Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γραφή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γραφή, η, ουσ. [<αρχ. γραφή <γράφω], η γραφή. 1α. η έγγραφη είδηση, η έγγραφη προειδοποίηση: «στείλ’ του γραφή πως, αν δεν καθίσει φρόνιμα, θα φάει ξύλο». β. η επιστολή, το γράμμα: «έστειλε γραφή στο γιο του πως δεν είναι καλά στην υγεία του». Εδώ, για περισσότερη έμφαση στον τύπο γράμμα και γραφή  (Λαϊκό τραγούδι: σου ’στειλα γράμμα και γραφή κι απάντηση δεν πήρα μαύρη, δίκοπή μου μοίρα Ελισσώ…). 2. (στη γλώσσα της αργκό) η δικαστική απόφαση: «ήρθε γραφή πως έφαγες δυο χρονάκια»·
- δίνω δείγμα γραφής ή δίνω δείγματα γραφής, παρουσιάζω σε κάποιον ή σε κάποιους τον καλό μου χαρακτήρα ή τις ικανότητές μου για να με δεχτούν σε κάποιον κοινωνικό κύκλο ή για να καταλάβω μια θέση εργασίας: «δε θα τον βάζαμε στην παρέα μας αν δεν έδινε πρώτα δείγματα γραφής || από τα δείγματα γραφής που έδωσε ήμασταν αναγκασμένοι να τον αποκλείσουμε από την παρέα μας». Από το ότι επικρατεί η εντύπωση πως ο γραφικός χαρακτήρας ενός ανθρώπου αντικατοπτρίζει τον ψυχικό του κόσμο, ή την ψυχολογική του κατάσταση στην οποία βρισκόταν την ώρα που έγραφε κάποιο κείμενο·
- στο κάτω κάτω της γραφής, επιτέλους, στην έσχατη περίπτωση: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί στο κάτω κάτω της γραφής αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη». (Λαϊκό τραγούδι: στάσου στο δεκατέσσερα που είν’ τυχερό για σένα, στο κάτω κάτω της γραφής όταν μαζί μου κουραστείς τράβα για τριανταένα).