Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γεγονός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γεγονός, το, ουσ. [<αρχ. γεγονός, ουδ. μτχ. του γέγονα, παρακ. του ρ. γίνομαι], το γεγονός·
- είναι γεγονός, είναι αποδεδειγμένο, είναι πράγμα βέβαιο, αναμφισβήτητο: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς τα λεγόμενά μου, γιατί αυτό που σου λέω είναι γεγονός»·
- το γεγονός της ημέρας, λέγεται για κάτι που είναι το πιο σπουδαίο από όλα όσα έγιναν την ίδια ημέρα και όλοι μιλούν γι’ αυτό: «το γεγονός της ημέρας ήταν το πολύνεκρο δυστύχημα που έγινε στο κέντρο της πόλης || το γεγονός της ημέρας ήταν η επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας στην πόλη μας»·
- το κάνει ιστορικό γεγονός, παρουσιάζει κάποια ασήμαντη κατάσταση σαν πολύ σπουδαία: «μια μικρή δυσκολία να του τύχει, το κάνει ιστορικό γεγονός || αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και το έκανε ιστορικό γεγονός».