Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γυνή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γυνή, η, ουσ. [<αρχ. γυνή], η γυναίκα. Η λ. πέρασε στο λεξιλόγιο των λαϊκών ανθρώπων από την εκκλησιαστική φρ. κατά το μυστήριο του γάμου ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τον ἄνδρα, (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- η γυνή της απωλείας, γυναίκα ανήθικη, πόρνη: «τον ξεμυάλισε μια γυνή της απωλείας και διέλυσε για χάρη της το σπίτι του»·
- η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, βλ. λ. αμαρτία·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- πυρ, γυνή και θάλασσα, τα τρία κακά στη ζωή ενός άντρα. (Λαϊκό τραγούδι: πυρ, γυνή και θάλασσα, εσείς με καταστρέψατε και τη ζωή μου χάλασα). Αντίθ. μέσο μουνί μονέδα·
- συν γυναιξί και τέκνοις, λέγεται για οικογενειάρχη που παρευρίσκεται σε κάποια κοινωνική εκδήλωση με όλη την οικογένειά του: «ήρθε στο σπίτι μου συν γυναιξί και τέκνοις για να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου».

αμαρτία

αμαρτία, η, ουσ. [<αρχ. ἁμαρτία], η αμαρτία. 1. μεγάλος λάθος, μεγάλο σφάλμα: «παρά τις τόσες αμαρτίες του, δε λέει να βάλει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: ιστορία μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο, είσ’ αρρώστια μου μες στα στήθια μου και πώς θα σε βγάλω). 2. η εκτός νόμου ζωή, η παρανομία: «κανείς δεν είχε καλό τέλος, ζώντας στην αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: αλάνι μέσ’ στην παραλία χρόνια μέσ’ στην αμαρτία, ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι δεν του λείπει το τσιμπούκι). 3. ειρωνική, χαϊδευτική ή θαυμαστική προσφώνηση σε οικείο πρόσωπο: «έλα δω, ρε αμαρτία, μεγάλωσαν οι δουλειές σου και δε μας μιλάς; || ω, καλώς την αμαρτία, καιρό έχουμε να σε δούμε! || πώς τα κατάφερες, ρε αμαρτία, και πρόκοψες τόσο πολύ;». (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- αμαρτία εξομολογουμένη μισοσυχωρεμένη, βλ. φρ. αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία·
- αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία, στην περίπτωση που κάποιος παραδέχεται με ειλικρίνεια κάποιο παράπτωμά του ή που λέει την κρυφή του άποψη για κάποιον ή για κάτι που είναι όμως διαφορετική από την άποψη των πολλών, τότε αντιμετωπίζεται σαν μια ελεύθερη έκφραση της γνώμης, χωρίς να της χρεώνεται κάποια υστεροβουλία: «εγώ πιστεύω πως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι όπως τον παρουσιάζετε, κι αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία»·
- αμαρτίες (αμαρτίαι) γονέων παιδεύουσι τέκνα, λέγεται στην περίπτωση που τα σφάλματα των γονέων έχουν αντίκτυπο και στα παιδιά τους·
- ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει, α. οι άρρωστοι και οι οδοιπόροι εξαιρούνται από την τήρηση της νηστείας, οι μεν πρώτοι για λόγους υγείας, οι δε δεύτεροι γιατί συνήθως τρώνε ό,τι βρίσκουν ή ό,τι τους προσφέρουν. β. πολλές φορές, λέγεται και σε περιπτώσεις που για κάποιον λόγο θέλουμε να δικαιολογήσουμε κάποιον και ζητάμε να εξαιρεθεί από την τήρηση ορισμένων κανόνων ή να επιδειχθεί ανοχή για την παρεκτροπή του από κάποιο τυπικό·
- για να πω την αμαρτία μου, βλ. φρ. να σου πω την αμαρτία μου·
- δε δίνει ούτε την αμαρτία του, είναι πολύ τσιγκούνης, πολύ φιλάργυρος: «απ’ αυτόν πας να ζητήσεις δανεικά; Αυτός, αγόρι μου, δε δίνει ούτε την αμαρτία του», δηλ. ακόμη και την αμαρτία του θέλει να την κρατήσει, για να μη νιώσει την αίσθηση ότι δίνει κάτι. Συνών. δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό / δε δίνει του αγίου του θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα / δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό·
- δεν είναι αμαρτία; α.(για πρόσωπα, ζώα ή για κάτι) λέγεται στην περίπτωση που εκφράζουμε τον  οίκτο, τη λύπη ή τη συμπάθειά μας για κάποιον ή για κάτι ή προτρέπουμε κάποιον άλλον να μη συμπεριφερθεί σκληρά ή να μην κάνει κακό σε κάποιον ή σε κάτι: «μην το ταλαιπωρείς άλλο τ’ ανθρωπάκι, δεν είναι αμαρτία; || δεν είναι αμαρτία να βασανίζετε τα ζώα; || δεν είναι αμαρτία να κόψεις ένα τόσο ωραίο δέντρο». (Λαϊκό τραγούδι: ως πότε, πες – αμάν, αμάν, δεν είναι αμαρτία να λιώνω γω για σένανε – αμάν, αμάν, και νάσ’ εσύ η αιτία). β. δεν είναι σωστό, είναι άδικο: «΄δεν είναι αμαρτία να χάσεις μια τόσο καλή δουλειά || δεν είναι αμαρτία να γκρεμίσουν αυτό το νεοκλασικό κτίριο»·
- δίνω άφεση αμαρτιών, βλ. λ. άφεση·
- είναι αμαρτία, α. (για πρόσωπα) είναι πονηρός, έξυπνος και χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για να κάνει κατεργαριές, απατεωνιές και, κατ’ επέκταση, ο κατεργάρης, ο απατεώνας: «μην μπλέξεις σε καμιά δουλειά μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι αμαρτία». β. είναι άδικο: «μην του φέρεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί είναι αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: ως πότε πες μου βλάμισσα αμάν, αμάν, δεν είναι αμαρτία να λιώνω εγώ για σένανε και να ’σαι συ αιτία)· βλ. και φρ. δεν είναι αμαρτία(;)·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, δεν είναι καθόλου σωστό, είναι μεγάλο άδικο: «το να θέλεις να παρατήσεις τη δουλειά τώρα που την έφτασες σχεδόν στο τέλος της, είναι αμαρτία απ’ το Θεό || μην καταστρέφετε αυτό το δασάκι, είναι αμαρτία απ’ το Θεό»·
- είναι βουτηγμένος στην αμαρτία, α. είναι ακόλαστος, έκφυλος: «ο πατέρας της πάει να σκάσει απ’ το κακό του, γιατί η κόρη του τραβιέται μ’ έναν  τύπο, που είναι βουτηγμένος στην αμαρτία». β. είναι μεγάλος απατεώνας: «μην του έχεις την παραμικρή εμπιστοσύνη, γιατί ο τύπος είναι βουτηγμένος στην αμαρτία»·
- είναι μεγάλη αμαρτία, α. είναι πανέξυπνος, αλλά χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για κατεργαριές, για απατεωνιές και, κατ’ επέκταση ο μεγάλος κατεργάρης, ο μεγάλος απατεώνας: «είναι μεγάλη αμαρτία ο τύπος που κάνεις παρέα, γι’ αυτό πρόσεχε να μην μπλέξεις». β. έχει ψηθεί στην παρανομία: «τον ξέρουν όλοι μέσα στην πιάτσα, γιατί είναι μεγάλη αμαρτία»·
- είναι μια αμαρτία! επιτείνει το είναι μεγάλη αμαρτία. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι αμαρτία ή με το Θεός να σε φυλάει·
- είναι παλιά αμαρτία, πέρασε τη ζωή του στην παρανομία, στην ακολασία και στη διαφθορά: «αυτόν που βλέπεις είναι παλιά αμαρτία»· βλ. και φρ. παλιά αμαρτία·
- είναι σκέτη αμαρτία, λέγεται ιδίως για γυναίκα, που είναι πολύ όμορφη, πολύ ελκυστική και μπορεί να βάλει στον πειρασμό τον καθένα: «είχε μαζί του μια γυναίκα που ήταν σκέτη αμαρτία»·
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, ό,τι ήταν να πω, το είπα ή ό,τι ήταν να συμβουλεύσω, το συμβούλευσα, από δω και πέρα δεν ευθύνομαι στο παραμικρό για ό,τι συμβεί, ιδίως κακό: «αν μπλέξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα, είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω». Πρβλ.: εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν ουκ εἶχον· νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. (Ιωάν. ιε΄ 22)·
- ζω στην αμαρτία, α. ζω στην παρανομία. (Λαϊκό τραγούδι: για μιας γυναίκας συμβουλή, ξημέρωσε μια χαραυγή να ζω στην αμαρτία, ω ω ω και μες στη δυστυχία). β. ζω ανήθικα, ζω στη διαφθορά, στην ακολασία: «έφυγε μικρή μικρή απ’ το σπίτι της και ζει στην αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: με την παρέα που ’κανα ήτανε αλητεία· έτσι με καταντήσανε να ζω στην αμαρτία
- η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε την ανήθικη γυναίκα, τη γυναίκα που έχει περιπέσει σε πολλά λάθη: «τη χώρισε, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει άλλο με την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Από το τροπάριο που ψάλλεται στον όρθρο και τον εσπερινό της Μ. Τρίτης, το οποίο έγραψε η βυζαντινή ποιήτρια (9ος αιών.) Κασσία ή Εικασία, γνωστότερη με το όνομα Κασσιανή. «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, / τήν σήν αἰσθομένη θεότητα / μυροφόρου ἀναλαβοῦσαν τάξιν(…)». Είναι και φορές, που αντί της λ. γυνή χρησιμοποιείται άλλο ουσιαστικό του ιδίου γένους: «η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα κυβέρνηση, πρέπει να παραιτηθεί || η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα διοίκηση, πρέπει να λογοδοτήσει»·  
- κάνω αμαρτία ή κάνω αμαρτίες, αμαρτάνω: «όποιος κάνει αμαρτίες, θα πάει στην Κόλαση»·
- λέω την αμαρτία μου, βλ. φρ. τη λέω την αμαρτία μου· βλ. και φρ. να σου πω την αμαρτία μου·
- να σου πω την αμαρτία μου, α. να σου ομολογήσω το λάθος μου, το σφάλμα μου: «να σου πω την αμαρτία μου, μετάνιωσα που βοήθησα αυτόν τον άνθρωπο». β. να σου αποκαλύψω το ευαίσθητό μου σημείο, τον κρυφό μου πόθο, το κρυφό μου πάθος ή την κρυφή μου άποψη, να σου μιλήσω με κάθε ειλικρίνεια: «να σου πω την αμαρτία μου, μόλις μου χαμογελάσουν λίγο με συμπάθεια, μου φεύγει αμέσως κάθε θυμός || να σου πω την αμαρτία μου, κι εμένα μ’ αρέσει το ποτό || να σου πω την αμαρτία μου, έχω άλλη γνώμη γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ξένες αμαρτίες, παρανομίες ή σφάλματα που δεν είναι δικά μου. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το φιλότιμό του κι απ’ την καλή του την καρδιά για ξένες αμαρτίες καταδικάστηκε βαριά
- ο δρόμος της αμαρτίας, βλ. λ. δρόμος·
- ο καρπός της αμαρτίας, βλ. λ. καρπός·
- παίρνω άφεση αμαρτιών, βλ. λ. άφεση·
- παίρνω την αμαρτία πάνω μου, αναλαμβάνω την ευθύνη για παράπτωμα, για σφάλμα άλλου: «άλλη φορά δε θα πάρω την αμαρτία πάνω μου, επειδή εσύ έχεις τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι σου!»·
- παλιά αμαρτία, το παλιό ερωτικό ταίρι, ο παλιός εραστής, η παλιά ερωμένη: «άργησα να ’ρθω, γιατί συνάντησα στο δρόμο μια παλιά αμαρτία μου και τα ’παμε λιγάκι στο πόδι». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχεις το δικαίωμα ξανά να μου θυμίσεις μια αμαρτία μου παλιά που πάει να σβηστεί)· βλ. και φρ. είναι παλιά αμαρτία·
- πληρώνω αμαρτίες, τιμωρούμαι για σφάλματα ή παρανομίες που έχω κάνει. (Λαϊκό τραγούδι: μπελάδες και τραβήγματα ξενύχτια, φασαρίες, και ταχτικά τραβιόμουνα και πλήρωνα αμαρτίες
- πληρώνω ξένες αμαρτίες, τιμωρούμαι για σφάλματα ή παρανομίες που έχουν κάνει άλλοι: «βαρέθηκα μια ζωή να πληρώνω ξένες αμαρτίες»·
- πληρώνω παλιές αμαρτίες, α. υφίσταμαι τις συνέπειες από παλιά μου λάθη, που εξακολουθούν να έχουν αντίκτυπο στη ζωή μου: «δεν μπορεί να βρει δουλειά, γιατί έχει τη ρετσινιά του καταχραστή και πληρώνει ακόμη παλιές αμαρτίες». β. εξοφλώ παλιά  χρέη: «απ’ όσα λεφτά βγάζω μου μένουν ελάχιστα, γιατί πληρώνω παλιές αμαρτίες»·
- προφάσεις εν αμαρτίαις, βλ. λ. πρόφαση·
- σαν αμαρτία, οτιδήποτε είναι πάρα πολύ ελκυστικό, οτιδήποτε βάζει σε πειρασμό κάποιον: «τις θέλω τις γαρίδες σαν αμαρτία, όμως ο γιατρός μου τις έχει απαγορέψει, γιατί έχουν πολλή χοληστερίνη || συνόδευε μια γυναίκα, τι να σου πω, σαν αμαρτία!». (Λαϊκό τραγούδι: σ΄ αγαπώ σαν αμαρτία, σε μισώ σαν φυλακή, κόψε με αν θες στα τρία, στάλα αίμα δε θα βγει
- σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου (κάποιον ή κάτι), απεχθάνομαι πάρα πολύ κάποιον ή κάτι: «δε θέλω ούτε να τον δω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου || ούτε ν’ ακούσω δε θέλω για κουκιά, γιατί τα σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου»·
- σώθηκαν οι αμαρτίες, πέρασαν πια οι δυσκολίες: «τώρα που σώθηκαν οι αμαρτίες, θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε πιο γρήγορα τη δουλειά»·
- τη λέω την αμαρτία μου, ομολογώ, παραδέχομαι το σφάλμα μου, παρόλο που δε με κολακεύει: «α, το ποτό μ’ αρέσει πολύ, τη λέω την αμαρτία μου || παρόλο που είμαι παντρεμένος, μ’ αρέσουν οι πιτσιρίκες, τη λέω την αμαρτία μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α, εγώ·
- τι αμαρτία! α. δηλώνει ατυχία, κακοτυχία: «τι αμαρτία, ρε γαμώτο! Αρρώστησε αυτός που θα μας έκανε το πάρτι, κι έτσι αναβλήθηκε προς το παρόν». β. δηλώνει συμπάθεια στην ατυχία, στην κακοτυχία κάποιου: «τι αμαρτία να μην περάσει στο πανεπιστήμιο το παιδί, ύστερα από τόσο διάβασμα που έκανε! || τι αμαρτία! Τόσο όμορφη γυναίκα και να είναι κουτσή!»·
- το σπίτι της αμαρτίας, βλ. λ. σπίτι·
- το τρίγωνο της αμαρτίας, βλ. λ. τρίγωνο.

φίδι

φίδι, το, ουσ. [<μσν. φίδιν <μτγν. ὀφίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὄφις], το φίδι· άνθρωπος κακός ύπουλος, μοχθηρός, κακεντρεχής: «μακριά απ’ αυτό το φίδι, γιατί δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει». (Λαϊκό τραγούδι: μην τους προσέχεις και γίνεσαι ένα μ’ αυτά τα φίδια τα φαρμακωμένα). (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. τρελός·
- βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα, αναλαμβάνω να τακτοποιήσω δυσάρεστες ή επικίνδυνες καταστάσεις που έχουν προκληθεί από άλλον ή άλλους: «κάνεις πρώτα ένα σωρό βλακείες κι όταν τα βρίσκεις σκούρα, φωνάζεις εμένα να βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα». Συνών. βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά·
- γόης φιδιών, βλ. λ. γόης·
- γόης φιδιών και γυναικών, βλ. λ. γόης·
- δεν είναι ούτε για τα φίδια (στη νεοαργκό), επιτείνει την έννοια της αμέσως παρακάτω φράσης. Συνών. δεν είναι ούτε για τα μπάζα / δεν είναι ούτε για τα σκυλιά· 
- είναι για τα φίδια (στη νεοαργκό),από άποψη εξωτερικής εμφάνισης δεν αξίζει καθόλου: «πώς να βρει άντρα η δόλια, δε βλέπεις που είναι για τα φίδια; || μπορεί να είναι για τα φίδια το παλικάρι, αλλά έχει χρυσή καρδιά || αν είναι δυνατόν να κάνω ποτέ παρέα μ’ έναν που είναι για τα φίδια!». Συνών. είναι για τα μπάζα / είναι για τα σκυλιά·
- έχω φίδι στον κόρφο μου, βλ. φρ. ζεσταίνω φίδι στον κόρφο μου·
- ζεσταίνουν τ’ αβγό του φιδιού, εκκολάπτουν τις νεοναζιστικές ιδέες, ευνοούν την ανάπτυξη του νεοναζισμού: «είναι πολλές οι οργανωμένες ομάδες στη Γερμανία σήμερα που ζεσταίνουν τ’ αβγό του φιδιού»·
- ζεσταίνω φίδι στον κόρφο μου, υποθάλπω, βοηθώ κάποιον που θα αποδειχτεί αχάριστος, ύπουλος ή εχθρός μου: «τον βοήθησα καλύτερα κι απ’ αδερφό, αλλά ζέσταινα φίδι στον κόρφο μου, γιατί, όταν χρειάστηκα τη βοήθειά του, όχι μόνο δε με βοήθησε, αλλά επιδίωξε να με χαντακώσει περισσότερο»·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- ιστορίες για φίδια ή ιστορίες με φίδια, βλ. λ. ιστορία·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, πολλές φορές της κακόγλωσσας τα λόγια και γενικά τα λόγια των κακών ανθρώπων, κάνουν μεγαλύτερο κακό από το δάγκωμα ενός φιδιού: «να μη σε πιάσει στο στόμα της αυτή η κακούργα, γιατί κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής»·
- κορμί σαν φίδι, βλ. λ. κορμί·
- μ’ έφαγαν τα μαύρα φίδια ή μ’ έφαγαν τα φίδια, βλ. φρ. με ζώσανε τα μαύρα φίδια. (Λαϊκό τραγούδι: τι τα θέλεις τα στολίδια και με τρών’ τα μαύρα φίδια)·  
- μαύρο φίδι που σ’ έφαγε! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα πάθει μεγάλο κακό, αν κάνει κάτι που μας ενοχλεί ή που είναι ενάντια στα συμφέροντά μας: «αν μάθω πως με κατηγόρησες, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε!». Από το ότι κάθε φίδι με μαύρο χρώμα είναι θανατηφόρο· βλ. και φρ. φίδι που τον έφαγε(!)·
- με ζώσανε τα μαύρα φίδια ή με ζώσανε τα φίδια, ανησυχώ έντονα, γιατί υποπτεύομαι κάποιον κίνδυνο ή κάποια δυσάρεστη εξέλιξη σε κάποιο θέμα: «όταν έμαθα πως όλα τα παιδιά γύρισαν απ’ την εκδρομή εκτός απ’ τα δικά μου, με ζώσανε τα μαύρα φίδια». (Λαϊκό τραγούδι: ήλιος για μας ποτέ δεν γλυκοφώτισε, γύρω παντού μας ζώνουν μαύρα φίδια. Είμαστ’ εμείς της μπόρας τα ναυάγια και της ζωής κουρέλια και σκουπίδια
- με ζώσανε σαν φίδια, υποφέρω βασανιστικά: «οι υποψίες ότι η γυναίκα μου με απατά, με ζώσανε σαν φίδια». (Λαϊκό τραγούδι: να πάρει ο διάβολος κι απόψε πάλι τα ίδια, οι νοσταλγίες μου οι άρρωστες με ζώσανε σαν φίδια
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, πρέπει να αγωνιστείς μονάχος σου για να μπορέσεις να ξεπεράσεις τις δύσκολες καταστάσεις που σου παρουσιάζονται: «πρέπει να στρώσεις τον κώλο σου στη δουλειά για να ξεπεράσεις το πρόβλημά σου, γιατί με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται»·
- με τρώνε τα φίδια, βλ. συνηθέστ. με ζώσανε τα φίδια·
- μην πατάς το φίδι στην ουρά, απόφευγε να εξοργίζεις τους πολύ επικίνδυνος ανθρώπους: «αν θέλεις να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο, μην πατάς το φίδι στην ουρά»·
- μην τρέφεις στον κόρφο σου φίδι, μη συναναστρέφεσαι, μην έχεις δοσοληψίες με άτομο που ξέρεις πως έχει εχθρικές διαθέσεις απέναντί σου: «αφού ξέρεις πως σ’ εχθρεύεται απόφευγέ τον και μην τρέφεις στον κόρφο σου φίδι»·   
- ο διπρόσωπος ο φίλος είναι φίδι κολοβό, μπορεί να σε βλάψει ανεπανόρθωτα ένας που προσποιείται το φίλο ενώ στην πραγματικότητα είναι εχθρός μας: «όλοι λίγο πολύ έχουμε και κάποιον που μας πρόδωσε, όμως ο διπρόσωπος ο φίλος είναι φίδι κολοβό»·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα μοιάζουν στην εμφάνιση, αλλά έχουν εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες: «μοιάζουν σαν να ’ναι δίδυμοι, αλλά ως προς τους χαρακτήρες τι να σου πω· όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι». Η αντιδιαστολή αυτή, γιατί και τα δυο έχουν μια ομοιότητα στο κορμί τους·
- πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές, α. προειδοποιητική έκφραση που λέγεται με ελαφρά ειρωνικό ή απειλητικό τόνο σε κάποιον που ενεργεί απερίσκεπτα ή επιπόλαια, και έχει την έννοια ότι θα εμφανιστούν αργότερα τα κακά επακόλουθα των ενεργειών του: «παράτησε τη δουλειά του και το ’ριξε στα γλέντια με τις καμπαρετζούδες, όμως πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές || τον τελευταίο καιρό πίνει πάρα πολύ και σίγουρα θα βλάψει την υγεία του, γιατί πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές». β. προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον που άρχισε μια δουλειά, να μην ξεθαρρέψει που στα πρώτα στάδιά της του φαίνεται εύκολη, γιατί οι δυσκολίες θα φανούν αργότερα: «έχε το νου σου και μην ξεθαρρεύεις που ξεκίνησε εύκολα η δουλειά, γιατί πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές». Συνών. πίσω έχει η αχλάδα την ουρά / στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό·  
- σκοτωμένο φίδι, άνθρωπος τελείως άφραγκος: «μην περιμένεις να σου δώσει τα λεφτά που σου χρωστάει, γιατί, απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, είναι σκοτωμένο φίδι». Από το ότι, όταν κάποιος δεν έχει χρήματα δεν μπορεί να κινηθεί, όπως και το σκοτωμένο φίδι·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, ο φλύαρος άνθρωπος, αποκτά πολλές φορές και επικίνδυνους εχθρούς ή μπλέκεται λόγω της φλυαρίας του σε δυσάρεστες καταστάσεις: «όπου και να πηγαίνεις να λες λίγα και καλά, γιατί την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει· 
- το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, αδιαφορώ για τον εχθρό που δεν μπορεί να με βλάψει: «δεν ξέρω πως συμπεριφέρεσαι εσύ στους εχθρούς σου, όσο για μένα, φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον γκαρίζει / σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει·
- το φίδι φίλος δε γίνεται, δεν κάνεις φίλο άνθρωπο που μπορεί να σε βλάψει, που είναι εχθρός σου: «όσο και να το θέλεις, το φίδι φίλος δε γίνεται»·
- του φιδιού το δάγκαμα, ύστερα πονεί, τα πικρά λόγια και οι συκοφαντίες που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, φέρνουν αποτέλεσμα και μας βλάπτουν μετά από κάποιον καιρό: «αδιαφορούσα για τις συκοφαντίες του πως είμαι δήθεν πρεζόνι, αλλά του φιδιού το δάγκαμα, ύστερα πονεί, γιατί έφτασαν στ’ αφτιά του διευθυντή μου και παραλίγο να με απέλυε»·
- τρώει σαν φίδι ή τρώει σαν το φίδι, τρώει πάρα πολύ, είναι αδηφάγος: «είναι χοντρός, γιατί κάθε φορά που κάθεται να φάει, τρώει σαν φίδι». Συνών. τρώει σαν βόδι / τρώει σαν δράκος / τρώει σαν λύκος·
- φίδι κολοβό, άνθρωπος πολύ πονηρός, πολύ κακός, πολύ μοχθηρός και για το λόγο αυτό πολύ επικίνδυνος: «έχε το νου σου μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι φίδι κολοβό»·
- φίδι να φτύσει, θα σκάσει, λέγεται για άτομο που είναι πάρα πολύ θυμωμένο, πάρα πολύ εκνευρισμένο: «μην τον ενοχλείς αυτή τη στιγμή, γιατί απ’ τα νεύρα που έχει φίδι να φτύσει, θα σκάσει»·
- φίδι που τον έφαγε! θα του συμβεί μεγάλο κακό: «να του πεις πως, αν ξαναπιάσει τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα του, φίδι που τον έφαγε!»· βλ. και φρ. μαύρο φίδι που σ’ έφαγε(!)·
- φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι, λέγεται για τους αχάριστους που βλάπτουν τους ευεργέτες τους: «δεν εκπλήσσομαι που αν και τον βοήθησα όταν είχε ανάγκη με κατηγόρησε στους αντιπάλους μου, γιατί είναι γνωστό το φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι». Αναφορά σε αισώπειο μύθο. Συνών. θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι·
- ψήνει τα φίδια, (για κλιματολογικές συνθήκες), κάνει ανυπόφορη, αφόρητη, εξοντωτική ζέστη: «κάθε καλοκαίρι στην πατρίδα μου ψήνει τα φίδια».