Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γονιός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γονιός, ο, ουσ. [<μσν. γονιός <γονέος, από το γονέων, γεν. πλ. του ουσ. γονεύς], ο πατέρας: «ποιος είν’ ο γονιός σου;»· πλ. οι γονιοί, ο πατέρας και η μητέρα μαζί: «πώς λένε τους γονιούς σου;»·
- γαμώ το γονιό σου, εκστομίζεται ως βρισιά. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: γαμώ το γονιό σου γαμώ».