Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γέλασμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γέλασμα, το, ουσ. [<αρχ. γέλασμα <γελῶ]. 1. η εξαπάτηση, το ξεγέλασμα: «του κάνανε τέτοιο γέλασμα, που του πήρανε όλα τα λεφτά που είχε επάνω του». 2. το άτομο που γίνεται συνήθως αντικείμενο κοροϊδίας, χλευασμού: «από μικρό παιδί αποτελούσε το γέλασμα του χωριού».