Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γερουσία
γερουσία, η, ουσ. [<αρχ. γερουσία, θηλ. του επιθ. γερούσιος
<γερόντιος], η γερουσία. 1. όμιλος, ομάδα γερόντων: «κάτω απ’ τον
πλάτανο κάθονταν όλη η γερουσία του χωριού». 2. (ειρωνικά) όμιλος, ομάδα
φτασμένων κακοποιών: «για να ’ναι μαζεμένη όλη η γερουσία και να κρυφομουρμουρίζει,
σίγουρα κάποιο κόλπο θα ετοιμάζει πάλι»·
-
καλώς τη γερουσία! α. φιλοφρονητικός χαιρετισμός σε γέροντα σε
ένδειξη σεβασμού. β. φιλοφρονητικός χαιρετισμός σε φτασμένο κακοποιό σε
ένδειξη αναγνώρισης.