Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γλυκό

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γλυκό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. γλυκός], το γλυκό. Υποκορ. γλυκάκι, το·
- βάζω χέρι στο γλυκό, τρώω από το γλυκό, συνήθως κρυφά: «η μητέρα με κατσάδιασε, μόλις αντιλήφθηκε πως έβαλα χέρι στο γλυκό»·
- γλυκό του κουταλιού, γλύκισμα που γίνεται συνήθως από φρούτα και προσφέρεται με κουταλάκι: «μετά τον καφέ μας πρόσφερε ένα γλυκό του κουταλιού». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί, την άκρη του χειλιού, έχεις γλυκό του κουταλιού), δηλ. έχεις πολύ γλυκά χείλη, πολύ γλυκό φιλί·
- γλυκό του ταψιού, αυτό που ψήνεται σε ταψί, όπως είναι ο μπακλαβάς, το κανταΐφι και άλλα: «κάθε τόσο η γιαγιά μας φτιάχνει και κάποιο γλυκό του ταψιού»·
- έδεσε το γλυκό, α. έκφραση ικανοποίησης, όταν έρχεται ξαφνικά κάποιος στην παρέα και σχηματίζεται απαρτία για κάποιο παιχνίδι ή δίνεται η δυνατότητα για κάποια ενέργεια ή όταν μια προσπάθειά μας φτάνει σε αίσιο τέλος. (Τραγούδι: γιατί το sex είναι μια άλλη ιστορία, δε θέλει φασαρία μπλα μπλα και θεωρία θέλει ίντριγκα, ρυθμό και αβαρία, να φτάσει η συνουσία για να δέσει το γλυκό). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ωραία, τώρα. β. ειρωνική έκφραση, όταν έρχεται κάποιος ανεπιθύμητος στην παρέα ή όταν μας έρχεται απανωτά κάποιο νέο κακό ή δυσκολία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μουουου, τώρα μάλιστα· βλ. και φρ. ήρθε κι έδεσε, λ. ήρθα·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, έπειτα από πολλές προσπάθειες για να φτάσει  κανείς στην καίρια στιγμή να πραγματοποιήσει κάτι, με πιο πιθανό το σεξ: «ήμασταν μια ώρα στο κρεβάτι και χαμουρευόμασταν κι εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό και να την καβαλήσω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μου τα χάλασε όλα»· βλ. και φρ. εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, λ. πρά(γ)μα·
- θα το βρω το γλυκό, θα φτάσω στην επιτυχία: «όσες δυσκολίες και να ’χει η δουλειά το σίγουρο είναι πως θα το βρω το γλυκό». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ. Από την εικόνα του παιδιού που, όταν λείπουν οι γονείς του από το σπίτι, βρίσκει επιτέλους το βάζο με το γλυκό· 
- κάνω τα πικρά γλυκά, βλ. λ. πικρός·
- μου ’ρθε γλύκισμα, βλ. φρ. μου ’ρθε καϊμάκι, λ. καϊμάκι·
- με πιάνει το γλυκό μου, συμπεριφέρομαι με ευγενικό τρόπο, με γλυκύτητα: «όταν με πιάνει το γλυκό μου, δε χαλώ χατίρι σε κανέναν»·
- χαμογελώ στο γλυκό, (στη νεοαργκό) τρώω γλυκά, μου αρέσουν τα γλυκά: «μετά το φαγητό πάντα χαμογελώ στο γλυκό».