Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γηρατειά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γηρατειά, τα, ουσ. [<γερατειά], τα γηρατειά·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, ο γέρος άνθρωπος δεν πρέπει να παντρεύεται, γιατί δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του γάμου: «πέρασαν τα χρόνια μου και δεν είμαι για γάμο, γιατί, όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά».