γίγαντας
γίγαντας, ο, ουσ. [<αρχ. Γίγας], ο γίγαντας. 1.
άνθρωπος εξαιρετικός, εξαίσιος: «ο φίλος σου μ’ άφησε κατάπληκτο με τη στάση
του, γίγαντας σου λέω!». 2. άνθρωπος ψηλός και σωματώδης, άνθρωπος πολύ
δυνατός: «μια πιθαμή άνθρωπος και πήγε να τα βάλει μ’ αυτόν τον γίγαντα!». 3.
αυτός που ξεχωρίζει για τη μεγάλη του προσφορά σε κάποιο χώρο: «οι γίγαντες του
πνεύματος». 4α. ως επιφών. γίγαντα! φιλική ή τιμητική προσφώνηση
σε οικείο άτομο ή σε άτομο του οποίου αναγνωρίζουμε την αξία, την ανωτερότητά
του, και του δίνουμε το προβάδισμα: «καλώς τον γίγαντα!». β. λέγεται και
με ειρωνική διάθεση: «τι γίνεται, ρε γίγαντα, πάλι χωρίς φράγκο έμεινες!».
Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / δάσκαλε! (4α,
β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β)
/ στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση. 5.
γιγαντόσωμο πρόσωπο του παραμυθιού με υπερφυσικές δυνάμεις ή πνεύμα
αγαθοποιό ή κακοποιό: «τα παιδιά έτρεξαν να κρυφτούν για να μην τα βρει ο
γίγαντας και τα φάει || ο γίγαντας πήρε τα παιδιά στη μεγάλη του αγκαλιά, και
με δυο μεγάλες δρασκελιές τα πέρασε στην απέναντι όχθη του ποταμού». 6. στον
πλ. οι γίγαντες, ποικιλία μεγάλου φασολιού: «το μεσημέρι φάγαμε
γίγαντες»·
-
γίγαντας με πήλινα πόδια, λέγεται για κάτι που, παρ’ όλη την τεράστια
ανάπτυξή του ή τις τεράστιες διαστάσεις του, στηρίζεται πάνω σε σαθρές βάσεις:
«στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Σοβιετική Ένωση αποδείχτηκε πως ήταν ένας
γίγαντας με πήλινα πόδια γι’ αυτό και διαλύθηκε»·
-
κοιμισμένος γίγαντας, μεγάλη δύναμη που βρίσκεται σε μακροχρόνια αδράνεια:
«τα τελευταία χρόνια η Ρωσία είναι ένας κοιμισμένος γίγαντας»·
-
φασόλια γίγαντες, βλ. λ. φασόλι.
φασόλι
φασόλι, το,
ουσ. [<μσν. φασόλιν <φασηόλιον, υποκορ. του μτγν. φασίολος <λατιν. phasiolus <phaselus <αρχ. φάσηλος],
το φασόλι. 1. συνήθως στον πλ. τα φασόλια, λαδερό φαγητό από
ξερούς καρπούς φασολιάς, η φασολάδα, η φασουλάδα: «κάθισε στο εστιατόριο και
παράγγειλε να του φέρουν μια μερίδα φασόλια». 2. ως επιφών. φασόλια! έκφραση
αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «έμαθα πως ο τάδε πάλι χωρίζει. -Φασόλια!».
Πολλές φορές, μετά το επιφών. επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της
φρ. που του: «έμαθα πως ο τάδε πάλι χωρίζει. -Φασόλια χωρίζει!», ενώ είναι και
φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα
πως ο τάδε πάλι χωρίζει. -Φασόλια χωρίζει πάλι ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ.αρχίδι (4)· βλ. και λ. φασούλι·
-
φασόλια γίγαντες, ποικιλία φασολιών που είναι μεγάλα σε μέγεθος: «τα
φασόλια γίγαντες γίνονται πολύ νόστιμα στο φούρνο»·
-
φασόλια είναι; βλ. συνηθέστ. φασουλάδα είναι; λ. φασουλάδα·
-
έφαγε φασόλια, (ειρωνικά για γυναίκες) έμεινε έγκυος, γκαστρώθηκε: «πάλι
έφαγε φασόλια η τάδε;»· βλ. και φρ. την τάισε φασόλια·
-
την τάισε φασόλια, (ειρωνικά για γυναίκες) την άφησε έγκυο, την
γκάστρωσε: «μια φορά πήγε μ’ αυτή τη γυναίκα και την τάισε φασόλια». Από το ότι,
επειδή τα φασόλια είναι βαρύ φαγητό, όποιος φάει πολλά, νιώθει ένα φούσκωμα
στην κοιλιά του·
-
φασόλια μπλουμ, (στη γλώσσα του στρατού) σούπα από φασόλια, όπου όμως τα
φασόλια είναι ελάχιστα: «σήμερα είχαμε φασόλια μπλουμ»·
-
φασόλια πιάζ(ι), βλ. λ. πιάζ(ι).