Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γοργός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γοργός, -ή, -ό, επίθ. [<γοργός (= άγριος, βλοσυρός). Η σημερινή σημασία μτγν.]. α. που είναι σβέλτος, γρήγορος: «περπατούσαμε με βήμα γοργό». (Τραγούδι: εγώ είμαι ’γω ευζωνάκι γοργό). β. που είναι σβέλτος, γρήγορος και συγχρόνως ζωηρός: «το τραγούδι είχε γοργό ρυθμό || χορέψαμε έναν χορό, που είχε πολύ γοργό ρυθμό»·
- το γοργόν και χάριν έχει, όσο πιο γρήγορα γίνεται κάτι τόσο το καλύτερο, γιατί θα έχει καλύτερα αποτελέσματα: «επειδή αρχίζουν οι δουλειές, λέω την άλλη βδομάδα να παντρευτούμε, γιατί το γοργόν και χάριν έχει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο. Αντίθ. δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β).