γοργός
γοργός, -ή, -ό, επίθ.
[<γοργός (= άγριος, βλοσυρός). Η σημερινή σημασία μτγν.]. α. που
είναι σβέλτος, γρήγορος: «περπατούσαμε με βήμα γοργό». (Τραγούδι: εγώ είμαι
’γω ευζωνάκι γοργό). β. που είναι σβέλτος, γρήγορος και
συγχρόνως ζωηρός: «το τραγούδι είχε γοργό ρυθμό || χορέψαμε έναν χορό, που είχε
πολύ γοργό ρυθμό»·
-
το γοργόν και χάριν έχει, όσο πιο γρήγορα γίνεται κάτι τόσο το καλύτερο,
γιατί θα έχει καλύτερα αποτελέσματα: «επειδή αρχίζουν οι δουλειές, λέω την άλλη
βδομάδα να παντρευτούμε, γιατί το γοργόν και χάριν έχει». Συνών. η πίτα
τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά
δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει
το σίδερο. Αντίθ. δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα
είναι / σπεύδε βραδέως (β).