Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γοητεία
γοητεία, η,
ουσ. [<αρχ. γοητεία <γοητεύω], η ιδιότητα του γόη ή της γόησσας, και
γενικά η σαγηνευτική δύναμη που μπορεί να διαθέτει ο κάθε άνθρωπος: «έχει
τέτοια γοητεία αυτή η γυναίκα, που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο»·
-
πουλώ γοητεία, βλ. φρ. πουλώ γοητιλίκι, λ. γοητιλίκι.
γοητιλίκι
γοητιλίκι, το, ουσ. [<γοητεία + κατάλ. -ιλίκι], η ιδιότητα του
γόη, της γόησσας, η ικανότητα που έχει ο γόης, η γόησσα, να γοητεύουν: «έχει
τέτοιο γοητιλίκι αυτός ο άντρας, που δύσκολα μπορεί να του αντισταθεί γυναίκα»·
-
πουλώ γοητιλίκι, (και για τα δυο φύλα) προσπαθώ να μιμηθώ τη συμπεριφορά
και τη σιγουριά του γόη ή της γόησσας: «φόρεσε το καινούριο του κουστούμι και
μας πουλάει γοητιλίκι».