Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γράψιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γράψιμο, το, ουσ. [<μσν. γράψιμο(ν), από το θέμα του αορ. του ρ. γράφω + κατάλ. -ιμο], το γράψιμο· το να μη δίνει κανείς σημασία σε αυτά που του λέει κάποιος, το να αδιαφορεί, να τον αγνοεί: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί το γράψιμο που του ’κανε ο άλλος, γι’ αυτό διέκοψε μαζί του κάθε διάλογο».