Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γένι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γένι, το, ουσ. [<μσν. γένι <αρχ. γένειον], η γενειάδα· συνήθως στον πλ. τα γένια (βλ. λ.). Υποκορ. γενάκι, το·
- αφήνω γένι, δεν τα ξυρίζω σκόπιμα, για να μεγαλώσουν: «αφήνει γένι, γιατί έχει την εντύπωση πως φαίνεται πιο άντρας». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το παράθυρό της στέκετ’ ένας στρατιώτης κι απ’ την πίσω πόρτα βγαίνει ναύτης που ’χε αφήσει γένι).