική έκφραση, ιδίως για οικείο άτομο, να είναι καλά στην υγεία του και ας κάνει απρέπειες: «πάλι η γιαγιά σου τα ’βαλε χωρίς λόγο με τη γειτόνισσα. -Ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει»·
- ας είν’ καλά το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- ας είν’ καλά το πείσμα σου! βλ. λ. πείσμα·
- ας είσαι καλά, έκφραση ευχαριστίας σε άτομο που μας βοήθησε: «ας είσαι καλά, φιλαράκι μου, γιατί χωρίς τη βοήθειά σου δε θα κατάφερνα να ξεπεράσω τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν»·
- ας είσαι καλά που…, ειρωνική έκφραση ή έκφραση παράπονου σε άτομο που δε φέρθηκε καλά απέναντί μας, ιδίως που δε μας βοήθησε, ενώ θα μπορούσε να μας βοηθήσει: «τι έμαθα, ήσουν στο νοσοκομείο; -Ας είσαι καλά που ήρθες να με δεις || είναι αλήθεια πως έχασες εκείνη τη δουλειά; -Ας είσαι καλά που με βοήθησες να την πάρω»·
- ας κάνει καλά μόνος του, ας βρει τρόπο μόνος του να συνεχίσει μια δουλειά, μια υπόθεση ή να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται: «όσο μπορούσα να τον βοηθήσω, τον βοήθησα, από δω και πέρα όμως ας κάνει καλά μόνος του»·
- ας τα λέμε καλά, περίπου καλά, σχετικά καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα·
- άσ’ τα να πάνε στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ τα να πάνε στην ευχή(!)·
- άσ’ το να πάει στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ το να πάει στην ευχή(!)·
- άσ’ τον να πάει στο καλό! α. μην τον απασχολείς άλλο, άφησέ τον στην ησυχία του: «αφού ξέρεις πως δε συμμετείχε στον καβγά ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». β. (συμβουλευτικά ή απαξιωτικά για ενοχλητικό ή εριστικό άτομο) μην κάνεις φασαρία και ασ’ τον να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «αφού βλέπεις πως είναι ξεροκέφαλος ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του Θεού ή του Θεού και της Παναγίας. Συνών. άσ’ τον να πάει στην ευχή(!)·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτός (εσύ) και τα καλά του (σου), αρνητική έκφραση σε κάποιον ή για κάτι, που παρά τα υποτιθέμενα καλά που μπορεί να έχει ή να κρύβει, εντούτοις μας είναι ανεπιθύμητος. (Δημοτικό τραγούδι: αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσύ και τα καλά σου, σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη)· 
- αχ καλέ! α. θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει ταχταρίσματος σε λατρευτό μας πρόσωπο. Συνήθως το καλέ επαναλαμβανόμενο: «αχ, καλέ καλέ τι όμορφο παιδάκι που έχω εγώ!». Συνοδεύεται από χάδια στα μαλλιά ή από ελαφρά τσιμπηματάκια στα μάγουλα. β. ειρωνικό επιφώνημα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας· βλ. και φρ. καλέ άντες(!)·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βασίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω τα καλά μου, ντύνομαι με τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή, βάζω τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία»·
- βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- βάλ’ το καλά στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγήκε σε καλό, (γενικά) ενέργεια ή προσπάθεια εξελίχθηκε θετικά: «αποθήκευε ο κόσμος συνεχώς τρόφιμα κι εντέλει βγήκε σε καλό, γιατί σε λίγο καιρό υπήρξαν θεαματικές ανατιμήσεις»· 
- βλέπω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «ρε παιδιά, βλέπω καλά; Κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βρε άντε στο καλό! ή ρε άντε στο καλό! απειλητική έκφραση με την οποία υποδεικνύουμε σε κάποιον να φύγει από κοντά μας, γιατί μας έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός, ή για να μην του κάνουμε κάποιο κακό: «βρε άντε στο καλό, που επιμένεις να πεις κι εσύ τη γνώμη σου! || ρε άντε στο καλό μη σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, άντε στρίβε, ρε άντε στο καλό, γιατί αν σε γραπώσω σου παίρνω το λαιμό). Συνήθως παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να τινάζεται με διεύθυνση προς τα μπρος και πλάγια. Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το παιδάκι μου ή το άνθρωπέ μου·  
- βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έμεινε αμετάπειστο παρά τις συνεχείς μας προσπάθειες να το κάνουμε να αλλάξει γνώμη για κάτι: «βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τον είχα με τις ώρες για ν’ αποσύρει τη μήνυση, αυτός όμως εκεί, τίποτα!»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ.μέρα·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βρίσκεται σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- βρίσκομαι στις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός· 
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, βλ. λ. ψάρι·
- γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος ή γελάει καλά, που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- για καλά, βλ. φρ. για τα καλά·
- για καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- για καλό, α. λόγος ή ενέργεια που γίνεται με καλή πρόθεση: «εγώ το ’πα για καλό || εγώ το ’κανα για καλό». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «πήρα για καλό μαζί μου και την ομπρέλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: τις φιλινάδες να προσέχεις για καλό, είναι ζηλιάρες θέλουν πάντα το κακό)· βλ. και φρ. για καλό και για κακό·
- για καλό ήρθες; έκφραση που επιβεβαιώνει τις υποψίες μας πως η επίσκεψη κάποιου ατόμου θα μας στενοχωρήσει: «ήρθα να μου δώσεις κάτι δανεικά. -Για καλό ήρθες; || ήρθα να μου δώσεις τα δανεικά που μου χρωστάς. -Για καλό ήρθες; ». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ, είπα κι εγώ·
- για καλό και για κακό, α. για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρε για καλό και για κακό μαζί του και την ομπρέλα». Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν Ασφαλιστικής Εταιρείας: «για καλό και για κακό Ασπίς - Πρόνοια». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «επειδή υπάρχουν πολλά κλεφτρόνια στη γειτονιά, έβαλε για καλό και για κακό έναν συναγερμό στο σπίτι του»·
- για καλό μου (σου, του, της κ.λπ.) ή για δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για καλό δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.). (Λαϊκό τραγούδι: άλλαξε αν θέλεις, για καλό σου, τακτική, θα είσ’ αιτία που θα πάω φυλακή // μη με πάρεις στο λαιμό σου, άκου για καλό δικό σου, θέλω, φως μου, να σε παντρευτώ, θέλω να νοικοκυρευτώ )·
- για να ’χουμε και καλό ρώτημα ή για να ’χουμε καλό ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- για τα καλά, α. πολύ ικανοποιητικά: «ματσώθηκα για τα καλά». β. υπερβολικά: «έφαγα για τα καλά || εξαντλήθηκα για τα καλά». γ. απόλυτα, εντελώς, τελείως: «βολεύτηκα για τα καλά στο δημόσιο». δ. ολοκληρωτικά: «μαλώσαμε για τα καλά και δε θα του ξαναμιλήσω». (Λαϊκό τραγούδι: ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικράκι, ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικρό για τα καλά
- για το καλό, λέγεται για τη δικαιολόγηση χειρονομίας ή πράξης που γίνεται εθιμοτυπικά: «μια κι ήρθε στο σπίτι μου, του τράταρα ένα ουζάκι έτσι για το καλό || αφού μου ’φερε καλά νέα το παιδί, του ’δωσα κι εγώ ένα χαρτζιλικάκι για το καλό»·
- για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.) ή για το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για το καλό το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), για προσωπικό μου (σου, του, της κ.λπ) όφελος, για την προκοπή μου (σου, του, της κ.λπ): «ξέρω πως, ό,τι κάνεις, το κάνεις για το καλό μου και σ’ ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: πολλές φορές σου μίλησα εγώ, για το καλό σου, κι ας ήμουνα το θύμα σου το πρώτο το δικό σου // βάλε μυαλό για το δικό σου το καλό. Άλλαξε γνώμη, άλλαξε και στο τσαρδί σου άραξε
- για το καλό του χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- γίνομαι καλά, γιατρεύομαι, θεραπεύομαι: «είχα ένα πρόβλημα με την υγεία μου, αλλά, έπειτα απ’ τη θεραπεία που έκανα, έγινα καλά»·
- γίνομαι καλός, συμπεριφέρομαι ήπια, με καλοσύνη: «όσο σκληρός κι αν λένε πως είμαι στη δουλειά μου, όταν βλέπω πως όλοι δουλεύουν κανονικά, γίνομαι καλός»·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γράφω στο καλό, βλ. φρ. γράφω στο καθαρό, λ. καθαρός·
- δε βγαίνει σε καλό (κάτι), δεν έχει καλή κατάληξη: «η γκρίνια δε βγαίνει σε καλό». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι· το γρι-γρι-γρι να πάψεις και σε καλό δε βγαίνει
- δε βλέπω καλό, δε βοηθιέμαι, δεν ευεργετούμαι: «τώρα που έπεσα οικονομικά, δε βλέπω καλό από κανέναν
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, α. (για πρόσωπα) έχει πολλά αρνητικά, δε διορθώνεται με τίποτα  ή έχει μεγάλο πάθος σε κάτι, ιδίως όχι καλό, και δεν υπάρχει προοπτική καλυτέρευσής του: «είναι τόσο τρελός, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μεγάλος γυναικάς, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μανιώδης χαρτοπαίχτης, που δε γίνεται καλά με τίποτα». β. (για μηχανήματα) έχει ανεπανόρθωτη βλάβη, είναι πια άχρηστο: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητο, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
- δε θα (σου) βγει σε καλό, η ενέργεια, η πράξη, όπως γίνεται ή όπως έγινε, θα έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος σου: «αυτή η κατάληψη του εργοστασίου που ετοιμάζετε, δε θα σας βγει σε καλό || δε θα σου βγει σε καλό που αντιμιλάς το διευθυντή σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα σου βγούνε σε καλό όλ’ αυτά που κάνεις, αλανιάρικο, κοίταξε να μαζευτείς και μυαλό να βάνεις, παιχνιδιάρικο  
- δε θα τα πάμε καλά, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του, επειδή συνεχίζει να ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας ή επειδή, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις μας, συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός: «αν συνεχίσεις να βάζεις εμπόδια στη δουλειά μου, δε θα τα πάμε καλά || αν, παρά τις συστάσεις μου, συνεχίσεις να ενοχλείς την αδερφή μου, δε θα τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε μας τα λες καλά, έκφραση αμφισβήτησης, δυσφορίας στα λεγόμενα κάποιου, που δεν είναι αυτά που θέλαμε ή που περιμέναμε να ακούσουμε: «δε μας τα λες καλά, γιατί εγώ ξέρω πως αλλιώς έγιναν τα πράγματα || μια και σε βρήκα, δώσε μου εκείνα τα δανεικά που μου χρωστάς. -Δε μας τα λες καλά, γιατί γι’ άλλο πράγμα συναντηθήκαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δε με βλέπω καλά, α.  έκφραση επίγνωσης για την τιμωρία που με περιμένει: «αν μάθει ο διευθυντής πως έκανα πάλι κοπάνα, δε με βλέπω καλά». β. έκφραση επίγνωσης για την κακή πορεία της υγείας μου: «τον τελευταίο καιρό δε με βλέπω καλά, γι’ αυτό πρέπει να πάω να με δει ο γιατρός μου»· βλ. και φρ. δε σε βλέπω καλά·
- δε μου ’ρχεται καλά να…, έχω δυσκολίες, έχω αναστολές να συμπεριφερθώ ή να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεσή μου, με τη φιλοσοφία μου ή την κατάστασή μου: «δε μου ’ρχεται καλά να πάω μαζί τους στο γλέντι, γιατί πριν δυο μήνες πέθανε ο πατέρας μου || δε μου ’ρχεται καλά να τα βάλω με γέρο άνθρωπο || δε μου ’ρχεται καλά να μην του κάνω παρέα, επειδή είναι φτωχός»·
- δε μου στέκει καλά ή δε μου στέκεται καλά, (για είδη ένδυσης) δεν εφαρμόζει καλά επάνω μου είτε γιατί είναι κακοραμμένο είτε γιατί δεν είναι στα μέτρα μου: «το σακάκι δε μου στέκεται καλά στους ώμους»·
- δε μου φέρθηκε καλά, μου συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα ή δε με βοήθησε: «πήγα να του ζητήσω κάτι πληροφορίες για τη δουλειά και δε μου φέρθηκε καλά, γιατί μ’ έβαλε τις φωνές || είμαι πικραμένος μαζί του, γιατί, όταν ζήτησα τη βοήθειά του, δε μου φέρθηκε καλά»·
- δε σε βλέπω καλά, α. η εργασιακή σου θέση είναι επισφαλής ή πρόκειται να σου συμβεί κάποιο κακό για κάποια πράξη ή ενέργειά σου: «αν μάθει ο διευθυντής για το έλλειμμα που υπάρχει στο ταμείο, δε σε βλέπω καλά || αν μάθει ο αδερφός της ότι τα ’χεις μαζί της, δε σε βλέπω καλά». β. από την κακή όψη του προσώπου σου, αντιλαμβάνομαι πως έχεις πρόβλημα υγείας: «να πας να σε κοιτάξει κανένας γιατρός, γιατί τον τελευταίο καιρό δε σε βλέπω καλά»· βλ. και φρ. δε με βλέπω καλά·
- δε στέκει καλά ή δε στέκεται καλά, α. δεν είναι καλά στην υγεία του ή δεν έχει σώας τας φρένας του: «απ’ την όψη του προσώπου του κατάλαβα πως δε στέκει καλά ο τάδε || μη τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν στέκει καλά». β. δε βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «μη του ζητήσεις ούτε ευρώ, γιατί απ’ ότι ξέρω δε στέκεται καλά»· βλ. και φρ. στέκει καλά·
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δε χρωστάει καλό σε κανέναν ή καλό δε χρωστάει σε κανέναν ή σε κανέναν δε χρωστάει καλό, δεν έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, είναι ανάλγητος, σκληρόκαρδος: «όσο και να ’χεις ανάγκη, δε σε βοηθάει, γιατί δε χρωστάει καλό σε κανέναν». (Τραγούδι: και γράφ’ τον κόσμο στα παλιά σου τα παπούτσια κι έλα κράτα με σφιχτά καλό κανένας δε χρωστά
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δεν ακούγομαι καλά, α. έχω κάποια κρυφή στενοχώρια, που όμως γίνεται αντιληπτή στους άλλους από τον τρόπο της ομιλίας μου: «όσο και να θέλει να προσποιηθεί τον χαρούμενο, εγώ που τον ξέρω χρόνια καταλαβαίνω πως δεν ακούγεται καλά». β. δε βρίσκομαι καλά στην υγεία μου: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν ακούγομαι καλά»·
- δεν είδα καλό από κανέναν, όλοι μου συμπεριφέρθηκαν εχθρικά ή αδιάφορα, δεν είχα τη βοήθεια κανενός: «όταν μου ’τυχαν κάτι αναποδιές, δεν είδα καλό από κανέναν»·
- δεν είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστος: «έκανα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήμουν καλά»·
- δεν είμαστε καλά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε ή για κάτι που βλέπουμε: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν είμαστε καλά, πριν μια ώρα ήμασταν μαζί! || δεν είμαστε καλά, πάλι σουρωμένος είσαι!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι για καλό, λέγεται για κάτι που μπορεί να αποβεί σε βάρος μας, που προμηνύει κάτι κακό: «να ξέρεις πως αυτό το υπονοούμενο που πέταξε δεν είναι για καλό». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χαμε τι να ’χαμε δυο αμπάρια να ’χαμε για να ρίχνουμε τ’ αγόρια τ’ άτιμα τα μεσοφόρια που δεν είναι για καλό. Τζουμ τριαλαρό
- δεν είναι δήθεν και καλά, βλ. λ. δήθεν·
- δεν είναι καλά πράγματα αυτά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. λ. λογικός·
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν είναι στα καλά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράλογα και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος!». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν είσαι καλά! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητάει ή μας λέει παράλογα, παράδοξα πράγματα: «δεν είσαι καλά που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || δεν είσαι καλά που θα πας κολυμπώντας στο άλλο νησί!»·
- δεν είσαι με τα καλά σου! βλ. φρ. δεν είσαι καλά(!)· 
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν ήρθε για καλό, λέγεται για κάποιον που η παρουσία του σε ένα χώρο προμηνύει καβγά, φασαρία: «απ’ τη στιγμή που έμαθε πως τον κατηγόρησες κι ήρθε στο μπαράκι που συχνάζεις, να ξέρεις πως δεν ήρθε για καλό»·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν πάει καλά, α. (για πρόσωπα) πάσχει πνευματικά, έχει διανοητικό πρόβλημα: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν πάει καλά». β. έχει οικονομικές δυσκολίες: «μη ζητάς απ’ αυτόν δανεικά, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά». γ. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν αποδίδει: «έχει μια βιοτεχνία εσωρούχων, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά και προβληματίζεται αν θα την κρατήσει». δ. (για μηχανήματα) παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη λειτουργία του: «προχτές έβγαλα τ’ αυτοκίνητο απ’ το συνεργείο, αλλά πάλι δεν πάει καλά»·
- δεν παίρνει με το καλό, αντιμετωπίζεται μόνο δυναμικά με λόγια ή με έργα: «πρέπει να του ρίξεις κανένα βρισίδι, γιατί δεν παίρνει με το καλό || πρέπει να τον τραβήξεις ένα χέρι ξύλο, γιατί δεν παίρνει με το καλό»·
- δεν πάμε καλά, (γενικά) η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική ζωή παρουσιάζει προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, είναι δυσοίωνη ή εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει στα εργατικά συνδικάτα, δεν πάμε καλά || απ’ τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, δεν πάμε καλά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν πας καλά! έκφραση απορίας προς κάποιον που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «δεν πας καλά που θα σου δανείσω δέκα εκατομμύρια, επειδή είσαι γνωστός του φίλου μου!». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- δεν πας καλά, α. δεν είναι η σωστή πορεία, η σωστή κατεύθυνση, δεν είναι ο σωστός δρόμος αυτός που ακολουθείς για να φτάσεις στον προορισμό σου: «δεν πας καλά απ’ αυτόν το δρόμο για το Βαρδάρι». β. δεν είναι ο σωστός, ο ενδεδειγμένος τρόπος αυτός με τον οποίο ενεργείς για να φέρεις σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεσή σου: «δεν πας καλά, αν θέλεις να πάρεις το δάνειο που σου χρειάζεται»·  
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. φρ. δεν πατάς γερά·
- δεν περπατάς καλά, δεν ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά, έντιμα: «απ’ τη μέρα που έμπλεξες μ’ αυτή την παλιοπαρέα, δεν περπατάς καλά». Συνών. περπατάς στραβά·
- δεν τα πάμε καλά, α. δεν υπάρχει αρμονική σχέση μεταξύ μας: «όπου να ’ναι θα χωρίσω με τη γυναίκα μου, γιατί δεν τα πάμε καλά». β. έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί δεν τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν τα πάω καλά με..., α. δεν έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «δεν τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι κουτσομπόλης || δεν τα πάω καλά με το κάπνισμα || δεν τα πάω καλά με το ποτό». β. δε συνηθίζω κάτι: «δεν τα πάω καλά με τις εκδρομές»·
- δεν τα ’χουμε καλά, έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «δεν τα ’χουμε καλά, γι’ αυτό και δε μιλιόμαστε»·
- δεν το βλέπω καλά, (για αντικείμενα) δε βρίσκεται τοποθετημένο σε σίγουρη θέση και υπάρχει φόβος να πάθει κάποια βλάβη: «δεν το βλέπω καλά το κάδρο, όπως το κρέμασες στον τοίχο σε τόσο μικρό καρφάκι || πάρε από δω το βάζο, γιατί δεν το βλέπω καλά»·
- δεν το ’πιασα καλά! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για να κάνω ένα ταξίδι στο εξωτερικό; -Δεν το ’πιασα καλά!»· βλ. και φρ. α. δεν το ’πιασα καλά. β. δεν το ’πιασα! λ. πιάνω·
- δεν το ’πιασα καλά, δεν κατάλαβα καλά τι ακριβώς μου είπες, επανάλαβε αυτό που είπες, γιατί δεν το άκουσα ή δεν το κατάλαβα καλά: «πέρασε απ’ το μπαράκι ο αδερφός σου και ρωτούσε για σένα. -Δεν το ’πιασα καλά»· βλ. και φρ. δεν το ’πιασα καλά(!)·  
- δεν το ’χω σε καλό, το θεωρώ κακό οιωνό: «δεν το ’χω σε καλό, όταν βλέπω το πρωί μαύρη γάτα»·
- δεν τον βλέπω καλά, έχω την εντύπωση πως δεν είναι καλά στην υγεία του ή πως δεν είναι σε καλή οικονομική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό δεν τον βλέπω καλά, γιατί όλο βήχει || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί μετά τη ζημιά που έπαθε στο χρηματιστήριο δεν τον βλέπω καλά»·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δίνω το καλό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δουλεύω καλά, έχω ικανοποιητική πελατεία, είμαι ευχαριστημένος από την εμπορική κίνηση που κάνω στο μαγαζί μου: «δεν ξέρω οι άλλοι πώς δουλεύουν, πάντως εγώ δουλεύω καλά»·
- ε καλάααα! έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει, αν κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας κάτι που επιδιώκαμε, και μάλιστα δηλώνει πως το κατορθώσαμε με μεγάλη ευκολία: «τι έγινε ρε με την τάδε, την έριξες; -Ε καλάααα! || τι έγινε με τη δουλειά που είχες αναλάβει, την τέλειωσες; -Ε καλάααα!». Συνήθως παρατηρείται χαμόγελο επιτυχίας, που πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε και κάτσε καλά μέσα στο κέντρο» β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε το κάτσε καλά». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, έγινε το κάτσε καλά απ’ τον κόσμο για ένα εισιτήριο, γιατί σε λίγο άρχιζε το ματς». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά  που… ή να ’μαι καλά εγώ που..., δηλώνει την άμεση συμμετοχή ή ενέργειά μας για την επίτευξη κάποιου σκοπού ή για την αποφυγή κάποιας ανεπιθύμητης κατάστασης σε βάρος του συνομιλητή μας ή σε βάρος κάποιου, σε μένα οφείλεται που…: «εγώ να ’μαι καλά που μίλησα στο διευθυντή, γιατί αλλιώς δε θα την έπαιρνε τη δουλειά || να ’μαι εγώ καλά που τον παρακάλεσα και απέσυρε τη μήνυση που είχε σε βάρος σου || να ’μαι καλά εγώ που σε βοήθησα, γιατί αλλιώς δε τη γλίτωνες τη φυλακή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·   
- έδεσε για καλά ή έδεσε για τα καλά, α. (για πρόσωπα) σταθεροποιήθηκε, τακτοποιήθηκε απόλυτα, ιδίως σε κάποια θέση εργασίας: «βολεύτηκε στην τράπεζα κι έδεσε για τα καλά». β. επισκέφτηκε κάποιον σε ένα χώρο και παρέμεινε πολύ περισσότερο από το επιτρεπτό όριο: «ήρθε στο γραφείο μου να πιει έναν καφέ κι έδεσε για καλά». γ. εγκαταστάθηκε μόνιμα σε ένα τόπο: «ήρθε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, και επειδή του άρεσε η πόλη, έδεσε για καλά». δ. (για δουλειές ή υποθέσεις) ύστερα από τις κατάλληλες ενέργειες σταθεροποιήθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα: «μετά το δάνειο που πήρα η δουλειά έδεσε για τα καλά»·
- εδώ οι καλές οι πίπες! βλ. λ. πίπα·
- εδώ το καλό κουλούρι! βλ. λ. κουλούρι·
- εδώ το καλό το γάλα! βλ. λ. γάλα·
- εδώ το καλό το πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είδα καλό (από κάποιον), μου συμπεριφέρθηκε κάποιος με ενδιαφέρον, με αγάπη, με βοήθησε: «στις αναποδιές που μου ’τυχαν, μόνο απ’ τον τάδε είδα καλό»·
- είδες καλά; έλεγξες προσεκτικά(;): «είδες καλά αν τα κλειδιά είναι στο γραφείο μου; || είδες καλά αν κλείδωσα την πόρτα;»·
- είμαι απ’ τους καλούς ή είμαι με τους καλούς, είμαι άνθρωπος του νόμου, είμαι αστυνομικός: «πάψε να φοβάσαι, γιατί είμαι απ’ τους καλούς». Πέρασε σε κοινή χρήση από τα αστυνομικά έργα·
- είμαι καλά, έχω καλή υγεία, είμαι υγιής: «πριν από καιρό είχα κάτι προβλήματα με την καρδιά μου, αλλά τώρα είμαι καλά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καλά, καρδιά μου. Μη μου ανησυχείς. Εγώ, δεν πέφτω χάμου για να με λυπηθείς
- είμαι με τα καλά μου, είμαι ντυμένος με την επίσημη ενδυμασία μου, με τα επίσημα ρούχα μου: «δεν μπορώ να φορτωθώ αυτό το βρομοτσούβαλο, γιατί βλέπεις πως είμαι με τα καλά μου»· βλ. και φρ. είμαι στα καλά μου·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είμαι στα καλά μου, βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση, σκέφτομαι λογικά: «μα και βέβαια είμαι στα καλά μου που θέλω πίσω τα λεφτά που σου δάνεισα»· βλ. και φρ. είμαι στις καλές μου·
- είμαι στις καλές μου, είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, είμαι ευδιάθετος, έχω κέφια: «έχουν καταλάβει πως, όταν είμαι στις καλές μου, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ τίποτα, κι έρχονται και μου ζητούν τα πιο απίθανα πράγματα»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι από καλή οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι καλή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι καλό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- είναι καλός μέχρι βλακείας, βλ. λ. βλακεία·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- είσαι με τα καλά σου! ή είσαι στα καλά σου! έκφραση αμφισβήτησης για την καλή ψυχολογική ή για την ορθή διανοητική κατάσταση του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «είσαι στα καλά σου, που θέλεις να κάνεις το γύρο του κόσμου με τα πόδια!»· βλ. και φρ. τι λες άνθρωπέ μου; λ. άνθρωπος·
- είχε καλή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε καλό τέλος, βλ. λ. τέλος
- έκανε την καλή του, πλούτισε νόμιμα ή παράνομα: «δούλεψε σκληρά στην ξενιτιά, ώσπου έκανε την καλή του και γύρισε στο χωριό του || μπλέχτηκε στην εισαγωγή κάποιον λαθραίων τσιγάρων, έκανε την καλή του κι αποσύρθηκε»· βλ. και φρ. έπιασε την καλή·
- έλα στα καλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «έλα στα καλά σου, που θέλεις χωρίς δραχμή να μου αρχίσεις επιχειρήσεις». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπιασε τα καλά (του τάδε), βλ. συνηθέστ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- έπιασε την καλή, πλούτισε από παράνομη ιδίως δραστηριότητα: «έμπλεξε με διάφορες σκοτεινές δουλειές της νύχτας κι έπιασε την καλή»· βλ. και φρ. έκανε την καλή του·
- έφυγε μια και καλή, έφυγε για πάντα από έναν τόπο: «παντρεύτηκε στο εξωτερικό κι έφυγε μια και καλή απ’ την Ελλάδα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει και τα καλά του, δεν έχει μόνο ελαττώματα αλλά έχει και προτερήματα: «δεν μπορούμε να τον απορρίψουμε εντελώς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει και τα καλά του»·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, βλ. λ.πλευρά·
- έχει καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει καλή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχει καλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει καλή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει καλό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει καλό κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει καλό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- έχει καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει καλό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει καλούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει όλα τα καλά του, έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό παιδί έχει όλα τα καλά του, γιατί κατάγεται από πλούσια οικογένεια». (Τραγούδι: ο κυρ Μέντιος με την γκρίζα την ουρά δε συνήθιζε καπίστρι να φορά, είχε όλα τα καλά του και τα γαϊδουράγκαθά του, τα ξινά και πονηρά
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει και τις θετικές και τις αρνητικές του πλευρές: «αυτός ο άνθρωπος έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί, όταν είναι στα κέφια του δε χαλάει σε κανέναν χατίρι, όταν όμως έχει στα νεύρα του, δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό || αυτή η λιτότητα έχει τα καλά της, έχει και τα κακά της, γιατί, ενώ περνάμε τώρα δύσκολα, θα ’ρθει καιρός που θα τρώμε με χρυσά κουτάλια || είναι σπουδαίο αυτοκίνητο, δε λέω, αλλά έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί μπορείς να ταξιδεύεις άνετα και με ασφάλεια, αλλά από βενζίνη καίει όσο τρία αυτοκίνητα μαζί»·
- έχει τα καλά (του τάδε), βρίσκεται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση με τον τάδε ή πάσχει από την ίδια αρρώστια που πάσχει και ο τάδε: «τι έχει ο Θανάσης κι είναι στενοχωρημένος; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, θα χωρίσει κι αυτός με τη γυναίκα του || τι έχει ο Θανάσης και τρέχει όλο στους γιατρούς; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί και σ’ αυτόν παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά»·       
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, βλ. λ. μαρτυρία·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχει το καλό ότι…, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το προτέρημα, το πλεονέκτημα ότι…, που απαλύνει κάποιο ελάττωμα που αναφέραμε: «μπορεί να πίνει, αλλά έχει το καλό ότι, όταν πίνει, δεν οδηγεί || μπορεί να περνάμε περίοδο λιτότητας, αλλά αυτή η λιτότητα έχει το καλό ότι θα φέρει την ευημερία || μπορεί να είναι μεγάλο αυτοκίνητο, αλλά έχει το καλό ότι δεν καίει πολύ»·
- εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
- έχω καλές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω καλό σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω τις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- ζω καλά, ζω χωρίς στερήσεις, καλοζώ: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, ζω καλά»·
- η καλή γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
- η καλή κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
- η καλή μεριά, (για υφάσματα), βλ. λ. μεριά·
- η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, βλ. λ. νοικοκύρης·
- η καλή σου! αναφέρεται μειωτικά για κάποια που ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της: «ήρθε η καλή σου απρόσκλητη και μας έκανε άνω κάτω!»·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. λ. εποχή·
- η ώρα η καλή! βλ. λ. ώρα·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μια και καλή, εγκαταστάθηκε μόνιμα σε έναν τόπο: «του άρεσε τόσο πολύ η Θεσσαλονίκη, που ήρθε μια και καλή»·
- θα γίνει και κάτσε καλά ή θα γίνει το κάτσε καλά, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν εξακολουθήσεις να κάνεις φασαρία, θα γίνει το κάτσε καλά». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο του τάδε, γιατί απ’ ό,τι λένε θα γίνει και κάτσε καλά». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, μη στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα σε κάνω καλά, απειλητική έκφραση σε κάποιον με την έννοια του ξυλοδαρμού: «μόλις γυρίσουμε στο σπίτι, παλιόπαιδο, θα σε κάνω καλά»·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα να καταφέρεις τον δείνα· τον τάδε θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν φοβάσαι να τα βάλεις μαζί του, άσ’ τον, γιατί θα τον κάνω καλά εγώ»·
- θα φας καλά! α. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, πως μπορεί να κερδίσει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με κάποια γυναίκα: «πήγαινε να της κάνεις πρόταση να τα φτιάξεις μαζί της και θα φας καλά!». β. (απειλητικά) θα σε διορθώσω, θα σε τιμωρήσω σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «γύρνα το βράδυ στο σπίτι και θα φας καλά!»·
- θέλω το καλό του, ενδιαφέρομαι για την πρόοδό του, για την προκοπή του: «είναι πολύ καλό παιδί, γι’ αυτό θέλω το καλό του»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, βλ. λ. εμπόδιο·
- κάθεσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον, στον οποίο πρόκειται να ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κάθεσαι καλά στην καρέκλα σου; βλ. λ. καρέκλα·
- κάθισε καλά, βλ. φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά, δεν κάνω αταξίες, είμαι φρόνιμος: «όποιος δεν κάθεται καλά, θα τρώει ξύλο»· βλ. και φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και καλά, α. δήθεν, τάχα: «τα πάντα βρίσκονταν σε διάλυση και προσπαθούσε να με πείσει ότι και καλά δεν υπήρχε πρόβλημα». β. δηλώνει απαξίωση, άρνηση ή δυσφορία για κάτι το οποίο θεωρούν πως είναι η μόνη επιδίωξή μας: «ναι μωρέ, νομίζεις και καλά πως δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πλούτη και καλά μ’ αρέσει η φτώχεια κι η εργατιά κι αν παντρευτώ με τον καιρό θέλω εργάτη για να βρω
- και καλά μουνιά στους πούτσους μας! ή και καλό μουνί στον πούτσο μας! βλ. λ. μουνί·
- και κάτσε καλά! α. έκφραση υπερβολής για κάτι καλό που συνέβη: «στην εκδρομή περάσαμε και κάτσε καλά!», δηλ. περάσαμε πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ευχάριστα. β. έκφραση υπερβολής για κάτι κακό που συνέβη: «περάσαμε μια ταλαιπωρία και κάτσε καλά!», δηλ. καταταλαιπωρηθήκαμε. Συνών. και γαμώ!·
- και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, βλ. λ. δεχούμενα·
- καλά… (ακολουθεί χρονικός προσδιορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε έτσι, καλά Χριστούγεννα θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλές… και καλό(…)·
- καλά αποτελέσματα! βλ. λ. αποτέλεσμα·
- καλά γεράματα! βλ. λ. γεράματα·
- καλά δεξίματα! βλ. λ. δέξιμο·
- καλά θα κάνεις να…, α. πρέπει, επιβάλλεται να…: «καλά θα κάνεις να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος || καλά θα κάνεις να πας να χαιρετήσεις το νέο διευθυντή, γιατί έτσι είναι το πρέπον». β. λέγεται και υπό τύπον απειλής: «καλά θα κάνεις να πάψεις να ενοχλείς την κόρη μου»·
- καλά και…, βλ. φρ. καλά που(…)·
- καλά και άγια, βλ. λ. άγιος·
- καλά και περίκαλα, βλ. φρ. καλά κι ολόκαλα·
- καλά και όσια, βλ. λ. όσιος·
- καλά και σώνει, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: τι θες τα σούρτα φέρτα μπρος στο σπίτι της, καλά και σώνει πας να μπεις στη μύτη της
- καλά! καλά! έκφραση αμφισβήτησης ή ειρωνείας στα λεγόμενα κάποιου: «το πρωί έπινα καφέ με τον τάδε υπουργό. -Καλά! καλά!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία που με αλλεπάλληλο κούνημα της παλάμης μας προς το μέρος του συνομιλητή μας του επιβάλλουμε να πάψει να μιλάει άλλο ·
- καλά καλά, εντελώς, α. τελείως: «θέλω να τελειώσεις πρώτα καλά καλά τη δουλειά σου, κι ύστερα έλα να κουβεντιάσουμε || έφαγε καλά καλά στο σπίτι κι ύστερα ξεκίνησε για τη νυχτερινή διασκέδασή του». β. πριν ακόμη: «ακόμη δεν έμαθε καλά καλά τι πάει να πει ζωή και θέλει παντρειά». γ. πάρα πολύ καλά: «πέρασες καλά στο πάρτι; -Καλά καλά»·
- καλά καλά δεν…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως, μόλις κάναμε ή έγινε κάτι, επακολούθησε και κάτι άλλο: «καλά καλά δεν μπήκα το πρωί στο γραφείο μου κι ήρθε ο τάδε να μου ζητήσει δανεικά || καλά καλά δεν ήρθε απ’ το εξωτερικό κι αναγκάστηκε να φύγει αμέσως»· 
- καλά κάνω, α. έκφραση βεβαιότητας για την ορθότητα των ενεργειών μου στην ερώτηση απορίας κάποιου τι κάνεις; (με την έννοια, γιατί ενεργείς με αυτόν τον τρόπο;) ή έκφραση αδιαφορίας στην ίδια ερώτηση, με την έννοια να μη σε ενδιαφέρει πώς ενεργώ: «μα τι κάνεις, δε γίνεται έτσι η δουλειά. -Καλά κάνω || έτσι όπως χειρίζεσαι το θέμα θ’ αποτύχεις. -Καλά κάνω». β. έκφραση αδιαφορίας  για τον κακό χαρακτηρισμό που μας απευθύνει κάποιος: «είσαι μεγάλος τζαναμπέτης. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλος απατεώνας. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλο κορόιδο. -Καλά κάνω»·
- καλά κέρδη! βλ. λ. κέρδος·
- καλά κι ολόκαλα, πάρα πολύ καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν είμαστε καλά στην υγεία μας ή αν πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας·
- καλά κρασιά! βλ. λ. κρασί·
- καλά λέει! βλ. λ. λέω·
- καλά λέει ή καλά τα λέει, βλ. λ. λέω·
- καλά μας τα λες! με τα λόγια φαίνεται εύκολο να πραγματοποιηθεί αυτό που κουβεντιάζουμε, αλλά σίγουρα στην πράξη είναι διαφορετικά: «καλά μας τα λες! Αλλά χωρίς λεφτά σε πληροφορώ πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!»·
- καλά μυαλά! βλ. λ. μυαλό·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- καλά να πάθει! ή καλά να τα πάθει! έκφραση ικανοποίησης με χαιρέκακη ή εκδικητική διάθεση για άτομο που απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του ή που έπαθε κάτι κακό: «το ’μαθες που ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του; -Καλά να πάθει, γιατί δε μου το ’δωσε τότε που του το ζήτησα! || το ’μαθες πως ο τάδε βάρεσε κανόνι; -Καλά να πάθει, γιατί, όταν του ζήτησα κάποτε να με βοηθήσει, μου ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ωχ που δηλώνει την ικανοποίηση και συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία η παλάμη σέρνεται ελαφρά στο στήθος από το λαιμό προς την κοιλιά ή συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία ο αντίχειρας, ο δείκτης και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες τους κινούνται μπροστά στο στήθος από πάνω προς τα κάτω. Αρκετές φορές, παράλληλα με την κίνηση ακούγεται και ο ήχος ελαφριού φιλιού·
- καλά να πάθω ή καλά να τα πάθω, από τη στιγμή που δεν άκουσα κάποιον ή κάποιους που με συμβούλευαν να μην ασχοληθώ με κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ή εργασία, τώραπου απέτυχα, ας υποστώ τις συνέπειες. (Λαϊκό τραγούδι: καλά να πάθω, για να δω τώρα ποιος μ’ αγαπάει και ποιος στα μπατιρήματα την πόρτα μου χτυπάει
- καλά να ’σαι! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος τα λόγια του συνομιλητή του, που έχουν αρνητική σημασία για κάποιον ή για κάτι, σίγουρα: «αυτός, με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, σίγουρα μια μέρα θα καταλήξει στη φυλακή. -Καλά να ’σαι! || είναι τόσο σαπιοκάραβο που όπου να ’ναι θα βουλιάξει. -Καλά να ’σαι!». β. χωρίς καμιά αμφιβολία, με πλήρη βεβαιότητα: «είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει στην ώρα του; -Καλά να ’σαι, γιατί του είπα πως θα ’ναι κι η τάδε που τη γουστάρει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω παρατεταμένο. Συνών. όπως σε βλέπω και με βλέπεις·
- καλά νιάτα, κακά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·  
- καλά ντε! έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που απαιτεί πιεστικά να κάνουμε κάτι: «στο ’πα χίλιες φορές πως μέχρι το βράδυ θέλω να τελειώσεις τη δουλειά. -Καλά ντε!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μη βαράς ή τι βαράς ή με το μη σπρώχνεις ή τι σπρώχνεις·
- καλά ξεμπερδέματα! βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- καλά ξετελέματα βλ. λ. ξετέλεμα·
- καλά ξυπνητούρια! βλ. λ. ξυπνητούρια·
- καλά πάμε! απογοητευτική διαπίστωση για την πορεία κάποιας εργασίας, διαδικασίας ή υπόθεσης, που δεν εξελίσσεται καθόλου ικανοποιητικά: «μας ακύρωσαν όλες τις παραγγελίες. -Καλά πάμε! || η τράπεζα απέρριψε το δάνειο που ζητήσαμε. -Καλά πάμε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μάλιστα ή το ωραία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- καλά που…, ευτυχώς που…: «είχα μείνει χωρίς λεφτά και καλά που ’ρθε ο τάδε και γλίτωσα το ρεζίλεμα»·
- καλά που το μυρίστηκα, ευτυχώς που το προαισθάνθηκα, που το πρόβλεψα, που το υποπτεύθηκα, ιδίως κάτι κακό: «καλά που το μυρίστηκα πως θα γινόταν φασαρία και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: καλά που την ανθίστηκα τη μόρτικια τη φτιάξη και το μπεγλέρι στο τσαρδί το είχα μπουζουριάσει
- καλά σαράντα! βλ. λ. σαράντα·
- καλά σημάδια ή καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- καλά στερνά! βλ. λ. στερνό·
- καλά στέφανα! βλ. λ. στέφανο·
- καλά στεφανώματα! βλ. λ. στεφανώματα·
- καλά τέλη! βλ. λ. τέλος·
- καλά του ’κανες! έκφραση ικανοποίησης για τη δίκαιη τιμωρία ατόμου από κάποιον: «αφού ενοχλούσε όλον τον κόσμο, καλά του ’κανες και τον πλάκωσες στο ξύλο!». Συνήθως μετά τη φρ. ακούγονται διάφοροι χαρακτηρισμοί όπως του αλήτη, του παλιάνθρωπου (κ.ά.)·
- καλά τώρα! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «η κόρη του τάδε παντρεύεται τον τάδε εργοστασιάρχη. -Καλά τώρα, αυτή είναι κακάσχημη! || ο τάδε μου είπε πως θα χτίσει μια βίλα στη Χαλκιδική. -Καλά τώρα, αυτός με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»·  
- καλά Χριστούγεννα!  ειρωνική έκφραση σε κάποιον που, επιτέλους, μετά από καιρό αποφάσισε να ενδιαφερθεί για κάτι, που ή έχει ήδη τελειώσει ή έχει προχωρήσει αρκετά από κάποιον άλλον: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά, θα μου τη δώσετε; -Καλά Χριστούγεννα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ή το τώρα που ξύπνησες·
- καλέ άντε(ς)! α. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «αν μου δώσεις εκατό χιλιάδες σήμερα, σε μια βδομάδα θα σου επιστρέψω διακόσιες. -Καλέ άντες!». β. ειρωνικό πείραγμα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Συνήθως συνοδεύεται από τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω και πλάγια, με την παλάμη του ενός χεριού να κάνει μια περιστροφική κίνηση μπροστά στο πρόσωπο και την παλάμη του άλλου χεριού να ακουμπάει διπλωμένη πλάγια στη μέση, τρόπος με τον οποίο μιμούνται οι πούστηδες τις γυναίκες, ή συνοδεύεται από ένα ξεφώνημα που και αυτό μιμείται τη γυναίκα·
- καλέ, αφού δε φυσάει, γιατί κουνιέσαι; βλ. λ. κουνιέμαι·
- καλέ μου άνθρωπε! βλ. λ. άνθρωπος·
- καλέ σώπα! βλ. λ. σώπα·
- καλέ τι μας λες! ή καλέ τι μας λέτε! βλ. λ. λέω·
- καλές… (ακολουθεί χρονική ένδειξη, ώρα), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτό που συμβαίνει θα διαρκέσει, θα παραταθεί αρκετή ακόμη ώρα: «έτσι όπως δουλεύουμε, καλές εφτά θα τελειώσουμε || με την καθυστέρηση που είχαμε, καλές δέκα θα φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. καλά… και καλό(…)·
- καλές γιορτές! βλ. λ. γιορτή·
- καλές διακοπές! βλ. λ. διακοπή·
- καλές τέχνες, βλ. λ. τέχνη·
- καλή… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε με τόσο αργό ρυθμό, καλή Πρωτοχρονιά θα παραδώσουμε τη δουλειά»· 
- καλή ανάπαυση! βλ. λ. ανάπαυση·
- καλή Ανάσταση! βλ. λ. Ανάσταση·
- καλή ανάρρωση! βλ. λ. ανάρρωση·
- καλή αντάμωση! ή καλές αντάμωσες! βλ. λ. αντάμωση·
- καλή αρχή! βλ. λ. αρχή·
- καλή αρχή και καλό τέλος! βλ. λ. αρχή·
- καλή αυριανή! (ενν. ημέρα), βλ. λ. αυριανός·
- καλή βδομάδα! βλ. λ. βδομάδα·
- καλή διαμονή! βλ. λ. διαμονή·
- καλή διασκέδαση! βλ. λ. διασκέδαση·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών), βλ. λ. εξήγηση·
- καλή επιτυχία! βλ. λ. επιτυχία·
- καλή ευκολία! βλ. λ. ευκολία·
- καλή ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- καλή ησυχία! βλ. λ. ησυχία·
- καλή καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, βλ. λ. καρδιά·
- καλή κοινωνία! βλ. λ. κοινωνία·
- καλή κυρία! βλ. λ. κυρία·
- καλή λευτεριά! βλ. λ. λευτεριά·
- καλή μοίρα! βλ. λ. μοίρα·
- καλή όρεξη! βλ. λ. όρεξη·
- καλή παρηγοριά! βλ. λ. παρηγοριά·
- καλή πάστα, βλ. λ. πάστα·
- καλή πατρίδα! βλ. λ. πατρίδα·
- καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- καλή πράξη, βλ. λ. πράξη·
- καλή ’σαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλή Σαρακοστή! βλ. λ. σαρακοστή·
- καλή σου μέρα! βλ. λ. μέρα·
- καλή σου νύχτα! βλ. λ. νύχτα·
- καλή τη πίστει, βλ. λ. πίστη·
- καλή του ώρα! βλ. λ. ώρα·
- καλή τύχη! βλ. λ. τύχη·
- καλή φάση, βλ. λ. φάση·
- καλή φώτιση! βλ. λ. φώτιση·
- καλή χρονιά! βλ. λ. χρονιά·
- καλή χωσιά! βλ. λ. χωσιά·
- καλή ψαριά! βλ. λ. ψαριά·
- καλή ψυχή! βλ. λ. ψυχή·
- καλή ώρα σαν..., βλ. λ. ώρα·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), βλ. λ. ώρα·
- καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- καλό… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει , αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε μ’ αυτό το ρυθμό, καλό καλοκαίρι θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλά… και καλές… και καλή(…)·
- καλό ακούγεται, έκφραση με την οποία επικροτούμε αρχικά την πρόταση του συνομιλητή μας, χωρίς όμως να θεωρούμε δεδομένη την αποδοχή μας ή τη συμμετοχή μας: «με τα λεφτά που θα ρίξεις, αν θελήσεις να συνεταιριστείς μαζί μου, θα μπορέσουμε να κατακλείσουμε την αγορά με αυτό το είδος που έχει μεγάλη ζήτηση. -Καλό ακούγεται»· βλ. και φρ. ακούγεται καλά (κάποιος)·
- καλό, ε! έκφραση αυτοθαυμασμού, όταν θεωρούμε πως αυτό που είπαμε ήταν πολύ πετυχημένο, ή έκφραση με την οποία επιζητούμε την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας σε αυτό που είπαμε και που το θεωρούμε πολύ πετυχημένο·
- καλό αλλά λίγο, λέγεται για προσφορά που είναι ανεπαρκής ή μέτρια, ιδίως για φαγητό: «ότι φάγαμε ήταν καλό αλλά λίγο || σ’ άρεσε το φαγητό; -Καλό αλλά λίγο»·
- καλό βόλι! βλ. λ. βόλι·
- καλό βράδυ! βλ. λ. βράδυ·
- καλό δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλό είναι να υπάρχει, λέγεται για αγορά πράγματος, που μπορεί, όταν το αγοράζουμε, να μη μας είναι απαραίτητο, ενδέχεται όμως κάποτε να μας χρειαστεί: «πάρ’ το τώρα που το βρήκες σε καλή τιμή, γιατί καλό είναι να υπάρχει σ’ ένα σπίτι»·
- καλό ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- καλό και τούτο! βλ. φρ. καλό κι αυτό(!)·
- καλό καλοκαίρι! βλ. λ. καλοκαίρι·
- καλό κατευόδιο! βλ. λ. κατευόδιο·
- καλό κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- καλό κι αυτό! έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράλογο που μας ζητάει ή που μας λέει κάποιος: «θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη, καλό κι αυτό!»·
- καλό κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- καλό κουμάσι και του λόγου σου! βλ. λ. κουμάσι·
- καλό λέει! (γενικά) πάρα πολύ καλό: «ήταν καλό το φαγητό; -Καλό λέει! || ήταν καλό το έργο; -Καλό λέει!»·
- καλό μεσημέρι! βλ. λ. μεσημέρι·
- καλό μεσημέριασμα! βλ. λ. μεσημέριασμα·
- καλό μήνα! βλ. λ. μήνας·
- καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- καλό ξημέρωμα! βλ. λ. ξημέρωμα·
- καλό παιδί, βλ. λ. παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλό παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- καλό Πάσχα! βλ. λ. Πάσχα·
- καλό ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- καλό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- καλό στέριωμα! βλ. λ. στέριωμα·
- καλό ταξίδι! ή καλό σου ταξίδι! βλ. λ. ταξίδι·
- καλό τέλος! βλ. λ. τέλος·
- καλό τυχερό! βλ. λ. τυχερό·
- καλό υπόλοιπο! βλ. λ. υπόλοιπο·
- καλό φάρμακο, βλ. λ. φάρμακο·
- καλό χειμώνα! βλ. λ. χειμώνας·
- καλό χερικό, βλ. λ. χερικό·
- καλό(ν) ύπνο! βλ. λ. ύπνος·
- καλός αλλά λίγος, λέγεται για κάποιον που γενικά είναι ανεπαρκής, είναι μέτριος: «καλός είναι ο φίλος σου, αλλά λίγος || καλός μηχανικός αλλά λίγος || καλός συγγραφέας αλλά λίγος»·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός είναι και τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητά παράλογα, παράδοξα πράγματα: «θέλει τόσα λεφτά χωρίς να μου υπογράψει μια απόδειξη; Καλός είναι και τούτος!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά, σαν να ψάχνει ο ομιλών να δει κάποιον για να του δείξει, υποτίθεται, το άτομο στο οποίο αναφέρεται· βλ. και φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός είναι κι αυτός! λέγεται με δυσαρέσκεια για άτομο που δεν αποδείχτηκε καλό, που δεν αποδείχτηκε εντάξει: «καλά, όταν είχες ανάγκη δε σε βοήθησε ούτε ο φίλος σου; -Καλός είναι κι αυτός!»· βλ. και φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός είσαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλός κι άγιος, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι άγιος… (ακολουθεί κύριο όνομα) αλλά…, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι όσιος, βλ. λ. όσιος·
- καλός και τούτος! βλ. φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- καλός κι αυτός! βλ. φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός κύριος! βλ. λ. κύριος·
- καλός μαλάκας και του λόγου σου! βλ. λ. μαλάκας·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, βλ. λ. γάτα·
- καλός πολίτης! βλ. λ. πολίτης·
- καλού κακού, για κάθε πιθανή περίπτωση ή περίσταση, για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρα καλού κακού και το παλτό μαζί μου»·
- καλούς απογόνους! βλ. λ. απόγονος·
- καλούς κληρονόμους! βλ. λ. κληρονόμος·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε καλά, ενδιαφέρσου, ενεργοποιήσου, βρες τη λύση: «όσο μπορούσα να σε βοηθήσω σε βοήθησα, από δω και πέρα κάνε καλά». Πολλές φορές, άλλοτε μετά το ρ. της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακούγεται το εσύ·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλό, ενεργώ ευεργετικά στην υγεία, ωφελώ: «τα θαλάσσια μπάνια κάνουν καλό»· (γενικά) επενεργώ ευεργετικά: «αυτός ο άνθρωπος κάνει καλό σε όλους»·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: ρουλέτα είναι η ζωή και τσόχα η κοινωνία, άλλος την κάνει την καλή κι άλλος δεν έχει μία
- κάνω το καλό, ενεργώ ευεργετικά, επ’ ωφελεία: «όταν μπορώ, κάνω το καλό σ’ όποιον έχει ανάγκη». (Λαϊκό τραγούδι: χάρε μου, σε παρακαλώ, αν θέλεις, κάμε το καλό· ένα κορμί που λιώνει θ’ αναπάψεις – πια δε βαστώ, πια δε βαστώ
- κάνω τον καλό, προσποιούμαι τον καλό: «εμένα μη μου κάνεις τον καλό, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι»·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- κατά τ’ άλλα καλά, βλ. λ. άλλος·
- κάτσε καλά! α. (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) μη συμπεριφέρεσαι ανάρμοστα, άστοχα, μην κάνεις φασαρία, μην ατακτείς: «κάτσε καλά, γιατί θα φας ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουν ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά). Ακούστηκε πολύ ως σύνθημα κατά του υπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη στη διάρκεια των μαθητικών διαδηλώσεων κατά της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του στην Παιδεία: κάτσε καλά, κάτσε καλά, Γεράσιμε, Γεράσιμε, κάτσε καλά(!). β.(για πολλούς) κάτσετε καλά! (Λαϊκό τραγούδι: όμορφα τους μιλήσανε στο καπηλειό του Ντάλα – α! ρε μάγκες, κάτσετε καλά αχ, σαν τα παιδιά τα άλλα)·  
- κι εσύ και το καλό σου, απαξιωτική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι και με ό,τι άλλο καλό συνεπάγεται η επαφή μας μαζί του: «επειδή είσαι πλούσιος, έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να μας κάνεις ό,τι θέλεις, ε άντε λοιπόν κι εσύ και το καλό σου». (Δημοτικό τραγούδι: αχ παναθεμά σε, ξενιτιά, τζιβαέρι μου, κι εσύ και το καλό σου,σιγανά, σιγανά, σιγανά πατάω στη γη
- κι ο χορός καλά κρατεί, βλ. λ. χορός·
- κόβω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κοιμάται του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- κοίτα καλά, α. πρόσεχε, πρόσεξε: «κοίτα καλά, γιατί με τις παλιοπαρέες που έμπλεξες θα το φας το κεφάλι σου». β. έλεγξε προσεκτικά: «κοίτα καλά αν ξέχασα τα κλειδιά στο γραφείο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Νικολή, κοίτα καλά μη μας κάναν ζούλα το λουλά, μη μας πήραν το καλάμι κι απομείνουμε χαρμάνι
- κοίταξε καλά! απειλητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται με τρόπο που μας ενοχλεί ή μας θίγει: «κοίταξε καλά, γιατί αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε πετάξω έξω απ’ την τάξη! || κοίταξε καλά, γιατί αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!»·
- κρατήσου καλά! βλ. φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κρατιέμαι καλά, α. έχω πολλά χρήματα: «όσο κρατιέμαι καλά, δεν έχω την ανάγκη κανενός». β. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου: «παρ’ όλη την ηλικία μου κρατιέμαι καλά»·
- κρατιέσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον στον οποίο πρόκειται να του ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κάθεσαι καλά(;)·
- λέγε τα καλά να ’ρχονται καλά, ευχετική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα· βλ. και λ. καλομελετώ·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λίγα και καλά, βλ. λ. λίγος·
- λίγα λόγια και καλά, βλ. λ. λόγος·
- λίγα χρόνια και καλά, βλ. λ. χρόνος·
- μα καλά..., εισάγει έκφραση απορίας: «μα καλά, έχεις σκοπό να τα βάλεις μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο! || μα καλά, θα διαλύσεις την οικογένειά σου γι’ αυτή την παρδαλή;»·
- μα τι στο καλό! έκφραση έκπληξης ή απορίας για κάτι αρνητικό που διαρκεί: «μα τι στο καλό, πάλι όχι είπε! || μα τι στο καλό, ακόμη δεν ήρθε! || μα τι στο καλό, πάλι βρέχει! || μα το στο καλό, πάλι μεθυσμένος είσαι!»·
- με καλή παρέα και στην Κόλαση, βλ. λ. παρέα·
- με καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- με το καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με κάτι ή που έχει την πρόθεση να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάτι, ή σε κάποιον που μας αναφέρει πως σε λίγο καιρό περιμένει να εξελιχθεί κάτι επ’ ωφελεία του: «αύριο κάνω τα εγκαίνια του μαγαζιού μου. -Με το καλό! || σκέφτομαι να επεκτείνω τη δουλειά μου. -Με το καλό! || σ’ ένα μήνα απολύεται ο γιος μου απ’ το στρατό. -Με το καλό!». β. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας ανακοινώνει πως φεύγει για ταξίδι ή πως πρόκειται να ταξιδέψει: «φεύγω για Ρόδο και τρέχω να προλάβω τ’ αεροπλάνο. -Με το καλό! || την άλλη βδομάδα θα πάω στην Αθήνα για μια δουλειά. -Με το καλό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό, με ήπιο τρόπο, ήρεμα: «προσπάθησα να τον συμβουλέψω με το καλό, γιατί είναι πολύ νευρικό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: με το καλό δεν πιάνεσαι, με το κακό σε πήρα, με τα μυαλά που κυβερνάς, πάλι θα μείνεις χήρα
- με το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), λέγεται στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι ή πόδι, αν είμαστε δεξιόχειρες, ή το αριστερό χέρι ή πόδι, αν είμαστε αριστερόχειρες: «σημάδεψα προσεκτικά κι έριξα την πέτρα με το καλό μου || έστησα την μπάλα και την κλότσησα με το καλό μου»·
- με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι ή για μακροχρόνια απουσία: «πήγαινε τώρα στο στρατό να υπηρετήσεις τη θητεία σου και με το καλό να γυρίσεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να μας μπει και με το καλό να μας βγει, ευχή με διάθεση αστεϊσμού που ανταλλάσσουν δυο άτομα μεταξύ του την πρωτοχρονιά ή την πρώτη του μηνός, με την έννοια ο χρόνος ή ο μήνας που μπαίνει να περάσει χωρίς προβλήματα·
- με το καλό να πας! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που έχει την πρόθεση να αναχωρήσει για κάπου: «όταν τελειώσω το στρατιωτικό μου, θα πάω στη Γερμανία να συνεχίσω τις σπουδές μου. -Με το καλό να πας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι. Πρβλ.: σαν πας στην Καλαμάτα και ’ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντίλι να δέσω στο λαιμό (Δημοτικό τραγούδι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- μήπως δε βλέπω καλά; βλ. φρ. βλέπω καλά(;)·
- μια και καλή, α. οριστικά, τελειωτικά: «θέλω να ξεμπερδεύω μια και καλή μαζί σου». (Τραγούδι: κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη μια και καλή θα σε ξεγράψω). β. (για ενέργεια) με μια προσπάθεια, σε μια προσπάθεια: «έριξε στο στόχο του και πέτυχε μια και καλή». γ. συνεχόμενα, όχι τμηματικά: «σήκωσε το ποτήρι του κι ήπιε μια και καλή το ουίσκι»· βλ. και φρ. μια κι έξω, λ. έξω·
- μιλώ καλά; βλ. φρ. τα λέω καλά (;)·
- μόνο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- μου βγήκε σε καλό, η επιλογή που έκανα εξελίχθηκε υπέρ εμού, επ’ ωφελεία μου: «πήρα μέρος στο συνεταιρισμό τους με μισή καρδιά, αλλά στο τέλος μου βγήκε σε καλό, γιατί η δουλειά πήγε περίφημα»·
- μπα σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.) έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι αρνητικό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον ή από κάτι, και που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο: «μπα σε καλό μου, πώς κάνω τέτοια λάθη! || μπα σε καλό σου, πάλι μεθυσμένος είσαι! || μπα σε καλό του, πάλι έμεινε χωρίς λεφτά! || μπα σε καλό σου, πάλι εσύ θα πληρώσεις! || μπα σε καλό του, πάλι έχει δυνατά την τηλεόρασή του!»· βλ. και φρ. σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ)·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την αρνητική μας στάση ή τοποθέτηση για κάποιον ή για κάτι: «αν δε φέρνεις αντιρρήσεις σ’ αυτό που σου λέει, δε θα σ’ αφήσει ποτέ αβοήθητο. -Να λείπει κι αυτός και το καλό του, που θα χάσω την ανεξαρτησία μου || αν δεν έχεις λεφτά, θα σ’ αγοράσω εγώ τ’ αυτοκίνητο. -Να λείπει κι αυτό το καλό του, γιατί δε θέλω να σκοτωθώ»·
- ναι καλά! βλ. φρ. καλά τώρα(!)·
- να μη δεις καλό, είδος κατάρας, με την έννοια να μην προκόψεις στη ζωή σου·
- … νάν’ καλά, ευχετική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι που μας βοηθάει, μας συμπαραστέκεται ή μας κάνει χαρούμενους ή ευτυχισμένους για κάτι: «αγόρασε ό,τι θέλεις, κούκλα μου, τα λεφτά νάν’ καλά || η υγεία νάν’ καλά κι από λεφτά δουλεύεις και τ΄ αποκτάς || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, νάν’ καλά ο φίλος του που τον περιμάζεψε». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε βλάμισσα καλά, το πορτοφόλι νάν’ καλά, στα μπουζούκια σ’ έχω φέρει για να σπάσουμε νταλγκά
- να πας στο καλό! α. ευχετική έκφραση κατά την αναχώρηση κάποιου: «αφού ήρθε η ώρα να φύγεις, να πας στο καλό!». (Λαϊκό τραγούδι: μες στα μάτια κοίταξέ με τελευταία πια φορά. Στο καλό να πας, καλή μου, πάντα να περνάς καλά). β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας λέει πως θα φύγει, και μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του·
- να ’σαι καλά! α. φιλοφρονητική απάντηση στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος ύστερα από την εξυπηρέτηση που του κάναμε. β. ευχή σε κάποιον για υγεία. (Λαϊκό τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά
- να ’σαι καλά που…, α. έκφραση με την οποία επιβραβεύουμε την κίνηση ή την ενέργεια κάποιου, με την έννοια ευτυχώς που…: «να ’σαι καλά που με βοήθησες, γιατί αλλιώς δε θα τη γλίτωνα τη φυλακή». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «έμαθα πως ήσουν άρρωστος. -Να ’σαι καλά που ήρθες και με είδες!»·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, βλ. λ. βελέντζα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- ναι και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά·
- ντε και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλεις ντε καλά σώνει να πεθάνει δηλαδή
- ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του, βλ. λ. ξεμπερδεύω·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξεσήκωσε τα καλά (του τάδε), βλ. φρ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- ο αχ καλέ, βλ. λ. αχ·
- ο δρόμος του καλού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός πάντα το καλό, βλ. λ. Θεός·
- ο καλός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ο καλός καλό δεν έχει, τον έντιμο άνθρωπο δεν τον αφήνουν να προκόψει στη ζωή του: «κοίτα να συμπεριφερθείς ανάλογα σ’ αυτούς που σ’ εχθρεύονται, γιατί ο καλός καλό δεν έχει». (Λαϊκό τραγούδι: ο καλός, ο καλός καλό δεν έχει, μόνος στο σκοτάδι τρέχει. Της καρδιάς, της καρδιάς του το χρυσάφι, το πουλάνε στο σαράφη
- ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται, βλ. λ. καραβοκύρης·
- ο καλός κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο καλός ο γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό σου πιο καλός, βλ. λ. γείτονας·
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, βλ. λ. καπετάνιος·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο καλός σου, αναφέρεται μειωτικά για κάποιον του οποίου το όνομα ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε: «ήρθε πρωί πρωί ο καλός σου και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, βλ. λ. ποντικός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- οι παλιές καλές μέρες! βλ. λ. μέρα·
- όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. λ. όλος·
- όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ. λ. όλος·
- όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα τα καλά εκείνα που σου τάζει
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- όλο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. ψωριάρης·
- όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όταν με το καλό…, δηλώνει τον ερχομό κάποιας περιόδου που θα έρθει φυσιολογικά: «όταν με το καλό τελειώσεις το Λύκειο, θα σε στείλω για σπουδές στο εξωτερικό». Ακούγεται και σε περίπτωση θανάτου: «όταν με το καλό πεθάνω, όλη η περιουσία μου θα γίνει δική σου», δηλ. όταν πεθάνω φυσιολογικά, πλήρης ημερών·
- όψη, θρέψη καλή, βλ. λ. όψη·
- πάει καλά! α. δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή των λόγων κάποιου: «αφού λες πως σε μια βδομάδα θα μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, πάει καλά!». β. έκφραση που δηλώνει δυσφορία και αφήνει υπονοούμενο για περαιτέρω δυσμενή εξέλιξη: «δε θέλεις να μου πληρώσεις αυτά που μου χρωστάς; Πάει καλά!»·
- πάει καλά, (για ασθενείς) η υγεία του εξελίσσεται ομαλά, βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης: «πήγα στο νοσοκομείο να δω το φίλο μου και διαπίστωσα πως πάει καλά»· βλ. και φρ. πάμε καλά·
- πάει καλά; α. έχει σώας τας φρένας του; είναι καλά στα μυαλά του (;): «πάει καλά, ο άνθρωπος, που θέλει να πάει με τα πόδια στην Αθήνα;». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φίλε, τι ώρα έχεις; -Δώδεκα. -Πάει καλά;»· βλ. και φρ. πας καλά(;)·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- πάλι καλά που…, α. έκφραση ανακούφισης ή ικανοποίησης, που δηλώνει πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει χειρότερα από ό,τι έγιναν: «τρακάραμε μ’ ένα αυτοκίνητο που ερχόταν απ’ την αντίθεση κατεύθυνση, αλλά πάλι καλά που δε σκοτωθήκαμε». β. δηλώνει και ειρωνεία: «δηλαδή, αν δε συμφωνήσεις μ’ αυτά που γράφονται στο συμβόλαιο, δε θα το υπογράψεις; -Πάλι καλά που το κατάλαβες»·
- πάμε καλά, ικανοποιητική διαπίστωση για την πορεία εργασίας, διαδικασίας, υπόθεσης ή γενικά των πραγμάτων που μπορούν να απασχολούν έναν άνθρωπο. Γνωστή και η φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή έξω πάμε καλά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. πάει καλά·
- πάντα καλά, ευχή σε άτομο, που στην ερώτηση πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, απαντάει καλά·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πας καλά; α. έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά που πιστεύεις πως αν πέσεις απ’ τον έβδομο όροφο δε θα πάθεις τίποτα; || πας καλά που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου, θέλεις να σου πληρώσω ένα εκατομμύριο;». Μερικές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φιλαράκι, τι ώρα έχεις; -Δέκα. -Πας καλά;». Συνών. πας σωστά(;)· βλ. και φρ. πάει καλά (;)· 
- πας καλά με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πατώ καλά, βλ. φρ. πατώ γερά, λ. γερός·
- πάω καλά, η υγεία μου, τα οικονομικά μου και γενικά η ζωή μου εξελίσσεται καλά, ομαλά: «κάποτε είχα προβλήματα, αλλά τώρα πάω καλά»·
- πάω καλά; α. είναι σωστή η πορεία, η κατεύθυνσή μου, είναι σωστός ο δρόμος που ακολουθώ για να φτάσω στον προορισμό μου(;): «πάω καλά για το Λευκό Πύργο;». β. είναι σωστός, είναι ενδεδειγμένος ο τρόπος με τον οποίο ενεργώ για να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που ξέρεις, πάω καλά για να πάρω το δάνειο ή μήπως χρειάζεται να κάνω κάτι διαφορετικό;»·
- περνώ καλά ή την περνώ καλά, ζω καλά, ευχάριστα: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου, γιατί περνώ καλά». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοιον άντρα έχω βρει, μάνα μ’, να με παντρευτεί και θα την περνώ καλά μες τα χάδια τα πολλά
- περνώ στο καλό, βλ. φρ. περνώ στο καθαρό, λ. καθαρός·
- περπατώ καλά, συμπεριφέρομαι σωστά, έντιμα: «μάθε να περπατάς καλά, αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου το αποδείξει πως περπάτησε καλά, όσο και να είμαι ιππότης θα τιμωρηθεί σκληρά
- περπατώ καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγαινε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή, πλουτίζω, ιδίως ανέλπιστα ή ραγδαία, εκμεταλλευόμενος διάφορες ευνοϊκές καταστάσεις: «μόλις βγήκε το κόμμα του, με δυο τρεις καλές δουλειές που πήρε, έπιασε την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου· πήγα να πιάσω την καλή κι έμεινα ρέστος και ταπί κι έχασα τα λεφτά μου
- πιαστήκαμε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκαν για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- ποιο καλό; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι μας προέκυψε κάτι καλό: «αφού τον βοήθησες όλο και κάτι καλό θα έκανε για σένα. -Ποιο καλό; Ούτε τα ναύλα δε μου ’δωσε για να γυρίσω πίσω»·
- ποιο το καλό; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν είχαμε την ανάλογη ευνοϊκή αντιμετώπιση την οποία περιμέναμε ή απαιτούσαμε από κάποιον: «εγώ έγινα θυσία να τον εξυπηρετήσω και ποιο το καλό; Όταν ζήτησα κάποτε τη βοήθειά του έκανε πως δε μας ήξερε»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- πότε με το καλό; έκφραση ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο χρόνο, όταν μας αναγγέλλει κάποιος αόριστα πως θα επιχειρήσει κάτι ή πως περιμένει να του συμβεί κάποιο ευχάριστο γεγονός: «σκοπεύω να παντρευτώ. -Πότε με το καλό; || σκοπεύω ν’ ανοίξω ένα μπαράκι. -Πότε με το καλό; || σήμερα μου τηλεφώνησε ο γιος μου πως θα ’ρθει απ’ το εξωτερικό. -Πότε με το καλό;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο καλό είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, αλλά δε γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο καλό είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω απ’ το μεσημέρι! || πού στο καλό είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο καλό ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε στη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο καλό ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο καλό πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο καλό πήγε ο χαρτοφύλακάς μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο καλό πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο καλό πήγες και σε ψάχνω απ’ το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- πώς στο καλό! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο καλό ζουν μέσα σε τόση φτώχεια!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο καλό έδειρε αυτόν τον άντρακλα!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς την ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στον κόρακα(!)·
- ρε, κανένας (κάνας) καλόοοος! επιφωνηματική έκφραση ή έκφραση απελπισίας στην περίπτωση που αντιμετωπίζει κάποιος συνεχώς άτομα που συμπεριφέρονται παράλογα ή που δε συμπεριφέρονται με τιμιότητα·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- σαν δε μας τα λες καλά! ή σαν να μη μας τα λες καλά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου. Λέγεται και με κάποια ειρωνική διάθεση: «μου φαίνεται σαν να μη μας τα λες καλά, γιατί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τάδε, τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά»·
- σαν καλά (να) μ’ ακούγεται! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχικά μας  ικανοποιεί, μας ενδιαφέρει αυτό που μας λέει, που μας προτείνει κάποιος, γιατί έχουμε την εντύπωση πως θα εξελιχθεί προς όφελός μας: «για πες μου περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί σαν καλά μ’ ακούγεται!»·
- σαν καλά (να) μας τα λες! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχίζουμε να αποδεχόμαστε, να συμφωνούμε με τα λεγόμενα κάποιου, που αρχικά είχαμε αμφιβολίες ή δισταγμούς: «τώρα που το καλοσκέφτομαι, έχω την εντύπωση πως σαν καλά μας τα λες!»·
- σαν τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- σε καλή μεριά! βλ. λ. μεριά·
- σε καλή τιμή, βλ. λ. τιμή·
- σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.), α. έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που κάναμε, ενώ δεν έπρεπε ή δε θέλαμε να το κάνουμε: «σε καλό μου, πώς μπόρεσα κι αντιμίλησα στον πατέρα μου! || σε καλό σου, ήταν διαγωγή αυτή! || πώς σε καλό του, είπε τέτοιο λόγο για σένα!». (Λαϊκό τραγούδι: σε καλό μου, Παναγιά μου, πούλησα τον μπαγλαμά μου). β. έκφραση που δηλώνει ευχάριστη έκπληξη για κάτι που λέμε ή μας λένε και που το θεωρούμε ευχάριστο, διασκεδαστικό ή ευρηματικό. γ. ευχετική έκφραση από εμάς τους ίδιους για τον εαυτό μας, επειδή φταρνιστήκαμε, ή σε άτομο που φταρνίστηκε, με την έννοια να έχουμε καλή υγεία, γιατί το φτάρνισμα θεωρείται πρόδρομος κρυολογήματος. Παλαιότερα όμως η ευχετική αυτή έκφραση δινόταν και για το λόγο ότι επικρατούσε η αντίληψη πως κατά τη διάρκεια του φταρνίσματος έβγαιναν ή έμπαιναν διάφορα κακοποιά πνεύματα στον άνθρωπο που είτε με τον ένα τρόπο (βγαίνοντας) είτε με τον άλλο (μπαίνοντας) θα του έκαναν κακό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα. Συνών. γεια μου! (σου! του! της!) / γείτσες(!)·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- σε καλό να μου βγει!  α. ευχή που δίνει κάποιος στον εαυτό του, όταν αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις, που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται διφορούμενα σημάδια. Τέτοιες καταστάσεις που επιδέχονται ευχετική παρέμβαση εκ μέρους μας είναι: όταν μας τρώει (= φαγουρίζει) η δεξιά μας παλάμη, γιατί υπάρχει η αντίληψη, πως θα δώσουμε λεφτά ή πως θα φάμε ξύλο· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη. β.  όταν παίζει το ματοτσίνορό μας, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα δούμε κάποιο άτομο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να δούμε άτομο που είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). γ. όταν φταρνιζόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας θυμάται (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι το άτομο που μας θυμάται να είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). δ. όταν βουίζει το αριστερό μας αφτί, γιατί η αντίληψη είναι πως θα ακούσουμε κάτι κακό· βλ. και φρ. ποιο αφτί μου βουίζει; λ αφτί. ε. όταν μας φαγουρίζει η μύτη ή όταν χασμουριόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας κακομελετάει. στ. όταν γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα μας προκύψει μια μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ., θα μας βγει ξινό το γέλιο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου·
- σε καλό σου! ή στο καλό σου! α. έκφραση συμπάθειας σε άτομο που μας διασκεδάζει με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, πάλι μ’ έκανες και γέλασα!». β. έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που μας ενοχλεί συστηματικά με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το μπα·
- σκέψου καλά! ή σκέψου το καλά! (προειδοποιητικά ή συμβουλευτικά) πρόσεξε πολύ, πριν αποφασίσεις: «σκέψου καλά, πριν κάνεις αυτόν το συνεταιρισμό μαζί του! || σκέψου το καλά, πριν πάρεις την απόφαση να διακόψεις τις σπουδές σου»· βλ. και φρ. μπα σε καλό σου(!)·
- στα καλά, απόλυτα, εντελώς, τελείως: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος μάλωσαν στα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: στη Δραπετσώνα θα ’ρθω ένα βραδάκι και θα μεθύσω με ούζα στα καλά, θα τραγουδήσω ν’ ακούσεις τι μεράκι τι πόνο έχω για σένα στην καρδιά)· βλ. και φρ. για τα καλά·
- στα καλά καθούμενα ή στα καλά του καθούμενου ή στα καλά του καθουμένου ή στα καλά των καθουμένων, α. εντελώς αναπάντεχα, εντελώς απρόβλεπτα: «κι εκεί που ήμασταν ξαπλαρωμένοι στην αμμουδιά και κάναμε ηλιοθεραπεία, στα καλά καθούμενα μαύρισε ο ουρανός κι άρχισε να βρέχει!». β. χωρίς σοβαρή αφορμή, χωρίς σοβαρό λόγο: «ήρθε στα καλά καθούμενα κι άρχισε να φωνάζει και να μας απειλεί πως θα μας δείρει». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ’φταιξα αχ, Γιάννη μου, τη στάμνα να μου σπάσεις και στα καλά καθούμενα φωτιά να μου ανάψεις)· βλ. και λ. καθούμενος·
- στέκει καλά ή στέκεται καλά, είναι καλά στην υγεία του ή βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «παρ’ όλα τα χρόνια του στέκεται καλά || είχε κάτι δυσκολίες στη δουλειά του, αλλά τώρα στέκεται πάλι καλά»·
- στην αναβροχιά καλό (είν’) και το χαλάζι, βλ. λ. αναβροχιά·
- στο καλό! α. ευχή ως απάντηση στο αντίο που μας λέει κάποιο άτομο τη στιγμή που φεύγει, και συνοδεύεται από διάφορες χειρονομίες. Ιδιαίτερα, όταν αυτός που φεύγει, ιδίως για ταξίδι, και έχει ήδη απομακρυνθεί, τότε ακολουθούν χειρονομίες, όπως ανέμισμα μαντιλιού στον αέρα, σήκωμα της παλάμης που κινείται ρυθμικά δεξιά αριστερά σκίζοντας με τις κόψεις της τον αέρα ή σήκωμα της παλάμης με τα δάχτυλα να κινούνται αλλεπάλληλα όλα μαζί ή με τα δάχτυλα (δείκτη και μεσαίο) να σχηματίζουν V, που είναι το σήμα της νίκης. (Λαϊκό τραγούδι: στο καλό καημέ μου πικρέ κι αγαπημένε, και μην κλάψεις για μένα ποτέ, οι άντρες δεν κλαίνε, δεν κλαίνε). β. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας είναι ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. (Λαϊκό τραγούδι: αν θες να φύγεις, στο καλό,εγώ δε σε κρατάω, για μένα κάποιος θα βρεθεί, χαμένος δε θα πάω // μη χτυπιέσαι και κάνεις σαν τρελή· έφυγε και πάει το πουλί· δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, φύγε, στρίψε, και άντε στο καλό
- στο καλό και με τη νίκη! βλ. λ. νίκη·
- στο καλό και να μας γράφεις! α. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας ήταν ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. β. αποχαιρετισμός με διάθεση αστεϊσμού, από τη στιγμή που, το άτομο που φεύγει, δεν πάει μακριά ή που θα το ξαναδούμε σε σύντομο χρονικό διάστημα·
- στο καλό κι απ’ το πεζοδρόμιο! βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- στο λέω για καλό σου, σε προειδοποιώ για το συμφέρον σου: «πάψε να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, στο λέω για καλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορίτσι ανήλικο, στο λέω για καλό σου και βάλτο στο μυαλό σου· φωτιά μου βάζεις στην καρδιά κι είμαι πατέρας με παιδιά
- στον παλιό καλό καιρό! βλ. λ. καιρός·
- σύρε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- σώνει και καλά, με το ζόρι, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «ήρθε πρωί πρωί και σώνει και καλά ήθελε να του δώσω δανεικά». Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά του ενός χεριού να χτυπάει ρυθμικά μέσα στην ανοιχτή παλάμη του άλλου χεριού. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πονηροί μου κάναν μπλόκο στης γκόμενας το μαχαλά και μου πουλάγαν νταηλίκι να φύγω σώνει και καλά
- τα καλά και συμφέροντα, βλ. λ. συμφέρον·
- τα καλά κόποις κτώνται, βλ. λ. κόπος·
- τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, βλ. λ. Γιάννης·
- τα καλά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- τα λέω καλά; έκφραση με την οποία κλείνει ο ομιλητής την κουβέντα του, σαν να ζητάει από το συνομιλητή του να επιβεβαιώσει την ορθότητα των λόγων του: «κάνε τα πάντα να χωρίσεις την κόρη σου απ’ αυτόν τον αλήτη, γιατί, έτσι πωρωμένος που είναι, θα τη βγάλει στο καλντερίμι. Τα λέω καλά;»·
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- τα πάμε καλά, οι σχέσεις μας είναι αρμονικές: «δεν έχω κανένα παράπονο απ’ το συνέταιρό μου, γιατί απ’ την αρχή του συνεταιρισμού μας τα πάμε καλά»·
- τα πάω καλά με…, έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι καλό παιδί || τα πάω καλά με το ποτό κι αν δεν πιω το βράδυ τα ουισκάκια μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ»·
- τα πήγε καλά, αντεπεξήλθε με επιτυχία σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή ενέργειά του ή σε κάτι που του αναθέσαμε να διεκπεραιώσει: «τα πήγε καλά με την καινούρια του δουλειά || τα πήγε καλά στις εξετάσεις που έδωσε || τα πήγε καλά με την υπόθεση που του ανέθεσα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα ’χουμε καλά, βλ. φρ. τα πάμε καλά·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
- την έπαθα για καλά ή την έπαθα για τα καλά, βλ. φρ. την πάτησα για καλά. (Λαϊκό τραγούδι: φοβάμαι μήπως τηνε πάθω για καλά, κι απ’ την αγάπη μη μου στρίψουν τα μυαλά 
- την πάτησα για καλά ή την πάτησα για τα καλά, α. έπαθα ολοκληρωτική καταστροφή, βρίσκομαι σε αδιέξοδο: «μπλέχτηκα με δουλειά που δεν την ήξερα και την πάτησα για τα καλά». β. ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την πάτησα για τα καλά μαζί της»·
- την ποτίζω καλά, βλ. λ. ποτίζω·
- την ταΐζω καλά, βλ. λ. ταΐζω·
- τι καλά! έκφραση ικανοποίησης για κάτι που μας είναι πολύ αρεστό: «θα είναι και ο τάδε το βράδυ στην παρέα μας. -Τι καλά! || μου είπε ο τάδε να σου δώσω αυτό το ποσό. -Τι καλά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το αχ·
- τι καλά, καλάθια! βλ. λ. καλάθι·
- τι καλά, καλάμια! βλ. λ. καλάμι·
- τι λες καλέ! βλ. λ. λέω·
- τι στο καλό! α. έκφραση που δηλώνει εκνευρισμό ή δυσφορία: «τι στο καλό θέλει τέτοια ώρα μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να κάνει κάτι που θεωρούμε πως του είναι εύκολο ή όταν θέλουμε να του δώσουμε θάρρος να κάνει κάτι που θέλει αλλά διστάζει: «τι στο καλό, δεν μπορείς να πηδήξεις αυτό το μικρό χαντάκι! || εσύ έχεις κάνει τόσα και τόσα και τώρα, τι στο καλό, κωλώνεις σ’ αυτό το τιποτένιο!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο καλό έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο καλό έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο καλό έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο καλό έγινες τώρα που σε χρειάζομαι!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!) ·
- τι στο καλό έπαθε; α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη συμπεριφορά κάποιου ατόμου, που, πολλές φορές, μας είναι ακατανόητη: «τι στο καλό έπαθε ο τάδε και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο;». β. (για μηχανήματα) έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κακή λειτουργία ή για βλάβη, που, πολλές φορές, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «τι στο καλό έπαθε και σβήνει κάθε τόσο η μηχανή;»·
- τι στο καλό ήθελα και… ή τι στο καλό ήθελα να…, έκφραση με την οποία δείχνουμε  πως μετανιώσαμε γι’ αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «τι στο καλό ήθελα να μιλήσω και παρεξηγήθηκα! || τι στο καλό ήθελα να τον φωνάξω στην παρέα μας, αφού ήξερα πως είναι καβγατζής! || τι στο καλό ήθελα και πήγα, αφού ήμουν σίγουρος πως δε θα περνούσα καλά!»·
- τι στο καλό θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο καλό θέλει πρωί πρωί». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο καλό κάνεις! επιφωνηματική έκφραση απορίας σε κάποιον που ασχολείται με πράγματα που είναι έξω από τις οδηγίες μας ή από την ορθή διαδικασία. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης·
- το δέκα το καλό, βλ. λ. δέκα·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το δύο το καλό, βλ. λ. δύο·
- το καλό είναι που… ή το καλό είναι πως… ή το καλό είναι ότι, α. το ευχάριστο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση είναι που…, είναι πως…, είναι ότι: «το καλό είναι που, ενώ ο καιρός ήταν χάλια, ξαφνικά άρχισε ν’ ανοίγει || το καλό είναι πως μια τυχαία συνάντηση εξελίχθηκε σε μεγάλη φιλία || το καλό είναι ότι, κάθε φορά που συναντάω τον τάδε, διασκεδάζω αφάνταστα». β. λέγεται και με αρνητική ή ειρωνική διάθεση: «το καλό είναι ότι, αντί να μου επιστρέψει τα λεφτά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), το δεξί χέρι ή πόδι του δεξιόχειρα ή το αριστερό χέρι ή πόδι του αριστερόχειρα: «σήκωσα το καλό μου και του άστραψα μια μπάτσα || σήκωσα το καλό μου και του κοπάνησα μια κλοτσιά»·
- το καλό να λέγεται, α. πρέπει να παραδεχόμαστε κάτι που είναι καλό, που έχει αξία: «τ’ αυτοκίνητό σου είναι πολύ πιο καλό απ’ το δικό μου, το καλό να λέγεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που τρώμε κάποιο πολύ νόστιμο φαγητό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. το σωστό να λέγεται, λ. σωστός κ. το ωραίο να λέγεται, λ. ωραίος·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το καλό που σου θέλω, α. έκφραση με την οποία προειδοποιούμε κάποιον από ενδιαφέρον να προσέχει τις ενέργειές του: «το καλό που σου θέλω, μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». β. απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να αλλάξει τακτική απέναντί μας, γιατί θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του: «το καλό που σου θέλω, πάψε να ενοχλείς την κόρη μου, γιατί θα σε σαπίσω στο ξύλο»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δεν το χωρίζουν, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, βλ. λ. όνομα·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, βλ. λ. πόδι·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πράγμα·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- το ’μαθε καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ’μαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), βλ. λ. μοναστήρι·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το ’χω για καλό ή το ’χω σε καλό, θεωρώ πως είναι καλόςοιωνός κάτι: «το ’χω για καλό όταν δω στον ουρανό να πετάει άσπρο περιστέρι»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έκανα καλά, τον θεράπευσα: «γύρισε σ’ ένα σωρό γιατρούς και μόνο εγώ μπόρεσα και τον έκανα καλά»· βλ. και φρ. τον κάνω καλά·
- τον έμαθα απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον έμαθα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έπιασα με το καλό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό·
- τον κάνω καλά, τον τιθασεύω, τον υποτάσσω, τον νικώ, του επιβάλλομαι: «είναι τόσο άτακτος, που μόνο εσύ μπορείς να τον κάνεις καλά || τον κάνω καλά και μ’ ένα χέρι»· βλ. και φρ. τον έκανα καλά·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, γνωρίζω καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική πλευρά: «έλα σε μένα να σου πω τι καπνό φουμάρει αυτός ο τύπος, γιατί τον ξέρω απ’ την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο μου κάνανε πολλές για μάνα και πατέρα, μα ’γω σας ξέρω απ’ την καλή και μην κουράζεσαι, κι εσύ που μας ορκίζεσαι, θα φύγεις κάποια μέρα). Αναφορά  στην εξωτερική πλευρά του υφάσματος·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, γνωρίζω πάρα πολύ καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική του πλευρά: «πάμε να ρωτήσουμε τον τάδε γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον ξέρει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη». Αναφορά στην εξωτερική και τη μέσα πλευρά του υφάσματος·
- τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα με το καλό, του συμπεριφέρθηκα με ήπιο, με ευγενικό τρόπο: «τον πήρα με το καλό κι άρχισα να τον συμβουλεύω»·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, δοκίμασα όλες τις τακτικές, όλους τους τρόπους: «τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, αλλά αυτός δεν έλεγε ν’ αλλάξει γνώμη»·
- τον στόλισε για τα καλά, τον καθύβρισε: «τον τσάκωσε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά του και τον στόλισε για τα καλά»·
- τόσο καλά! α. θαυμαστική έκφραση σε κάποιον που μας διηγείται αναλυτικά κάποια επιτυχία του ή ευτυχισμένη στιγμή του: «έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι και στο τέλος ένας ένας ήρθαν και μου σφίξανε το χέρι. -Τόσο καλά! || δε θα ξαναπεράσω τόσο όμορφο καλοκαίρι, όπως πέρασα φέτος μ’ αυτή τη γυναίκα. -Τόσο καλά!». β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει αναλυτικά κάποια αποτυχία ή δυστυχία του: «πλημμύρισε το υπόγειο, έγινε βραχυκύκλωμα απ’ τα νερά κι όσες παραγγελίες έστειλα μου τις επέστρεψαν ως απαράδεκτες. -Τόσο καλά!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, βλ. λ. Αβραάμ·
- του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- του ’στριψε για καλά ή του ’στριψε για τα καλά, συμπεριφέρεται εντελώς παράλογα, τρελάθηκε οριστικά: «απ’ τη μέρα που του ’στριψε για καλά, δεν ξέρουμε πώς να του συμπεριφερθούμε || του ’στριψε για τα καλά και τον έκλεισαν στο τρελάδικο»·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές, του μίλησα ντόμπρα και σταράτα ή με συμβουλευτική ή ελεγκτική διάθεση: «τον κάλεσα στο γραφείο μου και του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, για να μην έχει ψευδαισθήσεις». Αναφορά στην εξωτερική και μέσα πλευρά του υφάσματος·
- του τα ’πα μια και καλή, του μίλησα αυστηρά και εφ’ όλης της ύλης: «του τα ’πα μια και καλή για να μην επανέρχομαι στο ίδιο θέμα»·
- του τα ’ψαλα απ’ την καλή, τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «του τα ’ψαλα απ’ την καλή μήπως και βάλει μυαλό, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τράβα στο καλό! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια, δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο, και τράβα στο καλό
- τρώω καλά, α. έχω συνέχεια ερωτικές κατακτήσεις και απολαμβάνω το σεξ: «έχω μπει σε μια παρέα από γυναίκες και τρώω καλά». β. αποκομίζω αρκετά κέρδη από μια δουλειά, από μια επιχείρηση: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και τρώει καλά»·
- τσακώνω την καλή ή την τσακώνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: θα ρίξω πάλι μια ζαριά, ίσως τα οικονομήσω, ή θα τσακώσω την καλή ή όλα θα τ’ αφήσω
- των αγίων τα καλά, βλ. λ. άγιος·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει, με καλοσύνη: «όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, μόνο ο τάδε μου φέρθηκε καλά». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά,πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια
- φέρομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- φορώ τα καλά μου, φορώ τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή φορώ τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία». (Τραγούδι: του παραδείσου τα παιδιά πίνουν τα βράδια τσικουδιά φοράνε τα καλά τους. Ρίχνουν ευχές, ρίχνουν φωνές σε συνειδήσεις ταπεινές του μήκους και του πλάτους
- χαίρω καλής φήμης, βλ. λ. φήμη·
- χειρονομία καλής θελήσεως, βλ. λ. χειρονομία·
- χίλιοι καλοί χωράνε, βλ. λ. χίλιοι·
- χρόνια καλά! βλ. λ. χρόνος·
- ώρα καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος.

κατάρα

κατάρα, η, ουσ. [<αρχ. κατάρα]. 1. θεϊκή επίκληση ή  επίκληση υπερφυσικών δυνάμεων από κάποιον, ώστε να πάθει κάποιος κάτι κακό, ο αναθεματισμός: «απ’ τα στόματα όλων ακούγονταν βαριές κατάρες για το δολοφόνο». 2. η μεγάλη δυστυχία, η συμφορά, η αθλιότητα, η κακοδαιμονία που κατατρέχει κάποιον ή που λυμαίνεται έναν χώρο: «κάποια κατάρα βαραίνει αυτή την οικογένεια και κάθε τόσο θρηνεί και κάποιο μέλος της || μην μπλέξεις μ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί, όσοι την ξέρουν, λένε πως η ζωή μαζί της είναι σκέτη κατάρα || ο πόλεμος είναι κατάρα». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γυρίζει σαν την άδικη κατάρα, βλ. φρ. τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα·
- δίνω μαύρες κατάρες, βλ. φρ. ρίχνω μαύρες κατάρες·
- έπιασαν οι κατάρες μου, πραγματοποιήθηκαν: «επιτέλους έπιασαν οι κατάρες μου κι αποκαλύφθηκαν οι απατεωνιές του»·
- κατάρα τη στιγμή, κατάρα για τη στιγμή που συνέβη κάτι κακό ή για κάτι που εκ των υστέρων αποδείχτηκε κακό: «κατάρα τη στιγμή που σε γνώρισα». (Τραγούδι: ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή,σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- με δέρνει κατάρα, βασανίζομαι, δυστυχώ, ταλαιπωρούμαι διαρκώς: «με την κατάρα που με δέρνει, πώς θέλεις να προκόψω στη ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: κατάρα με δέρνει βαριά, γι’ αυτό δε γνωρίζω χαρά
- οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο, έπαθε ο ίδιος αυτό που καταριόταν να πάθει κάποιος άλλος: «είναι κακός άνθρωπος, γι’ αυτό οι κατάρες του για τον τάδε γύρισαν στον ίδιο»·
- οι κατάρες του έπεσαν απάνω του, βλ. φρ. οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο·
- ρίχνω μαύρες κατάρες, καταριέμαι κάποιον με πάθος: «σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης οι συγγενείς του νεκρού έριχναν μαύρες κατάρες στο δολοφόνο»·
- σου αφήνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- σου δίνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- τρέχει σαν την άδικη κατάρα, βασανίζεται, αγωνίζεται μάταια: «απ’ το πρωί τρέχει σαν την άδικη κατάρα να βρει μια δουλειά, αλλά τίποτα»·
- τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα, περιφέρεται άσκοπα εδώ και εκεί: «δεν τον κάνει κανείς παρέα και τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα». Από το ότι, όταν κάποιος καταριέται κάποιο άτομο άδικα, τότε η κατάρα του δεν πιάνει, πέφτει στο κενό.

κεφάλι

κεφάλι, το, ουσ. [<μσν. κεφάλιν <μτγν. κεφάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κεφαλή], το κεφάλι. 1. η ικανότητα για συνδυαστική σκέψη, η ευφυΐα: «αν είχα κι εγώ το κεφάλι του τάδε, θα ήμουν πλούσιος, αλλά, βλέπεις, εμένα δε με κόβει τόσο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «πω πω, αδερφάκι μου, έχει ένα κεφάλι σαν μπουνιά μικρού παιδιού!». Συνών. καρύδι (3) / κόμπος (6). 3α. (για ζώα) μονάδα ενός συνόλου: «έχει ένα κοπάδι από εκατό κεφάλια». (Τραγούδι: ωωω! ολόγυρα βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια στη μέση εσύ. Καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή).β. με το ουσιαστικό που ακολουθεί προσδιορίζει το είδος του κοπαδιού: «πενήντα κεφάλια πρόβατα || εκατό κεφάλια γίδια». 4. οτιδήποτε έχει σχήμα κεφαλιού: «ένα κεφάλι κασέρι || ένα κεφάλι σκόρδο». 5. το επάνω στρογγυλό και πλατύ μέρος κάποιου αντικειμένου: «το κεφάλι της καρφίτσας || το κεφάλι της πινέζας || το κεφάλι του καρφιού». 6. στον πλ. τα κεφάλια, αυτοί που κατέχουν την εξουσία: «τα κεφάλια του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισαν περικοπή των συντάξεων». Υποκορ. κεφαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κεφάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 293 φρ.)·
- αγύριστο κεφάλι, άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει γνώμη, που δεν αλλάζει γνώμη, ακόμη και όταν έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι,της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). Συνών. αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό·
- άδειο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, μικρόνους: «μην επιμένεις να βρεις άκρη, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον που έχει άδειο κεφάλι»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- άνοιξαν κεφάλια, σημειώθηκαν βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις: «στις πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις, άνοιξαν κεφάλια, όταν οι εργάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα εργοστάσιο που το φρουρούσαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις»·
- άνοιξε το κεφάλι του, α. τραυματίστηκε, πληγώθηκε στο κεφάλι του που συνήθως αιμορραγεί: «χτύπησε στην άκρη της πόρτας κι άνοιξε το κεφάλι του». β. ανακουφίστηκε: «λούστηκα κι άνοιξε το κεφάλι μου»·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο, τραυματίστηκε στο κεφάλι του και προκλήθηκε μεγάλο τραύμα που συνήθως αιμορραγεί: «τον χτύπησε ένα μαδέρι, που έπεσε από ψηλά, κι άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο». Από την εικόνα του ανοιγμένου γαρίφαλου, που το κόκκινο χρώμα του παρομοιάζεται με το αίμα·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- αρβανίτικο κεφάλι, άνθρωπος του οποίου δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει με τίποτα γνώμη, γιατί είναι αρβανίτικο κεφάλι»·
- αρναούτικο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο κεφάλι·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρισε το κεφάλι μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. φρ. βάζω κάτω την κεφάλα, λ. κεφάλα·
- βάζω κεφάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. φρ. στοιχηματίζω το κεφάλι μου·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή: «δεν μπορώ κάθε τόσο να βάζω το κεφάλι μου για να σας γλιτώνω!». β. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω το κεφάλι μου, αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σου τα λέω»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, αποκτώ δικό μου σπίτι, αγοράζω σπίτι: «μετά από θυσίες και κόπους έβαλα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι»·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, α. λέγεται σε περίπτωση που στοιχηματίζω για κάτι την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, που στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω και βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, αν δεν είναι έτσι τα πράγματα». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «δεν μπορώ να βάζω το κεφάλι μου κάθε τόσο στο ντορβά για δικές σας βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα, να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις). Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε έναν ντορβά και πάνω από αυτόν περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά του χασάπη, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του χασάπη που βάζει το κεφάλι του ζώου που αποκεφάλισε μέσα σε έναν ντορβά·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «αν είναι σίγουρος για κάτι, δε διστάζει να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου»·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε ένα τσουβάλι και πάνω από αυτό περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. φρ. χτυπάει στο κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο·
- βάρυνε το κεφάλι μου, νιώθω άσχημα, νιώθω δυσφορία, είμαι κακοδιάθετος: «φαίνεται πως το ουίσκι ήταν μπόμπα, γιατί με δυο ποτηράκια βάρυνε το κεφάλι μου»·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το κεφάλι του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το κεφάλι του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη δουλέψει». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το κεφάλι μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσω πάλι δανεικά, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- βουίζει το κεφάλι μου, βλ. φρ. γυρίζει το κεφάλι μου·
- βουρ στο κεφάλι! βλ. λ. βουρ(!)·
- βουργάρικο κεφάλι, βλ. φρ. αρβανίτικο κεφάλι·
- βρίσκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- γεμίζω το κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι)· βλ. και φρ. του γεμίζω το κεφάλι·
- γέρνω το κεφάλι, με παίρνει ο ύπνος: «εκεί που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, έγειρε το κεφάλι»· βλ. και φρ. σκύβω το κεφάλι·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! ειρωνική άρνηση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «θέλω κάθε μήνα να μου πληρώνεις τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα. -Για κάνε έτσι το κεφάλι σου!». Συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά·
- για κούνα το κεφάλι σου! βλ. φρ. για κάνε έτσι το κεφάλι σου(!)·
- γίνομαι κεφάλι, εξελίσσομαι πνευματικά, γίνομαι διάνοια: «κανένας μας δεν το πίστευε πως θα γινόταν κεφάλι αυτός ο άνθρωπος»·
- γλίτωσε το κεφάλι του, α. διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και παρά τρίχα γλίτωσε το κεφάλι του». β. διατήρησε την ανώτερη δημόσια ή ιδιωτική θέση που κατείχε: «ο μόνος που γλίτωσε το κεφάλι του απ’ τις απολύσεις ήταν ο τάδε»·
- γυρίζει το κεφάλι μου, είμαι πολύ ζαλισμένος είτε από τα πολλά προβλήματα που με απασχολούν είτε επειδή έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το κεφάλι μου || ήπιαμε τόσο πολύ, που ακόμη γυρίζει το κεφάλι μου»·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. φρ. δεν αλλάζει κεφάλι·
- δε γυρίζει κεφάλι να…, δεν καταδέχεται να…, σνομπάρει κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, δε γυρίζει κεφάλι να σε χαιρετήσει || παντρεύτηκε την κόρη ενός βιομηχάνου κι από τότε δε γυρίζει κεφάλι να μας δει || απ’ τη μέρα που αγόρασε Μερσεντές, δε γυρίζει κεφάλι να δει άλλο αυτοκίνητο»·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σηκώνω κεφάλι, είμαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που κάνω και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο: «όταν καταπιάνομαι με κάτι, δε σηκώνω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο ή δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «επειδή στο τέλος του μήνα έχω εξετάσεις, εδώ και λίγο καιρό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο»·
- δεν αλλάζει κεφάλι, εμμένει στην ίδια νοοτροπία ή στις ίδιες συνήθειες που είχε: «χίλιες φορές τον συμβούλεψα να κόψει τα ξενύχτια, αλλά δεν αλλάζει κεφάλι»·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, είναι φτωχός και απροστάτευτος, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: «έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και τώρα δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του»·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, δεν έχει κάποιον που να του συμπαρασταθεί στον πόνο του, δεν έχει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τον πόνο του: «είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του»· βλ. και φρ. δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, α. δεν μπορώ να καλυτερεύσω τα άσχημα οικονομικά μου, δεν μπορώ να ορθοποδήσω: «απ’ τη μέρα που έχασα ένα σοβαρό ποσό σε κάποια αποτυχημένη δουλειά, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι». β. έχω συνεχώς ατυχίες, δυσκολίες, μου τυχαίνουν διάφορα προβλήματα, διάφορες αναποδιές: «με τις ατυχίες που με δέρνουν, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι»·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «έχω άγνοια για τις προθέσεις του, γιατί δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του». Πολλές φορές, μετά το έχει ακολουθεί το μέσα·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! δεν είμαστε δα και τόσο αυστηροί ή τόσο σκληροί, όσο λέγεται ή νομίζεται από πολλούς: «έλεγαν πως είμαι σκληρός κι εκδικητικός, όμως παρόλο το βαρύ σου παράπτωμα, βλέπεις ότι, δεν παίρνουμε και κεφάλια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. παίρνουν κεφάλια·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. φρ. δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, δεν αλλάζει την αρχική του γνώμη, είναι πολύ ισχυρογνώμονας, πολύ πεισματάρης: «ακόμη και λάθος να έχει, δεν του γυρίζεις εύκολα το κεφάλι για να το παραδεχθεί»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, α. δεν μπορεί να υπάρχουν δυο αρχηγοί σε μια ομάδα ανθρώπων: «θα κάνουμε ψηφοφορία ανάμεσα στους δυο σας για να βγάλουμε αρχηγό, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». β. δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ερωτευμένος με δυο άτομα: «θα πρέπει να διαλέξεις με ποια θα πας και ποια θ’ αφήσεις, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε στις μεγάλες τις καρδιές που αγαπάνε). Συνών. δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε / δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε / ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, ζαλίστηκα πολύ από κάποιο επίμονο θόρυβο ή από την πολυλογία, τη φλυαρία κάποιου: «χτίζουν μια οικοδομή δίπλα μας κι απ’ το θόρυβο έγινε το κεφάλι μου καζάνι || μιλούσε συνέχεια ώσπου έγινε το κεφάλι μου καζάνι»·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, α. τον εποπτεύω, τον προσέχω δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «επειδή τον συμπαθώ πάρα πολύ, απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη δουλειά, είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του για να μην κάνει καμιά ανοησία». β. τον καταπιέζω, τον κάνω να νιώθει άσχημα με την παρουσία μου: «κάθε φορά που είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, παθαίνει τρακ ο φουκαράς». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το συνεχώς·
- είναι γερό κεφάλι, είναι ευφυέστατος, πανέξυπνος: «απ’ όλη σας την παρέα μόνο ο τάδε είναι γερό κεφάλι, ενώ όλοι οι άλλοι είστε μπουμπούνες»· βλ. και φρ. είναι μεγάλο κεφάλι·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. φρ. είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο·
- είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, λέγεται για πρόσωπο, υπόθεση ή κατάσταση που δεν μπορεί κανείς να ανεχτεί, να υποστεί περισσότερο: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο || στα παιδικά μου χρόνια πέρασα τέτοια φτώχεια, που ήταν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο»·
- είναι δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι· 
- είναι κεφάλι, είναι έξυπνος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις εύκολα, γιατί είναι κεφάλι ο τύπος»·
- είναι κεφάλι (κάπου), έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τρόπο σκέψης σε κάποιο θέμα: «είναι κεφάλι στην έκθεση || είναι κεφάλι στα μαθηματικά»·
- είναι κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος
- είναι μεγάλο κεφάλι, α. είναι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος σε μια ειδικότητα ή τέχνη και γενικά στον τομέα του: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι μεγάλο κεφάλι || ο τάδε είναι μεγάλο κεφάλι στο εμπόριο». β. είναι πολύ γνωστός σε κάποιο χώρο και γενικά στην κοινωνία: «αυτή κατάγεται από άσημη οικογένεια, αλλά παντρεύτηκε κάποιον που είναι μεγάλο κεφάλι»·
- είναι ξερό κεφάλι, είναι αμετάπειστος, πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «όσο και να τον πιέσεις, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί είναι ξερό κεφάλι», εξ ου και το παιδικό άλφα βήτα το ρορό, το κεφάλι σ’ το ξερό·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. στραβοκέφαλος·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου κουδούνι·
- έπεσαν κεφάλια, α. καταδικάστηκαν άνθρωποι, χάθηκαν ζωές: «στη δίκη για το σκάνδαλο των προμηθειών έπεσαν κεφάλια || έπεσαν πολλά κεφάλια κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου». β. καθαιρέθηκαν άνθρωποι από ηγετικές ή διευθυντικές θέσεις: «με την άνοδο της νέας κυβέρνησης στην εξουσία, έπεσαν κεφάλια σ’ όλους τους οργανισμούς»·
- έπεσε με το κεφάλι, α. αρρώστησε βαριά: «στην αρχή λέγαμε πως ήταν μια αθώα γριπούλα αλλά, μέσα σε λίγες μέρες, έπεσε με το κεφάλι και πήραμε σβάρνα τους γιατρούς». β.  είχε ραγδαία οικονομική πτώση: «ξανοίχτηκε τόσο πολύ στη δουλειά του που, με την πρώτη δυσκολία, έπεσε με το κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που ρίχνεται στο κενό και η πτώση του είναι ραγδαία·
- έσπασα το κεφάλι (για) να…, βασανίστηκα πολύ για να βρω μια λύση σε κάποιο πρόβλημα: «έσπασα το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να τα φέρω βόλτα»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- έσπασαν κεφάλια, βλ. φρ. άνοιξαν κεφάλια·
- έσπασε το κεφάλι του, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του·
- έφαγε το κεφάλι του, α. ζημιώθηκε από δική του υπαιτιότητα, από δική του ευθύνη: «έκανε δουλειά μ’ έναν παλιάνθρωπο κι έφαγε το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει· σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δε ζει· το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι). β. έχασε τη ζωή του, σκοτώθηκε από δικό του λάθος ή απροσεξία, από δική του ευθύνη: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του κι έφαγε το κεφάλι του»·
- έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, αποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος, ηθικά μειωμένος: «όταν τον αντικατέστησαν στη διεύθυνση του εργοστασίου, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί είχαν γίνει γνωστές οι διάφορες λοβιτούρες του || μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·   
- έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με πεσμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με ριγμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά, α. αποχώρησε από κάπου αγέρωχος, περήφανος, ιδίως γιατί εκτέλεσε σωστά το καθήκον του: «τους κοίταξε όλους κατάματα κι έφυγε απ’ την υπηρεσία του με το κεφάλι ψηλά». β. αποχώρησε από κάπου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για να ντρέπεται  για κάτι: «όλοι ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες λοβιτούρες, αλλά ο τάδε έφυγε με το κεφάλι ψηλά, γιατί τ’ όνομά του δεν ακούστηκε πουθενά». Σε αντίθεση με αυτόν που έχει κάνει κάτι επιλήψιμο και περπατάει με χαμηλωμένο κεφάλι για να περνάει απαρατήρητος·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, (ειρωνικά) έχει πολύ μεγάλο και κάπως πεπλατυσμένο κεφάλι: «μόλις τον δεις θα βάλεις τα γέλια, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο»·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. φρ. έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, (ειρωνικά) έχει μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι: «ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα απ’ όλους, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι»·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. είναι κεφάλι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι ξερό κεφάλι·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, έχει πολλές έγνοιες: «τον βλέπεις πάντα σκεφτικό, γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του»· βλ. και φρ. έχει πολλά στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), μοιάζει απόλυτα με κάποιον: «αυτός ο νεαρός θα πρέπει να ’ναι ο γιος του τάδε, γιατί έχει το ίδιο κεφάλι με εκείνον»·
- έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «χτες το βράδυ ήπια πάρα πολύ, γι’ αυτό απ’ το πρωί σήμερα έχω βαρύ κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν έχω κάνει κάτι μεμπτό που να μου δημιουργεί προβλήματα ή κινδύνους: «δεν μπερδεύομαι σε ύποπτες δουλειές κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου || απ’ τη στιγμή που δεν πήρα μέρος στην κομπίνα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- έχω κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «μη μου μιλάς, γιατί μόλις ξύπνησα έπειτα από μεγάλο μεθύσι κι έχω κεφάλι»·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. σκοτούρα·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. φρ. κρατώ το κεφάλι χαμηλά·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω το κεφάλι ψηλά»·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- ηρέμησε το κεφάλι μου, α. απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το κεφάλι μου». β. απαλλάχτηκα από κάποιον έντονο θόρυβο που με ενοχλούσε: «τέλειωσαν τη δουλειά τους οι εργάτες με τα κομπρεσέρ που δούλευαν έξω απ’ το σπίτι μου και ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο, ήρθε σε κάποιο χώρο ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τ’ αφεντικό του τον συγχώρησε για την κατάχρηση που είχε κάνει κι ήρθε πάλι στη δουλειά με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·  
- ήρθε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με πεσμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με ριγμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. μυαλό·
- ησύχασε το κεφάλι μου, βλ. φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου·
- θα κόψω το κεφάλι μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το κεφάλι μου για να το βοηθήσω». Συνών. θα κόψω το λαιμό μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. θα μου στρίψει το κεφάλι·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, κοντεύω να τρελαθώ: «θα μου στρίψει το κεφάλι με τόσα προβλήματα και μ’ όλες αυτές τις αναποδιές που μου συμβαίνουν!»· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, λέγεται για κάτι που, αν γίνει, υπάρχει η βεβαιότητα πως θα υποστώ τις συνέπειες: «δε σ’ αφήνω να μπεις μέσα χωρίς άδεια γιατί, αν το μάθει ο υπεύθυνος, η πρωτοβουλία μου αυτή θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. ξέσπασε στο κεφάλι μου·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. φρ. θα σου πάρω το κεφάλι·
- θα σου πάρω το κεφάλι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν φύγεις χωρίς να το ξέρω, θα σου πάρω το κεφάλι || αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου πάρω το κεφάλι». Συνών. θα σου πάρω το λαιμό / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σ’ ακούσω άλλη φορά να βρίζεις τα θεία, θα σου σπάσω το κεφάλι»·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. θα σου φύγει το καφάσι, λ. καφάσι·
- θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (στο κεφαλάκι σου), ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς θα αποβεί σε βάρος σου: «ξέκοψε, όσο είναι καιρός, απ’ αυτές τις παλιοπαρέες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου || πάψε νε τρέχεις σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί που πας μην ξαναπάς· το κεφαλάκι σου θα φας
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- κακό κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, βλάκας. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: κακό κεφάλι + καλή τύχη = καλό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη). Πρβλ.: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- κακό του κεφαλιού σου! με τον τρόπο που ενεργείς εσύ θα βγεις χαμένος, εσύ θα βγεις ζημιωμένος: «εγώ δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στο πάρτι. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί θα περάσουμε υπέροχα! || παρ’ όλες τις αντιρρήσεις σας, εγώ θα συνεταιριστώ με τον τάδε. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί όπως σου είπα, είναι απατεώνας!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- καλό κεφάλι, άνθρωπος έξυπνος. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: καλό κεφάλι + κακή τύχη = κακό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου), παρά στο κεφάλι μου, είναι προτιμότερο να χάσω τα λεφτά μου παρά την υγεία μου: «σαν την υγεία δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, γι’ αυτό καλύτερα στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου»·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «εντέλει αυτό το παιδί δεν το βλέπω να προκόβει, γιατί πάντα κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του· 
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. φρ. κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια μέθης, έρχομαι στο κέφι μετά την κατανάλωση ποτού ή το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο άλλο ένα όμορφα και ταπεινά, κι όταν κάνουμε κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά). Μερικές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τετράγωνο·
- κάνω του κεφαλιού μου, ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, κάνω ό,τι μου κατέβει: «πρώτα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά τρέχεις να τα μπαλώσεις». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- κατά το κεφάλι και το κούρεμα, βλ. λ. κούρεμα·
- κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να καταλάβεις πως έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνεις πως τον μαλώνεις λίγο, κατεβάζει το κεφάλι του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, υποκύπτω: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις το κεφάλι σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου / κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, όποιος κάνει κακές ή λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές, υφίσταται και τις οδυνηρές συνέπειές τους: «δε σου φταίει κανείς γι’ αυτά που τραβάς τώρα, γιατί κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα»·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; λ. κεχαγιάς·  
- κλούβιο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «μήπως περίμενες καλύτερα αποτελέσματα από έναν με κλούβιο κεφάλι;». Αναφορά στο κλούβιο αβγό που είναι άχρηστο, για τα σκουπίδια·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβω το κεφάλι μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το κεφάλι μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το κεφάλι μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το λαιμό μου / κόβω το σβέρκο μου·
- κουδούνισε το κεφάλι μου, ζαλίστηκα, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «χτύπησα καθώς άνοιγε ο άλλος την πόρτα και κουδούνισε το κεφάλι μου»·
- κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκεφαλάκης. (Λαϊκό τραγούδι: τι με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο μου κεφάλι
- κόψε το κεφάλι σου! α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα επιτύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με νοιάζει εμένα πώς θα τα καταφέρεις, κόψε το κεφάλι σου!». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να καλύψω την επιταγή; -Κόψε το κεφάλι σου!». Συνών. κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, κρατώ σεμνή στάση, ιδίως έπειτα από κάποια πρόσφατη επιτυχία μου: «ο προπονητής του Π.Α.Ο.Κ., Αγ. Αναστασιάδης, προέτρεψε τους παίχτες του έπειτα από τη νίκη τους επί του Άρη, να κρατούν χαμηλά το κεφάλι και να ’χουν το μυαλό τους στο επόμενο παιχνίδι»·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, α. διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να ’φαγε κατραπακιές στη ζωή του, αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες να κρατήσω ψηλά το κεφάλι, μου λες να γελάσω σαν πρώτα και πάλι). β. δε χάνω το θάρρος μου: «παρ’ όλες τις ατυχίες που του ’τυχαν, κρατάει ψηλά το κεφάλι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, ψηλά κρατάω το κεφάλι
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- μ’ έπιασε το κεφάλι (μου), έχω πονοκέφαλο: «μου μιλούσε επί δυο ώρες συνέχεια και μ’ έπιασε το κεφάλι || έκαναν τέτοιο θόρυβο στο διπλανό διαμέρισμα, που μ’ έπιασε το κεφάλι μου»· βλ. και φρ. μου πήρε το κεφάλι·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μας ζάλισε το κεφάλι ή μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ή μου ζάλισε το κεφάλι ή μου ’χει ζαλίσει το κεφάλι, μου έγινε πολύ ενοχλητικός από την επιμονή του πάνω σε ένα θέμα ή από την πολυλογία του. (Λαϊκό τραγούδι: η πεντάμορφη ξανθούλα μου ’χει κάψει την καρδούλα κι η μελαχρινή, η άλλη, μου ζαλίζει το κεφάλι //  μου ’χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε την γκρίνια τη μεγάλη). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μας έχει πάρει (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι ή μου ’χει πάρει (το) κεφάλι, με πονοκεφάλιασε με την ακατάσχετη φλυαρία του ή με το θόρυβο που προκαλούσε: «ήρθε πρωί πρωί στο γραφείο μου και με πήρε κεφάλι με τις ερωτικές του περιπέτειες κατά τη διάρκεια των διακοπών || προσπαθεί να μπήξει ένα πάσαλο στην αυλή του  και μας πήρε το κεφάλι με τα ντάκα ντούκα απ’ το πρωί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. με χτύπησε στο κεφάλι·
- με ξύνει το κεφάλι μου, βλ. φρ. με τρώει το κεφάλι μου·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- με τρώει το κεφάλι, προσπαθεί επίμονα να με πείσει για κάτι: «απ’ το πρωί με τρώει το κεφάλι να πάρω κι εγώ μέρος στην εκδρομή που διοργανώνει»·
- με τρώει το κεφάλι μου, έχει φαγούρα: «κάθε φορά που λούζομαι μ’ αυτό το σαμπουάν, έπειτα με τρώει το κεφάλι μου»·
- με χτύπησε στο κεφάλι, α. επέδρασε αρνητικά επάνω μου, μου δημιούργησε πρόβλημα: «το πιοτό με χτύπησε στο κεφάλι». β. με νευρίασε υπερβολικά: «οι ψευτιές του με χτύπησαν στο κεφάλι»·
- μετράω κεφάλια, (για πρόσωπα ή ζώα) κάνω καταμέτρηση: «όπως έμπαιναν οι επιβάτες στο λεωφορείο, ο εισπράκτορας μετρούσε κεφάλια, για να εξακριβώσει αν όλοι οι επιβάτες ήταν παρόντες || καθώς έμπαιναν τα πρόβατα στο μαντρί, ο τσομπάνος μετρούσε κεφάλια, για να διαπιστώσει αν έλειπε κανένα αρνί»·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, εκφέρει διαφορετική γνώμη που μας φαίνεται παράξενη ή παράλογη: «έζησε χρόνια στο εξωτερικό ο άνθρωπος και μιλάει με άλλο κεφάλι»· βλ. και φρ. τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι·   
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, με πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μ’ είχε μια ώρα στη γωνία και μπλα μπλα μπλα μου ’κανε το κεφάλι καζάνι»·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. μου ’κανε το κεφάλι καζάνι·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «δεν είχα τι να κάνω και, κάποια στιγμή, μου κατέβηκε στο κεφάλι να βάλω μια τάξη στο υπόγειο του σπιτιού μου || έλεγα χτες βράδυ να πάω νωρίς στο σπίτι, αλλά, ξαφνικά, μου κατέβηκε στο κεφάλι να πάω στα μπουζούκια και το ξενύχτησα»·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε το κεφάλι». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε το κεφάλι ο φίλος μου να μην μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε τ’ αφτιά·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, μου συνέβη αναπάντεχα κάτι πολύ βαρύ, ιδίως κακό: «πρωί πρωί μου ’ρθε στο κεφάλι ο έλεγχος της εφορίας». (Λαϊκό τραγούδι: κρυφός είναι ο πόνος μου κι η λύπη μου μεγάλη, βάσανα που δεν ήλπιζα μου ’ρθανε στο κεφάλι
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου στρίβει το κεφάλι, τρελαίνομαι, παραφρονώ: «είχε τόσα πολλά προβλήματα, που στο τέλος του ’στριψε το κεφάλι»·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το καφάσι, λ. καφάσι·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «πού θα βρω μέσα σε τόσο λίγο καιρό τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να φας το κεφάλι σου! είδος κατάρας, με την έννοια να καταστραφείς, αλλά και να πεθάνεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το που·
- ξέσπασε στο κεφάλι μου, δέχτηκα την οργή κάποιου, χωρίς να είμαι υπεύθυνος για κάτι, ιδίως κακό: «επειδή δεν μπόρεσε να βρει ποιος ήταν αυτός που έστειλε τη λανθασμένη παραγγελία, ξέσπασε στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου·  
- ξύνει το κεφάλι του, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του, δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει την κεφάλα του·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. λ. φτέρνα·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, όταν κάποιος δε μελετάει καλά κάποιες ενέργειές του ή όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «όλο το καλοκαίρι έτρωγα σαν το ζώο και τώρα πρέπει να κάνω σκληρή δίαιτα για ν’ αδυνατίσω, γιατί βλέπεις ό,τι τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: μου έδωσες το μάθημα για να μου λεν και άλλοι: ό,τι τραβάει το κορμί το φταίει το κεφάλι
- πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. πάει να σπάσει το κεφάλι μου·
- πάει να σπάσει το κεφάλι μου, έχω δυνατό πονοκέφαλο: «δώσε μου κάποιο παυσίπονο, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου»·
- παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. φρ. παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα)·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), εκθέτω τη ζωή μου ή τη θέση εργασίας που κατέχω σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «πρέπει να κάνω οπωσδήποτε διάφορες εξετάσεις, γιατί, όπως μου είπε ο γιατρός, παίζω το κεφάλι μου αν το αμελήσω || δεν μπορώ να κάνω αυτή την παρατυπία για να πάρεις το δάνειο, γιατί παίζω το κεφάλι μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνει κεφάλια, είναι πολύ αυστηρός, πολύ σκληρός: «έχετε το νου σας, γιατί ο νέος διευθυντής της επιχείρησης παίρνει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνω κεφάλια·
- παίρνουν κεφάλια, (για κέντρα διασκέδασης) είναι πάρα πολύ ακριβό: «έχουν καλό πρόγραμμα, δε λέω, αλλά παίρνουν κεφάλια»·
- παίρνω κεφάλι, αρχίζω να προπορεύομαι σε κάποια αναμέτρηση: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψήφων, στην περιφέρειά μας πήρε κεφάλι ο τάδε βουλευτής || μετά τα πρώτα δυο χιλιάδες μέτρα, στην κούρσα πήρε κεφάλι ο τάδε δρομέας». Από την εικόνα των αλόγων στον ιππόδρομο που να φαίνεται σιγά σιγά το κεφάλι του αλόγου το οποίο αρχίζει να προπορεύεται· βλ. και φρ. μας πήρε (το) κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, τιμωρώ, καθαιρώ ανώτερους ή ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους από τις θέσεις που κατέχουν: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πάρει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνει κεφάλια·
- πάρ’ του το κεφάλι! προτροπή σε κάποιον να φερθεί σκληρά, παραδειγματικά στο άτομο εκείνο που εξακολουθητικά του συμπεριφέρεται προκλητικά ή προσβλητικά: «μην τον αφήνεις άλλο να ξεφτιλίζει· πάρ’ του το κεφάλι!». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι! από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων μπάσκετ του Άρη στον παίχτη της ομάδας τους, να κατανικήσει την αντίπαλη ομάδα·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά, είμαι περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «έκανα χίλιες δυο δουλειές στη ζωή μου και τώρα που βγήκα στη σύνταξη περπατώ με το κεφάλι ψηλά»·
- πέφτουν κεφάλια, γίνονται εκκαθαρίσεις, καθαιρέσεις, απομακρύνονται από τις διοικητικές τους θέσεις ανώτεροι ή ανώτατοι υπάλληλοι: «στο τάδε υπουργείο πέφτουν κεφάλια»·
- πέφτω με το κεφάλι, η οικονομική μου πτώση επέρχεται ραγδαία: «με τα ανοίγματα που έκανε στη δουλειά του, όλοι το περιμέναμε πως κάποια στιγμή θα ’πεφτε με το κεφάλι»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, πονοκεφάλιασα: «πιάστηκε το κεφάλι μου μ’ όλες αυτές τις φωνές»·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, το εξαλείφει με ανορθόδοξο και επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο: «πρέπει να εντοπίσουμε πού χωλαίνει η επιχείρηση για να το διορθώσουμε κι όχι πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, να την κλείσουμε, δηλαδή, για να μη χάσουμε άλλα λεφτά!»·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, ντροπιάζομαι ταπεινώνομαι: «με την παραμικρή παρατήρηση που του κάνεις, ρίχνει το κεφάλι του κάτω κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω κεφάλι, α. αντιδρώ βίαια, επαναστατώ: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί άλλο τις αδικίες που γίνονταν μέσα στην επιχείρηση και σήκωσε κεφάλι». β. τα οικονομικά μου, μετά από κάποια περίοδο κάμψης, αρχίζουν να καλυτερεύουν, ξεπερνώ τις οικονομικές δυσκολίες μου: «είχα την εντύπωση πως θα χρεοκοπούσε, αλλά, μπράβο του, σήκωσε πάλι κεφάλι»·
- σκληρό κεφάλι, βλ. φρ. χοντρό κεφάλι·
- σκύβω το κεφάλι (επάνω σε κάποιον ή σε κάτι), δείχνω αμέριστο ενδιαφέρον, αμέριστη φροντίδα, ιδίως στα προβλήματα που απασχολούν κάποιον ή κάποια υπόθεση: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την αγροτιά || η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να βρει τρόπο να εξαλείψει τη μάστιγα των ναρκωτικών»·
- σκύβω το κεφάλι, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν τον δεις να σκύβει το κεφάλι, πάει να πει πως έχει λάθος». β. υποτάσσομαι: «είναι πολύ ατίθασος άνθρωπος και δε σκύβει κεφάλι με τίποτα». (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη). γ. ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις τον κατσάδιασε ο άλλος, έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου)· βλ. και λ. σπάσιμο·
- σπάω το κεφάλι μου, α. βασανίζομαι να καταλάβω, να κατανοήσω κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι ήθελε να μου πει με το υπονοούμενο που μου πέταξε». β. βασανίζω τη σκέψη μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού ξανάδα αυτόν τον άνθρωπο». γ. βασανίζω τη σκέψη μου για να βρω μια λύση σε κάτι που με απασχολεί πολύ: «σπάω το κεφάλι μου να δω πώς θα βολέψω την άσχημη κατάσταση που διαμορφώθηκε». δ. τραυματίζω, ματώνω το κεφάλι μου: «χτύπησα στην άκρη του τραπεζιού κι έσπασα το κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μια πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου)· βλ. και φρ. έσπασα το κεφάλι (για) να(…)·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω οικτρά για κάτι που έκανα ή που είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή που δεν είπα: «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που βοήθησα έναν τέτοιο παλιάνθρωπο || σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που δεν αγόρασα το λαχείο που μου πρότεινε ο λαχειοπώλης, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- στοιχηματίζω το κεφάλι μου ή στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. στοιχηματίζω την ίδια τη ζωή μου και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «στοιχηματίζω το κεφάλι μου πως, όταν έρθει, θα κάνει πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια τη ζωή μου: «μα είναι δυνατό να στοιχηματίζω κάθε τόσο το ίδιο μου το κεφάλι για να σε γλιτώνω απ’ τα μπλεξίματά σου;»·
- στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- στραβό κεφάλι, άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος, ισχυρογνώμονας: «είναι τόσο στραβό κεφάλι, που, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, μπορεί να σου βγάλει την πίστη»·
- στρώνω κεφάλι, βλ. φρ. κάνω κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του γιατί τα βγάζει απ’ το κεφάλι του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του /  τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, λέει τρομερά ψέματα ή μεγαλοποιεί υπερβολικά ένα γεγονός: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί όλα τα κάνει με ουρές και με κεφάλια». Ίσως αναφορά στους μυθικούς δράκοντες που είχαν πολλά κεφάλια ή πολλές ουρές·
- τα μεγάλα κεφάλια, α. η οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ή πνευματική εξουσία ενός τόπου: «μετά το σεισμό ήρθαν τα μεγάλα κεφάλια για να διαμορφώσουν προσωπική γνώμη για τις ζημιές που προκλήθηκαν». β. (ειρωνικά) οι αναγνωρισμένοι, οι φτασμένοι απατεώνες: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται όλα τα μεγάλα κεφάλια της περιοχής μας»·
- τα κεφάλια μέσα! προτροπή για δουλειά έπειτα από ένα διάστημα αργίας ή διακοπών: «απ’ τη στιγμή που πέρασαν οι γιορτές, τα κεφάλια μέσα!». (Τραγούδι: τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα
- τα παθαίνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. φρ. τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα πήρα στο κεφάλι, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι σε γέρο άνθρωπο, τα πήρα στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο». (Τραγούδι: με την πρώτη ζάλη τη θυμάμαι πάλι, τα παίρνω στο κεφάλι, φωνάξτε έναν γιατρό). Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. φρ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, λ. φτέρνα·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των κακών ή άστοχων ενεργειών μου: «δε ρίχνω το βάρος σε κανέναν, γιατί, ό,τι τραβώ, τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου»·
- τι έχεις στο κεφάλι σου; επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε: «τι έχεις στο κεφάλι σου, βρε παιδάκι μου, και δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω μια ώρα;». Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται, αναφέροντας και το είδος που έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε και που είναι το άχυρο ή τα πίτουρα ή τα πριονίδια ή τα σκατά· βλ. και φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; έκφραση που δηλώνει επιείκεια για το λάθος ή τη ζημιά που προξένησε κάποιος: «εντάξει, ρε παιδιά, ο άνθρωπος παραδέχεται το λάθος του. Τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; || έγινε η ζημιά που έγινε, τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι;»·                                                                                                                 
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, του οποίου η έντονη ενασχόληση με τα ερωτικά του, τα σεξουαλικά του, του δημιουργεί διάφορα προσωπικά προβλήματα, ακόμη και καταστροφή: «τρέχει σαν τρελός πίσω από τις γυναίκες, σαν να μην ξέρει πως πολλές φορές το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι»·  
- το κεφάλι στη γούρνα! βλ. συνηθέστ. το κεφάλι στο φούρνο(!)·
- το κεφάλι στο φούρνο! προτροπή σε κάποιον να σκύψει το κεφάλι του, για να μη χτυπήσει σε κάποιο εμπόδιο ή για να μην τον χτυπήσουν από κάπου, που τον σημαδεύουν· βλ. και φρ. τα κεφάλια μέσα(!)·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. φρ. το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι ή το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι την πίεσή του ή τον καταπιεστικό έλεγχό του: «επειδή είναι διευθυντής μου, τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου και δεν μπορώ να πάω ούτε για κατούρημα, αν δεν πάρω την άδειά του || είναι πατέρας μου και τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου στη δουλειά»·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, είμαι υψηλότερός του: «είναι ψηλό παιδί, δε λέω, αλλά εγώ τον περνώ ένα κεφάλι || είσαι ψηλό παιδί, αλλά ο τάδε σε περνάει δυο κεφάλια». Δεν ακούγεται ή ακούγεται πολύ σπάνια τρία κεφάλια·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον τρώει το κεφάλι του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά τα καμώματά του μου φαίνεται πως τον τρώει το κεφάλι του»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- του άνοιξα το κεφάλι, τον τραυμάτισα, τον πλήγωσα στο κεφάλι: «του πέταξα από μακριά μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο, του προξένησα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι: «τον χτύπησα με την καρέκλα και του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·    
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του γεμίζω το κεφάλι, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το κεφάλι και πήρε τη δουλειά || εσύ φταις, που του γέμισες το κεφάλι με τις βλακείες σου και τον έκανες να μην έχει όρεξη για δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: του γεμίζουν το κεφάλι φίλοι καρδιακοί όσα βγάζει να τα τρώνε σε μια Κυριακή μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής)· βλ. και φρ. γεμίζω το κεφάλι·
- του γυρίζω το κεφάλι, μετά από επίμονη προσπάθεια του αλλάζω γνώμη, τον μεταπείθω: «με το πες πες, του γύρισα το κεφάλι ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, τον ζάλισα με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «μέχρι να τον πείσω να μου δώσει τα δανεικά που μου χρειάζονταν του ’κανα το κεφάλι καζάνι»·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. του ’κανα το κεφάλι καζάνι·
- του παίρνω το κεφάλι, α. τον ζαλίζω με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «είχε δίκιο που σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί του πήρα το κεφάλι με τη φλυαρία μου». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «ήταν το δέκατο απανωτό λάθος που έκανε, γι’ αυτό κι εγώ του πήρα το κεφάλι». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη, πάρ’ τους το κεφάλι, από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων της ομάδας μπάσκετ του Άρη προς το αστέρι της ομάδας τους για να κατανικήσει τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. γ. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω. (Λαϊκό τραγούδι: και σένα, άπιστη, κακιά, σου πήρα το κεφάλι και δε θα ξαναγύρεις πια σε αλλουνού αγκάλη). Συνών. του παίρνω το λαιμό / του παίρνω το σβέρκο·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. φρ. τον περνώ ένα κεφάλι·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, είναι ο κύριος υπαίτιος για τα προβλήματα που του έχουν προκύψει, λόγω του πείσματος ή της ξεροκεφαλιάς του: «όλοι μας του λέγαμε να μην την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί στο τέλος την έκανε χωρίς ν’ ακούσει κανένα μας». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος του φταίει του Μιχάλη, το ξερό του το κεφάλι
- τους βλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα· 
- τους μαλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, ο κουτός, ο ανόητος, ο βλάκας είναι πάντοτε χαρούμενος, δεν τον βασανίζουν τα προβλήματα, οι σκοτούρες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και δεν καταπονείται από τη ζωή και τα χρόνια: «αυτός ζει στον κόσμο του και θα μας θάψει όλους, γιατί τρελού κεφάλι δε γερνάει»·
- τσάκισα το κεφάλι μου, το έσπασα, το πλήγωσα, το τραυμάτισα: «δεν είδα το κοντάρι και, καθώς έπεσα πάνω του, τσάκισα το κεφάλι μου»·
- τσαούσικο κεφάλι, άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, αυταρχικός, ισχυρογνώμονας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τσαούσικο κεφάλι»·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, α. μετά από μια περίοδο παραλογισμού, άλλαξε στάση και μιλάει συνετά, μετρημένα: «αφού του εξήγησα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι ο άνθρωπος». β. λέγεται και με εντελώς αντίθετη ερμηνεία: «ήταν συνετό παιδί, αλλά τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, γιατί έμπλεξε με τους αλήτες»·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι ή φταίει το κεφάλι του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος αίτιος για τις δυσκολίες που του προέκυψαν: «δε φταίει κανένας, φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί δεν άκουγε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: λέω ότι φταίει το κεφάλι το ξερό,μα στο φινάλε η κουτή σε συγχωρώ
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κάνω κεφάλι·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, μη με ενοχλείς, μη με πιέζεις, άφησέ με ήσυχο: «φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί έχω μια δουλειά που πρέπει να την παραδώσω αύριο»·
- χάνω το κεφάλι μου, στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «αν δεν είναι αυτός που μας πρόδωσε, χάνω το κεφάλι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- χοντρό κεφάλι, άνθρωπος που καταλαβαίνει δύσκολα αυτό που του λέμε, ο χοντροκέφαλος: «είναι τόσο χοντρό κεφάλι, που δεν καταλαβαίνει με τίποτα αυτά που του λες»·
- χτυπάει στο κεφάλι, (για ποτά) είναι πολύ δυνατό: «πίνε λίγο λίγο απ’ αυτό το ποτό, γιατί χτυπάει στο κεφάλι»·
- χτυπώ το κεφάλι μου, μετανιώνω για κάτι που έκανα ή είπα, ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα ή είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα: «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, που τον βοήθησα τον παλιοαλήτη! || χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο που δεν μαρτύρησα τότε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις,κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- ψηλά το κεφάλι! προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, που απέτυχε σε κάτι, να μη χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθησή του: «μη στενοχωριέσαι που απέτυχες στις εξετάσεις, γιατί θα ξαναδώσεις του χρόνου. Ψηλά το κεφάλι!».

κολύμπι

κολύμπι, το, ουσ. [<κολυμπώ], το κολύμπι·
- το γύρισε στο κολύμπι, (για άντρες) άρχισε να υφίσταται τη σεξουαλική πράξη, έγινε πούστης: «έμπλεξε με το αδερφάτο και το γύρισε κι αυτός στο κολύμπι». Από την εικόνα του κολυμβητή που κολυμπάει μπρούμυτα, στάση που παίρνει και ο πούστης για να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Συνών. το γύρισε στο κρόουλ.

κουβέντα

κουβέντα, η, ουσ. [<μσν. κομβέντος <λατιν. conventus], κουβέντα. 1.  φιλική συνομιλία, φιλική συζήτηση: «πιάσανε με τις ώρες την κουβέντα || με την κουβέντα πέρασε η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: κουβέντες λιγάκι μελό, ας κάνουμε για το καλό). 2. ως επιφών. κουβέντα! έκφραση με την οποία απαγορεύουμε σε κάποιον να μιλήσει, να απαντήσει σε αυτά που του είπαμε. Πολλές φορές, προτάσσεται το σουτ(!). Υποκορ. κουβεντούλα, η. (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα εγώ μιλώ δυο κουβεντούλες θα σου πω). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλάζω μια κουβέντα (με κάποιον), έχω με κάποιον μια σύντομη συνομιλία: «τον είδα τυχαία στο δρόμο κι αλλάξαμε μια κουβέντα για τις δουλειές μας»·
- αλλάζω κουβέντα ή αλλάζω την κουβέντα, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- αλλάξαμε κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- άναψε η κουβέντα, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση, λ. συζήτηση·
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση για τα καλά, λ. συζήτηση·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. φρ. ανοίξαμε συζήτηση, λ. συζήτηση·
- από κουβέντα σε κουβέντα, βλ. συνηθέστ. από λόγο σε λόγο, λ. λόγος·
- αρχίζω την κουβέντα, βλ. φρ. αρχίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αρχίζω την ψιλή κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψιλοκουβεντιάζω·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, παύω να μιλώ χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «δεν αφήνω ποτέ την κουβέντα στη μέση, αν δεν πω πρώτα αυτό που θέλω να πω»·
- γαμάς κουβέντα, εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι ή δεν προσέχεις καθόλου αυτά που σου λέω, ή αλλάζεις ξαφνικά θέμα και δεν αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μια ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς μου συμβαίνει κι εσύ γαμάς κουβέντα»·
- για δυο κουβέντες, χωρίς να ειπωθεί κάτι σοβαρό ή προσβλητικό, χωρίς λόγο: «δεν είναι σωστά πράγματα, για δυο κουβέντες, να ’στε μαλωμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- για να γίνεται κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που κουβεντιάζουν δυο άτομα ή μια ομάδα θέματα περί ανέμων και υδάτων απλώς για να συζητούν, για να περνά η ώρα: «λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του έτσι, για να γίνεται κουβέντα». Συνών. για να γίνεται μουχαμπέτι·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. φρ. γυρίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. φρ. δε γίνεται συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γυρίζει κουβέντα, δεν αντιμιλάει: «έχει τόση καλή γυναίκα που ό,τι και να της πει δε γυρίζει κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου μπατίρησα, μια κουβέντα δε σου γύρισα· ε, ρε φίλε μου, χαλάλι και να το ’βρεις από άλλη
- δε δέχομαι κουβέντα, δεν ανέχομαι καμιά αντίρρηση: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε δέχομαι κουβέντα»·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. φρ. δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα·
- δε θέλω κουβέντα, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε αυτό που σας λέω και δε θέλω κουβέντα». Συνών. δε θέλω λέξη / δε θέλω μιλιά·  βλ. και φρ. δε σηκώνω κουβέντα·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καθαρός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του»·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. φρ. δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, λ. λόγος. Πρβλ.: κανείς καλή κουβέντα δεν θα πει που αγάπησες και αγαπάς ακόμα (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται αντιρρήσεις σε αυτό που λέει ή κάνει και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ αυστηρός ή ολιγόλογος: «δεν έχω σχέσεις μαζί του, γιατί δε σηκώνει πολλές κουβέντες κι εγώ τέτοιους ανθρώπους δεν τους πάω»·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε, χωρίς να προβάλει καμιά δικαιολογία: «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα»·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα·
- δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν, δε λέει ποτέ κάποιον επαινετικό λόγο για κανέναν, συνηθίζει να κακολογεί τους πάντες: «αν θέλεις να μάθεις για το ποιόν κάποιου, μην ρωτήσεις ποτέ τον τάδε, γιατί δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν»·
- δε χωράει κουβέντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «για να γίνει ένα μάτσο σίδερα τέτοιο αυτοκίνητο, δε χωράει κουβέντα πως ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός!»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. φρ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, α. δεν είχαμε την παραμικρή συνομιλία: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν αλλάξαμε κουβέντα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε. β.δεν είχαμε την παραμικρή διαφωνία, δε μαλώσαμε ή δε διαπληκτιστήκαμε ποτέ: «είμαστε είκοσι χρόνια φίλοι κι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας δεν αλλάξαμε κουβέντα»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, δεν αφήνει λεκτική πρόκληση αναπάντητη: «αν του πετάξεις κάποιο υπονοούμενο και το καταλάβει, θα σ’ απαντήσει αμέσως, γιατί δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω»·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπε κουβέντα·
- δεν είπε κουβέντα, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε καθόλου: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου δεν είπε κουβέντα»·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, αν και γνωριζόμαστε, εντούτοις δεν έχουμε ιδιαίτερες φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις μαζί του: «μένουμε χρόνια με τον τάδε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουμε πολλές κουβέντες». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεταξύ μας·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν παίρνει από κουβέντα, είναι αμετάπειστος, δε δέχεται να συζητήσει με κάποιον ένα πρόβλημά του, κάνει του κεφαλιού του: «πώς να συνεννοηθείς μαζί του, που δεν παίρνει από κουβέντα!»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, λ. λέξη·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε δυο λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημες κουβέντες·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- είχαμε την κουβέντα σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε την κουβέντα σου με τα παιδιά»·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- ζυγιάζω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. ζυγιάζω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- ζυγιασμένες κουβέντες, βλ. φρ. μετρημένες κουβέντες·
- η κουβέντα το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να του αποδίδω ιδιαίτερη σημασία ή χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν: «μια που η κουβέντα το φέρνει, πες μου έκανες τίποτα μ’ εκείνο που σου είχα ζητήσει;». Συνών. ο λόγος το φέρνει·
- η κουβέντα ήρθε και… ή ήρθε η κουβέντα και…, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αναφέρθηκε και…: «καθώς είχαμε θυμηθεί τα σχολικά μας χρόνια, η κουβέντα ήρθε και στον παλιό μας γυμνασιάρχη»·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. φρ. ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, λ. λόγος·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια πως θα τον βρίσουμε·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί, πρέπει να συζητηθεί: «δεν μπορώ ακόμα να πάρω απόφαση, γιατί θέλει κουβέντα το πράγμα»·
- καθαρές κουβέντες, βλ. φρ. παστρικές κουβέντες·
- κάνω κουβέντα, α. συνομιλώ, συζητώ: «επειδή είχαμε λεύτερο χρόνο, κάναμε κουβέντα για χίλια δυο πράγματα». β. αναφέρω, αναφέρομαι σε συγκεκριμένο ζήτημα: «κάθε τόσο κάνεις κουβέντα για τα λάθη των άλλων και δε βλέπεις τα δικά σου || θα του κάνω κουβέντα σήμερα και μετά βλέπουμε»· βλ. και φρ. κάνω λόγο·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, διακόπτω μια συνομιλία, μια συζήτηση, την αφήνω ατελείωτη: «ήρθε ο τάδε και μας έκοψε την κουβέντα στη μέση»· βλ. και φρ. αφήνω την κουβέντα στη μέση·
- κουβέντα θ’ ανοίξουμε; α. έκφραση με την οποία αποπαίρνουμε κάποιον που μας ζητάει να του αναλύσουμε κάτι που του λέμε ή που μας διακόπτει κάθε τόσο ζητώντας επεξηγήσεις. β. (γενικά) έκφραση που δηλώνει άρνηση για συζήτηση: «πώς πήγε η δουλειά σου το μήνα που μας πέρασε; -Κουβέντα θ’ ανοίξουμε;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κουβέντα θα κάνουμε; βλ. φρ. κουβέντα θ’ ανοίξουμε(;)·
- κουβέντα να γίνεται, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, συζήτηση που γίνεται απλώς για να περνάει η ώρα: «δεν κουβεντιάζουμε για τίποτα σπουδαία πράγματα, κουβέντα να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το να, έτσι. Συνών. λόγος να γίνεται·
- κουβέντα στην κουβέντα ή κουβέντα την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λόγο στο λόγο, λ. λόγος·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- κουβέντες του ποδαριού, βλ. συνηθέστ. λόγια του ποδαριού, λ. λόγος·
- κούφιες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λέει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, λέει συνετές κουβέντες, μιλάει με περίσκεψη: «πρέπει ν’ ακούς προσεχτικά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί λέει φρόνιμες κουβέντες»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δεν πρέπει να λες μπόσικες κουβέντες»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με δυο κουβέντες, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια κουβέντα, βλ. φρ. με δυο κουβέντες·
- με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «με την κουβέντα, χωρίς να το καταλάβει, αποκάλυψε τους συνεργάτες του || με την κουβέντα ξεχαστήκαμε κι αργήσαμε να πάμε στα σπίτια μας»·
- μεγάλη κουβέντα, α. λόγος που έχει μεγάλη βαρύτητα, είτε θετικά είτε αρνητικά: «πρόσεχε πάρα πολύ καλά τι λες, γιατί τώρα πέταξες μεγάλη κουβέντα και θα πιαστούμε στα χέρια || ξέρεις τι μεγάλη κουβέντα είναι αυτή που είπες, μακάρι να σκέφτονταν κι άλλοι σαν κι εσένα!». (Λαϊκό τραγούδι: ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη, πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δε τα φας, όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι). β. υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθεί. (Τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω για σένα ρωτώ
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μένει εδώ η κουβέντα, ό,τι είπαμε, είπαμε, διακόπτουμε τη συζήτηση: «επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, μένει εδώ η κουβέντα || επειδή πέρασε η ώρα, μένει εδώ η κουβέντα και τα λέμε πάλι αύριο»·
- μεσοβέζικες κουβέντες, που δεν είναι ξεκάθαρες, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «αν θέλεις να συνεννοηθούμε θα μου μιλήσεις ξεκάθαρα, γιατί απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες κουβέντες»·
- μετράω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. μετράω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- μετρημένες κουβέντες, κουβέντες σεμνές, σωστές, συνετές, που λέγονται ύστερα από πολλή σκέψη: «μορφωμένοι άνθρωποι ήταν και με δυο τρεις μετρημένες κουβέντες συνεννοήθηκαν»·
- μη γαμάς κουβέντα! άκουσέ με επιτέλους με προσοχή, πρόσεξε αυτά που σου λέω και μην αλλάζεις ξαφνικά θέμα χωρίς να με αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μη γαμάς κάθε τόσο κουβέντα, μωρ’ αδερφάκι μου, κι άκουσε αυτά που έχω να σου πω!»·
- μη γίνει κουβέντα, παρακλητική ή συμβουλευτική έκφραση, από το άτομο που μας εμπιστεύτηκε ή που έχει την πρόθεση να μας εμπιστευτεί κάτι, να μην το διαδώσουμε, να μην το κοινολογήσουμε: «κι ό,τι σου ’πα, μη γίνει κουβέντα || θέλω να σου πω τον πόνο μου, αλλά μη γίνει κουβέντα». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
- μη σου ξεφύγει κουβέντα, προτροπή σε κάποιον που του έχουμε εμπιστευτεί κάτι, να μη ξεγελαστεί, να μη ξεχαστεί και το αποκαλύψει: «μη σου ξεφύγει κουβέντα απ’ ό,τι σου είπα, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες»· 
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. δε θέλω δεύτερη κουβέντα·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα· βλ. και φρ. μην το κάνεις θέμα, λ. θέμα·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφέρουμε κάτι σχετικό με αυτό που μόλις αναφέρθηκε: «επειδή ο τάδε αναφέρθηκε στα ναρκωτικά, θα ήθελα, μια και το ’φερε η κουβέντα, να προσθέσω και τα εξής»·  
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. φρ. ένας λόγος είναι αυτός, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. φρ. ένας λόγος είναι να…, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είπα, δεν είπα τίποτε σπουδαίο, δεν είχε σημασία αυτό που είπα, ένα αστείο είπα, πλάκα έκανα: «μια κουβέντα είπα κι αυτός παρεξηγήθηκε». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ·
- μπόσικες κουβέντες, αυτές που λέγονται με επιπολαιότητα: «όταν μιλάς μαζί μου θέλω να είσαι σοβαρός, γιατί δεν θέλω μπόσικες κουβέντες»·
- να λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. συνηθέστ. να λείπουν τα πολλά λόγια·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτα λόγια, λ. λόγος·
- ξεκρέμαστες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτες κουβέντες·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- παστρικές κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ειλικρίνεια, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μπορούμε να κουβεντιάσουμε οποιοδήποτε θέμα, αλλά θέλω παστρικές κουβέντες για να μην έχουμε παρεξηγήσεις»·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! παράκληση σε κάποιον να μεσολαβήσει κάπου για μας: «πες καμιά καλή κουβέντα στον τάδε μήπως και με πάρει στη δουλειά του!»·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! (παρακλητικά) συμβούλεψέ τον: «πες του καμιά κουβέντα, γιατί εσένα σ’ εκτιμάει και σ’ ακούει!»·
- πετάει κουβέντες, μιλάει χωρίς να σκέφτεται, απερίσκεπτα: «όταν πει λίγο παραπάνω, πετάει κουβέντες χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα μου γκρινιάζεις και κουβέντες μου πετάς· δαχτυλίδια και ρολόγια, βρε, να σου πάρω μου ζητάς
- πετώ μια κουβέντα, υπαινίσσομαι, δε λέω καθαρά αυτό που θέλω, αλλά αφήνω υπονοούμενα: «δεν είναι σωστό να πετάς μια κουβέντα κι έπειτα ν’ αλλάζεις θέμα. Αν έχεις κάτι μαζί μου, έλα να το συζητήσουμε»·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) κουβέντα·
- πιάνω (την) κουβέντα, αρχίζω να κουβεντιάζω, συζητώ, συνομιλώ με κάποιον: «πιάσαμε την κουβέντα για το χθεσινό επεισόδιο || συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και πιάσαμε κουβέντα για τ’ αυριανό ντέρμπι»·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω·
- πικρές κουβέντες, λόγια που πικραίνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρές κουβέντες για τις οποίες μετάνιωσαν αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: από μια πικρή κουβέντα, που μου είπες κάποιο βράδυ, έγιν’ η καρδιά μου μαύρη!
- σε κουβέντα να βρισκόμαστε, βλ. φρ. κουβέντα να γίνεται·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα, λ. συζήτηση·
- σκληρές κουβέντες, λόγια που πληγώνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρές κουβέντες»·
- σταράτες κουβέντες, λόγια ξεκάθαρα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «είναι μαθημένος να λέει σταράτες κουβέντες»·
- στρογγυλές κουβέντες ή στρόγγυλες κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ξεκάθαρα: «συμφώνησαν αμέσως, γιατί είπαν στρογγυλές κουβέντες»·
- το… είναι μια κουβέντα, είναι πολύ εύκολο να λέει κάποιος πως θα κάνει αυτό που αναφέρει, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το πραγματοποιήσει: «το να κάνω μια δουλειά είναι μια κουβέντα, πώς γίνεται όμως αυτή η δουλειά μπορείς να μου πεις;»·
- το κάνω ολόκληρη κουβέντα, δίνω μεγάλες διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μη δώσεις βάση στη γνώμη του, γιατί συνηθίζει ένα μικρό γεγονός να το κάνει ολόκληρη κουβέντα || του κέρασα κι εγώ μια φορά και το ’κανε ολόκληρη κουβέντα». Συνών. το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·  
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα·
- το στρώνω στην κουβέντα, συζητώ αδιάκοπα για διάφορα θέματα, συζητώ περισσότερο για να περάσει η ώρα μου: «οι πιο πολλοί συνταξιούχοι μαζεύονται στο καφενείο της γειτονιάς και το στρώνουν στην κουβέντα»·
- το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά, μια και το ’φερε η κουβέντα, ασχοληθήκαμε και μ’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα. Κι όπως το ’φερε η κουβέντα μου ’παν όνειρο κι αυτό. Σήκω πήγαινε στην Άννα του Χειμώνα
- του κάνω κουβέντα, του αναφέρω κάποια υπόθεση που με απασχολεί: «αν του κάνεις κουβέντα για το πρόβλημά σου, μπορεί και να σε βοηθήσει»·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, προκαλώ συζήτηση μαζί του για κάποιο σκοπό ή για να του εκμαιεύσω κάτι: «μόλις τον είδα, του ’πιασα κουβέντα μόνο και μόνο για να τον καθυστερήσω, μέχρι να φύγει απ’ το μπαράκι ο αδερφός της γκόμενάς του || μόλις τον είδα τον έπιασα στην κουβέντα μήπως και του ξεφύγει κάτι για την καινούρια δουλειά που ετοιμάζει»·
- φέρνω την κουβέντα (σε κάτι), βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση αλλού, λ. συζήτηση·
- χάνεται για κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για κουβέντα·
- χαμένες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. χαμένα λόγια, λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. φρ. χάνουμε τα λόγια μας, λ. λόγος·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. φρ. χοντρά λόγια, λ. λόγος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς άλλη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή αντιλογία: «τα πράγματα, χωρίς πολλές κουβέντες, θα γίνουν έτσι όπως τα λέω». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές, θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- ψοφάει για κουβέντα, του αρέσει πάρα πολύ να κουβεντιάζει: «αν αρχίσει την πάρλα, θα πιάσετε ξημερώματα, γιατί ψοφάει για κουβέντα».

κρόουλ

κρόουλ, το, ουσ. [<αγγλ. crwl], τρόπος γρήγορης κολύμβησης·
- το γύρισε στο κρόυλ, (για άντρες) άρχισε να υφίσταται τη σεξουαλική πράξη, έγινε πούστης: «έμπλεξε με μια αδερφή και σε λίγο καιρό το γύρισε κι αυτός στο κρόουλ». Από την εικόνα του κολυμβητή που κολυμπάει μπρούμυτα, στάση που παίρνει και ο πούστης για να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Συνών. το γύρισε στο κολύμπι.   

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

ματς

ματς, επίρρ. [<αγγλ. much (= πολύ)], βλ. φρ. του ματς, λ. του.  

μέσα

μέσα, επίρρ. [<μσν. μέσα, πλ. ουδ. του μέσος], μέσα. 1. στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «είναι κανείς μέσα στο σπίτι;». 2. κατά τη διάρκεια: «μέσα στην επόμενη βδομάδα». 3. δηλώνει συμφωνία, αποδοχή: «θέλεις να πάρεις μέρος κι εσύ σ’ αυτή τη δουλειά; -Μέσα. || είσαι για μια ποκίτσα; -Μέσα. || πάμε να πιούμε ένα ουζάκι; -Μέσα» 4. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) καταφατική δήλωση παίχτη ότι παίρνει μέρος ή ότι συνεχίζει το παιχνίδι: «ποντάρω άλλες πέντε χιλιάδες. -Μέσα».5.  με άρθρο και συνοδευόμενο από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, κ.λπ., το, τα μέσα μου, τα σπλάχνα μου (σου, του, της κ.λπ.). (Λαϊκό τραγούδι: να ’ξερες πώς σπαράζουν τα μέσα μου για σένα που στέκεσαι μακριά μου και λόγο δε μου λες).6. ως ουσ. το μέσα, το εσωτερικό μέρος: «απ’ έξω φαίνεται καλό το σπίτι, αλλά να δούμε τι λέει και το μέσα». (Ακολουθούν 190 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, βλ. λ. κατσίβελος·
- απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- απέξω κι από μέσα, (για πρόσωπα ή πράγματα) από όπου και αν το εξετάσει κανείς, από όλες τις πλευρές: «απέξω κι από μέσα αυτός ο άνθρωπος, δεν τρώγεται με τίποτα || αυτό τ’ αυτοκίνητο απέξω κι από μέσα είναι κούκλα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω δει γυναίκα που να ’χει λίγη μπέσα· γυναίκες είστε όλες κι απέξω κι από μέσα)· βλ. και φρ. μέσα έξω·
- από μέσα, α. εσωτερικά: «χρειάζονται μόνο εξωτερικά μερεμέτια, γιατί από μέσα είναι μια χαρά το σπίτι». β. (για ρούχα) κατάσαρκα: «το καλοκαίρι δε φορώ φανελάκι από μέσα»·   
- από μέσα άνεση κι απ’ έξω εμφάνιση, βλ. λ. άνεση·
- από μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; βλ. λ. κοιμάμαι·
- από μέσα μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. μέσα μου (σου, του, της κ.λπ)·
- ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- αφήνω μεσ’ στη μέση, βλ. λ. μέση·
- βάζω μέσα, α. εισάγω κάποιον ή κάτι σε έναν κλειστό χώρο: «βάλε μέσα στο σπίτι το παιδί || θα βάλω μέσα στο γκαράζ τ’ αυτοκίνητο μου». β. (για τάβλι ή για ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. μπαίνω μέσα· βλ. και φρ. τον βάζω μέσα· 
- βάλτ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο μουνί, στον κώλο, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), προτροπή από γυναίκα σε άντρα να προβεί στη σεξουαλική πράξη: «βάλ’ τον, επιτέλους, μέσα, γιατί δεν αντέχω άλλο!»·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο βρακί, στο παντελόνι, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), προτροπή σε άντρα να κρύψει το πέος του (μέσα στο βρακί του, στο παντελόνι του): «βάλ’ τον μέσα ρε, που χωρίς ντροπή τον έβγαλες μπροστά στον κόσμο για να κατουρήσεις!»·
- βάλ’ τον πάλι μέσ’ στη γυάλα, βλ. λ. γυάλα·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- βγάζω τα μέσα μου ή βγάζω το μέσα μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «με πιάνει τόσο πολύ η θάλασσα, που, κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, βγάζω τα μέσα μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «κάθε φορά που μιλάει για τον τάδε, βγάζει τα μέσα του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την εκκένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου / βγάζω το στομάχι μου·
- βράζω από μέσα μου, είμαι πολύ αγανακτισμένος, πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού, αλλά προσπαθώ να μη δείξω την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «μη μου μιλάς καθόλου, γιατί βράζω από μέσα μου με τις ανοησίες που ακούω να λέει για το φίλο μου»·
- βρίζω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- βρίσκομαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γυρίζω το μέσα έξω, (για ρούχα) μετατρέπω την εσωτερική πλευρά σε εξωτερική. Αυτό γινόταν συνήθως στα παλιότερα χρόνια λόγω οικονομίας ή φτώχειας, από τη στιγμή που η φθορά κατέστρεφε εξωτερικά το ρούχο (παντελόνι, φουστάνι, σακάκι), ενώ η εσωτερική του ήταν σε καλύτερη κατάσταση·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δεν αναπνέει την κιμωλία μέσα στην τάξη, βλ. λ. κιμωλία·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν έχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν έχει ζωή μέσα του, βλ. λ. ζωή·
- δεν έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχει χολή μέσα του, βλ. λ. χολή·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, βλ. λ. ψυχή·
- δεν έχεις τσαγανό μέσα σου; βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχεις χολή μέσα σου; βλ. λ. χολή·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; βλ. λ. ψυχή· 
- δεν κυλάει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- διαβάζω από μέσα μου, διαβάζω νοερά: «καθόταν ήσυχος σε μια γωνιά και διάβαζε από μέσα του ένα μυθιστόρημα»·
- δοκάρι και μέσα (ενν. πάει η μπάλα), βλ. λ. δοκάρι·
- είμαι μέσα, α. όχι μόνο δεν έχω κέρδη ως επιχείρηση ή ως επιχειρηματίας, αλλά είμαι και ζημιωμένος: «τον τελευταίο καιρό με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι συνέχεια μέσα». β. δέχομαι να πάρω κι εγώ μέρος σε αυτό που πρόκειται να γίνει από κάποιον ή από κάποιους: «αν μου γίνει κι εμένα η πρόταση να πάρω μέρος στη δουλειά που ετοιμάζουν, είμαι μέσα». γ. συμφωνώ, δέχομαι την πρόκληση ή την πρόσκληση κάποιου ή κάποιων για κάτι: «όποτε θέλει ν’ αναμετρηθούμε, είμαι μέσα». δ. μπαίνω στο πνεύμα, στο νόημα, καταλαβαίνω, εννοώ: «μην κουράζεσαι να μου εξηγήσεις την υπόθεση, γιατί είμαι μέσα». ε. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) όχι μόνο δεν έχω κέρδος, αλλά είμαι και ζημιωμένος, χαμένος: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού είμαι συνέχεια μέσα»·
- είμαι μέσα για μέσα, α. είμαι ολοκληρωτικά ζημιωμένος: «απ’ την καινούρια δουλειά που έκανα, είμαι μέσα για μέσα». β. δέχομαι με όλη τη καλή μου διάθεση να συμμετάσχω κάπου: «θα τσοντάρεις στο ρεφενέ για να μαζέψουμε αυτό το ποσό; -Είμαι μέσα για μέσα»·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είμαι μέσα στα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι χωμένος μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- είναι μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- είναι μέσ’ στη φασουλάδα (κάποιος), βλ. λ. φασουλάδα·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι μέσα και κοιτάζει απέξω (απόξω), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι φυλακισμένος: «κάθε φορά που τον συμβούλευα, μου ’λεγε να μην ενδιαφέρομαι για τις δουλειές του, αλλά τώρα είναι μέσα και κοιτάζει απέξω»·
- είναι μέσα σ’ όλα, είναι πολύξερος, γνώρισε όλα τα είδη των σχέσεων και των καταστάσεων, δεν υπάρχει πράγμα που να μην το ξέρει, που να μην το γνωρίζει: «κάθε μου απορία μου τη λύνει ο τάδε, που είναι μέσα σ’ όλα». (Τραγούδι: με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, γιατί σ’ όλα είμαι μέσα // σε όλα μέσα είσαι, παντού μπερδεύεσαι κι όλο έξω πέφτεις, δε συμμαζεύεσαι
- είναι μέσα στη φύση του, βλ. λ. φύση·
- είναι στα μέσα και στα έξω, α. είναι πανταχού παρών σε μια επιχείρηση ή οργανισμό, παίρνει ενεργά μέρος σε κάθε διαδικασία ή δραστηριότητα, κατέχει εμπιστευτική θέση: «αν θέλεις να βρεις δουλειά σ’ αυτό το εργοστάσιο, πλησίασε τον τάδε, γιατί αυτός είναι στα μέσα και στα έξω». β. έχει πολλές και ισχυρές διασυνδέσεις: «αν θέλεις να πάρει μετάθεση ο γιος σου, πλησίασε τον τάδε που είναι στα μέσα και στα έξω»·
- είσαι μέσα, βλ. φρ. μέσα είσαι·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- έπεσα μέσα, πέτυχα απόλυτα σε κάποια πρόβλεψή μου: «έπεσα μέσα στ’ αποτελέσματα των εκλογών»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έπεσε μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- έχει το δαίμονα μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- έχει το διάβολο μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- έχει το σατανά μέσα του, βλ. λ. σατανάς·
- έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι), βλ. λ. φλέβα·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι), βλ. λ. αίμα·
- έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- ζει κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους ή ζει τη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
- η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, βλ. λ. χήρα·
- θα μπού-με μέ-σα! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) απειλητική ιαχή για βιαιοπραγίες των οπαδών εκείνης της ομάδας, οι οποίοι βλέπουν ή θεωρούν πως η ομάδα τους αδικείται από το διαιτητή ή τους διαιτητές·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- κάθομαι μέσα, δε βγαίνω από το σπίτι μου: «επειδή είχε πονοκέφαλο, κάθισε μέσα»·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- κατά μέσα μεριά, στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «κατέβηκε στο υπόγειο κι άρχισε να ψάχνει κατά μέσα μεριά για να βρει το παλιό κάδρο»·
- κάτι έσπασε μέσα μου, έχω πάψει να νιώθω τα ίδια αισθήματα αγάπης ή εκτίμησης για κάποιο άτομο, λόγω της αλλαγής της συμπεριφοράς του προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως χαρτοπαίζει, κάτι έσπασε μέσα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- κάτι με τρώει μέσα μου, έχω έντονη ανησυχία ή σοβαρές αμφιβολίες για κάποιον ή για κάτι: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν, κάτι μ’ έτρωγε μέσα μου, μήπως του συνέβη κάποιο κακό || κάτι με τρώει μέσα μου πως δεν είναι αυτό που δείχνει αυτός ο άνθρωπος»·
- κάτι μου λέει μέσα μου, έχω μια ενδόμυχη σκέψη, μια ενδόμυχη πίστη, έχω ένα προαίσθημα: «κάτι μου λέει μέσα μου, πως θα πετύχω στις εξετάσεις || κάτι μου λέει μέσα μου πως θα την πατήσουμε»·
- κλειδώθηκα μέσα, βλ. φρ. κλείστηκα μέσα·
- κλείστηκα μέσα, δε βγαίνω από το σπίτι μου, ιδίως για αρκετό χρονικό διάστημα: «επειδή είχα εξετάσεις, κλείστηκα μέσα κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- κολυμπάει μέσα στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- κρατώ μέσα μου (κάτι), βλ. φρ. κρύβω μέσα μου (κάτι)·
- κρύβω μέσα μου (κάτι), δεν εκδηλώνω, δεν εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου ή αυτά που σκοπεύω ή ονειρεύομαι να πραγματοποιήσω: «μέρες τώρα είναι σκεφτικός και κανείς δεν ξέρει τι κρύβει μέσα του». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το βαθιά·  
- λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- λέω μέσα μου ή λέω από μέσα μου, μονολογώ, σκέφτομαι: «καθόμουν με τις ώρες κι έλεγα από μέσα μου σαν τι τάχα να του συμβαίνει αυτού του ανθρώπου κι είναι τόσο στενοχωρημένος!». (Τραγούδι: μια φορά στη Σενεγάλη με στριμώξανε δυο Γάλλοι κι αστράψαν τα μαχαίρια τους για χάρη μου. Είπα μέσα μου η γυναίκα δεν πά’ να ’ναι κι άλλοι δέκα ακριβά θα το πουλήσω το τομάρι μου
- ματώνουν τα μέσα μου ή ματώνει το μέσα μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «ματώνουν τα μέσα μου, κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου»·
- μαύρισαν τα μέσα μου ή μαύρισε το μέσα μου, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισαν τα μέσα μου, μέχρι να καταφέρω να βάλω μυαλό σ’ αυτό το παιδί»·
- με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, βλ. λ. φυλακή·
- μένω μέσα, βλ. φρ. κάθομαι μέσα·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μέσ’ στο νερό, βλ. λ. νερό·
- μέσα είσαι, το βρήκες, το εννόησες, το κατάλαβες, είναι ακριβώς αυτό που λες, σωστά σκέφτηκες, αποφάσισες ή ενήργησες: «δηλαδή, απ’ ό,τι μου λες, κι αν κατάλαβα καλά, ο τάδε είναι το καρφί. -Μέσα είσαι || αν τον δω, θα τον σπάσω στο ξύλο, γιατί είναι μεγάλο κωλόπαιδο. -Μέσα είσαι»·
- μέσα για μέσα, α. ολοκληρωτικά: «θα με βοηθήσεις να βγω από τη δύσκολη θέση που βρίσκομαι; -Μέσα για μέσα». β. με όλη την καλή μου διάθεση: «θα τσοντάρεις να μαζέψουμε αυτό το ποσό; -Μέσα για μέσα»·
- μέσα έξω, α. περίπου, κατά προσέγγιση: «μέσα έξω έτσι έγιναν τα πράγματα». Συνών. πάνω κάτω. β.και από τις δυο πλευρές, και αυτή που είναι εσωτερικά και αυτή που είναι εξωτερικά: «το σπίτι θέλει βάψιμο μέσα έξω»· βλ. και φρ. απέξω κι από μέσα·
- μέσα μου (σου, του, της κ.λπ.), ενδόμυχα: «είχαν μαλώσει πολύ άγρια, αλλά μέσα μου πίστευα πως γρήγορα θα μόνοιαζαν || όλοι τον κατηγορούσαν, αλλά μέσα μου πίστευα πως ήταν αθώος»·
- μέσα σε μια μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μέσα σε μια νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μέσα στα όρια, βλ. λ. όριο·
- μέσα στην αυλή μου ή μέσα στην ίδια μου τη αυλή, βλ. λ. αυλή·
- μέσα στο μήνα, βλ. λ. μήνας·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. λ. στόμα·
- μέσα στο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μιλώ μέσα μου ή μιλώ από μέσα μου, βλ. φρ. λέω μέσα μου·
- μιλώ μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου γυρίζει τα μέσα μου ή μου γυρίζει το μέσα μου, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί μεγάλη αηδία: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, μου γυρίζει το μέσα μου». Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να κάνει κύκλους μπροστά στο στομάχι, υπονοώντας στομαχική διαταραχή με επακόλουθο τον εμετό, ή συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την κένωση του στομάχου. Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γύρισαν τα μέσα μου ή μου γύρισε το μέσα μου, ένιωσα έντονη τάση για εμετό, ένιωσα έντονη αηδία ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις έφτασα στο τόπο του δυστυχήματος, είδα τα κορμιά σκορπισμένα πάνω στην άσφαλτο και μου γύρισαν τα μέσα μου». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου μάτωσε τα μέσα μου ή μου μάτωσε το μέσα μου ή μου ’χει ματώσει τα μέσα μου ή μου ’χει ματώσει το μέσα μου, μου προξένησε πολύ μεγάλο ψυχικό πόνο, με λύπησε πάρα πολύ: «εγώ πίστευα πως ήταν φίλος μου, αλλά μου μάτωσε τα μέσα μου, όταν πήρε το μέρος του αντιπάλου μου»· 
- μου μαύρισε τα μέσα μου ή μου μαύρισε το μέσα μου ή μου ’χε μαυρίσει τα μέσα μου ή μου ’χει μαυρίσει το μέσα μου, με στενοχώρησε, με ταλαιπώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε τα μέσα αυτό το παιδί, μέχρι να το κάνω άνθρωπο». Συνών. μου μαύρισε τα σπλάχνα / μου μαύρισε τα σωθικά / μου μαύρισε τα τζιέρια·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε τα μέσα μου ή μου ’φαγε το μέσα μου ή μου ’χει φάει τα μέσα μου ή μου ’χει φάει το μέσα μου, με έφθειρε σωματικά ή ψυχικά: «μου ’φαγε τα μέσα μου αυτή η αρρώστια || αυτό το παιδί, μου ’φαγε το μέσα μου με τις αταξίες του». Συνών. μου ’φαγε τα σπλάχνα / μου ’φαγε τα σωθικά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μπαίνει μέσ’ στα όλα, βλ. συνηθέστ. χώνεται μέσ’ στα όλα·
- μπαίνει μέσα σ’ όλα, βλ. συνηθέστ. χώνεται μέσα σ’ όλα·
- μπαίνω μέσα, α. όχι μόνο δεν έχω κέρδος ως επιχείρηση ή ως επιχειρηματίας, αλλά είμαι και ζημιωμένος: «τον τελευταίο καιρό με την αναδουλειά που υπάρχει στη αγορά, μπαίνω συνέχεια μέσα». β. φυλακίζομαι: «με τα χρέη που δημιούργησε αυτός ο άνθρωπος θα μπει σίγουρα μέσα». γ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χάνω συνέχεια: «μ’ αυτό το κωλόχαρτο που μου ’ρχεται, μπαίνω συνέχεια μέσα». δ. (για ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) δε συγκεντρώνω τους απαραίτητους πόντους και ο αντίπαλος κερδίζει όλους τους πόντους: «είναι η δεύτερη συνεχόμενη φορά που μπαίνω μέσα» ε. (για τάβλι) συγκεντρώνω όλα τα πούλια μου στην περιοχή μου, οπότε μπορώ να αρχίσω να τα μαζεύω: «όταν εγώ άρχισα να μαζεύω, αυτός ακόμη δεν είχε μπει μέσα»·
- μπερδεύεται μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- μπήκε μέσα με τα τσαρούχια, βλ. λ. τσαρούχι·
- μπήκε ο δαίμονας μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, βλ. λ. πειρασμός·
- μπλέκει μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, βλ. λ. ευχή·
- να χέσω μέσα! έκφραση εκνευρισμένου ή απογοητευμένου ανθρώπου για τις συνεχείς δυσκολίες που παρουσιάζονται σε μια δουλειά ή υπόθεση . Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το να χέσω: «να χέσω μέσα να χέσω, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!»·
- ξυπνάει μέσα μου το ζώο ή ξυπνάει το ζώο μέσα μου, βλ. λ. ζώο·
- ξύπνησε μέσα μου το ζώο ή ξύπνησε το ζώο μέσα μου,  βλ. λ. ζώο·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- ορμάει μέσα σ’ όλα, σε καμιά περίπτωση δε διστάζει να ενεργήσει, δεν κωλώνει μπροστά σε τίποτε: «από μικρός έτσι τολμηρός ήτανε, ορμάει μέσα σ’ όλα χωρίς να φοβάται»·
- πάω μέσα, φυλακίζομαι: «δεν μπλέκω σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δεν έχω σκοπό να πάω μέσα»·
- περνάει τη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- πέφτω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω μέσα, πετυχαίνω απόλυτα στην πρόβλεψή μου: «τις πιο πολλές φορές που μου ζήτησαν τη γνώμη μου για κάποιο άτομο, έπεσα μέσα». Συνών. πέφτω διάνα·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- πλέει μέσα στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, πρέπει κάτι, καλό ή κακό, να είναι έμφυτο ή να το θέλεις πάρα πολύ για να το ακολουθήσεις, να το πετύχεις: «πρέπει να το ’χεις μέσα σου να γίνεις καλλιτέχνης || πρέπει να το ’χεις μέσα να γίνεις απατεώνας»· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, λ. άνθρωπος·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, βλ. λ. βελόνα·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τα κεφάλια μέσα! βλ. λ. κεφάλι·
- τα κρατώ μέσα μου, δεν αποκαλύπτω, δεν κοινολογώ, δεν εκμυστηρεύομαι τα όσα με βασανίζουν, με στενοχωρούν, με πικραίνουν: «τη χαρά μου τη δείχνω σε όλους, αλλά ό,τι με βασανίζουν τα κρατώ μέσα μου για να μη στενοχωρώ και τους άλλους»·
- τα λέω μέσ’ στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- τη βγάζω μέσα, μένω στο σπίτι: «κάθε φορά που δεν έχω λεφτά, τη βγάζω μέσα || χτες ήμουν λίγο αδιάθετος και την έβγαλα μέσα»·
- τη βρίσκω μέσα, παθαίνω ζημιά από κάποιον ή από κάτι, τη στιγμή που δεν το περιμένω, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι και υφίσταμαι τις συνέπειες: «είχα την εντύπωση πως ήταν τίμιος άνθρωπος, αλλά τη βρήκα μέσα, γιατί μ’ έριξε στη μοιρασιά». Το υπονοούμενο στη φρ. είναι η πούτσα, η ψωλή και συνοδεύεται αρκετές φορές από χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο, λυγισμένο προς τη μέσα πλευρά της παλάμης και σε οριζόντια θέση από το έδαφος, να κάνει δυο τρεις παλινδρομικές κινήσεις, υπονοώντας την επιβολή της σεξουαλικής πράξης, ενώ άλλες φορές η θέση του λυγισμένου δαχτύλου είναι κάθετα προς το έδαφος αποδίδοντας πιο παραστατικά με τις παλινδρομικές του κινήσεις την επιβολή της σεξουαλικής πράξης·
- της τον (την, το) βάζω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί) ή της τον (την, το) χώνω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε όλο το απόγευμα στο δωμάτιο, σίγουρα της τον έβαλε μέσα»·
- το κρατώ μέσα μου, α. δεν κοινολογώ κάτι, το κρατώ μυστικό: «θα σου πω κάτι, αλλά θέλω να το κρατήσεις μέσα σου». β. δεν εκδηλώνω κάποιο συναίσθημά μου ή την πρόθεσή μου να κάνω σε κάποιον κακό: «ήταν πολύ απογοητευμένος από τη συμπεριφορά του τάδε, αλλά το κρατούσε μέσα του || έμαθε πως τον είχε κατηγορήσει, αλλά το κρατούσε μέσα του και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να τον εκδικηθεί»·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το σκέφτηκα από μέσα μου, σκέφτηκα κάτι χωρίς να το εκφράσω, το συλλογίστηκα: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, αλλά, για να σου πω την αλήθεια, το σκέφτηκα από μέσα μου»·
- το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χει μέσ’ στη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- το ’χει μέσ’ στο αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- το ’χει μέσα του, (για καλό ή για κακό) του είναι έμφυτο: «το ’χει μέσα του αυτός ο άνθρωπος να καταπιάνεται μόνο με μεγάλες δουλειές || μην το πιστεύεις, γιατί το ’χει μέσα του να λέει ψέματα || από μικρό παιδί το ’χει μέσα του να βοηθάει τους άλλους»·
- τον βάζω μέσα, προκαλώ τη χρεοκοπία του: «τον έβαλες μέσα τον άνθρωπο με τις οικονομικές συμβουλές που του ’δινες»· βλ. και φρ. τον χώνω μέσα·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκλεισε μέσα, έκανε τις κατάλληλες ενέργειες, ώστε να τον φυλακίσει: «πήρε τόσο κατάκαρδα την κατάχρηση που του ’κανε ο φίλος του, που τον έκλεισε μέσα»·
- τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον (την, το) έχω μέσα μου (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, είμαι πολύ πιεσμένος από μια δύσκολη υπόθεση ή κατάσταση: «του δάνεισα όλες τις οικονομίες μου και τώρα τον έχω μέσα μου, γιατί δε λέει να μου επιστρέψει τα λεφτά». Από την εικόνα του ατόμου που υφίσταται αναγκαστικά τη σεξουαλική πράξη·
- τον έχω μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, τον έχω διορίσει σε εμπιστευτική, σε καίρια θέση της επιχείρησής μου: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα τι αετός είναι, τον έχω στα μέσα και στα έξω της δουλειάς μου»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον πήγαν μέσα, βλ. φρ. τον πήραν μέσα·
- τον πήραν μέσα, α. τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια ή σε κάποιο αστυνομικό τμήμα: «τον έπιασαν να πυρπολεί αυτοκίνητα με γκαζάκια και τον πήραν μέσα». β. τον φυλάκισαν: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τον πήραν μέσα»·
- τον ρίχνω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τον χώνω μέσα, κάνω τις κατάλληλες ενέργειες  για να τον φυλακίσω: «αφού δεν του ’δινε τα λεφτά που του χρωστούσε, τον έχωσε μέσα»·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, βλ. λ. Φλεβάρης·
- φτου μέσ’ στη σκουληκομυρμηγκότρυπα! βλ. λ. σκουληκομυρμηγκότρυπα·
- φυλάω μέσα μου (κάτι), βλ. φρ. κρύβω μέσα μου (κάτι)·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέσε μέσα! δεν έχει νόημα, δεν αξίζει τον κόπο: «χέσε μέσα, μωρέ, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι γι’ αυτό το παλιόπαιδο!»· βλ. και φρ. χέσε μέσα Παντελή(!)·
- χέσε μέσα Παντελή! η δουλειά, η υπόθεση, η σχέση ή η κατάσταση έχει πάρει οριστικά το στραβό δρόμο χωρίς να επιδέχεται καλυτέρευση: «όπως έχουν γίνει τώρα τα πράγματα, χέσε μέσα Παντελή!»·
- χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι! βλ. φρ. χέσε μέσα Παντελή(!). Το δεύτερο τμήμα της φρ. περισσότερο για ομοιοκαταληξία·
- χώνεται μέσ’ στα όλα, δε διστάζει να ενεργήσει αποφασιστικά ακόμη και όταν δεν είναι καλά προετοιμασμένος, είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο να υποψιαστεί πως μπορεί να κερδίσει από κάποια δουλειά, χώνεται μέσ’ στα όλα || όταν δει κάποιους να μαλώνουν, χώνεται μέσ’ στα όλα χωρίς να υπολογίζει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: με φωνάζαν θαλασσόλυκο Νικόλα, γιατί ήμουν στις φουρτούνες μέσ’ στα όλα,γιατί είχα μια λεβέντικη καρδιά
- χώνεται μέσα σ’ όλα, ανακατεύεται, επεμβαίνει παντού, ιδίως σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «στο ’πα χίλιες φορές, μη χώνεσαι μέσα σ’ όλα, γιατί στο τέλος γίνεσαι πολύ ενοχλητικός».

μυαλό

μυαλό, το, ουσ. [<μσν. μυαλόν <μτγν. μυαλός <αρχ. μυελός], το μυαλό, ο εγκέφαλος. 1. η αντίληψη, η εξυπνάδα: «το μυαλό είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ’ τα ζώα». 2. η σύνεση: «όταν ενεργεί κανείς χωρίς μυαλό, μπαίνει σε περιπέτειες». 3. ο αρχηγός, αυτός που αποφασίζει και οργανώνει ένα σχέδιο, μια επιχείρηση, νόμιμη ή παράνομη: «το μυαλό εδώ μέσα είμαι εγώ, κι αν έχει κανείς αντίρρηση, να το πει απ’ την αρχή». 4. στον πλ. τα μυαλά, φαγητό που αποτελείται κυρίως από μυαλό: «μυαλά πανέ || μυαλά σοτέ». Υποκορ. μυαλουδάκι, το (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και μυαλός, ο. (Ακολουθούν 322 φρ.)·
- αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό, άνθρωπος που δεν αλλάζει γνώμη και όταν ακόμη έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «απ’ τη στιγμή που επιμένει σ’ αυτό που σου είπε, μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί έχει αγύριστο μυαλό». Συνών. αγύριστο κεφάλι·
- αδειάζω το μυαλό μου, σβήνω κάθε σκέψη από τη μνήμη μου, δε σκέφτομαι τίποτα: «μόλις πέφτω στο κρεβάτι, κοιμάμαι αμέσως, γιατί έχω μάθει ν’ αδειάζω το μυαλό μου, κι έτσι, δε με απασχολεί τίποτα, που θα μπορούσε να με κρατήσει ξυπνητό»· βλ. και φρ. άδειασε το μυαλό μου·
- άδειασαν τα μυαλά του, βλ. συνηθέστ. χύθηκαν τα μυαλά του·
- άδειασε το μυαλό μου, έπαθα αμνησία, δε θυμάμαι τίποτα: «κοιτούσα μια ώρα τον μπατζανάκη μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος είναι, λες και άδειασε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. αδειάζω το μυαλό μου·
- ακονίζω το μυαλό μου, εξασκώ το μυαλό μου πάνω σε κάτι: «όταν έχω ελεύθερο καιρό, λύνω διάφορες μαθηματικές ασκήσεις για ν’ ακονίζω το μυαλό μου»·
- ακονισμένο μυαλό, χαρακτηρίζει το πανέξυπνο άτομο: «έχω γνωρίσει πολλούς έξυπνους ανθρώπους, αλλά τέτοιο ακονισμένο μυαλό πρώτη μου φορά συνάντησα»·
- αλλάζω μυαλό ή αλλάζω μυαλά, αλλάζω συμπεριφορά, συνετίζομαι, σταματώ μια κακή μου δραστηριότητα: «όλοι του ’λεγαν ν’ αλλάξει μυαλό, γιατί θα καταστραφεί, αλλά αυτός συνέχισε να χαρτοπαίζει, ώσπου έχασε όλη του την περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά, σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άνθρωπος με μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. φρ. από μυαλό να φάν’ κι οι κότες·
- από μυαλό να φάν’ κι οι κότες, λέγεται με ειρωνική διάθεση για άτομο που είναι ανόητο, κουτό: «έχει καθόλου μυαλό ο τάδε, για να του αναθέσω μια δουλειά; -Τι να σου πω, από μυαλό να φαν’ κι οι κότες»· βλ. και φρ. … να φάν’ κι οι κότες, λ. κότα·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου ή βάζω στο μυαλό μου κάτι, σκέφτομαι επίμονα να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι: «αν βάλει κάτι στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το πραγματοποιήσει»·
- βάζω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι, φαντάζομαι, λογαριάζω, σχεδιάζω: «κάθε φορά που πλησιάζει καλοκαίρι, βάζω με το μυαλό μου να πάω στα νησιά, αλλά πού τέτοια τύχη!». β. θεωρώ ενδεχόμενο κάτι, υποθέτω, υποπτεύομαι: «δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ, εγώ όμως βάζω με το μυαλό μου πως κι ο τάδε είναι μπερδεμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά»·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, κάνω διάφορες σκέψεις, ιδίως δυσάρεστες: «όταν αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι»·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, συνετίζομαι, φρονιμεύω: «αν δε βάλεις μυαλό, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουνε ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, σκέφτομαι, υποπτεύομαι πολλά, ιδίως δυσάρεστα: «πρώτη φορά είναι που δεν έρχεται ο τάδε στο ραντεβού μας, γι’ αυτό βάζω πολλά με το μυαλό μου»·
- βάζω στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στο νου μου, λ. νους·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω το κακό με το νου μου, λ. νους·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, χρησιμοποιώ το μυαλό μου, κάνω τους απαραίτητους λογικούς συνδυασμούς, ενεργώ έξυπνα: «για να πιάσεις το νόημα, πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει || βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και θα βρεις την άκρη του προβλήματός σου»·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! (κατηγορηματικά) κατάλαβέ το! χώνεψέ το(!): «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! || βάλ’ το καλά στο μυαλό σου πως τα ξενύχτια θα σε καταστρέψουν». (Λαϊκό τραγούδι: δε σε μισώ κι αν μου ’φυγες και βάλ’ το στο μυαλό σου,αχάριστα κι αν φέρθηκες δε θέλω το κακό σου
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας (ενν. στον κώλο σου), συμμορφώσου, γιατί αλλιώς θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, συμμορφώσου, γιατί θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «στο λέω για τελευταία φορά, βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας»·
- βασανίζω το μυαλό μου, α. σκέφτομαι πάρα πολύ, εξετάζω λεπτομερειακά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν πάρω μια απόφαση ή πριν προβώ σε μια ενέργεια: «βασάνισα πολύ το μυαλό μου, ώσπου να καταλήξω στην απόφαση ν’ αναλάβω τη δουλειά». β. σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα: «βασανίζει το μυαλό του με την ιδέα πως τον απατάει η γυναίκα του»· βλ. και φρ. στύβω το μυαλό μου·
- βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το μυαλό του πως τον κατηγορώ». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το μυαλό του χίλια δυο ψέματα για να μου πάρει τη δουλειά μεσ’ απ’ τα χέρια». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «με την κρίση που υπάρχει στην αγορά, έβγαλα απ’ το μυαλό μου πως μπορώ ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου ξαναδώσω δανεικά, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου πως σε απάτησε αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το μυαλό σου βγάλε το ό,τι έχω καμωμένο, γιατί κοντά σε σένανε πάντα πιστή θα μένω). Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- γεννάει το μυαλό του, είναι επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί είναι άνθρωπος που γεννάει το μυαλό του»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. λ. γλώσσα·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, εντύπωσέ το καλά στη μνήμη σου, να το θυμάσαι. Λέγεται περισσότερο με απειλητική διάθεση: «γράψ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου αυτό που είπες για μένα, γιατί δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της, πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά, μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά
- γυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), α. (με συναισθηματική φόρτιση) θυμάμαι, νοσταλγώ κάτι : «πάντα γυρίζει στο μυαλό μου η γειτονιά που μεγάλωσα». β. δεν μπορώ να ξεχάσω, μου γίνεται έμμονη ιδέα κάτι: «γυρίζει στο μυαλό μου συνέχεια η προσβολή που μου έχεις κάνει»·
- γυρίζει το μυαλό μου, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, ιδίως λόγω πολλών προβλημάτων: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το μυαλό μου»·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «χίλιες φορές τον έχω συμβουλέψει ν’ αφήσει αυτές τις παλιοπαρέες, αλλά δε βάζει μυαλό». (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη, αλλά μυαλό δεν έχεις βάλει
- δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, δεν ξεχνώ, δεν μπορώ να ξεχάσω, ιδίως κάτι κακό: «δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου πώς κάθισε και είπε τέτοιες ανοησίες για μένα»· βλ. και φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου·
- δε θέλει μυαλό ή δε θέλει και πολύ μυαλό, είναι αυτονόητο: «αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί, έτσι δεν είναι; -Δε θέλει και πολύ μυαλό»·
- δε σκοτίζει το μυαλό του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται για κάτι, αδιαφορεί εντελώς: «δε σκοτίζει το μυαλό του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: δε σκοτίζω το μυαλό μου· θα χορέψω ζεϊμπεκιά· κι αν μου έφυγε η μικρή μου δεν θα στενοχωρηθώ· θα τραβήξω τα ποτήρια και θα πάω να κοιμηθώ
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, έχει διανοητικά προβλήματα, είναι πειραγμένος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί δε στέκει καλά στα μυαλά του ο άνθρωπος»·
- δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου·
- δεν αλλάζει μυαλά ή δεν αλλάζει μυαλό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν αλλάζει τις κακές του συνήθειες, δε συμμορφώνεται: «ο γιατρός τον συμβούλεψε να κόψει το τσιγάρο μαχαίρι, αλλά αυτός δεν αλλάζει μυαλά και καπνίζει σαν φουγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. φρ. δε στέκει καλά στα μυαλά του·
- δεν είναι στα μυαλά του, δε σκέφτεται σωστά, λογικά, έχει διανοητικά προβλήματα και, κατ’ επέκταση, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που λέει, γιατί δεν είναι στα μυαλά του ο άνθρωπος». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν έπηξαν ακόμα τα μυαλά του ή δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του, δεν ωρίμασε διανοητικά, ενεργεί, συμπεριφέρεται ανόητα, επιπόλαια: «μην του εμπιστεύεσαι δύσκολες δουλειές, γιατί είναι παιδί και δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του». (Λαϊκό τραγούδι: για κόψε τις φιγούρες σου και τα παινέματά σου, χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί δεν πήξαν τα μυαλά σου;
- δεν έχει δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, της γειτονιάς το βλάμη; Τον λένε μαχαλόμαγκα, μυαλό δεν έχει δράμι)·
- δεν έχει καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει κουκούτσι μυαλό, α. είναι ολωσδιόλου άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «ακόμα και στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο ο τάδε θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα τέτοιο σάλτο, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό»·
- δεν έχει μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει μυαλό, α. είναι άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «δεν μπορώ να κάνω δουλειά μαζί του, γιατί δεν έχει μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «βεβαίως και δεν τολμώ να κάνω ό,τι κάνει ο τάδε, γιατί αυτός δεν έχει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- δεν έχει μυαλό για…, δεν έχει τη διάθεση, την όρεξη, δεν είναι συγκεντρωμένος για να κάνει κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή την κοπέλα, δεν έχει μυαλό για διάβασμα»·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν έχει μυαλό·
- δεν έχει μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, δε σκέφτεται σωστά, δεν ενεργεί σωστά, όχι επειδή έχει διανοητικά προβλήματα, αλλά γιατί απασχολεί τη σκέψη του κάτι άλλο από αυτό που κάνει, γιατί είναι αφηρημένος: «μπορεί να διαβάζει απ’ το πρωί, αλλά δεν έμαθε τίποτα, γιατί δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του»·
- δεν κατεβάζει το μυαλό του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «με την παραμικρή δυσκολία τα χάνει, γιατί δεν κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. δεν κατεβάζει η γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του· βλ. και φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του, λ. στροφή·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του το δείξεις πολλές φορές πώς να το κάνει, γιατί δεν κόβει το μυαλό του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, έχω έμμονη ιδέα για κάποιον ή για κάτι: «δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως η γυναίκα μου έχει εραστή || δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως με πρόδωσε ο φίλος, μου»·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «απ’ τη στιγμή που δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, πώς θέλεις να σου πω τι θα κάνει;»·
- δεν ορίζω το μυαλό μου, βλ. φρ. δεν ορίζω το νου μου, λ. νους·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, δεν τα υποθέτω, δεν τα φαντάζομαι, είναι πραγματικά, αληθινά αυτά που σου λέω, δεν είναι δικά μου κατασκευάσματα: «θέλω να πιστέψεις αυτά που σου λέω, γιατί δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου». Συνών. δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν οι γονείς του να τον προγυμνάσουν, ε, δεν τα παίρνει το μυαλό του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα παίρνει το ξερό του·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει το μυαλό μου(!)·
- δεν το χωράει το μυαλό μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει το μυαλό μου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν το χωράει το μυαλό κι ο νους μ’ ακόμα μέχρι χτες φιλιά στο στόμα μου ’δινες εσύ. Γιατί κακούργα αχ! γιατί να με προδώσεις, σε μια νύχτα να μου φέρεις την καταστροφή;
- δεν του ’μεινε δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό, από ένα σημείο και πέρα η συμπεριφορά του έγινε ακόμα χειρότερη, έχασε εντελώς το μυαλό του, θεωρείται πια εντελώς ανεύθυνος, ασύνετος, δε λογαριάζει τίποτε: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη σουρλουλού, δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- δεν του ’μεινε μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δουλεύει το μυαλό του, είναι εύστροφος, έξυπνος, επινοητικός: «δε σταματάει μπροστά σε κανένα εμπόδιο, γιατί δουλεύει το μυαλό του»·
- δράμι μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- έγινε το μυαλό μου κουρκούτι ή έγινε κουρκούτι το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κουρκούτιασε το μυαλό μου·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο είπε ή έκανε κάποιος κάτι, όχι γιατί μας λείπει η νοημοσύνη, αλλά επειδή το θεωρούμε πέρα για πέρα έξω από τα παραδεκτά όρια: «σκότωσε το παιδί του, γιατί πήγε κινηματογράφο χωρίς να πάρει την άδειά του. -Εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου»·
- είναι ανάπηρος στο μυαλό, (ειρωνικά) είναι διανοητικά καθυστερημένος: «μην τον μαλώνεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ανάπηρος στο μυαλό»·
- είναι ανοιχτό μυαλό, βλ. φρ. έχει ανοιχτό μυαλό·
- είναι αργός στο μυαλό, είναι αργόστροφος, είναι βραδύνους: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις πολλές φορές, γιατί είναι αργός στο μυαλό»·
- είναι γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι καλό μυαλό, σκέφτεται σωστά, έξυπνα: «όταν έχω κάποιο πρόβλημα, παίρνω τη γνώμη του τάδε, γιατί είναι καλό μυαλό»·
- είναι κοφτερό μυαλό, βλ. φρ. έχει κοφτερό μυαλό·
- είναι μεγάλο μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι μικρός στο μυαλό, είναι μικρόνους, δεν είναι έξυπνος: «μην του βάλεις να κάνει δύσκολα πράγματα, γιατί είναι μικρός στο μυαλό και δε θα τα καταφέρει»·
- είναι να χάνεις το μυαλό σου! έκφραση έντονης απορίας για κάτι που βλέπουμε ή μας λένε ή για κάτι που έγινε ή γίνεται και που είναι αδύνατο να το πιστέψουμε: «είναι να χάνεις το μυαλό σου πώς τα κατάφερε απ’ τη μια μέρα στην άλλη αυτός ο άνθρωπος κι έγινε ζάμπλουτος!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι να χάνεις το μυαλό σου εδώ και πέρα, μας έχουν πάρει οι γυναίκες τον αέρα
- είναι πειραγμένο το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- είναι( πολύ) μυαλό, α. είναι (πολύ) έξυπνος, είναι τετραπέρατος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις, γιατί είναι πολύ μυαλό και πάντα βρίσκει τον τρόπο να ξεγλιστρά». β. είναι (πολύ) ειδικός σε μια τέχνη: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι πολύ μυαλό». γ. (γενικά) έχει (πολλές) γνώσεις, είναι διάνοια: «ό,τι και να τον ρωτήσεις, το ξέρει, γιατί είναι πολύ μυαλό»·
- είναι σκόρπιο το μυαλό μου, βλ. φρ. σκόρπισε το μυαλό μου·
- είναι στενό μυαλό, βλ. φρ. έχει στενό μυαλό·
- είναι φτενό μυαλό, βλ. φρ. έχει φτενό μυαλό·
- είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, βλ. λ. φτωχός·
- έλα στα μυαλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «με την οικονομική κρίση που υπάρχει, δεν είναι για εμπορικά ανοίγματα, έλα στα μυαλά σου». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμεινε στο μυαλό μου (κάτι) ή μου ’μεινε στο μυαλό (κάτι), βλ. φρ. έμεινε στη μνήμη μου (κάτι), λ. μνήμη·
- ένα μυαλό κι αυτό ρωμαίικο! βλ. φρ. ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι·
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε, όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι και δεν μπορούμε, ή όταν μας παρατηρεί κάποιος ότι ξεχάσαμε κάτι, που ίσως δεν έπρεπε να το είχαμε ξεχάσει. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί τη φρ. το τι περιμένεις ή το τι περίμενες·
- έπαθε το μυαλό του, έχει διανοητικό πρόβλημα, έχει βλάβη στο μυαλό: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έπαθε το μυαλό του και δε θέλει να δει άνθρωπο»·
- έπηξαν τα μυαλά του ή έπηξε το μυαλό του, ωρίμασε διανοητικά και συμπεριφέρεται σωστά, λογικά: «τώρα που έπηξαν τα μυαλά του, μπορώ να του δώσω λεφτά για να κάνει κάποια δικιά του δουλειά || τώρα που έπηξαν τα μυαλά του μπορεί, αν θέλει, να παντρευτεί»·
- επικοινωνείς με το μυαλό σου; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι συμβαίνει γύρω του, πως δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας και συμπεριφέρεται παράλογα ή μας ζητάει παράλογα πράγματα: «επικοινωνείς με το μυαλό σου που θέλεις να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα; || μόλις τελειώσω τη δουλειά θέλω να μου δώσεις τα διπλάσια απ’ όσα συμφωνήσαμε. -Επικοινωνείς με το μαυλό σου, άνθρωπέ μου;»·
- έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), θυμάμαι κάτι, αναλογίζομαι: «κάθε τόσο έρχεται στο μυαλό μου η παιδική μου παρέα και μελαγχολώ»·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. φρ. μου ’φυγε το μυαλό·
- έχασε τα μυαλά του ή έχασε το μυαλό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ερωτευμένο: «απ’ την ώρα που την είδε, έχασε το μυαλό του γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα έχω χάσει το μυαλό μου και πνίγομαι μες τα ρηχά νερά. Για σένανε μικρό μελαχρινό μου βουτήχτηκα στη μαύρη συμφορά). β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με κάτι, που θέλει πάρα πολύ να το αποκτήσει: «έχασε το μυαλό του μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσει αν δεν τ’ αγοράσει»·
- έχε το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου! λ. νους·
- έχε το μυαλό σου, βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου, λ. νους·  
- έχει αλλού το μυαλό του, είναι αφηρημένος, δεν παρακολουθεί αυτά που λέγονται ή γίνονται κάποια συγκεκριμένη στιγμή: «τον πέταξε ο καθηγητής έξω απ’ την τάξη γιατί, όση ώρα παρέδιδε, αυτός είχε αλλού το μυαλό του»·
- έχει ανοιχτό μυαλό, έχει ευρύτητα σκέψης, δεν έχει προκαταλήψεις: «παρόλο που είναι ηλικιωμένος, έχει ανοιχτό μυαλό, γι’ αυτό και συνεννοείται μια χαρά με τη νεολαία»· 
- έχει άχυρα στο μυαλό, βλ. λ. άχυρο·
- έχει βλάβη στο μυαλό, βλ. λ. βλάβη·
- έχει γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει ελεφαντίαση στο μυαλό, βλ. λ. ελεφαντίαση·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, δεν τον απασχολεί κάποιο πρόβλημα, οπότε έχει τη δυνατότητα να κρίνει ή να αποφασίζει σωστά για κάτι: «όταν ο άνθρωπος έχει καθαρό μυαλό, παίρνει και τις σωστές αποφάσεις»·
- έχει καλό μυαλό, βλ. φρ. είναι καλό μυαλό·
- έχει κάλο στο μυαλό, βλ. λ. κάλος·
- έχει κόλλημα στο μυαλό, είναι προσκολλημένος σε μια ιδέα, έχει μονομανίες ή είναι συντηρητικός: «έχει τέτοιο κόλλημα στο μυαλό, που δεν παντρεύεται, αν δε βρει παρθένα γυναίκα»·
- έχει κουινάκια στο μυαλό του, βλ. λ. κουινάκι·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, βλ. λ. κουρκουμπίνι·
- έχει κοφτερό μυαλό, α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αντιλαμβάνεται τα πάντα στη στιγμή: «πήγε μπροστά στη ζωή του, γιατί έχει κοφτερό μυαλό». β. έχει πολλές γνώσεις, είναι διάνοια: «μας διδάσκει ένας καθηγητής, που έχει πολύ κοφτερό μυαλό». γ. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι αργόστροφος: «αν πεις για τον τάδε, έχει τόσο κοφτερό μυαλό, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι!»·
- έχει λίγο μυαλό, βλ. φρ. είναι φτωχός στο μυαλό, λ. φτωχός·
- έχει μονόπλευρο μυαλό, σκέπτεται, υπολογίζει μόνο για τον εαυτό του: «όταν πρόκειται για θέματα κέρδους αφήνει κατά μέρος τη δημοκρατική του ιδεολογία, γιατί έχει μονόπλευρο μυαλό»·
- έχει μυαλό, είναι γνωστικός, συνετός: «μόλις κατάλαβε πως θα γινόταν φασαρία, σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί έχει μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει μυαλό αλφάδι, είναι πολύ συγκροτημένος: «κάθε μου πρόβλημα το συζητώ με τον τάδε, γιατί έχει μυαλό αλφάδι και πάντοτε μου βρίσκει λύση»·
- έχει μυαλό καδρόνι, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, είναι βλάκας: «με τέτοιο μυαλό καδρόνι που έχει, πώς να καταλάβει τι του λες;»·
- έχει μυαλό κότας, είναι εντελώς άμυαλος, εντελώς ανόητος, είναι πολύ βλάκας: «αυτός δεν είναι για δουλειά, γιατί έχει μυαλό κότας»·
- έχει μυαλό ξουράφι, α. είναι πανέξυπνος, έχει κοφτερό μυαλό: «αυτός έχει μυαλό ξουράφι και δύσκολα μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει». β. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι πολύ αργόστροφος: «έχει τόσο μυαλό ξουράφι ο τύπος, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι»·
- έχει μυαλό οκάδες, είναι πανέξυπνος: «κανένας δεν μπορεί να ξεγελάσει αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μυαλό οκάδες»·
- έχει πειραγμένο μυαλό, έχει διανοητικά προβλήματα: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί έχει πειραγμένο μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει πίτουρα στο μυαλό, βλ. λ. πίτουρο·
- έχει πολλά στο μυαλό του, έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες ή έχει πολλές ιδέες στο κεφάλι του: «είναι πολύ στενοχωρημένος, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του || πάντα να ρωτάς τον τάδε, όταν θέλεις να κάνεις κάτι, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του»·
- έχει πολύ μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει πριονίδια στο μυαλό, βλ. λ. πριονίδι·
- έχει ρόζο στο μυαλό, βλ. λ. ρόζος·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, βλ. λ. ροκανίδι·
- έχει σκατά στο μυαλό, βλ. λ. σκατά·
- έχει στενό μυαλό, έχει περιορισμένη αντίληψη, είναι μικρόνους, στενόμυαλος: «δεν μπορεί να πιάσει τέτοια υψηλά νοήματα, γιατί έχει στενό μυαλό»·
- έχει στόκο στο μυαλό, βλ. λ. στόκος·
- έχει σύφιλη στο μυαλό, βλ. λ. σύφιλη·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, είναι άμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος ή ριψοκίνδυνος: «μην κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του || μην πας για ορειβασία μαζί του στον Όλυμπο, γιατί αυτός έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του»·
- έχει τα μυαλά της πούτσας μου ή έχει το μυαλό της πούτσας μου, βλ. λ.πούτσα·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί, έχει συνέχεια τη σκέψη του σε κάτι που του ευχαριστεί απόλυτα, ιδίως στο σεξ: «απ’ τη μέρα που πήγε με γυναίκα και κατάλαβε τη γλύκα ο πιτσιρικάς, έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψητό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό, ενδιαφέρεται συνέχεια για το προσωπικό του συμφέρον: «απ’ τη μέρα που έκανε μια δουλειά και τα κονόμησε, έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του στη θέση του, α. είναι γνωστικός, συνετός, είναι άνθρωπος προσγειωμένος: «δε λέει πράγματα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του». β. δεν είναι παράτολμος, δεν είναι ριψοκίνδυνος: «δεν κάνει επικίνδυνα ανοίγματα στη δουλειά του, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του»·
- έχει φρέσκο μυαλό, είναι ξεκούραστος, οπότε μπορεί να σκεφτεί γόνιμα, δημιουργικά: «ξεκουράστηκε μια χαρά στις διακοπές του και τώρα που επέστρεψε, έχει φρέσκο μυαλό και είναι έτοιμος για διάφορες δουλειές»·
- έχει φτενό μυαλό, δεν έχει πολύ μυαλό, είναι ανόητος, κουτός: «μην είσαι σίγουρος πως θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί έχει φτενό μυαλό και με την παραμικρή δυσκολία κομπλάρει»·
- έχει φωτεινό μυαλό, διαθέτει ευρύτητα πνεύματος, δέχεται καθετί που είναι νέο, σύγχρονο, προοδευτικό: «μας λύνει κάθε μας απορία, γιατί έχει φωτεινό μυαλό αυτός ο άνθρωπος || μπορεί να είναι ηλικιωμένος, αλλά έχει φωτεινό μυαλό και αφουγκράζεται τις ανησυχίες της νεολαίας καλύτερα από κάθε άλλον, δήθεν προοδευτικό»·
- έχει χοντρό μυαλό, α. δυσκολεύεται να καταλάβει, να κατανοήσει κάτι, είναι ανόητος, βλάκας, χοντροκέφαλος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί έχει χοντρό μυαλό». β. επιμένει στην άποψή του, ακόμη και αν αυτή είναι λανθασμένη, είναι πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί έχει χοντρό μυαλό»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- έχω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), α. σκέφτομαι κάποιον ή κάτι: «όσον καιρό έλειπες, σ’ είχα στο μυαλό μου || πάντα έχω στο μυαλό μου τις ευτυχισμένες μέρες που περάσαμε μαζί»·
- έχω στο μυαλό μου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να…, λ. νους·
- έχω το μυαλό μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. φρ. έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), λ. νους·
- έχω το μυαλό μου όλο…, επιδιώκω συστηματικά κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, έχω το μυαλό μου όλο στα ταξίδια || τα παιδιά έχουν το μυαλό τους όλο στο παιχνίδι»·
- ηρέμησε το μυαλό μου, απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το μυαλό μου || τώρα που παντρεύτηκε η κόρη μου ηρέμησε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, άρχισε πάλι να σκέφτεται σωστά, λογικά: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως οι παλιοπαρέες θα τον κατέστρεφαν, ήρθε το μυαλό του στη θέση του και τις έκοψε μαχαίρι»·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. φρ. ήρθε το μυαλό του στη θέση του·
- θα μου στρίψει το μυαλό, αντιμετωπίζω απανωτές δυσκολίες, απανωτά προβλήματα και δεν μπορώ να βρω διέξοδο, να βρω λύση, κινδυνεύω να τρελαθώ: «αν συνεχίσει αυτή η αναδουλειά, θα μου στρίψει το μυαλό, γιατί δεν μπορώ να βρω τρόπο ν’ αντεπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό) ·
- θα μου φύγει το μυαλό, έκφραση απορίας για κάτι που μας συνέβη και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε: «εδώ άφησα τον αναπτήρα μου, πώς χάθηκε ξαφνικά· θα μου φύγει το μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: εχτές ακόμα έφκιαχνα καράβια με χαρτόνια μα θα μου φύγει το μυαλό, στα σωστά· πώς πέρασαν τα χρόνια;)· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θα σου στρίψει το μυαλό, θα νιώσεις πολύ μεγάλη έκπληξη, θα νιώσεις κατάπληξη για κάτι καλό ή κακό: «αν δεις τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο άτιμος, θα σου στρίψει το μυαλό»·
- θα σου φύγει το μυαλό, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, έκφραση απελπισίας κάποιου με τη έννοια πως θα αυτοκτονήσει με πυροβόλο όπλο: «περνώ τόσο δύσκολη περίοδο, που θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- θα χάσεις το μυαλό σου, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα χάσω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θηλυκό μυαλό, είναι πολύ επινοητικός, είναι πολυμήχανος, γεννάει το μυαλό του: «δεν μπορείς από πουθενά να τον στριμώξεις, γιατί είναι θηλυκό μυαλό και πάντα βρίσκει τρόπο να ξεφεύγει»·
- θόλωσε το μυαλό μου απ’ την πείνα ή το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μυαλό του, δεν άντεξε, ήρθε σε απόγνωση και δεν ήξερε πώς να ενεργήσει, ή ενήργησε καταστροφικά εναντίον κάποιου ή ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του: «όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον, θόλωσε το μυαλό του και τους σκότωσε με το πιστόλι του || θόλωσε το μυαλό του απ’ την ανέχεια κι έπεσε απ’ τον έκτο όροφο στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: από το ντέρτι το πολύ θολώνει το μυαλό μου και η καρδιά μου η δύστυχη σπαράζει απ’ τον καημό μου
- θόλωσε το μυαλό του απ’ την πείνα, βλ. συνηθέστ. γυαλίζει το μάτι του απ’ την πείνα, λ. μάτι·
- καθαρό μυαλό, που είναι απαλλαγμένο από έγνοιες ή προβλήματα: «χωρίς καθαρό μυαλό δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση»·
- καθόλου μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- και τα μυαλά στα κάγκελα, έκφραση με την οποία κάποιος φίλαθλος δηλώνει με φανατισμό την αγάπη του για κάποια ποδοσφαιρική ομάδα ή για κάποια ομάδα μπάσκετ. (Λαϊκό τραγούδι: κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού). Η πατρότητα του συνθήματος ανήκει στους ευρηματικούς φιλάθλους της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης·
- καλά μυαλά! ευχή που δίνεται συνήθως από τους μεγαλύτερους προς τους νεότερους για να ενεργούν ή να συμπεριφέρονται σωστά, αλλά και μεταξύ των νέων, όταν κάποιος τους φαίνεται εντελώς ελαφρόμυαλος ή όταν θέλουν να προσποιηθούν τους έμπειρους ή τους μυαλωμένους: «άντε καλά μυαλά και καλά καμάκια τώρα που φεύγεις για διακοπές»·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, ενεργεί όπως θέλει, όπως του αρέσει, και συνήθως χωρίς περίσκεψη: «δεν είναι σοβαρός άνθρωπος, γιατί κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του»·
- κατεβάζει απ’ το μυαλό του, σκέφτεται ή λέει πράγματα που δεν έγιναν, τα υποθέτει, τα φαντάζεται: «κάθε τόσο κατεβάζει απ’ το μυαλό του απίθανα πράγματα και το κακό είναι πως στο τέλος τα πιστεύει»· βλ. και φρ. γεννάει το μυαλό του·
- κατεβάζει το μυαλό του, είναι έξυπνος, επινοητικός: «ξεπερνάει όλες τις δυσκολίες, γιατί κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλούβιο μυαλό, χαρακτηρίζει τον ανόητο, τον κουτό, τον βλάκα: «μήπως περίμενες καλύτερη συμπεριφορά από έναν άνθρωπο με κλούβιο μυαλό;»·
- κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), απασχολεί επίμονα τη σκέψη μου, επανέρχεται επίμονα στη σκέψη μου κάποιος ή κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου || τον τελευταίο καιρό κλωθογυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεσκάσω λιγάκι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλο και πιο συχνά το συνέχεια·
- κόβει το μυαλό του ή κόφτει το μυαλό του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «ευτυχώς που κόβει το μυαλό του και ξεπερνάει με ευκολία τις δυσκολίες που του τυχαίνουν». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή ποιο είναι το συμφέρον του: «μόλις του τύχει κάποια ευκαιρία, την αρπάζει αμέσως, γιατί κόβει το μυαλό του». Συνών. κόβει η γκλάβα του / κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- κολλημένο μυαλό, βλ. φρ. έχει κόλλημα στο μυαλό·
- κόλλησε το μυαλό μου, α. αδράνησε η σκέψη ή η μνήμη μου, έχω προσωρινό κενό, δυσκολία να θυμηθώ ή να σκεφτώ κάτι: «έλα πες τ’ όνομά του, γιατί εμένα κόλλησε το μυαλό μου και δεν μπορώ να θυμηθώ». β. δεν μπορώ να σκεφτώ το σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσω για να βγω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι: «είχα τέτοια ταραχή, που κόλλησε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι να κάνω για να τους αποφύγω»·
- κουκούτσι μυαλό! χαρακτηρίζει άτομο που είναι ολωσδιόλου άμυαλο, ανόητο, κουτό, βλάκας: «ε, βρε, αυτό το παιδί, κουκούτσι μυαλό!». Πρβλ.: για σένα ό,τι και δεν είχα το χάλασα κορίτσι μου τρελό κι αν πάντα σου ξηγιόμουνα στην τρίχα, κουκούτσι εσύ δεν έβαλες μυαλό (Λαϊκό τραγούδι)·
- κουρκούτιασε το μυαλό μου, έχασα την πνευματική μου διαύγεια, την ευθυκρισία μου, τη μνήμη μου, λόγω υπερβολικής πνευματικής κούρασης, λόγω πολλών προβλημάτων ή λόγω προχωρημένων γηρατειών: «διάβασα τόσο πολύ, που στο τέλος κουρκούτιασε το μυαλό μου || με απασχολούν τόσα πολλά προβλήματα, που κουρκούτιασε το μυαλό μου || είναι τόσο γέρος, που κουρκούτιασε το μυαλό του»·
- κρατώ στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ στο νου μου, λ. νους·  
- λέω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι χωρίς να εκφέρω τη γνώμη μου: «μόλις είδα να σκουραίνουν τα πράγματα, δε φεύγεις, λέω με το μυαλό μου, κι έφυγα αμέσως». β. λογαριάζω, υπολογίζω: «είναι το τρίτο καλοκαίρι που λέω με το μυαλό μου να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά δε βλέπω πάλι να τα καταφέρνω»·
- μαζεύω τα μυαλά μου ή μαζεύω το μυαλό μου, αφήνω την άστατη ζωή, συγκεντρώνομαι: «αν δε μαζέψεις τα μυαλά σου, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε ν’ αλλάξεις γνώμη, να μαζέψεις τα μυαλά σου κι αν σου μείνει μια δεκάρα, να τη φέρνεις στα παιδιά σου
- με καθαρό μυαλό ή με μυαλό καθαρό ή με καθαρό το μυαλό ή με το μυαλό καθαρό, χωρίς να το απασχολεί κάτι σοβαρό, οπότε μπορεί κανείς να κρίνει ή να αποφασίσει σωστά: «πήρε την απόφασή του με καθαρό μυαλό || όταν πρόκειται να πάρει μια μεγάλη απόφαση, την παίρνει πάντοτε με καθαρό το μυαλό»·
- με τα μυαλά που έχει… ή με το μυαλό που έχει…, με τον τρόπο που σκέφτεται ή που ενεργεί κάποιος και που δεν είναι ο ενδεδειγμένος: «με τα μυαλά που έχει περί γάμου, τον βλέπω να μένει γεροντοπαλίκαρο»· βλ. και φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει(…)·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του·
- με τα μυαλά που κουβαλάει ή με το μυαλό που κουβαλάει, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι δεν είναι έξυπνος, ότι δεν έχει αντίληψη ή σύνεση, ή ότι είναι παράτολμος ή ριψοκίνδυνος, και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να φέρει σε πέρας αυτό που έχει αναλάβει ή αυτό που επιδιώκει, ή, γενικά, πως θα αποτύχει στη ζωή του: «με τα μυαλά που κουβαλάει, δεν τη γλιτώνει τη χρεοκοπία || με το μυαλό που κουβαλάει, τον βλέπω να καταλήγει στη φυλακή». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αγόρι μου ή με το κορίτσι μου, ανάλογα με το φύλο στο οποίο απευθυνόμαστε· βλ. και φρ. με τα μυαλά που έχει(…)·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, με τον τρόπο που σκέφτεται θα καταστραφεί: «έχει ολόκληρη περιουσία, αλλά με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, γιατί η νύχτα δε βγάζει ποτέ σε καλό»·
- με τα μυαλά που κυβερνάει ή με το μυαλό που κυβερνάει, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις και μου λες, πως δεν φοβάσαι μαχαιριές. Το κεφαλάκι σου θα φας, με τα μυαλά που κυβερνάς!)
- με το μυαλό του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το μυαλό του είναι μεγάλος και τρανός || με το μυαλό του όλα μπορεί να τα κατορθώσει»·
- με το φτωχό μου το μυαλό, βλ. λ. φτωχός·
- μεγάλο μυαλό, βλ. συνηθέστ. μεγάλο κεφάλι, λ. κεφάλι·
- μέχρις εκεί πάει το μυαλό του ή μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί πάει το μυαλό του·
- μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό, παρακλητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζαλίζεις το μυαλό, μόνο εσένα αγαπώ). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια / μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μη μου ζαλίζεις τον έρωτα·
- μηδενίζει το μυαλό μου, χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι ορθά, παραφρονώ: «όταν βλέπω κάποιον να χτυπά γέρο άνθρωπο, μηδενίζει το μυαλό μου και δεν ξέρω τι κάνω». Από την εικόνα του μετρητή που δείχνει μηδέν·
- μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μάταια προσπαθείς να θυμηθείς κάτι ή μην προσπαθείς να θυμηθείς κάτι είτε γιατί δε θα μπορέσεις να το θυμηθείς είτε γιατί δεν έχει σημασία: «μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν πρόκειται να θυμηθείς το άτομο που σου λέω || μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν έχει πια σημασία ποιος έκανε την αρχή στο μάλωμα, αφού πάλι μόνοιασαν»·
- μου γύρισαν τα μυαλά ή μου γύρισε το μυαλό, εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «μόλις τον άκουσα να βρίζει το γέρο πατέρα του, μου γύρισαν τα μυαλά κι ήθελα να τον σπάσω στο ξύλο»· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά·    
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, μου έκανε να χάσω την πνευματική μου διαύγεια από την ακατάσχετη φλυαρία του, με ζάλισε με την πολυλογία του: «μ’ είχε δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι»·
- μου καρφώθηκε στο μυαλό, μου έγινε κάτι έμμονη ιδέα και δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτή: «όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό πως με απατούσε η γυναίκα μου, κινδύνεψα να τρελαθώ»·
- μου μπαίνει στο μυαλό, βλ. φρ. μου μπαίνει στο νου, λ. νους·
- μου ξεσήκωσε τα μυαλά, α. με παρέσυρε να ενεργήσω επικίνδυνα, με παρέσυρε να ενεργήσει παραπέρα από τις δυνατότητές του: «του ξεσήκωσαν τα μυαλά πως μπορούσε να συναγωνιστεί ένα μεγαλοβιομήχανο κι έχασε ό,τι λεφτά είχε στην άκρη». β. με ξεμυάλισε: «με μια της ματιά μου ξεσήκωσε τα μυαλά». (Λαϊκό τραγούδι: έρχεσαι με κοροϊδεύεις κι όλο λες πως μ’ αγαπάς. Τα μυαλά μου ξεσηκώνεις πονηρά σαν με κοιτάς
με ξεμυάλισε: «με το πες πες, μου ξεσήκωσε τα μυαλά και θα πάω κι εγώ μαζί του στις διακοπές»·
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, α. σκέφτηκα στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να του ζητήσω το λόγο, αλλά μετά το μετάνιωσα για να μη γίνει φασαρία ». β. υποπτεύθηκα, υποψιάστηκα κάτι: «για να σου πω την αλήθεια, κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό πως εσύ έβαλες χέρι στο ταμείο»·
- μου πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, α. (για γυναίκες), την έχω ερωτευτεί σφόδρα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρες την καρδιά μου, πήρες το μυαλό μου, πάρε να φοράς και το πουκάμισό μου // όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά // με μία νοικιασμένη κούρσα όλο φιγούρα κι όλο λούσα ο μορφονιός σου έχει πάρει τα μυαλά ). β. (γενικά) με ζάλισε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μου μιλούσε δύο ώρες συνέχεια και μου πήρε το μυαλό». γ. εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από κάτι και το σκέφτομαι συνεχώς: «μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσω, αν δεν τ’ αγοράσω»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, βρίσκομαι σε απόγνωση, που κινδυνεύω να αποφασίσω να αυτοκτονήσω με πυροβόλο όπλο: «με βασανίζουν τόσα πολλά προβλήματα, που μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- μου ’ρχεται στο μυαλό (κάποιος ή κάτι), θυμάμαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό η πρώτη μου αγάπη || πολύ συγκινούμαι κάθε φορά που μου ’ρχεται στο μυαλό η παλιά μου γειτονιά»·
- μου σήκωσε τα μυαλά, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά. (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω! 
- μου σφηνώθηκε στο μυαλό, βλ. φρ. μου καρφώθηκε στο μυαλό·
- μου τρέλανε το μυαλό, α. με ξετρέλανε: «μου έδειξε την καινούρια του γκόμενα και μου τρέλανε το μυαλό». (Τραγούδι: είναι φίνος κανταδόρος κι όπου πάει γίνεται ντόρος και μ’ αυτό μας τρελαίνει το μυαλό). β. με εκνεύρισε με την επιμονή του πάνω σε κάποιο θέμα: «είχε ανάγκη από λεφτά και με τρέλανε το μυαλό να τον βοηθήσω, μέχρι που του τα δίνει κι ησυχάζω»·
- μου ’φυγε το μυαλό, α. ένιωσα έντονη έκπληξη: «μόλις τον είδα με τι γκομενάρα κυκλοφορούσε, μου ’φυγε το μυαλό». β. αντιμετώπισα πολλές αντίξοες καταστάσεις και δεν ήξερα πώς να ενεργήσω: «τον τελευταίο καιρό μου ’φυγε το μυαλό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζω και δεν ξέρω με ποιο να πρωτοκαταπιαστώ»·
- μουχλιασμένα μυαλά ή μουχλιασμένο μυαλό, λέγεται για άτομο με απαρχαιωμένες ιδέες: «με τέτοια μουχλιασμένα μυαλά πώς θα μπορέσεις να καταλάβεις τους σημερινούς νέους;»·
- μπίτ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- μπλόκαρε το μυαλό μου ή μπλοκάρισε το μυαλό μου, σταμάτησα να σκέφτομαι προσωρινά, έχασα την ικανότητά μου να ενεργώ ή να κρίνω σωστά: «όταν μπλόκαρε το μυαλό μου, δεν ήξερα πώς να συνεχίσω τη συζήτηση || κάποια στιγμή μπλοκάρισε το μυαλό μου και δεν ήξερα πόσο κάνουν ένα κι ένα»·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο μυαλό σου πως σαν τη γυναίκα σου καμιά άλλη δε θα σ’ αγαπήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο μυαλό σου, υπενθύμιση σε κάποιον να θυμάται, να μην ξεχάσει κάτι: «γυρνώντας, να πας να ξοφλήσεις την εφορία, να το ’χεις στο μυαλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: μα θα στο πω, μικράκι μου, να το ’χεις στο μυαλό σου, πως άλλη τέτοια μια καρδιά δε θα ’χεις στο πλευρό σου)· 
- νερούλιασε το μυαλό μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, λογικά, ξεκούτιανα, ξεμωράθηκα: «στην ηλικία που έφτασα πώς να μη νερουλιάσει το μυαλό μου!»·
- νερουλιασμένο μυαλό, που δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί σωστά, λογικά: «κάθε φορά που πίνω πολύ, το πρωί ξυπνώ με νερουλιασμένο μυαλό»·
- ντιπ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- ξεγράφω απ’ το μυαλό μου, α. παύω οριστικά να περιμένω πως θα μου συμβεί κάτι καλό, παύω οριστικά να σκέφτομαι κάτι: «αφού δεν υπάρχουν χρήματα, ξέγραψα απ’ το μυαλό κου τις καλοκαιρινές διακοπές». β. ξεχνώ οριστικά κάποιον, διαγράφω οριστικά κάποιον από τη σκέψη μου: «απ’ τη στιγμή που σε ξέγραψα απ’ το μυαλό μου, είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ για μένα»·
- ξεδίνει το μυαλό μου, φεύγω από την καθημερινή πληκτικότητα και το ρίχνω στις διασκεδάσεις, στην ψυχαγωγία, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, το ρίχνω έξω: «κάθε Σαββατοκύριακο γλεντώ με την παρέα μου για να ξεδίνει το μυαλό μου»·
- ξεθόλωσε το μυαλό μου, ξαναβρήκε την πνευματική του διαύγεια, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να κρίνω σωστά: «μόνο όταν ξεθόλωσε το μυαλό μου, μπόρεσα να πάρω τη σωστή απόφαση»·
- ξεκαθάρισε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ξεθόλωσε το μυαλό μου·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια, όποιος δεν προνοεί, όποιος δε σκέφτεται, δε μελετάει καλά κάποια ενέργειά του, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «πάνω στη βιασύνη μου, ξέχασα το χαρτοφύλακα με τα συμβόλαια στο γραφείο μου. -Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια», δηλ. τώρα θα αναγκαστείς να ξαναπάς στο γραφείο σου να πάρεις το χαρτοφύλακά σου και να ξανάρθεις. Συνών. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. φρ. όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους σου! λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του άνθρώπου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! λ. νους·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, οτιδήποτε σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, οτιδήποτε και αν βασανίζει τη σκέψη σου: «μόλις σου εξηγήσει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό θα σου φύγει αμέσως και θα ησυχάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό την υποψία βγάλ’ την, είμαι σε σένανε πιστός και μη με λες μπερμπάντη
- ούτε για δείγμα μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- πάει να μου φύγει το μυαλό, έχω πολλά και πιεστικά προβλήματα: «δεν ξέρω πώς να βολέψω τις δυσκολίες που προέκυψαν και πάει να μου φύγει το μυαλό»·
- παίρνει μυαλά, (για πρόσωπα ή πράγματα στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «γνώρισα μια γυναικάρα, που παίρνει μυαλά || διάβασα ένα βιβλίο, που παίρνει μυαλά || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που παίρνει μυαλά»·
- παίρνει στροφές το μυαλό μου, βλ. λ. στροφή·
- παλιά μυαλά, που δεν έχουν σύγχρονες, μοντέρνες αντιλήψεις, που είναι απαρχαιωμένα: «η δικιά μας η γενιά έχει παλιά μυαλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη νεολαία»·
- παραδέρνει το μυαλό μου, ταλαντεύομαι να πάρω τη μια ή την άλλη απόφαση: «έχω προβλήματα με το γιο μου και παραδέρνει το μυαλό μου αν πρέπει ν’ ακολουθήσω αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγώγησης ή τον άλλο»·
- πας καλά με το μυαλό σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά με το μυαλό σου που πιστεύεις πως, αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο, δε θα σκοτωθείς; || πας καλά με το μυαλό σου, που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου θέλεις να σου πληρώσω δυο χιλιάδες ευρώ;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά ή το μωρέ·
- πειράχτηκε το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. πέρασε απ’ το νου μου·
- πετάει το μυαλό του ή πετάνε τα μυαλά του, σκέφτεται άλλα πράγματα από αυτά που γίνονται ή λέγονται, είναι φαντασιόπληκτος: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί πετάνε τα μυαλά του». (Λαϊκό τραγούδι: για να σε κάνω άνθρωπο ήπια τόσα φαρμάκια, μα το δικό σου το μυαλό πετάει στα σοκάκια
- πετώ με το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. πετώ με το νου μου·
- πετώ τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. συνηθέστ. τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, ιδίως μετά από πρόσκαιρη ή ανέλπιστη επιτυχία του και μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που έγινε υποδιευθυντής, πήραν τα μυαλά του αέρα κι ούτε που μας χαιρετάει». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι π’ αγαπούσα πήρε αέρα στα μυαλά, με άλλον τα ’χει ξελογιάσει και δεν με προσέχει πια
- πλάθει με το μυαλό του, υποθέτει, φαντάζεται κάτι: «πλάθει με το μυαλό του διάφορες ιστορίες πως δήθεν τον απατάει η γυναίκα του και κάθε βράδυ έχουν φασαρίες στο σπίτι || πλάθει με το μυαλό του διάφορες περιπέτειες κι ύστερα μας τις πασάρει για αληθινές»·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; α. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που διατείνεται πως είναι έξυπνος, πως έχει μυαλό. β. λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ενεργεί ανόητα ή παράτολμα: «αφού είδες πως υπάρχει αναδουλειά, δεν έπρεπε να επιχειρήσεις νέα επέκταση στη δουλειά σου, αλλά ποιος έχασε το μυαλό του, να το βρεις εσύ;»·
- πονάει το μυαλό μου, βασανίζουν τη σκέψη μου πολλά προβλήματα που επιζητούν άμεση λύση: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που πονάει το μυαλό μου»·
- πού αρμενίζει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού βόσκει το μυαλό σου; γιατί δεν προσέχεις αυτά που λέγονται ή γίνονται αυτή τη στιγμή, γιατί ονειροπολείς, γιατί είσαι αφηρημένος(;): «για πες μου, πού βόσκει το μυαλό σου και δεν παρακολουθείς αυτά που λέγονται για να σχηματίσεις κι εσύ μια προσωπική γνώμη;»·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το ’χεις το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού μυαλό! Λέγεται για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «έπρεπε να διαβάσει προσεκτικά το συμβόλαιο, πριν το υπογράψει, αλλά αυτός, πού μυαλό, και τώρα τραβιέται στα δικαστήρια!»·
- πού μυαλό για…, δηλώνει πως για κάποιο συγκεκριμένο λόγο δεν υπάρχει η διάθεση σε κάποιον να κάνει κάτι, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί για να κάνει κάτι: «με τόσα προβλήματα που έχει ο φουκαράς, πού μυαλό για διασκέδαση || απ’ τη μέρα που ερωτεύτηκε ο γιος μου, πού μυαλό για διάβασμα»·
- πού να βάλει μυαλό! δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «όποτε τον συναντώ, τον συμβουλεύω με τις ώρες να ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του, αλλά αυτός πού μυαλό!»·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. φρ. πού να βάλει ο νους μου! λ. νους·
- πού παράτησες το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού πετάει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού ταξιδεύει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού το ’χες το μυαλό σου; τι σκεφτόσουν; γιατί ήσουν αφηρημένος(;): «πού το ’χες το μυαλό σου και δεν άκουγες αυτά που έλεγα;»·   
- πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, βλ. λ. γλώσσα·
- σάλεψε το μυαλό του, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκε όλη η οικογένεια του σ’ ένα τροχαίο, σάλεψε το μυαλό του»·
- σβήνω απ’ το μυαλό μου, διαγράφω από τη μνήμη μου, λησμονώ τελείως κάτι θεληματικά: «προσπαθώ να σβήσω απ’ το μυαλό μου όλες τις αδικίες που μου ’χεις κάνει, αλλά μου είναι αδύνατο || θέλω να σβήσω απ’ το μυαλό μου την αγάπη που σου είχα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα·
- σκόρπισε το μυαλό μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ λόγω πολλών προβλημάτων, με απασχολούν πολλά προβλήματα ταυτόχρονα και δεν μπορώ να πάρω μια απόφαση, να βρω μια λύση: «μου ’πεσαν τόσα προβλήματα μαζεμένα, που σκόρπισε το μυαλό μου και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
- σκοτείνιασε το μυαλό του, βλ. φρ. θόλωσε το μυαλό του·
- σκοτίζω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάποιον ή κάτι: «μέρες τώρα σκοτίζω το μυαλό μου πού τον έχω συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο και δεν μπορώ να θυμηθώ»·
- στάθηκε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου·
- σταλιά μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- σταμάτησε το μυαλό μου, έπαψε προς στιγμή να λειτουργεί, έπαψα προς στιγμή να σκέφτομαι, ιδίως επειδή είμαι φορτωμένος με πολλές έγνοιες ή προβλήματα: «έπεσαν όλες οι δυσκολίες μαζεμένες και σταμάτησε το μυαλό μου»·
- στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), με απασχολεί έντονα κάτι, σκέφτομαι συνέχεια κάτι, δεν μπορώ να απαλλαγώ από κάποια επίμονη σκέψη: «έχω χάσει την ηρεμία μου, γιατί τον τελευταίο καιρό στριφογυρίζει στο μυαλό μου πως η γυναίκα μου με απατά κι έχω χάσει τον ύπνο μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το συνέχεια·
- στύβω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι ή προσπαθώ επίμονα να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσω: «στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πού γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο || στύβω το μυαλό μου να βρω τρόπο να ξεμπερδέψω μ’ αυτή την υπόθεση»·
- συγκοινωνείς με το μυαλό σου! βλ. φρ. επικοινωνείς με το μυαλό σου(!)·
- τα βγάζει απ’ το μυαλό του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του, γιατί τα βγάζει απ’ το μυαλό του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κατεβάζει απ’ το μυαλό του, βλ. συνηθέστ. τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) ή το μυαλό σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που λέει ή κάνει ανόητα πράγματα, ή που λέει πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «τα μυαλά σου και μια λίρα, που θα μπορέσεις να στήσεις ολόκληρο εργοστάσιο με πέντε χιλιάδες ευρώ»·
- τα μυαλά του είναι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. έχει τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι του·
- ταξιδεύει το μυαλό του, δεν προσέχει αυτά που του λέει ή αυτά που κάνω, που γίνονται, είναι αφηρημένος, ονειροπολεί: «εγώ του μιλάω για σοβαρά πράγματα κι αυτός κοιτάζει τη θάλασσα και ταξιδεύει το μυαλό του»·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; τι φαντάζεσαι; τι υποπτεύεσαι(;): «μπορείς να μου πεις το λόγο που μου κάνεις μούτρα; Τι βάζεις με το μυαλό σου; Νομίζεις πως εγώ είμαι αυτός που σε κάρφωσα στην αστυνομία;». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται τις φρ. καιάλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το δηλαδή·
- τι έχεις στο μυαλό σου; τι σκέφτεσαι; πώς σκέφτεσαι να ενεργήσεις; τι σχεδιάζεις να κάνεις(;): «τι έχεις στο μυαλό σου και σε βλέπω σκεφτικό; || τι έχεις στο μυαλό σου για κείνη τη δουλειά, θα την αναλάβεις;». (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;
- τι λέει το μυαλό σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- τι σου είναι το μυαλό! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να σκεφτεί ή να φανταστεί κάποιος: «και για να δεις εσύ τι σου είναι το μυαλό, φαντάστηκα πως ήμουν αστροναύτης!». (Λαϊκό τραγούδι: χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα
- τίναξε τα μυαλά του, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: προτού τα βάσανά μου γίνουνε πιο πολλά, πάρε πιστόλι πιο καλά και τίναξέ μου τα μυαλά
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα , αυτοκτόνησε με πυροβόλο όπλο πυροβολώντας στο κεφάλι του: «μπήκε πολύ μέσα με την τελευταία δουλειά που έκανε, και για να μην πάει φυλακή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα»·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. συνηθέστ. το βάζει ο νους σου; λ. νους·
- το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, σκέφτεται συνέχεια το σεξ: «απ’ τη μέρα που ένιωσε τη γλύκα της γυναίκας ο γιος μου, το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό»·
- το μυαλό του έκανε τιλτ ή έκανε τιλτ το μυαλό του, βλ. λ. τιλτ·
- το μυαλό του κόβει ξουράφι βλ. συνηθέστ. έχει μυαλό ξουράφι·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, σκέφτεται, υποθέτει κάτι, ιδίως κακό, που είναι διαφορετικό από την πραγματικότητα: «μην έχεις πολλά αστεία με τη γυναίκα του, γιατί το μυαλό του πάει αλλού». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αμέσως·
- το μυαλό του πάει στο κακό ή πάει στο κακό το μυαλό του, α. σκέφτεται άσχημες, οδυνηρές καταστάσεις ή συνέπειες: «κάθε φορά που τον καλεί ο διευθυντής του, το μυαλό του πάει στο κακό». β. σκέφτεται μοιραία γεγονότα, ιδίως όταν κάποιος αργοπορεί να φτάσει κάπου: «όταν αργούν τα παιδιά του να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι, πάει στο κακό το μυαλό του». Συνήθως μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί το αμέσως ή το όλο ή το πάντα·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το πίσω μέρος του μυαλού (κάποιου), οι κρυφές, οι απώτερες σκέψεις κάποιου: «κανείς μας δεν ξέρει τι έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του»·
- το ’χω στο μυαλό μου, βλ. φρ. το ’χω στο νου μου, λ. νους·
- το χωράει το μυαλό σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις; μπορείς να το διανοηθείς(;): «το χωράει το μυαλό σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, παύω να τον σκέφτομαι και, κατ’ επέκταση, παύω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που ο ίδιος δε θέλει να ενδιαφερθεί για τη δουλειά του, τον έβγαλα κι εγώ απ’ το μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: και για να μην τρελαθώ, γυρίζω τις νύχτες, για να μην τρελαθώ, χορεύω στις πίστες και να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου προσπαθώ
- τον έχω στο μυαλό μου, βλ. φρ. τον έχω στο νου μου, λ. νους·
- τόσο δουλεύει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- τόσο κόβει το μυαλό του, (υποτιμητικά) δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει σοβαρά πράγματα: «μην τον πιέζεις τον άνθρωπο να καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αφού τόσο κόβει το μυαλό του»·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- του αλλάζω τα μυαλά ή του αλλάζω το μυαλό, βλ. φρ. του γυρίζω τα μυαλά·
- του βάζω μυαλό, τον συνετίζω, τον σωφρονίζω: «αν δε του βάλεις μυαλό εσύ που σε υπολογίζει, τότε δε θα μπορέσει κανένας άλλος»·
- του γεμίζω το μυαλό, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το μυαλό να πάρει τη δουλειά και τώρα με σχωρνάει || εσύ φταις, που του γέμισες το μυαλό μ’ αυτές τις ιδέες και κάθεται όλη τη μέρα και τεμπελιάζει»·
- του γυρίζω τα μυαλά ή του γυρίζω το μυαλό, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι σχεδίαζε, ιδίως έπειτα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «ήταν έτοιμος να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά μπόρεσα και του γύρισα τα μυαλά και τους άφησε στα κρύα του λουτρού». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς)· βλ. και φρ. του γυρίζω το νου, λ. νους·
- του ’κανα το μυαλό κουρκούτι, ε την ακατάσχετη φλυαρία μου, με την πολυλογία μου, τον έκανα να χάσει την πνευματική του διαύγεια: «τον είχα δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και του ’κανα το μυαλό κουρκούτι»·
- του λείπει το μυαλό, δεν έχει μυαλό, είναι κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην παίρνεις στα σοβαρά τα καμώματά του, γιατί του λείπει το μυαλό του φουκαρά»·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, α. τον κάνω να με ερωτευτεί παράφορα, τον ξελογιάζω, τον ξεμυαλίζω: «αυτή η παρδαλή του πήρε τα μυαλά και διέλυσε την οικογένεια του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε αλάνη, μη γυρεύεις να με βάλεις σε μπελά, να ’χεις κι άλλες γιαβουκλούδες να σου παίρνουν τα μυαλά). β. τον απασχολώ διαρκώς και τον κάνω να αλλάξει συμπεριφορά: «του πήρε τα μυαλά η νέα δουλειά που ανέλαβε κι έχει εξαφανιστεί απ’ τα γνωστά μας στέκια». γ. τον εκνευρίζω, του χαλώ την ησυχία: «αν είναι να μου πάρεις το μυαλό με τις φωνές σου, να στο κάνω το χατίρι να ησυχάσω!»·
- του πιπιλίζω το μυαλό, του επαναλαμβάνω επίμονα κάτι για να προχωρήσει σε κάποια ενέργεια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, του πιπιλίζω το μυαλό να κάνουμε μαζί μια δουλειά || πηγαίνω κάθε μέρα στο γραφείο του και του πιπιλίζω το μυαλό ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε σε κάποιον φίλο μου»·
- του σηκώνω τα μυαλά ή του σηκώνω το μυαλό, βλ. συνηθέστ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- του ’στριψε το μυαλό, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «περνούσε τέτοιες δυσκολίες, που του ’στριψε το μυαλό, γιατί δεν μπορούσε να βρει διέξοδο». (Λαϊκό τραγούδι: φοβούμαι μήπως τηνε πάθω για καλά κι απ’ την αγάπη μου μού στρίψουν τα μυαλά
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τον σκότωσε πυροβολώντας τον στο κεφάλι: «ένα βράδυ τον παραφύλαξε σ’ ένα στενό και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα»·
- του φουσκώνω τα μυαλά ή του φουσκώνω το μυαλό, τον κάνω να πιστεύει πράγματα που είναι εκτός πραγματικότητας: «του φούσκωσε τα μυαλά και νομίζει πως μπορεί με πενταροδεκάρες να στήσει ολόκληρη επιχείρηση»· βλ. και φρ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- τρέχει αλλού το μυαλό μου ή τρέχει το μυαλό μου αλλού, σκέφτομαι πράγματα που δεν έχουν σχέση με αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα: «δεν καταλαβαίνω τίποτα, παιδιά, απ’ ό,τι λέτε, γιατί εμένα τρέχει αλλού το μυαλό μου»· 
- τροχίζω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ακονίζω το μυαλό μου·
- τυπώνω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), συγκρατώ στη μνήμη μου, εντυπώνω στη μνήμη μου κάποιον ή κάτι: «όταν δω κάποιον μια φορά, δεν τον ξεχνώ, γιατί τον τυπώνω στο μυαλό μου || μια φορά είδα εκείνον τον πίνακα και τον τύπωσα στο μυαλό μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- φέρνω στο μυαλό μου, α. ενθυμούμαι: «δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του || δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τι ακριβώς μου είπε αυτός ο άνθρωπος». β. αναλογίζομαι, αναπολώ: «πάντα φέρνω στο μυαλό μου τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί»·
- φράκαρε το μυαλό μου ή φρακάρισε το μυαλό μου, βλ. φρ. μπλόκαρε το μυαλό μου·
- φτωχό είναι το μυαλό σου, βλ. λ. φτωχός·
- φύρανε το μυαλό του, αποβλακώθηκε, ιδίως λόγω γήρατος, ξεκούτιανε, ξεμωράθηκε: «έχει πάει εκατό χρονών ο άνθρωπος κι εσύ απορείς γιατί φύρανε το μυαλό του;»·
- χάνω τα μυαλά μου ή χάνω το μυαλό μου, α. σαστίζω, τα χάνω από τη μεγάλη έκπληξη που νιώθω: «έχασα τα μυαλά μου, μόλις τον είδα με την καινούρια αυτοκινητάρα του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό και αποφάσισα να γίν’ αριστοκράτης· κάθε μικρή που θα με δει θα χάνει τα μυαλά της). β. χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, έχασε ο καημένος το μυαλό του και δεν ξέρει τι κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα σε βλέπω κι έρχεσαι απ’ τη γωνιά του δρόμου και σχίζεται η καρδούλα μου και χάνω το μυαλό μου
- χαράζω στο μυαλό μου, βλ. φρ. χαράζω στη μνήμη μου, λ. μνήμη· 
- χύθηκαν τα μυαλά του, τραυματίστηκε θανατηφόρα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι: «έπεσε ολόκληρο καντρόνι στο κεφάλι του και χύθηκαν τα μυαλά του». Όταν πρόκειται για θανατηφόρο τροχαίο, ακούγεται συχνά η φρ. χύθηκαν τα μυαλά του στην άσφαλτο·
- ως εκεί πάει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί φτάνει το μυαλό του·
- ως εκεί φτάνει το μυαλό του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει ευρεία αντίληψη, είναι κοντόφθαλμο: «δεν μπορεί να καταλάβει πως χωρίς νέα τεχνολογία δεν μπορεί να μπει στη μάχη του ανταγωνισμού, αλλά βλέπεις, ως εκεί φτάνει το μυαλό του».

μύλος

μύλος, ο, ουσ. [<μτγν. μύλος <αρχ. ουσ. μύλη, ἡ], ο μύλος· το παιδικό παιχνίδι φουρφούρι (βλ. λ.). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γίναμε μύλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «γίναμε μύλος με τον τάδε, γιατί  μου ’βρισε τη μάνα». Για συνών. βλ. ρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- γυρίζει σαν μύλος, περιφέρεται διαρκώς, ασταμάτητα, ιδίως γύρω από ένα σημείο: «είναι τόσο ζηλιάρης, που, κάθε φορά που την αφήνει έξω απ’ την πόρτα της, γυρίζει μέχρι το πρωί σαν μύλος γύρω απ’ το σπίτι της, μήπως και ξαναβγεί μονάχη της»· βλ. και φρ. γυρίζει σαν ανεμόμυλος, λ. ανεμόμυλος·
- έγινε μύλος, δημιουργήθηκε μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ασυνεννοησία, ιδίως σε ένα χώρο ομαδικής εκδήλωσης: «μόλις μαθεύτηκε πως υπήρχε βόμβα μέσα στην αίθουσα, έγινε μύλος κι όλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι πάνω κάτω || έγινε μύλος στη συνεδρίαση, γιατί ο καθένας προσπαθούσε να επιβάλει τη δική του γνώμη»·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. λ. νερό·
- μύλος η υπόθεση, χαρακτηρίζει δουλειά, εργασία, υπόθεση ή κατάσταση όπου επικρατεί μεγάλο μπέρδεμα, μεγάλη αναρχία: «πώς είναι τα πράγματα στο εργοστάσιο; -Μύλος η υπόθεση || πώς πάει η δίκη; -Μύλος η υπόθεση»·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, α. έχει πάρα πολύ γερό στομάχι, μπορεί να χωνέψει οποιοδήποτε φαγητό: «μπορεί να φάει ό,τι να ’ναι, γιατί ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει». β. είναι πολύ ανεκτικός, ακόμη και στις πιο βαριές προσβολές: «όσο και να τον βρίζουν δε λέει τίποτα, γιατί ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει»·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, χωρίς τα απαραίτητα εφόδια, δεν μπορούμε να επιτύχουμε στο έργο μας, στην εργασία μας, στη δουλειά μας: «πρέπει να είσαι καλά οργανωμένος για να τελειώσεις αυτή τη δουλειά, γιατί μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει»·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, οι ισχυροί και οι επιτήδειοι άνθρωποι επιβιώνουν και επωφελούνται με όλες τις καταστάσεις: «δεν τον νοιάζει ποιο πολιτικό κόμμα είναι στα πράγματα, γιατί όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει»·
- όποιος πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει, όποιος εκμεταλλεύεται έγκαιρα τις ευκαιρίες που του δίνονται, βγαίνει κερδισμένος: «να ’χεις πάντα το μυαλό ν’ αρπάζεις την κάθε ευκαιρία, γιατί όποιος πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει»·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, βλ. λ. νερό·
- τ’ αλέθει όλα σαν μύλος, βλ. φρ. ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει·
- τα κάνω μύλο(ς), α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ασυνεννοησία, ιδίως σε ένα χώρο ομαδικής εκδήλωσης: «μόλις ανέβηκε στο βήμα κι άρχισε να καταφέρεται κατά του προέδρου, τα ’κανε μύλο, γιατί όλοι οι παριστάμενοι αντέδρασαν έντονα με φωνές και χειρονομίες». β. αποδιοργανώνω, αναστατώνω εντελώς μια δουλειά, επιχείρηση, μια υπόθεση ή ένα χώρο, οδηγώ μια δουλειά, μια επιχείρηση στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, τα ’κανε μύλο με την ασχετίλα του || σ’ άφησα ένα πρωινό μόνο σου στο σπίτι και κατάφερες να τα κάνεις μύλο»·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. λ. νερό.

νους

νους, ο, ουσ. [<αρχ. νοῦς], ο νους, το μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: βασίλισσα της Βενετιάς κι αν ήσουνα, πουλί μου, το νου μου δεν τον έπαιρνες από την κεφαλή μου). (Ακολουθούν 114 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. φρ. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- αλλάζω νου, βλ. συνηθέστ. αλλάζω μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου,γιατί, και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, κοπιάζει διπλά: «αφού δεν υπολόγισες καλά τις δουλειές σου, τρέχα τώρα να προλάβεις, γιατί άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος». Συνών. όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια·
- αυτό βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. φρ. αυτό βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- βάζω κάτι στο νου μου ή βάζω στο νου μου κάτι, βλ. φρ. βάζω κάτι στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι να ’ναι, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, λ. μυαλό·
- βάζω νου, βλ. φρ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω πολλά με το νου μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω στο νου μου (κάτι), σκοπεύω να κάνω κάτι ή υποθέτω κάτι: «έβαλα στο νου μου ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο || κάποια στιγμή έβαλα στο νου μου πως ήσουν εσύ αυτός που με κατηγόρησε»·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, υποψιάζομαι πως θα συμβεί κάτι κακό, κακομελετώ: «κάθε φορά που αργούν να επιστρέψουν τα παιδιά του στο σπίτι, αμέσως βάζει το κακό με το νου του». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου τι μου μαγειρεύει, τέτοια ώρα τι γυρεύει; Άντρα μου, μη μου γκρινιάζεις και κακό στο νου μη βάζεις
- βάζω το νου μου να δουλέψει, βλ. συνηθέστ. βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, λ. μυαλό·
- βάλ’ το (καλά) στο νου σου! βλ. φρ. βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! λ. μυαλό·
- βγάζω απ’ το νου μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το νου του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το νου του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μην έρθει στη δουλειά». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το νου μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) /  βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το νου σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «βγάλ’ το απ’ το νου σου πως θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το νου σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου·
- δε βγαίνει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δε σκοτίζει το νου του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται, αδιαφορεί για κάτι: «απ’ ό,τι ξέρω, δε σκοτίζει το νου του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ ευτυχής ο άνθρωπος π’ αγάπη δε γνωρίζει και για γυναίκες όμορφες το νου του δε σκοτίζει
- δε φεύγει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν κατεβάζει ο νους του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν ορίζω το νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, δεν μπορώ να σκεφτώ: «μόλις πιω τέσσερα πέντε ποτήρια, δεν ορίζω το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω κι απ’ την πολλή τη σούρα μου το νου μου δεν ορίζω
- δεν το βάζει ο νους μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει ο νους μου(!)·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν το χωράει ο νους μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει ο νους μου μετά από τέτοια αγάπη που είχαν να φτάσουν στο χωρισμό!»·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. φρ. εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λ. μυαλό·
- εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού, η δουλειά ή η υπόθεση χρειάζεται πολλή σκέψη, πολλή εξέταση, δεν πρέπει να την αντιμετωπίσουμε επιπόλαια: «δεν μπορώ να κάνω βιαστικές δουλειές, γιατί εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού»·
- έρχεται στο νου μου (κάτι), βλ. φρ. έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), λ. μυαλό·
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, α. εισαγωγική πρόταση σε κάποιον που θέλουμε να ζητήσουμε τη γνώμη του για κάτι: «εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, τι πρέπει να κάνω τώρα για να βγω απ’ αυτή τη δυσκολία;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για πες μας ή το για πες μου. Κατάλοιπο του αινίγματος εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει(;). β. λέγεται και ειρωνικά σε άτομο που κάνει διαρκώς τον έξυπνο, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα· βλ. και λ. κατεβάζω·
- έχασε το νου του, βλ. φρ. έχασε τα μυαλά του, λ. μυαλό·
- έχε το νου σου! πρόσεχε, φυλάξου(!): «έχε το νου σου στ’ αυτοκίνητο που έρχεται!». (Λαϊκό τραγούδι: κάποτε θα ’ρθουν γνωστικοί, λογάδες και γραμματικοί για να σε πείσουν. Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, θα σε πουλήσουν
- έχε το νου σου, πρόσεχε, ανάλαβε την ευθύνη: «έχε το νου σου στο παιδί όσο θα λείπω»·
- έχε το στο νου σου, μην το αμελήσεις, μην το ξεχάσεις: «έχε το στο νου σου να τακτοποιήσεις κι εκείνη την υπόθεση». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ε ή με το έτσι·
- έχει αλλού το νου του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο κεχρί ή έχει το νου του συνέχεια στο κεχρί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο τσιτσί ή έχει το νου του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψαχνό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψητό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψητό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό, λ. μυαλό.
- έχω κατά νου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να(…)·
- έχω στο νου μου, βλ. φρ. έχω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- έχω στο νου μου να…, προτίθεμαι, σκοπεύω, λογαριάζω να…: «φέτος το καλοκαίρι έχω στο νου μου να πάω διακοπές στα νησιά»·
- έχω το νου μου, προσέχω: «κάθε φορά που παίζω χαρτιά μαζί του, έχω το νου μου να μη με κλέβει»·
- έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. προσέχω, παρακολουθώ κάποιον ή κάτι: «θα καθίσω κοντά στο παράθυρο και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει ο τάδε || έχω το νου μου να σου δείξω, αν περάσει, ποιο αυτοκίνητο μου αρέσει». β. προσέχω, ενδιαφέρομαι να μη συμβεί κάτι κακό σε κάποιον ή σε κάτι: «πήγαινε εσύ στη δουλειά σου κι εγώ θα ’χω το νου μου στο παιδί || άσε σ’ αυτό το μέρος τ’ αυτοκίνητό σου και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει κανένας τροχονόμος»·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα μου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα σου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου φύγει ο νους, βλ. φρ. συνηθέστ. θα σου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα χάσεις το νου σου, βλ. συνηθέστ. θα χάσεις το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- θα χάσω το νου μου, βλ. συνηθέστ. θα χάσω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- κάνει με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κατά το νου και γνώση ή κατά το νου κι η γνώση, βλ. συνηθέστ. κοντά στο νου και γνώση·
- κατεβάζει ο νους του, είναι εύστροφος, επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί κατεβάζει ο νους του». (Λαϊκό τραγούδι: άσε το πείσμα κατά μέρος και το νάζι και τα κολπάκια που μου κάνεις τα πολλά, μ’ αυτές τις πονηριές που ο νους σου κατεβάζει,κατεργάρα, στο ’πα θα με βάλεις σε μπελά). Οι πιο παλιοί θα θυμούνται το: εσύ που ξέρεις τα πολλά, κι ο νους κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει; που λεγόταν με ειρωνική διάθεση υπό τύπου αινίγματος σε άτομο που έκανε τον πολύ έξυπνο. Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλωθογυρίζει στο νου μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), λ. μυαλό·
- κόβει ο νους του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κοντά στο νου και γνώση ή κοντά στο νου κι η γνώση, α. όταν κανείς χρησιμοποιεί το μυαλό του, τότε γίνεται φρόνιμος και προνοητικός, η εμπειρία αποκτιέται μόνο όταν υπάρχει γνώσηή συναίσθηση των πράξεων μας: «εγώ δεν τρέχω σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί κοντά στο νου κι η γνώση πως με το παραμικρό μπορεί να σκοτωθώ». β. το πράγμα είναι τόσο αυτονόητο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται άλλη κουβέντα ή ιδιαίτερη επεξήγηση: «κοντά στο νου και γνώση πως, αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί»·
- κρατώ στο νου μου, θυμάμαι: «κρατώ στο νου μου τις καλές στιγμές που πέρασα μαζί σου»·
- λέω με το νου μου, βλ. φρ. λέω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- με το νου του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το νου του νομίζει πως είναι μεγάλος και τρανός»·
- μου μπαίνει στο νου, κάνω τη σκέψη, σκέφτομαι επίμονα κάτι: «όταν μου μπει στο νου κάτι πρέπει να το πραγματοποιήσω, γιατί αλλιώς θα σκάσω»·
- μου ξεσήκωσε το νου, βλ. φρ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά, λ. μυαλό·
- μου πέρασε απ’ το νου, σκέφτηκα, συνήθως στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το νου να σου τηλεφωνήσω, αλλά ήρθε ο τάδε και ξεχάστηκα». (Λαϊκό τραγούδι: μη σου περάσει απ’ το νου πως σε ζηλεύω και πως μπορείς εσύ να μ’ έχεις για ρεζέρβα, απλώς σου κάνω θεωρία μη τυχόν παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις πως θα παρεξηγηθείς
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. φρ. μου πήρε το μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: νου και λογισμό μου παίρνεις βρε, τα ματόκλαδά σου γέρνεις // λούνα λουνέρο πλάνο φεγγάρι ένα όμορφο κορίτσι το νου μου ’χει πάρει (Τραγούδι)·
- μου ’ρχεται στο νου (κάτι), βλ. φρ. μου ’ρχεται στο μυαλό (κάτι), λ. μυαλό·
- μου σήκωσε το νου, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε το νου. (Λαϊκό τραγούδι: μωρή Ντουντού, μωρή Ντουντού, εσύ μου σήκωσες το νου
- μου ’φυγε ο νους, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το μυαλό, λ. μυαλό·
- να το βάλεις στο νου σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο νου πως άλλη φορά δε θα σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: γυναίκες, φίλους και λεφτά, όσα κι αν θέλεις κάνεις, μανούλα δεν θα ξαναβρείς, στο νου σου να το βάλεις). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο νου σου, βλ. φρ. έχε το στο νου σου·
- να ’χουμε και το νου μας ή να ’χουμε το νου μας, ας είμαστε επιφυλακτικοί, προσεκτικοί, ας προσέχουμε: «όταν γνωρίζουμε κάποιον καινούριο άνθρωπο, να ’χουμε το νου μας»·
- νου μου! το ξέρω, το θυμάμαι, το ’χω υπόψη μου. Έκφραση που λέγεται στο παιδικό παιχνίδι γιάντες (βλ. λ.)·
- ξεδίνει ο νους μου, βλ. φρ. ξεδίνει το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- ο κοινός νους, η δυνατότητα του μέσου ανθρώπου να σκέφτεται ορθά, η κοινή λογική: «ο κοινός νους λέει πως, όταν υπάρχει οικονομική κρίση, πρέπει να γίνονται περικοπές στα έξοδα»·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πάει στο κακό ή πάει στο κακό ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πετάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει στο κακό ή πετάει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του πετάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του ταξιδεύει,
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει στο κακό, λ. μυαλό·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- ό,τι βάλει ο νους σου! τα πάντα: «αυτό το σούπερ μάρκετ, έχει ό,τι βάλει ο νους σου! || εκεί που θα πάμε, μπορείς να κάνεις ό,τι βάλει ο νους σου!»·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. φρ. ό,τι βάλει ο νους σου(!)·
- πάει να μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. πάει να μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- πέρασε απ’ το νου μου, α. σκέφτηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου να πάω να τον βρω στο γραφείο του, αλλά το μετάνιωσα». β. φαντάστηκα, υποπτεύθηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου πως εσύ ήσουν αυτός που με κάρφωσε»·
- πετώ με το νου μου, ονειροπολώ, δεν προσέχω σε αυτό που γίνεται ή λέγεται μπροστά μου: «άλλη φορά να μην πετάς με το νου σου και να προσέχεις αυτά που σου λέω»·
- πού αρμενίζει ο νους σου; βλ. φρ. πού αρμενίζει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού βόσκει ο νους σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. φρ. πού έχεις το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού να βάλει ο νους μου! πώς να το σκεφτώ, πώς να το υπολογίσω: «μου είχε ορκιστεί πως δε θα ξανάπαιζε χαρτιά. Πού να βάλει ο νους μου πως τα βράδια που χωρίζαμε για τα σπίτια μας αυτός πήγαινε στη λέσχη!». (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα, σαν ήρθες, πως τη ζυγαριά από λίγες πίκρες θα την ξαλαφρώσεις, πού να βάλει ο νους μου ότι μια βραδιά και με προδοσία θα μου τη φορτώσεις)· 
- πού ταξιδεύει ο νους σου; βλ. φρ. πού ταξιδεύει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τον είχες το νου σου; βλ. φρ. πού το ’χες το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τρέχει ο νους σου; βλ. φρ. πού τρέχει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- σάλεψε ο νους του, βλ. φρ. σάλεψε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σβήνω απ’ το νου μου, διαγράφω από τη σκέψη μου: «ήταν τόσο κακιά γυναίκα που την έσβησα απ’ το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιο ποτάμι και ποια θάλασσα μεγάλη θα βρεθεί, να σε ξεπλύνει απ’ τη ντροπή; Να πνιγείς σε μια καινούρια παραζάλη και να σβήσεις απ’ το νου μου ένα πρωί!
- σκοτείνιασε ο νους του, βλ. συνηθέστ. σκοτείνιασε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σκοτίζω το νου μου, βλ. φρ. σκοτίζω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- στάθηκε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. στάθηκε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- σταμάτησε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τα βγάζει απ’ το νου του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις που σου λέει πως όλοι  τον εχθρεύονται, γιατί τα βγάζει απ’ το νου του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- ταξιδεύει ο νους του, βλ. φρ. ταξιδεύει το μυαλό του. (Λαϊκό τραγούδι: κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούει μόνο την πενιά κι ο νους του ταξιδεύει
- τι βάζεις με το νου σου; βλ. φρ. τι βάζεις με το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι έχεις στο νου σου; βλ. φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- το βάζει ο νους σου; μπορείς να το διανοηθείς; να το φανταστείς(;): «το βάζει ο νους σου πως τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παλιογυναίκα;»·
- το νου σου! συγκοπή της φρ. έχε το νου σου(!)·
- το ’χω στο νου μου, δεν το ξέχασα, εξακολουθεί να απασχολεί τη σκέψη μου: «θα μου στείλεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στο νου μου»·
- το χωράει ο νους σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις(;): «το χωράει ο νους σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το νου μου, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τον έχω στο νου μου, τον σκέφτομαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε, τον έχω συνέχεια στο νου μου»·     
- του γυρίζω το νου, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, ιδίως ύστερα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «με το πες πες του γύρισα το νου και ξέκοψε απ’ την αλητεία». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα να σου ’λεγα καμπόσα, κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβαν τη γλώσσα)· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- του λείπει ο νους, βλ. φρ. του λείπει το μυαλό, λ. μυαλό·
- του παίρνω το νου, βλ. φρ. του παίρνω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- τρέχει ο νους του, βλ. φρ. τρέχει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- φέρνω στο νου μου, βλ. φρ. φέρνω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- χάνω το νου μου, βλ. φρ. χάνω το μυαλό μου, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα, φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω).

παραμύθι

παραμύθι, το, ουσ. [<αρχ. παραμύθιον (= παρηγοριά, παραίνεση)], το παραμύθι. 1. το ψέμα, η ψευτιά: «μας αράδιασε ένα σωρό παραμύθια». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα). 2. η δικαιολογία: «για να δούμε τώρα τι παραμύθι θα σοφιστείς, που άργησες πάλι στη δουλειά σου». 3. χαρακτηρισμός μικροεργαλείου ή μικροαντικειμένου που δεν αναφέρουμε το όνομά του, είτε επειδή δεν το γνωρίζουμε είτε επειδή δε θέλουμε να το πούμε είτε μόνο και μόνο για να κάνουμε εντύπωση: «για δώσε μου αυτό το παραμύθι να ξεκαρφώσω το καρφί». Συνών. καβουρντιστήρι (6) / καλαμπούρι (2) / καυλιτζέκι / κολπέτο (2) / μαντζαφλάρι (1) / μαραφέτι (1) / μαρκούτσι (4) / μασπάτι (2) / νταραβέρι (6) / παπαράκι / σκατουλάκι (4) .4. χαρακτηρισμός πολύ εύκολης εργασίας ή καθήκοντος που μας έχουν αναθέσει και που πραγματοποιείται χωρίς πολλή δυσκολία: «σιγά το δύσκολο πράγμα, αυτό είναι παραμύθι μπροστά σ’ αυτά που έχω κάνει μέχρι τώρα». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άσ’ το παραμύθι ή άσ’ τα παραμύθια, μην επιχειρείς να με πείσεις ή να με ξεγελάσεις με ψευτιές: «ξέρω πολύ καλά πώς έγιναν τα πράγματα, γι’ αυτό άσ’ το παραμύθι»·
- βγήκε παραμύθι, βγήκε ψέμα: «της υποσχόταν συνέχεια πως θα την παντρευτεί, αλλά οι υποσχέσεις του βγήκαν παραμύθια». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα, σε πίστεψα, δε μου ’πες την αλήθεια, μαζί κι αν χτίσαμε όνειρα, εβγήκαν παραμύθια
- δε σηκώνω παραμύθι ή δε σηκώνω παραμύθια, δε δέχομαι να μου λένε ψέματα: «πρόσεξε καλά τι θα μου πεις, γιατί δε σηκώνω παραμύθια». (Λαϊκό τραγούδι: και δε σηκώνω παραμύθια να μου λες, αυτά που έλεγες, βρε μάγκα, σε πολλές
- δεν αφήνεις το παραμύθι! ειρωνική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μας λέει ψέματα με σκοπό να μας ξεγελάσει ή να μας παραπλανήσει για προσωπικό του όφελος: «δεν αφήνεις το παραμύθι, που, αν σου δώσω σήμερα χίλια ευρώ, θα μου δώσεις σε μια βδομάδα πέντε χιλιάδες!»·
- δεν τρώω παραμύθι ή δεν τρώμε παραμύθια, δεν πιστεύω εύκολα αυτά που μου λέει κάποιος, δεν ξεγελιέμαι: «ήθελε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε πως εγώ δεν τρώω παραμύθι». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, βλ. λ. δουλειά·
- ζω ένα παραμύθι ή ζω σαν σε παραμύθι, περνώ τόσο ευχάριστα, τόσο ιδανικά, τόσο τέλεια, που μου φαίνεται απίστευτο: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, ζω σαν σε παραμύθι»·
- κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει, στερεότυπη έκφραση με την οποία αρχίζει κανείς να διηγείται ένα παραμύθι·
- λέει παραμύθια, λέει ψέματα: «μην τον πιστεύεις, γιατί συνέχεια λέει παραμύθια». (Λαϊκό τραγούδι: η δική σου η γλωσσίτσα παραμύθια μου ’λεγε, από δω και μπρος, κουκλίτσα, κούνια που σε κούναγε
- μη μασάς παραμύθι, συμβουλευτική έκφραση σε άτομο να μην πιστεύει με ευκολία αυτά που του λένε ή να μην επαναπαύεται στην καλή συμπεριφορά κάποιου, γιατί μπορεί να είναι και επιφανειακή και να έχει σκοπό να τον βλάψει: «στη ζωή πρέπει να είσαι πονηρός και να μη μασάς παραμύθι, αν δε θέλεις να πέφτεις σε δύσκολες καταστάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: μη μασάς παραμύθι, άλλο είναι κι άλλο δείχνει
- μην τρως παραμύθι, βλ. φρ. μη μασάς παραμύθι·
- μου φαίνεται σαν παραμύθι, είναι τόσο ευχάριστη, τόσο ιδανική, τόσο τέλεια η κατάσταση που ζω, που δεν μπορώ να το πιστέψω, που μου φαίνεται απίστευτο: «μου φαίνεται σαν παραμύθι, κάθε φορά που σκέφτομαι πόσο τυχερός υπήρξα μ’ αυτή τη γυναίκα || μου φαίνεται σαν παραμύθι που κέρδισα τόσα πολλά λεφτά στο τζόκερ». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμη δεν πιστεύω πως είναι αλήθεια, μου φαίνονται όλα απόψε σαν παραμύθια. Το χάραμα που θα ’ρθει πώς το φοβάμαι, γιατί θα φύγεις πάλι και μόνος θα ’μαι
- ξηγιέμαι παραμύθι, βλ. συνηθέστ. πουλώ παραμύθι·
- παραμύθια για μικρά παιδιά, διηγήσεις, λόγια ή υποσχέσεις, που δεν τις πιστεύει κανένας, που δεν ξεγελούν κανέναν: «αυτά που μου λες είναι παραμύθια για μικρά παιδιά και θες να σε πιστέψω;»·
- παραμύθια της Χαλιμάς, ασύστολα ψέματα, φαντασιοπληξίες: «άσε, ρε παιδάκι μου, τα παραμύθια της Χαλιμάς και πες μου, τουλάχιστο, μια φορά την αλήθεια!». (Τραγούδι: με τελειώνεις και με πετάς, μου λες παραμύθια της Χαλιμάς
- περιμένει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού, ειρωνική έκφραση για άντρα που περιμένει να γνωρίσει την ιδανική γυναίκα και από άποψη ομορφιάς και από άποψη ήθους, αλλά και πλούτου για να παντρευτεί: «δεν αποφασίζει ακόμη να παντρευτεί, γιατί περιμένει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού». Πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί μετά το ρ. της το βλέπεις·
- περιμένει την πριγκίπισσα του παραμυθιού, βλ. φρ. περιμένει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού·
- περιμένει την πριγκιποπούλα του παραμυθιού, βλ. συνηθέστ. περιμένει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού·
- περιμένει το βασιλόπουλο του παραμυθιού, ειρωνική έκφραση για γυναίκα που περιμένει να γνωρίσει τον ιδανικό άντρα και από άποψη ομορφιάς και από άποψη ήθους, αλλά και πλούτου για να παντρευτεί: «με τα μυαλά που έχει θα μείνει στο ράφι, γιατί περιμένει το βασιλόπουλο του παραμυθιού». Πρβλ.: δε μετανιώνω που σ’ αγαπώ πάρα πολύ και ένα χρυσό σου έχω θρόνο μες στα στήθια, είσαι για μένα η ελπίδα μου η χρυσή, το βασιλόπουλο που λεν στα παραμύθια (Λαϊκό τραγούδι). Πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί μετά το ρ. της το βλέπεις· 
- περιμένει το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, βλ. συνηθέστ. περιμένει το βασιλόπουλο του παραμυθιού·
- περιμένει τον πρίγκιπα του παραμυθιού, βλ. φρ. περιμένει το βασιλόπουλο του παραμυθιού·
- πέφτει παραμύθι, συνήθως λέγονται ψέματα: «στην παρέα του τάδε πέφτει παραμύθι»·
- πουλώ παραμύθι, α. λέω ψέματα: «σε μένα δε θα πουλάς παραμύθι, αν θέλεις να σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε, αγαπούλα μου, παραμύθι πούλα μου). β. εξαπατώ: «του πούλησε παραμύθι πως ήταν χρηματιστής και του ’φαγε τα λεφτά». γ. δικαιολογούμαι: «όσο παραμύθι και να μου πουλήσεις, αυτό που ξέρω είναι ότι είσαι συστηματικός κοπανατζής»·
- το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «άσε, φίλε μου, στην ηλικία μου δεν είμαι για ξενύχτια, γιατί το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στο καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- το ’φαγε το παραμύθι, ξεγελάστηκε, εξαπατήθηκε: «του ζητούσε κάτι λεφτά για να βάλει το γιο του στο δημόσιο και το ’φαγε το παραμύθι, γιατί ο άλλος του πήρε τα λεφτά κι εξαφανίστηκε»·
- το ’χαψε το παραμύθι, βλ. φρ. το ’φαγε το παραμύθι·
- τρώει παραμύθι ή τρώει το παραμύθι, πιστεύει με ευκολία αυτά που του λέει κάποιος, ξεγελιέται, εξαπατάται, παραμυθιάζεται: «μπορείς, αν θέλεις, να του φας πολλά λεφτά, γιατί τρώει παραμύθι με το παραμικρό». Για συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.

πέτρα

πέτρα, η, ουσ. [<αρχ. πέτρα], η πέτρα. 1. ο πολύτιμος λίθος, το πετράδι: «της αγόρασε ένα δαχτυλίδι, που είχε απάνω του μια πέτρα να!». 2. πετρώδης σχηματισμός, που δημιουργείται στον οργανισμό, ιδίως στα νεφρά, στη χολή ή στα δόντια: «έχει πέτρα στα νεφρά || θα κάνει εγχείρηση, γιατί έχει πέτρα στη χολή || πήγε στον οδοντογιατρό του για να του καθαρίσει την πέτρα απ’ τα δόντια». 3. καθετί που είναι σκληρό σαν πέτρα: «το ψωμί έγινε πέτρα και δεν τρώγεται». 4. η τσακμακόπετρα: «τέλειωσε η πέτρα και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσακμάκι μου». 5. (στη γλώσσα της αργό) τα καταναγκαστικά έργα: «άμα περάσεις απ’ την πέτρα, δεν την ξεχνάς ποτέ». Υποκορ. πετρούλα κ. πετρίτσα, η κ. πετραδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- αλέθω πέτρες, βλ. φρ. το στομάχι μου αλέθει και πέτρες·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, α. εκμεταλλεύεται στο έπακρο και την παραμικρή ευκαιρία, αποκομίζει κέρδος και από κει που κανείς δεν το περιμένει: «είναι τόσο καπάτσος άνθρωπος, που βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». β. είναι πάρα πολύ δυνατός: «δεν τολμάει κανείς να τα βάλει μαζί του, γιατί βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει με μεγάλη δύναμη μια πέτρα μέσα στη χούφτα του (και βγαίνει λάδι, όπως όταν συνθλίβεται μια ελιά)·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. φρ. δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, καταστράφηκαν, ισοπεδώθηκαν τα πάντα: «τ’ αεροπλάνα βομβάρδιζαν κατά κύματα την πόλη, ώσπου στο τέλος δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Το ίδιο και για καιρικά ή άλλα φαινόμενα: «απ’ όπου πέρασε ο τυφώνας, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα || ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Πρβλ.: κάψτε τα όλα μη μείνει τίποτα, πέτρα στην πέτρα όλα διαλύστε τα (Λαϊκό τραγούδι)·   
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έκλαιγαν κι οι πέτρες ή έκλαψαν κι οι πέτρες, εκτυλίσσονταν, εκτυλίχθηκαν τόσο σπαρακτικές σκηνές, που έκλαιγαν, έκλαψαν οι πάντες: «τη στιγμή που ήταν να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο, έπεσε ο γιος με σπαρακτικές φωνές πάνω στο νεκρό κι έκλαψαν κι οι πέτρες»·
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, βρίσκομαι σε τόσο δεινή οικονομική ή ψυχολογική θέση, που σκέφτομαι να αυτοκτονήσω: «είμαι σε τόσο απελπιστική κατάσταση, που θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-τζίτζικα, συμπάθα με που δε σε σιγοντάρω, μ’ απ’ όλα αυτά που πάθαμε μου ’ρχεται να φουντάρω, να βάλω πέτρα στο λαιμό και μια και δυο στον ποταμό).Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το και θα φουντάρω ή με το και θα φουντάρω στη θάλασσα. Από το ότι, συνήθως παλιότερα, πολλοί αυτόχειρες έδεναν μια πέτρα στο λαιμό τους και έπεφταν στη θάλασσα·
- θα πάρω πέτρα, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, σκληρά: «κάτσε καλά, γιατί θα πάρω πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα, αλλιώς θα πάρω πέτρα
- θα σηκωθούν κι οι πέτρες, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα υπάρξει καθολική αντίδραση: «αν το δικαστήριό σας καταδικάσει αυτόν τον αθώο άνθρωπο, θα σηκωθούν κι οι πέτρες»·
- κάνω πέτρα την καρδιά ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φαίνομαι ψύχραιμος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έκανε την καρδιά του πέτρα για να μη δείχνει τον πόνο του στους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: ήσουνα ξελογιασμένη και με άλλονε μπλεγμένη· τώρα κλαις· δε σε λυπάμαι, ούτε σε πονώ· την καρδιά μου θα την κάνω πέτρα, σαν βουνό
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- μη ρίχνεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε, βλ. λ. πηγάδι·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, χώνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις, είναι παντού αναμεμειγμένος: «είναι σε όλους γνωστός, γιατί, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: όποια πέτρα να σηκώσεις, θα ’μαι από κάτω. Όποια πόρτα κι αν κλειδώσεις μέσα θα με βρεις
- πέτρα πέτρα ή πέτρα την πέτρα, βλ. συνηθέστ. πετραδάκι πετραδάκι, λ. πετραδάκι·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, α. αρνητική έκφραση για άτομο που δε στεριώνει, που δε ριζώνει σε καμιά δουλειά, σε καμιά θέση εργασίας: «αν μου πεις και για τον τάδε, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, γιατί έχει πάει μέχρι σήμερα σ’ ένα σωρό δουλειές κι ύστερα από λίγο ή φεύγει ή τον διώχνουν». Από την εικόνα της πέτρας που, επειδή βρίσκεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ίδιο σημείο, η βάση της καλύπτεται από διάφορους μύκητες, που εκλαμβάνονται ως μαλλί. β. το ενεργητικό άτομο δεν αποτελματώνεται, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνει τις ικανότητές του: «το μικρό μου το γιο δε τον φοβάμαι καθόλου, γιατί είναι ζωντανό κι αεικίνητο παιδί και, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει». Συνών. τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει·
- πέτρα του σκανδάλου, αιτία που προκαλεί σκάνδαλο ή φιλονικία: «δεν ξέρει κανείς γιατί μάλωσαν, αλλά όλοι υποπτεύονται πως πέτρα του σκανδάλου υπήρξε μια γυναίκα»·
- πετώ την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) ή ρίχνω πέτρα (πίσω μου), φεύγω από ένα μέρος ή από έναν τόπο με την απόφαση να μην ξαναγυρίσω ποτέ πίσω: «επειδή ήταν φτωχός κι όλοι τον κορόιδευαν στο χωριό, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και πήγε στην ξενιτιά». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- ρίχνω την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- σηκώθηκαν κι οι πέτρες, υπήρξε καθολική αντίδραση: «μόλις μαθεύτηκε πως κι ο υπουργός ήταν μπλεγμένος στο ροζ σκάνδαλο, σηκώθηκαν κι οι πέτρες»·
- σκάει η πέτρα, κάνει αβάσταχτη, ανυπόφορη ζέστη: «τις περισσότερες χρονιές τον Ιούλιο μήνα στον τόπο μας σκάει η πέτρα». Συνών. σκάει ο τζίτζικας·
- στις πέτρες να φυτρώνει! (για ποτά, ιδίως τσίπουρα, ούζα, κρασιά) ευχή που ανταλλάσσουν οι πότες τη στιγμή που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, με την έννοια να υπάρχει άφθονο ποτό, να το βρίσκει κανείς παντού·
- στύβω την πέτρα, είμαι πάρα πολύ δυνατός, είμαι χειροδύναμος: «όταν ήμουν στα νιάτα μου, έστυβα την πέτρα»·
- Συμπληγάδες Πέτρες, κάθε επικίνδυνη ή προβληματική κατάσταση, την οποία δύσκολα μπορεί να αποφύγει ή να ξεπεράσει κανείς με επιτυχία: «οι Συμπληγάδες Πέτρες της παγκοσμιοποίησης || οι Συμπληγάδες Πέτρες του κυπριακού προβλήματος». Αναφορά στους δυο μυθικούς βράχους, που ανοιγόκλειναν, συνθλίβοντας τα καράβια που επιχειρούσαν να περάσουν ανάμεσά τους, γνωστοί από την Αργοναυτική εκστρατεία· 
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, πρόκειται για άνθρωπο που είναι δυνατός και έξυπνος, που έχει μεγάλες ικανότητες: «όλοι θέλουν να τον έχουν στην παρέα τους γιατί, είναι άνθρωπος που την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει»·
- το ξέρουν κι οι πέτρες, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πια σε όλους γνωστό: «μπορώ να σου πω πώς ακριβώς έγινε η δουλειά, γιατί το ξέρουν κι οι πέτρες»·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, έγινε σκληρό, ψυχρό και ανέκφραστο: «μόλις έμαθε τα δυσάρεστα νέα, το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα»·
- το στομάχι μου αλέθει και πέτρες, βλ. λ. στομάχι·
- τον βρήκε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον έβαλαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό), βλ. φρ. τον έριξαν στην  πέτρα·
- τον έριξαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό) τον καταδίκασαν σε καταναγκαστικά έργα: «δεν μπόρεσε ν’ αποδείξει την αθωότητά του και τον έριξαν πέντε χρόνια στην πέτρα». Η ποινή αυτή επιβαλλόταν σε παλιότερες εποχές. Σήμερα, κατάλοιπο ίσως της προηγούμενης ποινής, είναι η κοινωνική προσφορά που προσφέρει για ένα χρονικό διάστημα ο καταδικασθείς, τόσο, όσο όρισε ως ποινή ο δικαστής για ελαφρά βεβαίως αδικήματα, κυρίως νέων·
- τον ξέρουν κι οι πέτρες, είναι πολύ γνωστός, είναι πασίγνωστος: «αυτόν που μου λες, τον ξέρουν κι οι πέτρες»·
- τον πήραν με τις πέτρες, α. (για δημόσιους αγορητές ή πολιτικούς) αντέδρασαν επιθετικά, τον γιουχάισαν άγρια, τον προπηλάκισαν: «μόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, όσοι ήταν μαζεμένοι, τον πήραν με τις πέτρες»· βλ. και φρ. τον πήραν με τ’ αβγά, λ. αβγό. β. (γενικά) τον κυνήγησαν με άγριες διαθέσεις, τον πετροβόλησαν: «μόλις αντιλήφθηκε ο κόσμος ποιος ήταν ο παιδεραστής, τον πήραν με τις πέτρες». Ίσως από αφορμή της καταδίκης σε θάνατο δια λιθοβολισμού, σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο·
- τον πέτυχε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), α. τον έτυχε, τον πέτυχε, τον χτύπησε, ιδίως στο κεφάλι: «μόλις έβγαλε το κεφάλι απ’ τη γωνιά να δει τι γίνεται, τον πήρε η πέτρα». β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι βλαμμένος, που παρουσιάζει κάποια βλάβη στο μυαλό, που είναι αργόστροφος: «δεν φταίει ο καημένος, φταίει που τον πήρε η πέτρα, όταν ήταν μικρός»·
- τον πήρε η πέρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον σιχαίνονται κι οι πέτρες, με τις πράξεις του και γενικά με τη συμπεριφορά του προκαλεί υπερβολική απέχθεια στους άλλους: «δεν τον θέλει κανένας στην παρέα μας, γιατί με τα καμώματά του τον σιχαίνονται κι οι πέτρες».

πηγαίνω

πηγαίνω, ρ. [<μσν. πηγαίνω και ὑπαγαίνω, από τον παρατατ. και αόρ. του αρχ. ρ. ὑπάγω], πηγαίνω. 1. φοιτώ: «πηγαίνω στο πανεπιστήμιο». 2. (για δρόμους) οδηγώ: «αυτός ο δρόμος πηγαίνει ίσια στην πλατεία που ζητάς». 3. (για χρήματα) προορίζονται: «σ’ αυτά τα χρήματα δε θα βάλει κανένας χέρι, γιατί πηγαίνουν για τις σπουδές του γιου μου» 4. φεύγω: «εγώ πηγαίνω, αν με χρειαστείς, θα με βρεις στο σπίτι μου». 5. παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι ή πεθαίνω, φεύγω: «είναι οικογενειακό σας να πηγαίνετε από καρδιά, γι’ αυτό πρόσεχε τώρα που είσαι σε κρίσιμη η ηλικία || μόλις τελειώνει το καλοκαίρι, πηγαίνουν οι τουρίστες και μένουμε πάλι τρεις γέροι στο χωριό». 6α.  στο γ΄ πρόσ. πηγαίνει, ταιριάζει, αρμόζει: «δεν πηγαίνει στην ηλικία σου να βρίζεις». β. (για ρούχα) συνδυάζεται με τα υπόλοιπα, κολακεύει αυτόν που το φοράει: «δε σου πηγαίνει καθόλου αυτό το παντελόνι || αυτό το κουστούμι πολύ σου πηγαίνει». γ. (για μηχανήματα) λειτουργεί: «δεν πηγαίνει τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και λ. παγαίνω και πάει και πάω. (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, βλ. λ. πατώ·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, βλ. λ. γλυκός·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, βλ. λ. ζωή·
- όσο πηγαίνει, βλ. λ. όσος·
- όσο πηγαίνει και…, βλ. λ. όσος·
- όταν εσύ πήγαινες, εγώ γύριζα ή όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα ή όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουνα, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας κάνει τον ενημερωμένο, τον έξυπνο ή τον έμπειρο, ενώ εμείς είμαστε πολύ πιο ενημερωμένοι, έξυπνοι ή πολύ πιο έμπειροι από αυτό, ή λέγεται ειρωνικά σε άτομο που έχουμε αντιληφθεί πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «άσε αυτά τα δικολαβίστικα, γιατί, όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα»·
- πήγαιν’ έλα, βλ. λ. έλα·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. λ. ύπνος·
- πηγαίνει σαν κάβουρας ή πηγαίνει σαν τον κάβουρα, βλ. λ. κάβουρας·
- πηγαίνει σαν σπασμένη βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- πηγαίνει σαν χελώνα ή πηγαίνει σαν τη χελώνα, βλ. λ. χελώνα·
- πήγαινε να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι, βλ. συνηθέστ. πάνε να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι, βλ. λ. γωνία·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγαινε στο καλό! βλ. λ. καλός·
- πήγαινε στον αγύριστο! βλ. λ. αγύριστος·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνουν σαν τα πρόβατα, βλ. λ. πρόβατο·
- πηγαίνω από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- πηγαίνω γιαλό γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- πηγαίνω μ’ άδεια χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πηγαίνω με άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- πηγαίνω με γεμάτα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πηγαίνω με γυναίκα, (για άντρες)βλ. λ. γυναίκα·
- πηγαίνω με τα νερά του, βλ. λ. νερό·
- πηγαίνω με το μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- πηγαίνω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- πηγαίνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- πηγαίνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- πηγαίνω πίσω από…, βλ. λ. πίσω·
- πηγαίνω προς τα πίσω, βλ. λ. πίσω·
- πηγαίνω σαν πρόβατο στη σφαγή, βλ. λ. πρόβατο·
- πηγαίνω στα βιολιά, βλ. λ. βιολί·
- πηγαίνω στην εκκλησία, βλ. λ. εκκλησία·
- πηγαίνω στο γήπεδο, βλ. λ. γήπεδο·
- πηγαίνω σχολείο ή πηγαίνω στο σχολείο, βλ. λ. σχολείο·
- πηγαίνω τοίχο τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- τα πήγαιν’ έλα ή το πήγαιν’ έλα, βλ. λ. έλα·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. κακό·
- το πήγαιναν, το ’φερναν, το μετακινούσαν συνεχώς: «αγόρασαν ένα κάδρο και το πήγαιναν, το ’φερναν μέσα στο σαλόνι και δεν μπορούσαν να βρουν πού ακριβώς ταίριαζε για να το κρεμάσουν»·
- τον έχω στο πήγαιν’ έλα, βλ. λ. έλα·
- τον (την) πήγαιναν, τον (την) έφερναν, τον (την) μετακινούσαν, τον (την) περιέφεραν συνεχώς: «πήγαν με το γαμπρό τους στο χωριό και τον πήγαιναν, τον έφερναν σ’ όλους τους συγγενείς τους για να τον γνωρίσουν»·
- τον πήγανε σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός.

πίσω

πίσω, το, άκλ. ουσ. [<επίρρ. πίσω]. 1. το πίσω μέρος ενός πράγματος: «μπροστά είναι όλα εντάξει, όμως το πίσω έχει ένα μικρό χτύπημα». 2. στον πλ. ως άκλ. αρσ. ουσ. οι πίσω, αυτοί που βρίσκονται προς το τέλος μιας σειράς, που έπονται: «οι πίσω έσπρωχναν τους μπροστά για να προλάβουν να μπουν κι αυτοί στο γήπεδο». Αντίθ. οι μπροστά. 3. στον πλ. ως άκλ. ουδ. ουσ. τα πίσω, τα νώτα: «αν θέλεις να προχωρήσεις μπροστά, θα πρέπει πρώτα να εξασφαλίσεις τα πίσω σου». 2. όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν, τα περασμένα: «αποφασίσαμε να ξεχάσουμε τα πίσω και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να σώσουμε το γάμο μας». 3. οι κρυφές πτυχές μιας ιστορίας, οι άγνωστες πλευρές ενός γεγονότος ή τα κρυφά νήματα που κινούν μια πράξη: «αφού δεν ξέρεις τα πίσω, καλύτερα μη μιλάς || ενώ όλοι ξέρουμε τα πίσω, που τον έκαναν μεγάλο και τρανό, αυτός το παίζει πως ανέβηκε με την αξία του!».

πλάκα

πλάκα, η, ουσ. [<μσν. πλάκα <αρχ. πλάξ], η πλάκα. 1. η ταφόπετρα: «πάνω στην πλάκα του έγραψαν τ’ όνομά του και την ημερομηνία θανάτου του». 2. δίσκος γραμμοφώνου: «έχει τη μανία να κάνει συλλογή πλάκες με παλιά τραγούδια». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μια καινούρια πλάκα, ταβερνιάρη, στο πικάπ, φέρε ένα κιλό κρασάκι, να το πιούμ’ οι δυο μαζί· μόνο εκείνος που γλεντάει ξέρ’ αληθινά να ζει). 3. όροφος πολυκατοικίας: «έχω ολόκληρη την πλάκα». 4. ακτινογραφία: «στην πλάκα φαίνεται καθαρά το κάταγμα που έχω στο πόδι μου». 5. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ποσότητα συσκευασμένου χασισιού: «αν θέλεις να κάνεις κάνα τσιγαράκι, πήγαινε στον τάδε, γιατί έχει ολόκληρη πλάκα». 6. (σε παλιότερες εποχές) ο ατομικός πίνακας που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές αντί τετραδίου. 7. πειραχτικό αστείο και η κατάσταση του γέλιου που προέρχεται από αυτό, το καλαμπούρι: «στην παρέα μας δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πλάκα». Υποκορ. πλακίτσα, η (βλ. λ.) κ. πλακούλα, η κ. πλακάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. πλακάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 58 φρ.)·
- άσ’ την πλάκα, βλ. φρ. κόφ’ την πλάκα·
- βγάζω πλάκα ή βγάζω πλάκες, βγάζω ακτινογραφία μέρος ή όργανο του σώματός μου για να διαγνώσει ο αρμόδιος γιατρός σε ποια κατάσταση βρίσκεται: «πάω να βγάλω πλάκες τα πνευμόνια μου, γιατί νιώθω μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή μου»·
- για πλάκα ή για την πλάκα, α. μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί αστεία κατάσταση: «του πέταξε για πλάκα ένα ποτήρι νερό». β. όχι σοβαρά: «δε μας απασχολούσε τίποτα το σπουδαίο και κουβεντιάζαμε για πλάκα»·
- για πλάκα ή για την πλάκα ή για την πλάκα μου, για προσωπική μου ευχαρίστηση: «κάποτε είχε πει χίλια δυο για μένα αλλά για την πλάκα μου τον βοήθησα». (Λαϊκό τραγούδι: κι ακόμα με απείλησες κι αυτή μου τη ζωή! Μα ’γω, τρελή, για πλάκα μου την καίω και την κάπα μου και τότε γράψ’ αλίμονο, αχάριστη ζωή!).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι. Τις φορές που λέγεται με επιθετική διάθεση στο συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει με το εσένα τι σε κόφτει ή το εσένα τι σε νοιάζει ή το εσύ τι ενδιαφέρεσαι ή το εσύ γιατί ενδιαφέρεσαι, για να συνεχίσει πολλές φορές και με το δικηγόρο σε βάλαμε; ή το δικηγόρο σε βάλανε(;): «γιατί τον ενοχλείς τον άνθρωπο; -Έτσι για την πλάκα μου, εσένα δικηγόρο σε βάλανε;»·
- δε σηκώνω πλάκα ή δε σηκώνω πλάκες, δε δέχομαι να δημιουργούν αστείες καταστάσεις σε βάρος μου, δε δέχομαι αστεία, είμαι σοβαρός, αυστηρός: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δε σηκώνει πλάκες»·
- δεν κάνω πλάκα, δεν αστειεύομαι, σοβαρολογώ: «τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως στα λέω, και θέλω να με πιστέψεις, γιατί δεν κάνω πλάκα»·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε πλάκα, δημιουργήθηκε αστεία κατάσταση: «έγινε πλάκα, μόλις έπεσε ο άλλος με το καινούριο του κουστούμι μέσα στις λάσπες»·
- είναι πλάκα, (για γυναίκες) είναι το κορμί της χωρίς καμπύλες, ιδίως χωρίς καθόλου στήθος, καθόλου βυζιά: «έχει όμορφο προσωπάκι, αλλά κατά τ’ άλλα είναι πλάκα». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη σε θέση παράλληλη με το στήθος να κατεβαίνει κάθετα από το λαιμό μέχρι την κοιλιά, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση που η γυναίκα έχει αναπτυγμένο στήθος, γιατί τότε και οι δυο οι παλάμες κατεβαίνουν από το ύψος του στήθους προς την κοιλιά και κάνουν μια καμπυλωτή κίνηση προς τα έξω, υπονοώντας τα βυζιά·
- είναι πλάκα, (για ρόδες) είναι τελείως ξεφούσκωτη: «σταμάτησα ν’ αλλάξω τη δεξιά μπροστινή ρόδα του αυτοκινήτου μου, γιατί ήταν πλάκα || η μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου είναι πλάκα»·    
- έχει πλάκα! ή έχει πλάκα να..., α. εξορκισμός να μη συμβεί το αντίθετο από αυτό που μας συμφέρει ή από αυτό που περιμένουμε: «έχει πλάκα να μην υπογράψει το συμβόλαιο!». β. ευχή να συμβεί αυτό που περιμένουμε ή αυτό που ποθούμε: «έχει πλάκα να μου πέσει το λαχείο!»·
- έχει πλάκα, α. (για πρόσωπα) έχει την ικανότητα να προκαλεί το γέλιο στην παρέα: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί έχει πλάκα αυτός ο άνθρωπος». β. δεν είναι σοβαρός, δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά: «κάθεσαι κι εσύ σαν μικρό παιδί και τον πιστεύεις. Αφού έχει πλάκα ο άνθρωπος». γ. (για θεάματα) είναι ευχάριστο, προκαλεί το γέλιο: «να πας να δεις την τάδε ταινία, γιατί έχει πολύ πλάκα»·
- έχει πλάκα τα γαλόνια, α. είναι πολύ ικανός στην τέχνη ή στο επάγγελμα για το οποίο κουβεντιάζουμε: «στο ’χω πει πως, αν έχεις πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό σου, πήγαινε στον τάδε μηχανικό που έχει πλάκα τα γαλόνια». β. είναι ανώτατος αξιωματικός: «ας μην ήταν ο θείος του που έχει πλάκα τα γαλόνια, και σου ’λεγα ’γω αν θα ’παιρνε κάθε τόσο άδεια!». Και στις δυο περιπτώσεις η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χτυπάει το πάνω μέρος του ώμου, στο σημείο εκείνο που βρίσκεται η επωμίδα των αξιωματικών, υπονοώντας τα γαλόνια·
- έχει πλάκα τα παράσημα, βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια. (Τραγούδι: το ’χω πάρει απόφαση να ’σαι στη ζωή μου η βαθιά πληγή μου από δω και μπρος. Πλάκα τα παράσημα τα ’χω γω παιδί μου θα ’μαι μοναχή μου νύφη και γαμπρός
- η πλάκα είναι που… ή η πλάκα είναι ότι…, δηλώνει τη δυσαρέσκεια ή τη δυσφορία μας πάνω σε κάποιο θέμα ή κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή που είναι αντίθετη προς την επιθυμία μας: «η πλάκα είναι που πήρε τα λεφτά και υποστηρίζει πως δεν τα πήρε || θέλουμε να πάμε εκδρομή, αλλά η πλάκα είναι ότι δε βοηθάει ο καιρός»·
- θα πάθεις και την πλάκα σου, επιτείνει την παρακάτω έννοια·
- θα πάθεις πλάκα ή θα πάθεις την πλάκα σου, θα εντυπωσιαστείς πάρα πολύ από κάτι καλό ή κακό: «μόλις δεις τι γυναικάρα συνοδεύει ο φίλος σου, θα πάθεις την πλάκα σου || οδηγούσε τέτοιο αυτοκίνητο, που έπαθα πλάκα μόλις τον είδα»·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μια πλάκα, ξαφνιάζω δυσάρεστα κάποιον, τον κοψοχολιάζω, σκαρώνω απάτη σε βάρος κάποιου: «του ’κανα μια πλάκα, που θα τη θυμάται για καιρό και θα φεύγει μακριά, κάθε φορά που θα με βλέπει! || μη συνεργαστείς μαζί του, γιατί έκανε του τάδε μια πλάκα κι έχασε όλα του τα λεφτά»·
- κάνω πλάκα, α. αστεΐζομαι, κοροϊδεύω, πειράζω: «σε παρακαλώ, μη μου κάνεις πλάκα, γιατί είμαι στενοχωρημένος». β. δε μιλώ σοβαρά: «στην αρχή με πήγε τρεις τριανταμία μ’ αυτό που είπε, αλλά στο τέλος κατάλαβα ότι κάνει πλάκα, κι ησύχασα». γ. ευχαριστιέμαι, διασκεδάζω με κάτι: «πάνε να κάνεις πλάκα στο μπαράκι, γιατί είναι όλοι μαζεμένοι κι είναι η ώρα του παιδιού»·
- κάνω πλάκα (σε κάποιον), βλ. φρ. του έκανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα·
- κάνω πλάκες, δημιουργώ φάρσες, δημιουργώ ευχάριστες, αστείες καταστάσεις, ιδίως μέσα σε μια παρέα (λέγεται και για τηλεφωνικές φάρσες): «καλά που έχουμε και τον τάδε στην παρέα μας και κάνει κάθε τόσο μερικές πλάκες για να γελάμε || τα πρωινά που λείπουμε απ’ το σπίτι, κάθεται ο γιος μου μπροστά στο τηλέφωνο και κάνει πλάκες σ’ όλο τον κόσμο»·
- κάνω την πλάκα μου, κάνω αυτό που μου αρέσει, αυτό που με ευχαριστεί: «όταν πρόκειται να κάνω την πλάκα μου, δε λογαριάζω πόσα χρήματα θα ξοδέψω»·
- κάνω τρελές πλάκες, δημιουργώ για την παρέα μου καταστάσεις πολύ διασκεδαστικές: «όταν έχει κέφια  ο άτιμος, κάνει τρελές πλάκες και το  ευχαριστιόμαστε όλοι μέσα στην παρέα μας»·
- κάνω χοντρές πλάκες, βλ. φρ. κάνω τρελές πλάκες· βλ. και φρ. παθαίνω χοντρή πλάκα·
- κόφ’ την πλάκα! ή κόψ’ την πλάκα! έκφραση αμφισβήτησης, απορίας ή θαυμασμού για κάτι που μας ανακοινώνει κάποιος: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Κόψ’ την πλάκα, αυτός μέχρι χτες δεν είχε να φάει!»·
- κόφ’ την πλάκα ή κόψ’ την πλάκα, συμβουλευτική ή απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να αστειεύεται σε βάρος μας: «έλα, κόφ’ την πλάκα, γιατί το παρατράβηξες»·
- να πάθεις και την πλάκα σου, βλ. φρ. θα πάθεις και την πλάκα σου·
- να πάθεις πλάκα ή να πάθεις την πλάκα σου, βλ. φρ. θα πάθεις πλάκα ή θα πάθεις την πλάκα σου·
- να πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. φρ. θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου·
- παθαίνω και την πλάκα μου, επιτείνει την παρακάτω έννοια·
- παθαίνω πλάκα ή παθαίνω την πλάκα μου, α. εκπλήσσομαι, εντυπωσιάζομαι από κάτι καλό ή κακό: «συνόδευε τέτοια γυναικάρα, που έπαθα πλάκα || μόλις τον είδα μέσα στην καινούρια αυτοκινητάρα του, έπαθα πλάκα || έπαθα πλάκα μόλις αντίκρισα την αθλιότητα στην οποία ζούσαν». β. φοβάμαι, τρομάζω: «έπαθα την πλάκα μου, μόλις τους είδα και τους δυο να ’ρχονται καταπάνω μου και το ’βαλα στα πόδια». Συνών. παθαίνω ζαβλαμά·
- παθαίνω την πλάκα της ζωής μου, επιτείνει την παραπάνω έννοια· βλ. και φρ. παθαίνω χοντρή πλάκα·
- παθαίνω χοντρή πλάκα, α. υφίσταμαι πολύ δυσάρεστη κατάσταση: «έπαθα χοντρή πλάκα, όταν έμαθα πως μέσα στο πούλμαν που τράκαρε ήταν κι ο γιος μου». β. παθαίνω μεγάλη ζημιά: «με την υποτίμηση της δραχμής έπαθα χοντρή πλάκα, γιατί δεν πρόλαβα να αλλάξω τα λεφτά μου σε δολάρια»· βλ. και φρ. παθαίνω και την πλάκα μου·
- πλάκα μας κάνεις; ή πλάκα μου κάνεις; έκφραση απορίας, αλλά και με επιθετική διάθεση, όταν αντιλαμβανόμαστε πως κάποιος επιδιώκει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει ή να μας κοροϊδέψει: «καθώς ερχόμουν είδα τον τάδε. -Πλάκα μου κάνεις; Αυτός λείπει στο εξωτερικό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πλάκα μου κάνεις ή σοβαρολογείς). Ο πλ. και όταν το άτομο αναφέρεται μόνο στον εαυτό του·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. συνηθέστ. πλάκα στην πλάκα·
- πλάκα πλάκα, χωρίς να το περιμένει κανείς πως θα συμβεί, γιατί το θεωρούσε απίθανο και επιπλέον το κορόιδευε, το ειρωνευόταν, αλλά στο τέλος αυτό πραγματοποιήθηκε: «δεν τον πίστεψε κανένας, όταν μας ανακοίνωσε πως θα κόψει το τσιγάρο, αλλά πλάκα πλάκα το ’κοψε και μας κούφανε!»·
- πλάκα στην πλάκα, κάνοντας διαδοχικά αστεία: «πλάκα στην πλάκα, στο τέλος παρεξηγήθηκαν κι ήταν έτοιμοι να πλακωθούν στο ξύλο»·  
- πλάκα τα γαλόνια! (ενν. έχει), βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια·
- ρίχνω πλάκα, χύνω μπετόν αρμέ σε ειδικά καλούπια για να κατασκευάσω το δάπεδο του κάθε ορόφου σε μια πολυκατοικία: «αύριο ρίχνω πλάκα στον τέταρτο»· βλ. και φρ. το ρίχνω στην πλάκα·
- σπάω πλάκα ή σπάω την πλάκα μου, α. διασκεδάζω με τα ανέκδοτα, τα αστεία, τα καλαμπούρια που λέει κάποιος: «σπάμε μεγάλη πλάκα, κάθε φορά που μας λέει ο τάδε ανέκδοτα». β. γελώ, διασκεδάζω με τα παθήματα κάποιου, με τη διακωμώδηση κάποιου χωρίς αυτός να το αντιλαμβάνεται: «τον είχε στριμώξει ο αδερφός της γκόμενάς του στη γωνιά κι εμείς βλέπαμε από μακριά και σπάζαμε πλάκα». γ. δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός σπάει την πλάκα του»·
- της πλάκας, α. (για πρόσωπα ή πράγματα) χωρίς καμιά σπουδαιότητα, χωρίς καμιά αξία: «διαδίδει πως είναι βιομήχανος, αλλά είναι της πλάκας, γιατί έχει μια ασήμαντη βιοτεχνία || αν θέλουμε να πάει η ομάδα μας μπροστά, δεν πρέπει να κάνουμε μεταγραφές της πλάκας || έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε μια βιντεοκάμερα της πλάκας». β. (για θεατρικά, κινηματογραφικά, λογοτεχνικά ή άλλα καλλιτεχνικά έργα) χωρίς κανένα ενδιαφέρον, χωρίς καμιά σπουδαιότητα ή αξία: «μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί είναι της πλάκας || έγραψε κι αυτός ένα βιβλίο της πλάκας και περνιέται για συγγραφέας»·
- το γυρίζω στην πλάκα, βλ. φρ. το ρίχνω στην πλάκα· 
- το κάνω (για) πλάκα, κάνω κάτι μόνο και μόνο για να διασκεδάσω την ομήγυρη ή για να δημιουργήσω πρόβλημα σε κάποιον, ώστε να γελάσουμε σε βάρος του: «θα του πω πως έπιασε το σπίτι του φωτιά, αλλά μην τρομάξετε, γιατί θα το κάνω για πλάκα»·
- το παίρνω στην πλάκα, βλ. φρ. το ρίχνω στην πλάκα·
- το ρίχνω στην πλάκα, δεν αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με σοβαρότητα: «εγώ σε συμβουλεύω μια ώρα για το καλό σου κι εσύ το ρίχνεις στην πλάκα || μην το ρίχνεις στην πλάκα, γιατί τα πράγματα άλλαξαν και πρέπει να προσέχεις»· βλ. και φρ. ρίχνω πλάκα·
- τον κάνω πλάκα, είναι άνθρωπος που μου προκαλεί ευχάριστη διάθεση, που με διασκεδάζει, που είναι της αρεσκείας μου: «το μεγάλο τον αδερφό του δεν έτυχε να τον γνωρίσω, αλλά τον πιο μικρό τον κάνω πολύ πλάκα»·
- τον ρήμαξα στις πλάκες, βλ. συνηθέστ. τον τρέλανα στις πλάκες·
- τον σκέπασε η (μαύρη) πλάκα, πέθανε: «πάει καιρός που τον σκέπασε η μαύρη πλάκα»·
- τον τάραξα στις πλάκες, βλ. φρ. τον τρέλανα στις πλάκες·
- τον τρέλανα στις πλάκες, του σκάρωσα πολλές απανωτές φάρσες ή τον κορόιδεψα επανειλημμένα πολύ άγρια: «όποτε με βλέπει, αλλάζει δρόμο, γιατί θυμάται πως, όταν ήμασταν στο στρατό, τον τρέλανα στις πλάκες»·
- του έκανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα, με λόγια ή πράξεις δημιούργησα κάτι δυσάρεστο σε βάρος του, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «απ’ τη στιγμή που περνιόταν για πιο μάγκας από μένα, του την έκανα την πλάκα και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει». (Λαϊκό τραγούδι: ι αν αντιμιλήσεις και δεν θα μ’ ακολουθήσεις, θα σου κάνω πλάκα απ’ τις λίγες, μαυρομάτα!
- του σκάρωσα πλάκα ή του τη σκάρωσα την πλάκα, βλ. φρ. του έκανα την πλάκα·
- του την έσκασα την πλάκα, βλ. φρ. του την έκανα την πλάκα. (Λαϊκό τραγούδι: σου τη σκάσανε την πλάκα,σαν να ήσουνα πρωτάρης, κάτσε τώρα στη φυλάκα μισαδάκι να φουμάρεις
- τρελές πλάκες, καταστάσεις πολύ διασκεδαστικές: «χτες βράδυ στην παρέα μας είχαμε τρελές πλάκες»·
- χοντρές πλάκες, βλ. φρ. τρελές πλάκες·
- χωρίς πλάκα, σοβαρότατα, αληθέστατα: «χωρίς πλάκα, σου λέω, αποφάσισα να παντρευτώ || χωρίς πλάκα, είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα».

πλάτη

πλάτη, η, ουσ. [<αρχ. πλ. πλάται, θηλ. του επιθ. πλατύς], η πλάτη. 1. το πίσω μέρος καθίσματος όπου ακουμπάμε: «έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας κι αποκοιμήθηκε || ακούμπησε ελαφρά στην πλάτη του καναπέ». 2. η σπάλα των ζώων. (Ακολουθούν 65 φρ.)·
- άνοιξε η πλάτη του, δημιουργήθηκαν πληγές στην πλάτη του λόγω παρατεταμένης κατάκλισης, δημιουργήθηκαν στην πλάτη του κατακλίσεις: «ήταν ένα μήνα ξάπλα στο κρεβάτι λόγω αρρώστιας, κι άνοιξε η πλάτη του»·
- αντέχει η πλάτη μου ή αντέχουν οι πλάτες μου, α. είμαι άτομο ανεκτικό, υπομονετικό: «μπορείς να λες ό,τι θέλεις σε βάρος μου, γιατί αντέχουν οι πλάτες μου». β. αντέχω σε μεγάλα βάρη: «φόρτωσέ με όσο θέλεις, γιατί αντέχουν οι πλάτες μου»·
- αντέχει η πλάτη σου να…; ή αντέχουν οι πλάτες σου να…; έχεις το κουράγιο, τη δύναμη, μπορείς να…(;): «αντέχει η πλάτη σου να κάνεις αυτή τη δουλειά ή είσαι μόνο λόγια;»·
- βάζω πλάτη, α. συγκρατώ με την πλάτη μου: «βάλε κι εσύ πλάτη, γιατί θα γονατίσω από τόσο βάρος!». β. βοηθώ, στηρίζω, υποστηρίζω κάποιον: «βάλε πλάτη, σε παρακαλώ, να ξεπεράσω αυτή τη δυσκολία, γιατί μοναχός μου δε θα μπορέσω»· βλ. και φρ. τον βάζω πλάτη·
- βαστά η πλάτη μου ή βαστούν οι πλάτες μου, βλ. φρ. αντέχει η πλάτη μου·
- βαστά η πλάτη σου να…; ή βαστούν οι πλάτες σου να…; βλ. φρ. αντέχει η πλάτη σου να…(;)·
- βλέπει συνέχεια την πλάτη του, έχει συνεχώς το νου του, προσέχει πάρα πολύ μήπως του φερθεί κανείς ύπουλα, ανέντιμα: «επειδή έχει καεί πολλές φορές απ’ τους δήθεν φίλους του, στο εξής βλέπει συνέχεια την πλάτη του»·  
- γυρίζω την πλάτη μου (σε κάτι), αγνοώ κάτι: «θέλησαν να με μπλέξουν, αλλά γύρισα την πλάτη μου στα ναρκωτικά»· βλ. και φρ. του γυρίζω την πλάτη (μου)·
- δε σηκώνει η πλάτη μου ή δε σηκώνουν οι πλάτες μου, βλ. φρ. δεν αντέχει η πλάτη μου·
- δεν αντέχει η πλάτη μου ή δεν αντέχουν οι πλάτες μου, δεν έχω την άνεση, τη δυνατότητα να κάνω κάτι: «δεν αντέχει η πλάτη μου για περισσότερα έξοδα»·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- είμαι με την πλάτη στον τοίχο, βρίσκομαι σε δεινή θέση: «αύριο έχω έλεγχο απ’ την εφορία κι είμαι με την πλάτη στον τοίχο, γιατί τα βιβλία μου είναι και μη χειρότερα». (Λαϊκό τραγούδι: με κομμένα τα γεφύρια και την πλάτη του στον τοίχο του χρωστάτε κάτι λόγια και ’γω τούτο ’δω τον ήχο). Από την εικόνα του ατόμου που το στήνουν στον τοίχο για να το εκτελέσουν·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε κάποια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πήγε να του κουνηθεί, αλλά, όταν πιάστηκαν στα χέρια, έφαγε η πλάτη του χώμα». Από την εικόνα του παλαιστή που ο αντίπαλός του τον έριξε ανάσκελα, πράγμα που πιστοποιεί την ήττα του·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- έχει και στην πλάτη μάτια, βλ. φρ. έχει και στον κώλο μάτια, λ. κώλος·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχω γερές πλάτες, διαθέτω ισχυρούς προστάτες, διαθέτω ισχυρά μέσα: «τώρα που βγήκε το κόμμα μου, έχω γερές πλάτες»·
- η τύχη του γύρισε την πλάτη, βλ. λ. τύχη·
- κάνω πλάτες, αποκτώ μεγάλη και φαρδιά πλάτη, ιδίως με τη γυμναστική: «πηγαίνει στο τάδε γυμναστήριο κι απ’ τη γυμναστική έκανε πλάτες»· βλ. και φρ. του κάνω πλάτες·
- κόβω στην πλάτη μου (κάποιον ή κάτι), φορτώνομαι κάποιον ή κάτι στην πλάτη μου και τον κουβαλώ: «επειδή στραμπούλιξε το πόδι του τον έκοψα στην πλάτη μου και τον μετέφερα μέχρι το φαρμακείο || για να τον ξεκουράσω, έκοψα τον μπόγο στην πλάτη μου και τον κουβάλησα μέχρι τη πιάτσα των ταξί». Συνών. κόβω στον ώμο μου (κάποιον ή κάτι)·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- κρατά η πλάτη μου ή κρατάνε οι πλάτες του, αντέχει σε μεγάλα βάρη: «φόρτωσέ τον όσο μπορείς, γιατί κρατάνε οι πλάτες του»· βλ. και φρ. αντέχει η πλάτη μου·
- μαθαίνουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, βλ. λ. μπιλιάρδο·
- μαχαιριά στην πλάτη, βλ. λ. μαχαιριά·
- με ξένες πλάτες, με τη βοήθεια άλλων. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες περήφανα περπάτησα μες στης ζωής τις στράτες
- μου κάθισε στην πλάτη ή μου πήγε στην πλάτη ή μου στάθηκε στην πλάτη, (για φαγητά) βλ. συνηθέστ. μου κάθισε στο λαιμό, λ. λαιμός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στην πλάτη του ή οι φτέρνες του χτυπούν στις πλάτες του, βλ. λ. φτέρνα·
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, βλ. λ. μπιλιάρδο·
- παίζουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. λ. σκάκι·
- παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου ή παίρνω την ομάδα στις πλάτες μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- πήγε το φαΐ στην πλάτη μου, βλ. λ. φαΐ·
- πίσω απ’ την πλάτη μου ή πίσω απ’ τις πλάτες μου, α. πολύ κοντά μου, αλλά χωρίς να το(ν) αντιληφθώ: «ήταν μια ώρα πίσω απ’ την πλάτη μου κι εγώ δεν πήρα χαμπάρι». β. μυστικά, ανέντιμα, ύπουλα: «ξέρω πως γίνονται πολλά πίσω απ’ την πλάτη μου, αλλά θα ’ρθει η μέρα που θα ξεκαθαρίσει η κατάσταση και θα βγουν όλα στη φόρα». (Λαϊκό τραγούδι: να ’ρθει μπροστά μου να τα πει αυτά που κάθεται και λέει πίσω απ’ την πλάτη μου για μένα, να ’ρθει μπροστά μου να τα πει ποιος νύχτες είχε αμαρτωλές και ποιος δυο μάτια δακρυσμένα). γ. κατά την απουσία μου: «έχεις την εντύπωση πως δεν ξέρω ότι με κοροϊδεύουν πίσω απ’ την πλάτη μου;»·
- πλάτη με πλάτη, λέγεται για άτομα που κάθονται βλέποντας σε αντίθετες  κατευθύνσεις: «επειδή είναι μαλωμένοι, κάθε φορά που βρίσκονται στον ίδιο χώρο κάθονται πλάτη πλάτη για να μη βλέπει ο ένας τον άλλον»·
- πλάτη πλάτη, με προφυλάξεις: «πλησίασε πλάτη πλάτη μέχρι το μπαράκι για να δει αν ήταν ακόμη μέσα αυτός που τον κυνηγούσε»·
- σηκώνει η πλάτη μου ή σηκώνουν οι πλάτες μου, βλ. φρ. αντέχει η πλάτη του·
- σηκώνω στην πλάτη μου ή σηκώνω στις πλάτες μου (κάτι), έχω την ευθύνη: «δεν έχω καιρό για γλέντια, γιατί σηκώνω στην πλάτη μου ολόκληρη επιχείρηση»·
- σηκώνω τις πλάτες (μου), βλ. συνηθέστ. σηκώνω τους ώμους (μου), λ. ώμος·
- τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του, βλ. λ. πόδι·
- το παίρνω στην πλάτη μου, αναλαμβάνω την ευθύνη: «εσύ κάνε αυτό που πρέπει κι αν σου φέρει κανείς αντίρρηση, το παίρνω στην πλάτη μου»·
- τον βάζω πλάτη, βλ. φρ. τον ρίχνω πλάτη·
- τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο, α. τον έφερα σε δεινή θέση: «τον απείλησα πως, αν δε μου κατέβαλε όλο το ποσό που μου χρωστούσε, θα τον έστελνα στον εισαγγελέα και τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο». β. του απέκοψα κάθε οδό διαφυγής, τον παγίδεψα, τον στρίμωξα: «μετά από πολύωρο κυνηγητό, οι αστυνομικοί κατάφεραν και τον έφεραν με την πλάτη στον τοίχο»·
- τον έχω στην πλάτη μου, βλ. φρ. τον φορτώθηκα στην πλάτη μου·
- τον κόλλησα με την πλάτη στον τοίχο, τον έφερα σε δεινή θέση: «του πήρα όλα τα λεφτά που με χρωστούσε και τον κόλλησα με την πλάτη στον τοίχο, γιατί δεν του ’μεινε δραχμή». Από την εικόνα του ατόμου που το στήνουν στον τοίχο για να το εκτελέσουν·
- τον κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη του, τον περιπαίζει, τον περιγελάει κατά την απουσία του: «όταν είναι μπροστά του του κάνει το φίλο, αλλά με την πρώτη ευκαιρία τον κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη του»·
- τον κουβαλώ στην πλάτη μου, α. έχω την ευθύνη γι’ αυτόν, τον φροντίζω: «απ’ τη μέρα που έπαθε ο πατέρας μου εγκεφαλικό, τον κουβαλώ στην πλάτη μου». Από την εικόνα του ατόμου που παίρνει κάποιον αδύναμο ή τραυματισμένο στην πλάτη του για να τον μεταφέρει. β. λέγεται και με δυσφορία: «από δω και πέρα ας κάνει καλά μόνος του, γιατί βαρέθηκα να τον κουβαλώ στην πλάτη μου»·
- τον πήρα στην πλάτη μου, έχω την ευθύνη γι’ αυτόν, τον φροντίζω: «απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σ’ ένα τροχαίο, τον πήρα στην πλάτη μου, γιατί δεν έχει άλλους συγγενείς». Από την εικόνα του ατόμου που παίρνει κάποιον αδύναμο ή τραυματισμένο στην πλάτη του για να τον μεταφέρει·
- τον ρίχνω πλάτη, τον υποχρεώνω να φάει η πλάτη του χώμα, τον νικώ: «του ’κανε μια λαβή και τον έριξε πλάτη». Από την εικόνα του παλαιστή, που ο αντίπαλός του τον έριξε ανάσκελα, πράγμα που πιστοποιεί την ήττα του·
- τον σηκώνω στην πλάτη μου, βλ. συνηθέστ. τον κουβαλώ στην πλάτη μου·
- τον τρώει η πλάτη του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά που λέει για μένα τον τρώει η πλάτη του». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και συνηθέστ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- τον φαγουρίζει η πλάτη του, βλ. φρ. τον τρώει η πλάτη του·
- τον φέρνω πλάτη, (για δρομείς ταχύτητας) τον προσπερνώ, τον νικώ: «μετά την τελευταία στροφή ο αθλητής μας έβαλε δύναμη και τους έφερε όλους πλάτη»· 
- τον φορτώθηκα στην πλάτη μου, μου έχει γίνει ενοχλητικό βάρος, μου έχει γίνει φόρτωμα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον φορτώθηκα στην πλάτη μου και δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ απ’ αυτόν». Από την εικόνα του ατόμου που κουβαλάει κάποιο βάρος στην πλάτη του και νιώθει δυσφορία γι’ αυτό·
- του γυρίζω την πλάτη (μου), υποτιμώ επιδεικτικά την παρουσία του, απαξιώ να ασχοληθώ μαζί του, τον αγνοώ επιδεικτικά, τον περιφρονώ: «μόλις άπλωσε το χέρι για να κάνουμε χειραψία, του γύρισα την πλάτη μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι)· βλ. και φρ. γυρίζω την πλάτη (σε κάτι)·
- του γυρίζω την πλάτη μου και φεύγω, αποχωρώ δείχνοντάς του με ολοφάνερο τρόπο την περιφρόνησή μου: «αφού δεν καταλάβαινε τόση ώρα πως ήταν ανεπιθύμητος, του γύρισα κι εγώ την πλάτη μου κι έφυγα»·
- του γυρίζω τις πλάτες μου και φεύγω, φεύγω, αποχωρώ από κάπου, ιδίως από δειλία ή φόβο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, του γύρισα τις πλάτες μου κι έφυγα τρέχοντας»·
- του δείχνω την πλάτη (μου), βλ. φρ. του γυρίζω την πλάτη (μου)·
- του δείχνω την πλάτη μου και φεύγω, βλ. φρ. του γυρίζω την πλάτη μου και φεύγω·
- του δείχνω τις πλάτες μου και φεύγω, βλ. φρ. του γυρίζω τις πλάτες μου και φεύγω·
- του κάνω πλάτες, α. τον υποβοηθώ σε κάποια κακή ή παράνομη ενέργεια, τον υποβοηθώ σε κάποια παράνομη ερωτική του σχέση: «φταις κι εσύ, γιατί, αν δεν του ’κανες πλάτες στις γυναικοδουλειές του, δε θα χαλούσε το σπίτι του». Από την εικόνα του ατόμου που, για να μη βλέπει τις ενέργειες κάποιου, γυρίζει θεληματικά προς το μέρος του τις πλάτες του. β. τον υποβοηθώ για να κάνει ή για να πετύχει κάτι: «πέτυχε στη δουλειά του, γιατί είχε το φίλο του, που σε κάθε δυσκολία του ’κανε πλάτες». Από την εικόνα του ατόμου που σκύβει για να πατήσει κάποιος πάνω στην πλάτη του, όταν θέλει να φτάσει κάτι που βρίσκεται ψηλά·
- του κόλλησα την πλάτη στον τοίχο, βλ. φρ. τον κόλλησα με την πλάτη στον τοίχο·
- φορτώνουν στην πλάτη μου (κάτι), με θεωρούν υπεύθυνο για κάτι κακό: «όσα στραβά γίνονται στη δουλειά, τα φορτώνουν στην πλάτη μου || έγινε ένα λάθος στη δουλειά και το φόρτωσαν στην πλάτη μου»·

ποτάμι

ποτάμι, το, ουσ. [<μσν. ποτάμιν <μτγν. ποτάμιον, υποκορ. του ουσ. ποταμός], το ποτάμι· ως επίρρ. (για υγρά, ιδίως για νερό) άφθονα, σαν ποτάμι: «έσπασε ο σωλήνας της ύδρευσης κι έτρεχε το νερό ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: μπρος στα πόδια μου ποτάμι το νερό, με παράπονο κοιτώ τον ουρανό)· βλ. και λ. ποταμός. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ας τα πάρει το ποτάμι! ας ξεχάσουμε όλα όσα ήταν αιτία που μας έκαναν να μαλώσουμε και ας μονοιάσουμε ξανά: «είναι άδικο τόσα χρόνια φίλοι και να μη μιλάμε για μια ηλίθια παρεξήγηση, γι’ αυτό ας τα πάρει το ποτάμι!»·
- ας το πάρει το ποτάμι! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως παραγράφουμε, πως συγχωρούμε κάποιον για κάτι κακό που μας έχει κάνει: «αφού αναγνώρισες το σφάλμα σου και μου ζητάς συγνώμη, ας το πάρει το ποτάμι!»·
- κι όποιον πάρει το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε και όποιον πάρει το ποτάμι». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει η μπόρα / κι όποιον πάρει ο χάρος·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, συντελέστηκε γενική οικονομική καταστροφή σε ένα σύνολο ατόμων ή σε μια χώρα: «με την πρόσφατη οικονομική κρίση μας πήρε όλους το ποτάμι»·
- να τα πάρει το ποτάμι! βλ. φρ. ας τα πάρει το ποτάμι(!)·
- να το πάρει το ποτάμι; ερώτηση σε κάποιον, στην περίπτωση που τον παιδεύουμε και δεν του λέμε κάτι που αποτελεί μυστικό ή τον έχουμε υποβάλει στη δοκιμασία ενός αινίγματος ή στη λύση ενός γρίφου και δεν ξέρει τη σωστή απάντηση, με την έννοια να του την πούμε εμείς που τη γνωρίζουμε, για να πάψει να βασανίζεται άλλο. Συνών. φτύσ’ τα έξω(;)·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- παίρνει το ποτάμι (κάτι), καταστρέφεται, χάνεται, εξαφανίζεται κάτι: «όλες τις χαρές μας τις πήρε το ποτάμι || ευτυχώς όλες τις λύπες μας τις πήρε το ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: όνειρο ήταν η αγάπη αυτή, τώρα πια διάβηκε την πήρε το ποτάμι, όλα εσβήσανε κι έχουν γκρεμιστεί, δάκρυ και πίκρα όλα πήγανε χαράμι
- σιγανό ποτάμι, βλ. συνηθέστ. σιγανό ποταμάκι, λ. ποταμάκι·
- τα μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, βλ. λ. πηγή·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «ό,τι έγινε έγινε κι αν θες να ξέρεις, τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω»·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν στα βουνά, βλ. φρ. τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, αυτός που έχει επίγνωση της ανωτερότητάς του, των γνώσεών του, της σοφίας του, δε μιλάει για τον εαυτό του, δεν αυτοπροβάλλεται: «είναι απ’ τους πιο άξιους δασκάλους της πανεπιστημιακής μας κοινότητας αλλά θέλει να περνάει απαρατήρητος, γιατί το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει». Συνών. τα μεγάλα δάση μένουν βουβά·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, τα πράγματα εξελίσσονται: «ο λαός μας θα πάει μπροστά, γιατί το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω». Μια από τις αγαπημένες εκφράσεις του Ανδρέα Παπανδρέου·
- τον πήρε το ποτάμι, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που χώρισε τον πήρε το ποτάμι || πώς να μην τον πάρει το ποτάμι με τις βλακείες που έκανε στη δουλειά του!». Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε η μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια ομαδική τιμωρία που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια γενική κρίση υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «επειδή τ’ αφεντικό τους τους έπιασε να τεμπελιάζουν, έκανε περικοπές στο μισθό τους και τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, που το συγκεκριμένο μήνα έλειπε με άδεια || οι μετοχές που είχε επιλέξει ήταν οι μόνες που κρατούσαν στο χρηματιστήριο, αλλά με τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών, στο τέλος τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι || τους σκυλόβρισε ο διευθυντής τους, επειδή δεν του είχαν ετοιμάσει ακόμη τα σχέδια, κι όπως περνούσε απ’ το γραφείο ο τάδε, τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι αυτόν η μπόρα·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, βλ. λ. ιδρώτας·
- τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, βλ  λ. αίμα.
- χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα ή χύνω (τα) δάκρυα ποτάμι, βλ. λ. δάκρυ.

προξενιά

προξενιά, η κ. προξενιό, το, ουσ. [<αρχ. προξενία], η προξενιά· η μεσολάβηση για κάποια εμπορική συμφωνία, ιδίως για αγοραπωλησία, η μεσιτεία: «απ’ αυτή την προξενιά θα πάρω καλά λεφτουδάκια»·
- για να μη χαλάσει η προξενιά ή για να μη χαλάσει το προξενιό, έκφραση με την οποία υποδεικνύουμε σε κάποιο επισκέπτη μας να βγει από την είσοδο από την οποία μπήκε στο χώρο μας, γιατί σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, αν βγει από διαφορετική, τότε υπάρχει η περίπτωση να χαλάσει κάποια προξενιά που κυοφορείται για κάποιο μέλος της οικογένειας μας·
- γιατί, μήπως θα μας γυρίσουν την προξενιά; ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας υποδεικνύει να συμπεριφερθούμε κάπου κόσμια και ευγενικά, ενώ για μας είναι αδιάφορο: «εκεί που θα πάμε πρέπει να είσαι ευγενικός με τον κόσμο. -Γιατί, μήπως θα μας γυρίσουν την προξενιά;». Από το ότι, όταν κάποιος από το ζευγάρι που αρραβωνιάστηκε από προξενιά και όχι από έρωτα, δεν επιδεικνύει καλή διαγωγή, τότε ο άλλος διαλύει τον αρραβώνα. Ο πλ. από το ότι ο ομιλητής αναφέρεται και στους γονείς του άλλου μέλους του ζευγαριού·
- γυρίζω την προξενιά ή γυρίζω το προξενιό, διαλύω τον αρραβώνα μου που προήλθε από προξενιά: «όταν αντιλήφθηκε πως αυτός που την προξένεψαν ήταν χαρτοπαίχτης, γύρισε την προξενιά και σώθηκε το κορίτσι»·
- κάνω προξενιά ή κάνω προξενιό, α. μεσολαβώ ώστε να γνωριστούν ένας άντρας και μια γυναίκα με σκοπό το γάμο: «θέλω να μου κάνεις προξενιά με την κόρη του ξαδέρφου σου || πάει στο σπίτι της τάδε για να κάνει προξενιό στο φίλο του». (Λαϊκό τραγούδι: Αννούλα μου, Αννίτσα μου, Αννάκι μου, Αννιώ, θα στείλω τη μανούλα μου να κάνει προξενιό). β. ενεργώ, μεσολαβώ ως μεσίτης: «με δυο τρεις προξενιές που κάνω το μήνα, βγάζω ένα σωρό λεφτά»·
- στέλνω προξενιά ή στέλνω προξενιό, προτείνω γάμο σε γυναίκα με τη μεσολάβηση προξενήτρας ή προξενητή: «ήταν καιρό ερωτευμένος μαζί της κι έστειλε με τη θεια του προξενιά στο σπίτι της».

ράχη

ράχη, η, ουσ. [<αρχ. ῥάχις], η ράχη. 1. το πίσω μέρος του καθίσματος όπου ακουμπάμε: «έγειρε στη ράχη της πολυθρόνας κι αποκοιμήθηκε». 2. η κυρτή έξω επιφάνεια της παλάμης, η ανάποδη: «του ’δωσε μια με τη ράχη της παλάμης του και τον ξάπλωσε κάτω». 3. η κορυφογραμμή: «μόλις περάσουμε τη ράχη του βουνού, μας μένει μισή ώρα πορεία για το χωριό». Πρβλ. στον Ψαρών την ολόμαυρη ράχη / περπατώντας η δόξα μονάχη / μελετά τα λαμπρά παλικάρια / και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινομένα από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη (Διονύσιος Σολωμός)· βλ. και λ. πλάτη. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η πλάτη του χώμα, λ. πλάτη·
- μου κάθισε στη ράχη ή μου στάθηκε στη ράχη, (για φαγητά) βλ. συνηθέστ. μου κάθισε στο λαιμό, λ. λαιμός·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- πήγε το φαΐ στη ράχη μου, βλ. λ. φαΐ·
- το παίρνω στη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. το παίρνω στην πλάτη μου, λ. πλάτη·
- τον βάζω ράχη, βλ. συνηθέστ. τον βάζω πλάτη, λ. πλάτη·
- τον έφερα με τη ράχη στον τοίχο, βλ. συνηθέστ. τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο, λ. πλάτη·
- τον έχω στη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. τον έχω στην πλάτη μου, λ. πλάτη··
- τον ρίχνω ράχη, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω πλάτη, λ. πλάτη·
- τον τρώει η ράχη του, βλ. συνηθέστ. τον τρώει η πλάτη του, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω την πλάτη μου, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω την πλάτη μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω τις πλάτες μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του δείχνω τη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. του δείχνω την πλάτη μου, λ. πλάτη·
- του δείχνω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του δείχνω την πλάτη μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του δείχνω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του δείχνω τις πλάτες μου και φεύγω, λ. πλάτη.

ρόδα

ρόδα, ουσ. [<βενετ. roda]. 1.  ο τροχός: «η πίσω δεξιά ρόδα του αυτοκινήτου μου θέλει άλλαγμα». 2. το αυτοκίνητο, ιδίως το ιδιωτικό, η κούρσα, η λιμουζίνα: «όταν διαθέτει κανείς ρόδα, μπορεί να βγάλει πιο εύκολα γκόμενα». 3. (γενικά) το αυτοκίνητο: «αγόρασε κι αυτός μια ρόδα, γιατί του ήταν απαραίτητη για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάθε βράδυ ξενυχτώ στη ρόδα, στο τιμόνι, μη μου παραπονιέσαι και μη στενοχωριέσαι που μένεις πάντα μόνη
- έχω ρόδα, διαθέτω ιδιωτικό αυτοκίνητο: «πριν από χρόνια, όταν είχε κάποιος ρόδα, ήταν περιζήτητος απ’ τις γυναίκες»·
- πήρε ρόδα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αγόρασε αυτοκίνητο: «απ’ τη μέρα που πήρε κι αυτός ρόδα, νομίζει πως έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια». Συνών. πήρε σασί (β)·
- ρόδα είναι και γυρίζει, στο κύκλο της ζωής μας οι καταστάσεις είναι ευμετάβλητες και αβέβαιες και διαδέχονται συνεχώς η μια την άλλη, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά: «μη χαίρεσαι τώρα που είσαι πλούσιος στη ζωή, γιατί ρόδα είναι και γυρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: ο κόσμος είναι ρόδα και γυρίζει,μάτια μου, θα ’ρθεις μετανιωμένος στα σκαλοπάτια μου).

σβούρα

σβούρα, η, ουσ. [ηχοποίητη λ. από τον ήχο σβουρρρ], η σβούρα· στον πλ. οι σβούρες, παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με σβούρες: «τα παιδιά ήταν μαζεμένα στην αλάνα κι έπαιζαν σβούρες». Το παιχνίδι αυτό έχει εκλείψει από καιρό. Υποκορ. σβουράκι, το·
- γυρίζει σαν σβούρα ή γυρίζει σαν τη σβούρα, βλ. φρ. στριφογυρίζει σαν σβούρα·
- γυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι του ή γυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι του, βλ. φρ. στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι του·
- κινείται σαν σβούρα ή κινείται σαν τη σβούρα, είναι πολύ ευκίνητος, πολύ σβέλτος στις κινήσεις του: «δεν μπορείς να τον πιάσεις εύκολα, γιατί κινείται σαν σβούρα». Από παρομοίωση του ατόμου που κινείται πολύ γρήγορα, με τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία περιστρέφεται η σβούρα·
- στριφογυρίζει σαν σβούρα ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα, α. είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή στη θέση του κι όλη την ώρα στριφογυρίζει σαν σβούρα». Από την εικόνα της σβούρας, που περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα πάνω στην ακιδωτή κορυφή της, όταν της δοθεί η κατάλληλη ώθηση με το χέρι. β. είναι πολύ ανήσυχος: «άργησαν να επιστρέψουν τα παιδιά του απ’ την εκδρομή και στριφογυρίζει σαν τη σβούρα απ’ την αγωνία του». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή αγωνιά, δεν μπορεί να μείνει για πολύ σε μια θέση και κινείται συνεχώς, πράγμα που παρομοιάζεται με την περιστροφή της σβούρας·
- στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, στριφογυρίζει στο κρεβάτι του ανήσυχα, χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί είτε λόγω αϋπνίας είτε λόγω πολλών προβλημάτων: «όλη τη νύχτα στριφογύριζε σαν τη σβούρα στο κρεβάτι του, γιατί δεν είχε λεφτά να καλύψει την αυριανή επιταγή του». 

σπλάχνο

σπλάχνο, το, ουσ. [<αρχ. σπλάγχνον], το σπλάχνο. 1α. (με συναισθηματική φόρτιση) η ερωμένη, η γκόμενα: «από δω να σου γνωρίσω το σπλάχνο μου». β. το παιδί, το τέκνο: «από δω να σε γνωρίσω το σπλάχνο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου).2α. στον πλ. τα σπλάχνα, τα σωθικά: «έχει αρρώστια που του τρώει τα σπλάχνα». β. το εσωτερικό μέρος (κυριολεκτικά ή μεταφορικά): «τα σπλάχνα της γης κρύβουν πολλούς θησαυρούς || οι μεταλλωρύχοι δουλεύουν στα σπλάχνα της γης || αυτός ο πολιτικός είναι βγαλμένος απ’ τα σπλάχνα του λαού», δηλ. είναι γνήσιο άτομο του λαού. γ. η πηγή συναισθημάτων του ανθρώπου: «καίγονται τα σπλάχνα μου, όταν βλέπω την κατάντια αυτού του παιδιού». (Ακολουθούν 11 φρ.)· 
- απ’ τα σπλάχνα μου, από τα βάθη της καρδιάς μου, της ψυχής μου: «απ’ τα σπλάχνα μου σου εύχομαι να ευτυχήσεις»·
- βγάζω τα σπλάχνα μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που ταξιδεύω με πλοίο, βγάζω τα σπλάχνα μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «όταν μιλάει για τον τάδε, βγάζει τα σπλάχνα του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στέρνο προς το στόμα, υπονοώντας την κένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σωθικά μου / βγάζω το στομάχι μου·
- είναι σπλάχνο μου ή είναι το σπλάχνο μου, (με συναισθηματική φόρτιση) είναι παιδί μου (περισσότερο σε σχέση με τη μητέρα): «κάθε φορά που αναγκάζομαι να το δείρω αυτό το παιδί, ματώνει η καρδιά μου, γιατί είναι σπλάχνο μου»·
- μ’ άναψε φωτιά στα σπλάχνα, βλ. λ. φωτιά·
- μου γυρίζει τα σπλάχνα, είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «δεν μπορώ να κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μου γυρίζει τα σπλάχνα». Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γύρισαν τα σπλάχνα, ένιωσα έντονη τάση για εμετό, ένιωσα έντονη αηδία ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις έφτασα στον τόπο του δυστυχήματος κι είδα τα διαμελισμένα κορμιά σκορπισμένα πάνω στην άσφαλτο, μου γύρισαν τα σπλάχνα». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- μου ’καψε τα σπλάχνα ή μου ’χει κάψει τα σπλάχνα, α. (για ροφήματα) ήταν υπερβολικά ζεστό: «ήπια μια γουλιά τσάι και μου ’καψε τα σπλάχνα». β. (για φαγητά) είχε πάρα πολλά καρυκεύματα, ήταν πολύ πικάντικο: «το φαγητό ήταν πάρα πολύ νόστιμο, αλλά μου ’καψε τα σπλάχνα, γιατί είχε πολύ πιπέρι». γ. (για οινοπνευματώδη ποτά) ήταν πολύ δυνατό: «δεν ξαναπίνω απ’ αυτό το τσίπουρο, γιατί μου ’καψε τα σπλάχνα. Συνών. μου ’καψε τα μέσα μου / μου ’καψε τα σωθικά / μου ’καψε το στομάχι·
- μου μαύρισε τα σπλάχνα ή μου ’χει μαυρίσει τα σπλάχνα, με στενοχώρησε, με ταλαιπώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε τα σπλάχνα μ’ αυτά που είπε για μένα || μου μαύρισε τα σπλάχνα με τις αταξίες του». Συνών. μου μαύρισε τα μέσα μου / μου μαύρισε τα σωθικά·
- μου ’φαγε τα σπλάχνα ή μου ’χει φάει τα σπλάχνα, με έφθειρε σωματικά ή ψυχικά: «μου ’φαγε στα σπλάχνα μ’ όλες αυτές τις αταξίες του || μου ’φαγε τα σπλάχνα, μέχρι να το συμμορφώσω αυτό το παιδί». Συνών. μου ’φαγε τα μέσα μου / μου ’φαγε τα σωθικά·
- σπλάχνο μου! προσφώνηση σε αγαπημένο, σε λατρευτό μας πρόσωπο: «πού γυρνούσες όλο το πρωί, σπλάχνο μου, και ανησύχησα!». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί σε θέλω, σπλάχνο μου, ολοτελώς δικιά μου κι αλίμονο, βρε βάσανο, σ’ όποιον βρεθεί μπροστά μου).
- του τρώει τα σπλάχνα, βλ. συνηθέστ. του τρώει τα σωθικά, λ. σωθικά.

σπούτνικ

σπούτνικ, ο, άκλ. ουσ. [< ρωσ. sputnik], ο σπούτνικ· ένα κιλό ρετσίνα: «καθίσαμε να κουβεντιάσουμε στο βάθος του μαγαζιού και με την κουβέντα ήπιαμε και τρία σπούτνικ». Από την εικόνα του ατόμου που ήπιε μόνος του ένα κιλό ρετσίνα και νιώθει να γυρίζει το κεφάλι του (όπως γύριζε και ο ομώνυμος δορυφόρος γύρω από τη Γη, που πρώτοι οι σοβιετικοί το 1957 εκτόξευσαν στο διάστημα)·
- γυρίζει σαν σπούτνικ ή γυρίζει σαν το σπούτνικ, δεν μπορεί να μείνει στιγμή στη θέση του, είναι αεικίνητος: «όταν είναι εκνευρισμένος, γυρίζει σαν το σπούτνικ». Αναφορά στο σοβιετικό δορυφόρο.

στομάχι

στομάχι, το, ουσ. [<αρχ. στομάχιο, υποκορ. του ουσ. στόμαχος], το στομάχι. (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- άνοιξε το στομάχι μου, επειδή για ένα διάστημα έτρωγα πολύ, συνήθισα το πολύ φαγητό: «στις γιορτές του Πάσχα ξεσκίστηκα στο φαγητό κι όπως άνοιξε το στομάχι μου, δε λέω να σταματήσω να τρώω»·
- βάρυνε το στομάχι μου, νιώθω δυσπεψία από το πολύ φαγητό που έφαγα: «έφαγα τόσο πολύ, που βάρυνε το στομάχι μου»·
- βγάζω το στομάχι μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που πέφτει τ’ αεροπλάνο σε κενά αέρος, βγάζω το στομάχι μου». Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την κένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου·  
- γύρισε το στομάχι μου, βλ. φρ. μου γύρισε το στομάχι·
- έκλεισε το στομάχι μου, επειδή για ένα μεγάλο διάστημα δεν έτρωγα είτε για λόγους θεραπευτικούς (δίαιτα) είτε για λόγους θρησκευτικούς (νηστεία), δε νιώθω πια έντονη την ανάγκη να φάω πολύ φαγητό: «νήστεψα όλη τη Σαρακοστή κι όπως έκλεισε το στομάχι μου, δε μου κάνει πια όρεξη για φαγητό»· 
- έφαγα γροθιά στο στομάχι, βλ. λ. γροθιά·
- έχω βαρύ στομάχι, νιώθω πίεση, δυσφορία, δυσπεψία: «χθες το βράδυ έφαγα το καταπέτασμα κι ακόμα έχω βαρύ στομάχι»·
- έχω μεγάλο στομάχι, είμαι πολύ υπομονετικός, πολύ ανεκτικός, ιδίως στις προσβολές, όχι από φόβο αλλά από ανωτερότητα ή από σύνεση: «αν δεν είχα μεγάλο στομάχι, θα τον έδιωχνα απ’ την πρώτη μέρα απ’ τη δουλειά μου || αν δεν είχα μεγάλο στομάχι, θα ’πρεπε κάθε τόσο να μαλώνω με τον κάθε βλάκα που μιλάει άστοχα»·
- έχω στομάχι ή έχω το στομάχι μου, πάσχω από δυσπεψία, πάσχω από το στομάχι μου, έχω έλκος στομάχου: «είναι καιρός που έκοψα το πιοτό, γιατί έχω στομάχι»·
- έχω στομάχι να… ή έχω το στομάχι να…, έχω την υπομονή, την ανεκτικότητα να…: «ευτυχώς έχω στομάχι να ανέχομαι τις βλακείες σου || αν δεν είχα το στομάχι να υπομένω τις αδικίες σας, θα έπρεπε μέχρι τώρα να είχαμε γίνει μαλλιά κουβάρια»·
- καίει το στομάχι μου, νιώθω καούρα, φλόγωση: «δώσε μου να πιω μια σόδα, γιατί καίει το στομάχι μου»·
- κάνω στομάχι, αποκτώ έλκος στομάχου: «πώς να μην κάνω στομάχι με τόσες στενοχώριες που έχω»·
- κάνω στομάχι ή κάνω στομάχια, παχαίνω: «πρέπει ν’ αρχίσω δίαιτα, γιατί έκανα στομάχι || πώς να μην κάνω στομάχια, απ’ τη στιγμή που κατεβάζω τον περίδρομο!»·
- κόλλησε το στομάχι μου, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί κόλλησε το στομάχι μου»·
- μ’ έπιασε το στομάχι (μου), αισθάνομαι πόνο στο στομάχι μου: «έφαγα πάρα πολύ και μ’ έπιασε το στομάχι μου || όταν κρυώνω, με πιάνει το στομάχι μου»·
- με πειράζει στο στομάχι, (για φαγητά ή ποτά) μου προκαλεί στομαχικές διαταραχές: «δεν τρώω φασουλάδα, γιατί με πειράζει στο στομάχι || δεν πίνω ουίσκι, γιατί με πειράζει στο στομάχι»·
- μου γυρίζει το στομάχι, είναι ιδιαίτερα αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «αν έχετε μαζί σας και τον τάδε, δεν έρχομαι με καμιά κυβέρνηση, γιατί μου γυρίζει το στομάχι». Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά·
- μου γύρισε το στομάχι, ένιωσα έντονη αηδία, έντονη τάση για εμετό ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μου γύρισε το στομάχι, μόλις τον είδα να γλείφει τις μύξες του!». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά·
- μου κάθεται στο στομάχι, μου είναι πολύ αντιπαθητικός: «αν έρθει ο τάδε, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί μου κάθεται στο στομάχι». Από την εικόνα του ατόμου που έφαγε λαίμαργα και νιώθει δυσπεψία. Συνών. μου κάθεται εδώ, γροθιά·
- μου κάθισε στο στομάχι (ενν. το φαγητό που έφαγα), μου έπεσε βαρύ ή το έφαγα βιαστικά και λαίμαργα και μου έφερε δυσπεψία: «ήταν πολύ λαδερή η πίτα που έφαγα και μου κάθισε στο στομάχι || ήταν το φαγητό που μ’ αρέσει κι έφαγα τόσο πολύ, που μου κάθισε στο στομάχι»·
- ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι, βλ. λ. έρωτας·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, βλ. λ. μάτι·
- στο στομάχι να σου καθίσει, μικρή κατάρα που δίνουμε σε κάποιον που τρώει και δε μας δίνει κι εμάς να φάμε, αν και του το ζητήσαμε·
- σφίγγεται το στομάχι μου, δε νιώθω καλά, κυριεύομαι από δυσάρεστο συναίσθημα: «όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, σφίγγεται το στομάχι μου»·
- το πολύ ταμάχι, χαλάει το στομάχι, βλ. λ. ταμάχι·
- το στομάχι μου αλέθει και πέτρες, βλ. συνηθέστ. ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, λ. μύλος·
- φόρτωσα το στομάχι μου, έφαγα πάρα πολύ: «μου άρεσε τόσο πολύ το φαγητό, που φόρτωσα το στομάχι μου και δεν μπορούσα να σηκωθώ»·
- χάλασα το στομάχι μου, το έκανα ευαίσθητο από τις καταχρήσεις: «με τα ποτά και τα τσιγάρα κάθε βράδυ χάλασα το στομάχι μου και με το παραμικρό με πονάει»·
- χάλασε το στομάχι μου, νιώθω στομαχικές ενοχλήσεις: «κάτι θα με πείραξε απ’ αυτά που έφαγα, γιατί χάλασε το στομάχι μου».

σωθικά

σωθικά, τα, ουσ. [<μσν. σωθικά <σπάνιο ἐσωθικά], τα σπλάχνα: «τα σωθικά του είναι σάπια απ’ την αρρώστια που τον βασανίζει». (Λαϊκό τραγούδι: τρεις μαχαιριές της δίνει στη δεξιά μεριά, της έφαγε τα σκώτια, πλεμόνια κι όλα τα σωθικά
- βγάζω τα σωθικά μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που ταξιδεύω με πλοίο, βγάζω τα σωθικά μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «κάθε φορά που μιλάει γι’ αυτόν τον άνθρωπο, βγάζει τα σωθικά του». Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σπλάχνα μου·
- ματώνουν τα σωθικά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, ματώνουν τα σωθικά μου»·
- μου γυρίζει τα σωθικά, είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «δεν μπορώ να κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, μόλις τον βλέπω, μου γυρίζει τα σωθικά». Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γύρισαν τα σωθικά, ένιωσα έντονη τάση για εμετό, ένιωσα έντονη αηδία ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις έφτασα στον τόπο του δυστυχήματος κι είδα τα κορμιά σκορπισμένα πάνω στην άσφαλτο, μου γύρισαν τα σωθικά». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισε το στομάχι·
- μου ’καψε τα σωθικά ή μου ’χει κάψει τα σωθικά, βλ. συνηθέστ. μου ’καψε τα σπλάχνα, λ. σπλάχνο
- μου μαύρισε τα σωθικά ή μου ’χει μαυρίσει τα σωθικά, με στενοχώρησε, με ταλαιπώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε τα σωθικά αυτό το παιδί με τις αταξίες του». Συνών. μου μαύρισε τα μέσα μου / μου μαύρισε τα σπλάχνα·
- μου ’φαγε τα σωθικά ή μου ’χει φάει τα σωθικά, με έφθειρε σωματικά ή ψυχικά: «τον τελευταίο καιρό η γυναίκα μου μου ’φαγε τα σωθικά με την γκρίνια της». (Λαϊκό τραγούδι: από το θεός να το ’βρεις, όπως με κατάντησες, μου ’φαγες τα σωθικά μου -σοϊλέ μποϊλέ- κι ύστερα μ’ αρνήθηκες).Συνών. μου ’φαγε τα μέσα μου / μου ’φαγε τα σπλάχνα·
- τα σωθικά της γης, τα έγκατα της γης: «απ’ τα σωθικά της γης ακούστηκε ένα υπόκωφο βουητό και σε λίγο άρχισε το έδαφος να τρέμει»· 
- του τρώει τα σωθικά, τον φθείρει σωματικά ή ψυχικά: «χρόνια η αρρώστια του τρώει τα σωθικά».

ταινία

ταινία, η, ουσ. [<αρχ. ταινία], η ταινία· το κινηματογραφικό έργο: «είδα χτες μια ταινία, που με συγκίνησε πάρα πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ταιριάζει ο έρωτας στους αισθηματίες, δεν υπάρχει χάπι εντ όπως στις ταινίες).Υποκορ. ταινιούλα, η και ταινιίτσα, η·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. συνηθέστ. ταινία γυρίζουμε(!). Συνών. αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! / αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! / αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο(!)·
- γυρίζω ταινία, α. (για σκηνοθέτες) κινηματογραφώ: «αυτός που βλέπεις, έχει γυρίσει την τάδε ταινία». β. (για ηθοποιούς) παίρνω μέρος, παίζω σε κάποιο κινηματογραφικό έργο που βρίσκεται στο στάδιο της κινηματογράφησης: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας, γιατί πρέπει να πάω στο τάδε μέρος, που γυρίζω ταινία»·
- κάνω ταινία, βλ. φρ. γυρίζω ταινία·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, είναι εντελώς άσχετος με την υπόθεση που μας απασχολεί: «αυτόν μην τον υπολογίζεις καθόλου, γιατί παίζει σ’ άλλη ταινία»·
- ταινία γυρίζουμε! έκφραση θαυμασμού, ιδίως απορίας ή έκπληξης για κάτι απίθανο ή παράδοξο που συμβαίνει ή που μας λένε και μας θυμίζει κινηματογραφική ταινία: «έπεσαν απάνω του δέκα άτομα κι αντί να τον δείρουν, τους σακάτεψε στο ξύλο. -Ταινία γυρίζουμε! || έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα γκρεμό είκοσι μέτρων και δεν έπαθε γρατζουνιά. -Ταινία γυρίζουμε!». Από το ότι στις κινηματογραφικές ταινίες είναι δυνατά ή αληθοφανή ακόμα και τα πιο απίθανα ή δύσκολα πράγματα. Συνών. έργο γυρίζουμε(!)·
- ταινία έχεις; α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που θέλει να τρώει συνεχώς: «τι γίνεται με σένα, ρε παιδάκι μου, και τρως συνέχεια, ταινία έχεις;». β. λέγεται και για άτομο που τρώει συνεχώς και δεν παχαίνει: «τι θα γίνει με σένα, ρε παιδάκι μου! Τρως συνέχεια και δε βάζεις κρέας απάνω σου, ταινία έχεις;». Αναφορά στο σκουλήκι που παρασιτεί στο πεπτικό σύστημα των θηλαστικών και που μπορεί να περάσει και στο έντερο του ανθρώπου·
- τραβώ ταινία, βλ. φρ. γυρίζω ταινία.

τροχός

τροχός, ο, ουσ. [<αρχ. τροχός], ο τροχός. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αλέθει ο τροχός (κάποιον ή κάποιους), τον (τους) συντρίβει, τον (τους) αφανίζει η ζωή, η πραγματικότητα: «όσοι δεν συμβαδίζουν με την εξέλιξη και δε συγχρονίζονται, εξαφανίζονται απ’ το προσκήνιο, γιατί συνέχεια αλέθει ο τροχός»·  
- αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει, α. όποιος πεινάει, δεν μπορεί να δουλέψει, ή δεν αποδίδει όπως θα έπρεπε: «τρώει το πρωί καλά πριν πάει για τη δουλειά, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». β. δεν μπορεί να ξεκινήσει κάποιος μια δουλειά, μια προσπάθεια, όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ή δεν πρέπει να περιμένουμε αξιόλογες υπηρεσίες από κάποιον, όταν δεν τον αμείβουμε ικανοποιητικά: «για ν’ αρχίσω τη δουλειά, πρέπει να μου δώσεις αυτά τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». γ. δεν έχει όρεξη για διασκεδάσεις αυτός που στερείται βασικά πράγματα στη ζωή του: «με τη φτώχεια που με δέρνει πού κέφι για διασκέδαση, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». Συνών. νηστικό αρκούδι δε χορεύει·
- αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει, αν δεν αμείβουμε ικανοποιητικά τους ανθρώπους που έχουμε στη δούλεψή μας, τότε και αυτοί δεν αποδίδουν: «έχει παράπονα απ’ τους εργάτες του ότι δε δουλεύουν όπως πρέπει, όμως ξέρει καλά πως, αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει»· βλ. και φρ. αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει·
- γυρίζει ο τροχός, έκφραση που δηλώνει πως η οικονομική κατάσταση και γενικά η μοίρα των ανθρώπων μεταβάλλεται: «μην ειρωνεύεσαι τον τάδε που είναι σήμερα φτωχός, γιατί πρέπει να ξέρεις πως γυρίζει ο τροχός και παρά τα λεφτά σου, αύριο μπορεί να ’σαι εσύ στη θέση του»·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι πρωτότυπο: «δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, κύριέ μου, γιατί είναι σε όλους μας γνωστό πως τα ναρκωτικά σκοτώνουν». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός / δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική / δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα· 
- είναι ο πέμπτος τροχός της αμάξης, δεν προσφέρει το παραμικρό, δεν παίζει τον παραμικρό ρόλο σε μια δουλειά, σε μια υπόθεση, δεν έχει καμιά αρμοδιότητα ή εξουσία, είναι αμελητέος: «μην πας στον τάδε για να σου λύσει το πρόβλημά σου, γιατί είναι ο πέμπτος τροχός της αμάξης μέσα σ’ αυτό το εργοστάσιο». Από το ότι καμιά άμαξα δεν έχει πέμπτο τροχό·
- είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, δεν έχει καμιά αρμοδιότητα ή παίζει ασήμαντο ρόλο σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «πώς ήθελες να γίνει η δουλειά σου, αφού αποτάθηκες στον τάδε που είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης!». Συνών. είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά·
- έπεσε θύμα των τροχών, σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα: «έχει κομμένο το ένα του πόδι, γιατί, όταν ήταν μικρός, έπεσε θύμα των τροχών»·
- θα γυρίσει ο τροχός, δηλώνει προσδοκία για αλλαγή της τύχης προς το καλύτερο, αφού καμιά κατάσταση στον κόσμο δεν είναι αμετάβλητη: «τώρα είμαι όλο δυσκολίες, αλλά θα γυρίσει ο τροχός». (Λαϊκό τραγούδι: μην κοιτάς που ’μαι μπατίρης, μην κοιτάς που ’μαι φτωχός, κάποια μέρα θα γυρίσει ο τροχός). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται κι άλλοτε ακολουθεί το πού θα πάει·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός ή θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, επιτείνει την έκφραση θα γυρίσει ο τροχός·  
- ο τροχός της τύχης, λαϊκό τυχερό παιχνίδι που εμφανίζεται, ιδίως στα πανηγύρια, και που αργότερα παρουσιάστηκε και ως τηλεοπτικό παιχνίδι: «ο τροχός της τύχης του τάδε καναλιού έχει μεγάλη ακροαματικότητα»·
- τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει, το ενεργητικό άτομο δεν αποτελματώνεται, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνει τις ικανότητές του: «είναι πολύ ενεργητικό παιδί και σίγουρα θα πάει μπροστά, γιατί τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει». Συνών. πέτρα που κυλάει μαλλί δεν πιάνει (β).

τσέπη

τσέπη, η, ουσ. [<τουρκ. cep], η τσέπη. 1. η οικονομική δυνατότητα που έχει κάποιος και γενικά τα λεφτά, τα χρήματα, ο πλούτος: «κοίτα πρώτα την τσέπη σου κι ύστερα ξεκινάς μια τόσο μεγάλη δουλειά». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα κι όποιος έχει μάτια βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Συνών. βαλάντιο / πορτοφόλι. 2. στη γεν. χωρίς άρθρο, χαρακτηρίζει κάτι πολύ μικρό: «θέατρο τσέπης || υποβρύχιο τσέπης». Ακούγεται και τζέπη, η. Υποκορ. τσεπάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- άδειασαν οι τσέπες μου ή άδειασε η τσέπη μου, ξόδεψα όλα τα χρήματα που είχα επάνω μου: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που, με δυο τρία πραγματάκια που αγόρασα, άδειασαν οι τσέπες μου»·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, είναι τελείως άφραγκος, είναι πολύ φτωχός: «μην ζητήσεις λεφτά απ’ τον τάδε, γιατί, αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του»·
- απ’ την τσέπη μου (σου, του, κ.λπ.), από τα λεφτά μου (σου, του, κ.λπ.): «όλη αυτή η σπιταρόνα που βλέπεις, έγινε απ’ την τσέπη μου || αφού τα λεφτά που ξοδεύω δεν είναι απ’ την τσέπη σου, γιατί ενδιαφέρεσαι;». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει τα χρήματά του στην τσέπη του. Πολλές φορές παρατηρείται χειρονομία, με την παλάμη να χτυπάει όσο διαρκεί η φρ. στο μέρος εκείνο του παντελονιού που υπάρχει η τσέπη. Συνών. απ’ το παντελόνι μου (σου, του κ.λπ.)·
- από υγεία πλήρης κι από τσέπη μπατίρης, βλ. λ. μπατίρης·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω στην τσέπη μου, α. κερδίζω χρήματα: «δεν ξέρω τι κάνεις εσύ, πάντως εγώ απ’ αυτή τη δουλειά βάζω στην τσέπη μου κάθε μήνα ένα καλό ποσό». β. κλέβω, οικειοποιούμαι κάτι παράνομα: «ποιος έβαλε στην τσέπη του τον αναπτήρα μου;»· τσεπώνω (βλ. λ.)·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βόγκηξε η τσέπη μου, πλήρωσα πάρα πολλά χρήματα: «φέτος πέρασα ένα αξέχαστο καλοκαίρι στα νησιά, αλλά βόγκηξε η τσέπη μου || βόγκηξε η τσέπη μου, μέχρι να ξεπληρώσω τα έπιπλα της κόρης μου»·
- βροντά η τσέπη του, είναι πολύ πλούσιος: «γι αυτόν να μην στενοχωριέσαι, γιατί βροντά η τσέπη του». Από τον ήχο που  άφηναν οι λίρες στην τσέπη αυτού που τις κουβαλούσε καθώς περπατούσε·
- γεμίζω την τσέπη μου, κερδίζω αρκετά χρήματα: «όποια δουλειά και να κάνω, ξέρω να γεμίζω την τσέπη μου»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, βλ. λ. χέρι·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, βλ. λ. χέρι·
- (δε) βαστάει η τσέπη μου, βλ. φρ. (δε) σηκώνει η τσέπη μου·
- (δε) σηκώνει η τσέπη μου, (δεν) έχω αρκετά χρήματα, η οικονομική μου κατάσταση (δε) μου επιτρέπει να κάνω κάτι συγκεκριμένο: «δε σηκώνει η τσέπη μου για μεγάλη ζωή || αν σηκώνει η τσέπη μου, θα πάρω μέρος κι εγώ σ’ αυτή τη δουλειά»·
- (δεν) αντέχει η τσέπη μου, βλ. φρ. (δε) σηκώνει η τσέπη μου·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν είναι για την τσέπη μου, δεν μπορώ να πραγματοποιήσω αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί είναι πολύ ανώτερο, ακριβότερο από την οικονομική μου δυνατότητα: «ωραίο αυτοκίνητο, αλλά δεν είναι για την τσέπη μου || έχει ωραίο πρόγραμμα αυτό το οργανωμένο ταξίδι, αλλά δεν είναι για την τσέπη μου». Συνών. δεν είναι για το βαλάντιό μου / δεν είναι για το πορτοφόλι μου·   
- δεν έχω φράγκο (τσακιστό) στην τσέπη μου, βλ. λ. φράγκο·
- είμαι μ’ άδεια τσέπη, βλ. φρ. μένω μ’ άδεια τσέπη·
- είναι τρύπιες οι τσέπες του, είναι πολύ σπάταλος: «δεν μπορεί να κρατήσει δραχμή επάνω του, γιατί είναι τρύπιες οι τσέπες του». Συνών. είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιο χέρι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- έχει άδεια τσέπη, δεν έχει καθόλου χρήματα, είναι πολύ φτωχός: «όταν κάποιος έχει άδεια τσέπη, δεν μπορεί να κάνει παρέα με τους λεφτάδες». (Λαϊκό τραγούδι: μες το τσαντίρι μου βρέχει όλο βρέχει κι άδεια η τσέπη μου φράγκο δεν έχει
- έχει γεμάτη τσέπη, έχει πολλά χρήματα, είναι πολύ πλούσιος: «ευτυχώς έχω ένα φίλο που έχει γεμάτη τσέπη, και κάθε φορά που έχω ανάγκη από χρήματα με βοηθάει»·
- έχει καβούρια η τσέπη του ή έχει καβούρια στην τσέπη του ή έχει καβούρια στις τσέπες του, βλ. λ. καβούρι·
- έχει μεγάλη τσέπη, είναι πολύ πλούσιος: «όσο ακριβό κι αν είναι αυτό που του αρέσει, το αγοράζει, γιατί έχει μεγάλες τσέπες»·
- έχει τα δάκρυα στην τσέπη του ή έχει το δάκρυ στην τσέπη του, βλ. λ. δάκρυ·
- έχει τρύπες η τσέπη του, βλ. φρ. είναι τρύπιες οι τσέπες του·
- έχει τρύπια τσέπη, βλ. φρ. είναι τρύπιες οι τσέπες του·
- έχει τσέπη, έχει αρκετά χρήματα: «αυτόν μην τον νοιάζεσαι, γιατί έχει τσέπη»·
- έχει φουσκωμένη τσέπη ή έχει τσέπη φουσκωμένη, έχει πολλά χρήματα, είναι πολύ πλούσιος: «όταν έχεις φουσκωμένη τσέπη, λες και κάνεις ό,τι σου καπνίσει»·
- έχω στην τσέπη μου (κάτι), είναι βέβαιο, σίγουρο, εξασφαλισμένο πως θα αποκτήσω αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το πες πως: «την αύξηση πες πως την έχω στην τσέπη μου || το διορισμό πες πως τον έχω στην τσέπη μου || την προαγωγή πες πως την έχω στην τσέπη μου»·
- ζεστάθηκε η τσέπη μου, κέρδισα χρήματα, ιδίως μετά από περίοδο αναδουλειάς, μετά από περίοδο αφραγκίας: «μόλις άνοιξαν οι δουλειές και ζεστάθηκε η τσέπη μου, πήρα τη γυναίκα μου και πήγαμε να διασκεδάσουμε στα μπουζούκια»·
- κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου, παρά η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- κοιτάζει την τσέπη του ή κοιτάζει μόνο την τσέπη του ή κοιτάζει όλο την τσέπη του, είναι πολύ φιλοχρήματος, ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για το προσωπικό οικονομικό του συμφέρον: «δε δάνεισε ποτέ χρήματα σε κανέναν, γιατί κοιτάζει μόνο την τσέπη του»·
- μ’ άδεια τσέπη, χωρίς καθόλου χρήματα (χωρίς όμως αυτό να προϋποθέτει φτώχεια): «θα σου ’δινα τα λεφτά που σου χρειάζονται, αλλά με  βρήκες μ’ άδεια τσέπη». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε πήρε άδεια και με την τσέπη άδεια τραβάει για την πόλη). Συνών. μ’ άδειο πορτοφόλι·
- μένω μ’ άδεια τσέπη, μου τελείωσαν τα χρήματα, μένω απένταρος: «είχα μια ατυχία στη δουλειά κι έμεινα μ’ άδεια τσέπη». Συνών. μένω μ’ άδειο πορτοφόλι·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, μιλάει σε κάποιον ή κάποιους με αγένεια: «δεν έχει πάρει απ’ το σπίτι του καμιά αγωγή και, σε όποιον απευθύνεται, μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες»·
- όποιος είναι τσιγκούνης στην τσέπη του, είναι παντού, δηλώνει πως αυτός που είναι ο τσιγκούνης, δεν έχει επίσης και πλούσια αισθήματα: «αν είναι τσιγκούνης, αποκλείεται να δίνεται κάπου με πάθος, γιατί, όποιος είναι τσιγκούνης στην τσέπη του, είναι παντού»·
- ρίξ’ τα (ρίχ’ τα) στην απέξω τσέπη, (στη γλώσσα της αργκό) μην παίρνεις στα σοβαρά τις δυσκολίες που σου προκύπτουν, αγνόησέ τες, μην τις υπολογίζεις: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ρίξ’ τα στην απέξω τσέπη και μη στενοχωριέσαι». (Λαϊκό τραγούδι: τα φαρμάκια για να πνίξεις, ρίχ’ το, φίλε, στην τρελή, ρίχ’ τα στην απέξω τσέπη να γλεντήσεις τη ζωή). Από την εντύπωση που δίνει ο άνθρωπος που έχει τα χρήματά του στην εξωτερική τσέπη του σακακιού του πως δεν τα υπολογίζει, ούτε φοβάται μήπως του τα κλέψουν, σε αντίθεση με κάποιον που είναι σφιχτοχέρης, που τα ασφαλίζει στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του·
- τα σάβανα δεν έχουν τσέπες, βλ. λ. σάβανο·
- της τσέπης, λέγεται για κάτι που είναι έτσι κατασκευασμένο για να χωράει στην τσέπη: «βιβλίο τσέπης»·
- τιμές για όλες τις τσέπες, υπάρχει ποικιλία τιμών, υπάρχουν τιμές για την οικονομική δυνατότητα του καθενός: «πάντα κάνω τα ψώνια μου από συγκεκριμένο εμπορικό  κέντρο, γιατί έχει τιμές για όλες τις τσέπες». Συνών. τιμές για όλα τα βαλάντια / τιμές για όλα τα πορτοφόλια·
- τον βάζω στην τσέπη μου, βλ. συνηθέστ. τον βάζω στο τσεπάκι μου, λ. τσεπάκι·
- τον έχω στην τσέπη μου, βλ. συνηθέστ. τον έχω στο τσεπάκι μου, λ. τσεπάκι·
- τον ξέρω σαν την τσέπη μου, τον γνωρίζω πάρα πολύ καλά, ιδίως όσον αφορά το χαρακτήρα του: «αυτόν τον άνθρωπο τον ξέρω σαν την τσέπη μου, γιατί είμαστε γείτονες από μικρά παιδιά». Συνών. τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο / τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα (β) / τον ξέρω σαν την παλάμη μου·
- του άδειασαν την τσέπη, του έκλεψαν ή του κέρδισαν όλα τα χρήματα που είχε πάνω του: «μέσα στο συνωστισμό που υπήρχε στο λεωφορείο, του άδειασαν την τσέπη χωρίς να πάρει μυρουδιά || έμπλεξε με κάτι χαρτόμουτρα και μέσα σε λίγη ώρα του άδειασαν την τσέπη».

τύχη

τύχη, η, ουσ. [<αρχ. τύχη], η τύχη· η μοίρα, το γραφτό, το ριζικό: «ήταν της τύχης του να πεθάνει νέος». (Ακολουθούν 72 φρ.)·
- ακολουθώ την τύχη (κάποιου), υφίσταμαι τις ίδιες συνέπειες, τα ίδια δεινά με κάποιον: «όσοι δε δουλεύουν συνειδητά, θ’ ακολουθήσουν την τύχη εκείνων που έχουν απολυθεί»·  
- αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα, αν είσαι τυχερός στη ζωή σου και έχεις και καλή μοίρα, καλό ριζικό, τότε δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. (Λαϊκό τραγούδι: μην κλαις, καρδιά μου, μην πονάς, μες στης ζωής τη στράτα αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα
- άνοιξε η τύχη μου, μετά από ένα διάστημα δυσκολιών ή ατυχιών, άρχισαν να μου έρχονται όλα ευνοϊκά: «για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν για να με κλαις, αλλά, δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό άνοιξε η τύχη μου»·
- άνοιξε η τύχη σου! (ειρωνικά) αυτός που σου έτυχε ή αυτό που κέρδισες δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο: «στη συγκέντρωση της Κυριακής γνώρισα την τάδε. -Άνοιξε η τύχη σου! || στην κλήρωση που έγινε κέρδισα κι εγώ ένα αρκουδάκι. -Άνοιξε η τύχη σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το άντε επαναλαμβανόμενο·
- από τύχη, βλ. φρ. κατά τύχη·
- αυτό θα πει τύχη! θαυμαστική ή εμφατική έκφραση συνήθως για τη σπουδαία τύχη κάποιου, που είναι και φορές που λέγεται και με κάποια ζήλια: «κέρδισε στο τζόκερ, στο λαχείο, του ήρθε και μια μεγάλη κληρονομιά από έναν ξεχασμένο θείο του που έλειπε χρόνια στην Αμερική. -Αυτό θα πει τύχη!». Αντίθ.: αυτό θα πει ατυχία(!)·  
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «άσ’ τον αυτόν και κοίτα τον εαυτό σου, γιατί αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει». Συνών. ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει·
- αφήνω στην τύχη, α. δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ για την έκβαση μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «στήνει πρώτα μια δουλειά κι ύστερα την αφήνει στην τύχη». β. (για πράγματα) εγκαταλείπω αφρόντιστα, αφήνω όπου να ’ναι χωρίς να νοιάζομαι: «μόλις μπαίνει στο σπίτι του, αφήνει στην τύχη τα ρούχα του και χώνεται στο μπάνιο»·   
- αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), το(ν) εγκαταλείπω, αδιαφορώ τελείως για το τι θα γίνει: «έφυγε ο γιος του στο εξωτερικό για σπουδές και τον άφησε στην τύχη του || τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι άφησε στην τύχη της την οικογένειά του || πάρκαρε τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα στενό και το άφησε στην τύχη του για μεγάλο χρονικό διάστημα»·
- βρίσκω την τύχη μου, βλ. φρ. κάνω την τύχη μου·
- για κακή μου τύχη, δυστυχώς για μένα: «βιαζόμουν να πάω στο ραντεβού μου και για κακή μου τύχη δεν μπορούσα να βρω ταξί». (Λαϊκό τραγούδι: για κακή του τύχη λίγο παραπάνω στη γωνιά του δρόμου τρακάρει πολιτσμάνο
- για καλή μου τύχη, ευτυχώς για μένα: «βιαζόμουν να πάω στο ραντεβού μου και για καλή μου τύχη είδα να ’ρχεται ένα ταξί»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. φρ. ήταν της τύχης του κι αυτό(!)·
- δεν τον θέλει η τύχη, αν και έχει την ικανότητα να κάνει κάτι, εντούτοις δεν τον ευνοεί τη τύχη: «μπορεί να είναι καλός έμπορος, αλλά δεν πρόκοψε όσο έπρεπε, γιατί δεν τον θέλει η τύχη»·
- δοκιμάζω την τύχη μου, προσπαθώ να πετύχω κάτι καινούριο, για να το χρησιμοποιήσω ως εφόδιο στη ζωή μου: «λέω να δοκιμάσω την τύχη μου στο εμπόριο || πήγε στην ξενιτιά να δοκιμάσει την τύχη του»·
- εγκαταλείπω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι)·
- είναι άξιος της τύχης του! λέγεται στην περίπτωση που οι κακοί χειρισμοί του σε μια δουλειά ή υπόθεση επιφέρουν και τα ανάλογα δυσμενή αποτελέσματα: «αφού δεν κατάλαβε πως ήθελε να του φάει τα λεφτά, είναι άξιος της τύχης του που του τα εμπιστεύτηκε»·
- είναι και να σε θέλει η τύχη, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα να κάνει κανείς κάτι, αλλά είναι και θέμα τύχης: «είναι πετυχημένος έμπορος, δε λέω, αλλά είναι και να σε θέλει η τύχη»·
- ειρωνεία της τύχης, βλ. λ. ειρωνεία·
- έκανες την τύχη σου! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που βρήκε ή απόκτησε ή του έτυχε κάτι ασήμαντο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το άντε επαναλαμβανόμενο·
- ενώνουμε τις τύχες μας, α. αποφασίζουμε να αγωνιστούμε μαζί για κάτι: «η επιδίωξή μας ήταν κοινή, γι’ αυτό αποφασίσαμε να ενώσουμε τις τύχες μας για την πραγματοποίησή της». β. (και για τα δυο φύλα) αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί, να παντρευτούμε: «επειδή ταιριάζαμε σαν χαρακτήρες, αποφασίσαμε να ενώσουμε τις τύχες μας»·
- έχω την τύχη με το μέρος μου, είμαι τυχερός σε κάποια περίπτωση, γιατί με ευνοεί η τύχη: «δε θα μπορούσα να κερδίσω τον τάδε, αν δεν είχα την τύχη με το μέρος μου»·
- έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα τύχη, θα σκοτωνόμουν»·
- έχω τύχη βουνό, έχω πάρα πολύ μεγάλη τύχη, είμαι πάρα πολύ τυχερός: «για να γλιτώσω από ’να τέτοιο δυστύχημα, πάει να πει πως έχω τύχη βουνό!»·
- η τύχη είναι τυφλή, οι χαρές και οι λύπες, η ευτυχία ή η δυστυχία έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις, προκύπτουν τυχαία: «κάποτε μπορεί ν’ αλλάξουν και για μας τα πράγματα, γιατί η τύχη είναι τυφλή»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ, έκφραση που δηλώνει τη ρευστότητα που επικρατεί στη ζωή του ανθρώπου και το απώτερο μήνυμά της είναι ότι πρέπει να εκμεταλλευόμαστε κάθε φορά γρήγορα την εύνοια της τύχης: «ανάλαβε τη δουλειά που σου έτυχε, γιατί η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ»·
- η τύχη μου χαμογελά ή μου χαμογελά η τύχη, (γενικά) οι υποθέσεις, τα πράγματα στη ζωή μου μου έρχονται ευνοϊκά: «μόλις άρχισε να μου χαμογελά η τύχη, πνίγηκα στη δουλειά»·
- η τύχη του ατζαμή, λέγεται για άτομο που, αν και δεν ξέρει καλά ή παίζει για πρώτη φορά κάποιο παιχνίδι, ιδίως τάβλι ή χαρτιά, κερδίζει τον αντίπαλό του·
- η τύχη του γύρισε την πλάτη, ατύχησε σε κάποια ενέργεια ή προσπάθειά του, δεν την έφερε σε πέρας λόγω απρόσμενων δυσκολιών, δε φάνηκε, δε στάθηκε τυχερός: «είναι έξυπνος κι εργατικός άνθρωπος, αλλά, απ’ τη μέρα που η τύχη του γύρισε την πλάτη, όλες του οι δουλειές πηγαίνουν κατά διαβόλου»·
- η τύχη του πρωτάρη, βλ. φρ. η τύχη του ατζαμή·
- η τύχη του χτύπησε την πόρτα, τον ευνόησε η τύχη: «έπαιζε χρόνια λαχεία, ώσπου την προηγούμενη βδομάδα η τύχη του χτύπησε την πόρτα, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου»·
- ήταν γραφτό της τύχης μου ή ήταν της τύχης μου γραφτό, βλ. λ.γραφτό·
- ήταν η τύχη του να…, βλ. φρ. ήταν το τυχερό του να…, λ. τυχερός·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! λέγεται με συμπάθεια για άτομο, που κοντά στις αλλεπάλληλες ατυχίες του προστίθεται και μια νέα: «μετά το θάνατο του γιου του, έπεσε έξω στη δουλειά του, πούλησε το σπίτι του για να μην πάει φυλακή και τώρα είναι άρρωστη η γυναίκα του. -Ήταν της τύχης του κι αυτό!»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- καλή τύχη! α. ευχή σε άγαμο νέο ή νέα να βρει καλό και άξιο σύζυγο. Συνών. καλή μοίρα! β. (γενικά) ευχή για ευόδωση των εργασιών κάποιου: «σου εύχομαι καλή τύχη στις δουλειές σου!»·
- κάνω την τύχη μου, α. βρίσκω, ιδίως κερδίζω κάτι πολύ σημαντικό: «μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός του λαχείου, κι έκανα την τύχη μου». β. (και για τα δυο φύλα) κάνω πλούσιο γάμο: «παντρεύτηκε την κόρη του τάδε μεγαλογιατρού κι έκανε την τύχη του»· βλ. και φρ. έκανες την τύχη σου(!)·
- κατά κακή μου τύχη, βλ. φρ. για κακή μου τύχη·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. φρ. για καλή μου τύχη·
- κατά τύχη, χωρίς να το περιμένει κανείς, τυχαία, συμπτωματικά: «συναντηθήκαμε κατά τύχη στο δρόμο»·
- κλαίει την τύχη του, βλ. συνηθέστ. κλαίει τη μοίρα του, λ. μοίρα·
- κλοτσώ την τύχη μου, αποδιώχνω, αρνιέμαι, δεν εκμεταλλεύομαι κάποια ευνοϊκή περίσταση: «μου ’τυχε μια σπουδαία δουλειά, αλλά δεν την πήρα στα σοβαρά και κλότσησα την τύχη μου»·
- λέει την τύχη, βλ. συνηθέστ. λέει τη μοίρα, λ. μοίρα·
- μα την τύχη μου, είδος όρκου, συνήθως στην περίπτωση που ζητάμε να πραγματοποιηθεί κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα μα την τύχη μου πολύ ν’ ανταμωθούμε, γονατιστοί εις το Θεό δικαίως να κριθούμε
- μαύρη τύχη, πολύ κακή τύχη: «πώς να προκόψει στη ζωή του με τέτοια μαύρη τύχη που έχει!»·
- μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. φρ. μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου, δηλώνει πως η καλή τύχη, ή η ευτυχία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από την εξωτερική ομορφιά, δεν εμποδίζεται από την εξωτερική δυσμορφία·
- μίλησε με την τύχη του, πλούτισε ή πέτυχε κάτι καλό εντελώς ανέλπιστα, εντελώς τυχαία: «ένα λαχείο πήρε ο άνθρωπος και μίλησε με την τύχη του, γιατί του ’πεσε ο πρώτος αριθμός»·
- να μην (το) δώσει η τύχη, βλ. συνηθέστ. να μην (το) δώσει ο Θεός, λ. Θεός·
- ο τροχός της τύχης, βλ. λ. τροχός·
- όντας η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις, άρπαξε την ευκαιρία, όταν η τύχη σου χαμογελά και μην αδιαφορείς: «η τύχη σπάνια έρχεται δυο φορές σ’ έναν άνθρωπο γι’ αυτό, όντας η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις»·
- οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του, βλ. λ. πετεινός·
- όπως τα φέρει η τύχη, όπως έρθουν οι περιστάσεις, στην τύχη: «ξεκινάει χωρίς πολλή σκέψη τις δουλειές του κι ύστερα όπως τα φέρει η τύχη»·
- όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, δηλώνει πως, για να αποδώσουν οι γνώσεις μας και να πετύχουμε στη ζωή μας, προϋπόθεση είναι να έχουμε και τύχη: «μην κοκορεύεσαι για τη μόρφωσή σου, γιατί όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει»· βλ. και φρ. κακό κεφάλι και καλό κεφάλι, λ. κεφάλι·  
- ό,τι φέρει η τύχη, βλ. φρ. όπως τα φέρει η τύχη·
- παίζεται η τύχη μου, αποφασίζεται η προοπτική μου, αποφασίζεται η μετέπειτα πορεία μου, το μέλλον μου: «πρέπει να προσέξω πάρα πολύ καλά αυτή τη δουλειά, γιατί μ’ αυτή παίζεται η τύχη μου»·
- παίρνω στην τύχη, α. κατευθύνομαι κάπου επιλέγοντας τυχαία την κατεύθυνση: «όταν δεν έχω τι κάνω, παίρνω στην τύχη έναν δρόμο κι όπου με βγάλει». β. (για λαχνούς, λαχεία, ή γενικά για πράγματα) παίρνω ένα λαχνό ή κάτι από το σωρό, στα κουτουρού: «καθώς περνούσε ο λαχειοπώλης από δίπλα μου, άπλωσα το χέρι μου και πήρα στην τύχη ένα λαχείο || πήρα στην τύχη ένα μήλο απ’ το καφάσι»·
- ποια η τύχη; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν έχουμε τύχη: «θα μπορούσαν να ’ρθουν κάπως πιο ευνοϊκά τα πράγματα και να έπαιρνα τη δουλειά, αλλά ποια η τύχη;»·  
- ποια τύχη; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι έχουμε τύχη: «εσύ θα ξεπεράσεις τη δυσκολία, γιατί έχεις τύχη. -Ποια τύχη που πηγαίνω απ’ το κακό στο χειρότερο;»·
- πού τέτοια τύχη! α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν έχουμε την τύχη κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων, παρόλο που θα θέλαμε να την είχαμε: «έχει έναν φίλο που τον συμπαραστέκεται σε κάθε δυσκολία του. -Πού τέτοια τύχη!», δηλ. εμείς δεν έχουμε παρόμοιο φίλο. β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι είναι απίθανο να συμβεί και σε εμάς αυτό που αναφέρει κάποιος, πράγμα που θα θέλαμε πάρα πολύ: «κάθε καλοκαίρι παίρνω την οικογένειά μου και παραθερίζουμε όλοι μαζί για ένα μήνα στη Χαλκιδική. -Πού τέτοια τύχη!», δηλ. εμείς δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Συνών. πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα(!)· 
- στην τύχη, χωρίς προμελέτη ή επιλογή, στα κουτουρού, τυχαία: «έκανε κι αυτός στην τύχη μια δουλειά και περίμενε να προκόψει! || διάλεξε στην τύχη ένα καρπούζι και το ’δωσε στο μανάβη για να το ζυγίσει»·
- στραβή τύχη, βλ. φρ. μαύρη τύχη·
- της τύχης τα γραμμένα, τα προκαθορισμένα από τη μοίρα: «κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει της τύχης τα γραμμένα». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πάρτε και ρίχτε τα χαρτιά και πέστε μου και μένα
- το κυνήγι της τύχης, η συστηματική επιδίωξη κέρδους μέσω λαχείων, τζόκερ, προπό, λότο ή τζόγου: «έχει επιδοθεί στο κυνήγι της τύχης και φαντάζεται πως κάποτε η τύχη θα του χτυπήσει την πόρτα»·
- το ρίχνω στην τύχη, ενεργώ απρογραμμάτιστα, εμπιστεύομαι στην τύχη: «κάθε φορά που του ’ρχονται στριμόκωλα τα πράγματα, το ρίχνει στην τύχη»·
- τον θέλει η τύχη ή τον θέλει κι η τύχη, τον ευνοεί: «τον τελευταίο καιρό έχει πολλή δουλειά, γιατί τον θέλει η τύχη || είναι δουλευταράς άνθρωπος, δε λέω, αλλά τον θέλει κι η τύχη που έχει συνέχεια δουλειά»·
- τον κυνηγά η τύχη, α. είναι πολύ τυχερός: «μ’ ό,τι και να καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος βγάζει λεφτά, γιατί τον κυνηγά η τύχη». β. είναι πολύ άτυχος: «είχε μια πολύ σπουδαία επιχείρηση, αλλά τον κυνηγά η τύχη το φουκαρά και χρεοκόπησε χωρίς να το καταλάβει». (Λαϊκό τραγούδι: ο μάγκας κάνει δυο δουλειές για να ’ναι ματσωμένος· μα, κατά βάθος, ρε παιδιά, η τύχη του τον κυνηγά κι είναι ρεσταρισμένος
- του κόβω την τύχη, επεμβαίνω ανασταλτικά σε κάποια επιδίωξή του, ιδίως στην προσπάθειά του να συνάψει κάποιο ερωτικό δεσμό: «κάθε φορά που του τυχαίνει καμιά γυναίκα, του κόβω την τύχη, γιατί δεν τον χωνεύω»·
- τραβώ στην τύχη, α. κατευθύνομαι κάπου επιλέγοντας τυχαία την κατεύθυνση: «επειδή δεν ήξερα πού θα βρω την παρέα μου, τράβηξα στην τύχη προς την παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη σύννεφα, ζωή γεμάτ’ ομίχλη· το δρόμο χάνει η καρδιά όταν τραβά στην τύχη).β. (για λαχνούς, λαχεία) παίρνω ένα λαχνό από το σωρό, στα κουτουρού: «τράβηξα στην τύχη ένα λαχείο και μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός»
- τύχη βουνό, πολύ μεγάλη τύχη: «με τέτοια τύχη βουνό, πώς να μη γλιτώσει από τέτοιο τρακάρισμα!»·
- τύχη που την έχει! θαυμαστική έκφραση για πολύ τυχερό άνθρωπο·
- χαρά στην τύχη του! βλ. λ. χαρά·
- χρυσή τύχη, α. η κατ’ εξοχήν ευνοϊκή τύχη: «πώς να μην προκόψει με τέτοια χρυσή τύχη που έχει αυτός ο άνθρωπος!». β. (και για τα δυο φύλα) η απόλυτα επιτυχημένη εκλογή συζύγου: «τέτοιο άξιο παλικάρι ήταν χρυσή τύχη για την κόρη σου».

φιλικός

φιλικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. φιλικός <φίλος]. 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο φίλο ή στη φιλία: «διατηρούν από μικροί φιλικές σχέσεις || κάναμε μια φιλική κουβέντα || στη συγκέντρωση υπήρχε μια φιλική ατμόσφαιρα». 2. που εκδηλώνει ευνοϊκή διάθεση, συμπάθεια, εγκαρδιότητα σε κάποιον: «απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας υπήρξε πολύ φιλικός μαζί μου». 3. το ουδ. ως ουσ. το φιλικό, αθλητικός αγώνας, ιδίως ποδοσφαιρικός ή του μπάσκετ, που διεξάγεται εκτός πλαισίου του επίσημου πρωταθλήματος ή του κυπέλλου, με σκοπό την προπόνηση των ομάδων ή για κάποιο φιλανθρωπικό σκοπό: «στη διάρκεια των γιορτών που είχε διακοπεί το πρωτάθλημα, η ομάδα μας έδωσε τρία φιλικά || οι εισπράξεις του φιλικού θα διατεθούν για τον αγώνα κατά των ναρκωτικών». Επίρρ. φιλικά·
- το γύρισε στο φιλικό, άλλαξε για κάποιο λόγο την εχθρική διάθεση, το εχθρικό ύφος και συμπεριφέρθηκε φιλικά: «μόλις αντιλήφθηκε πως ο άλλος ήταν πιο δυνατός απ’ αυτόν, το γύρισε στο φιλικό»·
- το πήγε στο φιλικό, βλ. φρ. το γύρισε στο φιλικό·
- τον πήρε στο φιλικό, του συμπεριφέρθηκε φιλικά: «επειδή τον είδε πολύ συνεσταλμένο, τον πήρε στο φιλικό, μέχρι να σπάσει ο πάγος»·
- φιλική τιμή, βλ. λ. τιμή.

χωριό

χωριό, το, ουσ. [<μσν. χωριόν <αρχ. χωρίον], το χωριό· ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε άτομο που είναι ή που το θεωρούμε άξεστο, απολίτιστο: «έλα δω, ρε χωριό, τι έκανες πάλι και σε κακολογούν;». Υποκορ. χωριουδάκι, το. (Δημοτικό τραγούδι: χωριό μου χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου). (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, όταν είσαι ανεπιθύμητος σε ένα χώρο, μην περιμένεις βοήθεια από κανέναν: «μέσ’ στην πιάτσα αν είσαι αφερέγγυος, δεν έχεις βοήθεια από κανέναν, γιατί, αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά»· 
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, λέγεται για εκείνους που ενεργούν ασύδοτα σε ένα χώρο, επειδή δεν υπάρχει κάποιος να τους ελέγξει, να τους εμποδίσει: «βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί σ’ αυτό το κράτος που είναι μπάχαλο κι όλοι κάνουν ό,τι τους κατέβει!»· 
- γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες), μαλώσαμε, τσακωθήκαμε και δημιουργήθηκε εχθρότητα μεταξύ μας: «αντιλήφθηκα πως ήθελε να με βάλει στο χέρι, και γίναμε από δυο χωριά χωριάτες». (Λαϊκό τραγούδι: από τα μάτια σου, Σμυρνιά, πήραν φωτιά στο μαχαλά, όλο μαλώνουν τα παιδιά και γίναν από δυο χωριά). Ακούγεται και γίναμε από δέκα χωριά (χωριάτες)·
- γίνεται χωριό, βλ. συνηθέστ. κάνουμε χωριό·
- δε γίνεται χωριό ή δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ. φρ. δεν κάνουμε χωριό. (Λαϊκό τραγούδι: με την γκρίνια που έχει πέσει, το κακό έχει παραγίνει, με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να γίνει
- δεν κάνουμε χωριό ή δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, δεν ταιριάζουμε, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «είμαστε κι οι δυο εγωιστές, γι’ αυτό δεν κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα ίσα θα στο πω δεν κάνουμε μαζί χωριό και για την κοινωνία // σου το ’πα μια σου το ’πα δυο, εμείς δεν κάνουμε χωριό
- είμαι από χωριό, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «μήπως πέρασε από δω ο τάδε; -Εγώ δεν ξέρω, ρε παιδιά, είμαι από χωριό || ποια είναι η γνώμη σου για το θέμα που κουβεντιάζουμε, ρε φίλε; -Κανονίστε τα, εγώ είμαι από χωριό». Συνών. δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από επαρχία / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά / ψυγεία πουλάω· 
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, λέγεται από την άποψη ότι, όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε στον επαγγελματικό χώρο στον οποίο ανήκουμε και γνωρίζουμε το ποιόν του καθενός: «εμείς οι ηθοποιοί είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό κι ο καθένας ξέρει με τι ασχολείται ο άλλος». Από το ότι όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, γνωρίζονται μεταξύ τους·
- είναι ο καλύτερος του χωριού, έχει πολύ τακτοποιημένη ζωή, πολύ τακτοποιημένη εργασία: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε την κόρη του εργολάβου, είναι ο καλύτερος του χωριού || απ’ τη μέρα που βολεύτηκε στο δημόσιο, είναι ο καλύτερος του χωριού»·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; λέγεται ειρωνικά ή και απειλητικά σε κάποιον που συμπεριφέρεται ανάρμοστα·
- η πουτάνα του χωριού, βλ. λ. πουτάνα·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, εκφράζει φιλοδοξία για τιμές και μεγαλεία: «φεύγει ο κόσμος απ’ την επαρχία για να βρει την τύχη του στις μεγάλες πόλεις και κυκλοφορούν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αλλά για μένα κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη»·
- κάνουμε χωριό, ταιριάζουμε, μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «απ’ τη στιγμή που είδαμε πως κάνουμε χωριό, αποφασίσαμε να συνεταιριστούμε || μετά από γνωριμία δυο χρόνων αποφασίσαμε να παντρευτούμε, γιατί είδαμε πως κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: σε μάζεψα, σε σύμμασα απ’ τα σοκάκια μέσα κι είπα, να κάνουμε χωριό,ν’ ανοίξουμε νοικοκυριό. Μα συ δεν έχεις μπέσα
- ο τρελός του χωριού, βλ. λ. τρελός·
- όνομα και μη χωριό, βλ. λ. όνομα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- το μεγάλο χωριό, χαρακτηρισμός των μεγάλων πόλεων, ιδίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Από το ότι στις πόλεις αυτές οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονται από την επαρχία. Συνήθως λέγεται με ειρωνική διάθεση: «ήρθαν ορισμένοι απ’ το μεγάλο χωριό και μας κάνουν τους έξυπνους!».
- το χωριό καιγότανε κι η Μάρω στολιζότανε, βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- το χωριό κάνει παπά, η κοινή αποδοχή, η κοινή αναγνώριση καταξιώνει κάποιον σε μια κοινωνία: «κανείς δεν μπορεί να επιβάλει κάποιον σε κάποιο χώρο με το ζόρι, γιατί το χωριό κάνει παπά». Συχνό παράδειγμα η δυναμική άρνηση διάφορων ενοριών να αποδεχτούν τον παπά που επιδιώκει να τους επιβάλει η οικεία Μητρόπολη σε αντικατάσταση του προηγουμένου, ο οποίος είχε και την αποδοχή των ενοριτών·   
- του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, βλ. λ. άγιος·
- χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, ό,τι είναι προφανές, αυταπόδεικτο, δε χρειάζεται επεξηγήσεις.